ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ… 13/10/1904. Θάνατος του Παύλου Μελά . Ο γενικός αρχηγός των ανταρτικών σωμάτων της Δυτικής Μακεδονίας, Ανθυπολοχαγός Παύλος Μελάς (Μίκης Ζέζας), μετά από πιθανή προδοσία από το Βουλγαρικό Κομιτάτο, κυκλώνεται από τουρκικό απόσπασμα στο χωριό Στάτιστα (Μελάς) Κορεστίων. Μετά από σκληρή μάχη τραυματίζεται σοβαρά και πεθαίνει, ενώ επτά από τους άνδρες του συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι. Η θυσία του νεαρού αυτού αξιωματικού αποτελεί από τότε σύμβολο του αγώνα για τη σωτηρία της Μακεδονίας.
ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ Η Ζωή και τό Εργο του
Παύλος Μελάς: Δεν υπήκουσα παρά εις μίαν ιδέαν, να φανώ χρήσιμος εις τον πλησίον και τον τόπον μου
Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1870 στην Μασσαλία της Γαλλίας. Πατέρας του ήταν Μιχαήλ Γ. Μελάς (1833-1897) και μητέρα του η Ελένη, το γένος Βουτσινά, κόρη γνωστού Κεφαλλονίτη εμπόρου από την Οδησσό.
Ο Παύλος Μελάς κατάγεται από τη μεγάλη και ιστορική οικογένεια των Μελάδων της Ηπείρου, με ρίζες που φθάνουν ως την Κωνσταντινούπολη (πριν την Άλωση), ανάμεσα στις πιο ισχυρές στρατιωτικές και πολιτικές οικογένειες του Βυζαντίου, των Κεφαλάδων ή κατά άλλους των Μελανιάδων (λόγω του χαρακτηριστικού μελαμψού χρώματος του προσώπου τους), ενώ κατά άλλους των Στρατηγόπουλων 1.
Ο πατέρας του Παύλου, στη Μασσαλία, ασχολήθηκε με το εμπόριο και απόκτησε σημαντική περιουσία μεγάλο μέρος της οποίας, σύμφωνα με την παράδοση της οικογένειάς του, διέθεσε για εθνικούς και για κοινωνικούς σκοπούς. Δραστήρια κοινωνικά και εθνικά ήταν και η μητέρα του Παύλου.
Το 1874 η οικογένεια Μελά έρχεται για να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα και κατοικούν στο κτίριο της οδού Πανεπιστημίου όπου βρίσκεται η Αθηναϊκή Λέσχη. Εκεί μεγαλώνει ο Παύλος με τα έξι αδέλφια του, το όμορφο, ψηλό και μελαχρινό αγόρι. Τα καλοκαίρια τους τα περνούν πότε στην Οδησσό και πότε στο Φάληρο, αλλά πιο συχνά στην Κηφισιά όπου ο πατέρας του κτίζει το εξοχικό τους σπίτι. Η μητέρα του, μεριμνά για όλους και για όλα, επιβλέπει και κατευθύνει το υπηρετικό προσωπικό, ράβει και πλέκει η ίδια για τα παιδιά της, φροντίζει για τους φτωχούς και γενικά, προσπαθεί να τους ικανοποιήσει όλους. Τα βράδυα με τον σύζυγο της, ομορφοντυμένη, παραβρίσκεται στις χοροεσπερίδες της κοσμικής – τότε – Αθήνας. Πολλές φορές, με ένα λαντώ (αμαξίδιο της εποχής) παίρνει τα παιδιά της να παίξουν στις εξοχές της Κηφισιάς, του Φαλήρου, του Ελαιώνα ή του Βασιλικού – τότε, Εθνικού σήμερα – Κήπου.
«… Το περιβάλλον του σπιτού του, η εθνική δράσις του πατέρα του, η παρακολούθηση των εθνικών εορτών και τελετών, ενασκούν τεράστια ψυχολογική επίδραση επ” αυτού [του νεαρού τότε Παύλου]. Το τυχαίον αντίκρυσμα πολλών όπλων φυλασσομένων κρυφά εις τα υπόγεια του σπιτιού του και προοριζομένων διά την Κρήτην, αι συζητήσεις περί των εθνικών θεμάτων που ήκουε συχνά εις το σπίτι του την εποχήν εκείνη, μετά τον Ρωσσοτουρκικόν Πόλεμον και την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878), του επροξένησαν μεγάλη εντύπωσιν. Έκτοτε ήδη ωνειροπόλει να καταταγή εις τον Στρατόν, όταν μγαλώσει, ώστε και αυτός να αγωνισθή διά την επανόρθωσιν των αδικιών …» 2.
Μεγαλώνοντας ο Παύλος αρχίζει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα αδέρφια του για την προθυμία του, την υποχωρητικότητά του και κυρίως για την καλοσύνη του και το ενδιαφέρον του προς τα μικρότερα παιδιά ή τα ζώα και γενικότερα τους αδυνάτους. Στο σχολείο υποστηρίζει τα μικρότερα και τ” αδύνατα παιδιά όταν τα ενοχλούσαν τα μεγαλύτερα και αργότερα, παλικάρι πια, φροντίζει μια άρρωστη φτωχή δασκάλα, ενώ συνεισφέρει και ενισχύει πρόθυμα, μυστικά, κάθε εθνική και φιλανθρωπική δράση.
Ο Παύλος Μελάς αγαπά με πάθος οτιδήποτε έχει σχέση με την Ελλάδα! Στον πατέρα του οφείλεται το ότι δεν ξεχνάει την γιαννιώτική του καταγωγή και ο μεγάλος πόθος του να ελευθερωθούν τα Γιάννενα. Ακούει με έντονο ενδιαφέρον τις ιστορίες που του λέει ο πατέρας του για τις οικογενειακές περιπέτειες του 1821 και η αγάπη του για την πατρίδα γίνετα όλο και πιο δυνατή. Ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου για τον Παύλο είναι μεγάλη ημέρα και συμμετέχει με ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση.
Αυτή η εποχή, που μεγαλώνει ο Παύλος, είναι μια εποχή ιδιαίτερης αναταραχής για τα Βαλκάνια και τους βαλκανικούς λαούς. Από την Κρήτη μέχρι την Βοσνία [οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι "Βόσνιοι" ονομάζονται οι εξισλαμισμένοι Σέρβοι!] έχουν ξεσηκωθει με επαναστάσεις ενάντια στον Τούρκο Σουλτάνο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Κρήτη, η Θεσσαλία, η Μακεδονία και η Ήπειρος βρίσκονται ξεσηκωμένες και επαναστατικά αντάρτικα σώματα ξεπηδούν από παντού ζητώντας ελευθερία από τον τουρκικό ζυγό και την ένωση με την «Μητέρα Ελλάδα». Τα σώματα αυτά ενισχύονται διαρκώς από εθελοντές, λαϊκοί και κληρικοί, στρατιωτικοί, χωροφύλακες, φοιτητές, μέχρι παιδιά-μαθητές και γέροι τρέχουν να ποσφέρουν βοήθεια στους υπόδουλους αδελφούς τους. Εθελοντές και βοήθεια με την μορφή εράνων φθάνουν από την Κύπρο, από το εξωτερικό, από παντού! Ταυτόχρονα, μεγάλα συλλαλητήρια ξεσπούν στην Ελλάδα κι ο λαός απαιτεί να κηρύξει η Ελλάδα πόλεμο κατά της Τουρκίας στο πλευρό της Ρωσσίας (έχει ήδη ξεσπάσει ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος). Και ενώ ξεκινάει η επιστράτευση, ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος τελειώνει και υπογραφεται ανακωχή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας (1878). Ο Ελληνικός Στρατός τελικά βρίσκεται συγκεντρωμένος στη Λαμία, χωρίς να προλάβει να πάρει μέρος στον πόλεμο. Το ώφελος της Ελλάδας από αυτά τα γεγονότα ήταν να επιτύχει αμνηστία για τους αγωνιστές- επαναστάτες της Κρήτης, Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας και την αποστολή Χριστιανού Διοικητή στην Κρήτη, και κάποιες αόριστες υποσχέσεις για το μέλλον…
Ο οκτάχρονος – τότε – Παύλος Μελάς πολύ λίγα καταλαβαίνει από τα γεγονότα αυτά, ζει όμως μέσα σ” αυτή την ατμόσφαιρα κι ανυπομονεί να μεγαλώσει για να πολεμήσει κι αυτός. Κάποτε, ψάχνοντας να βρει τον πατέρα του, κατέβηκε στο υπόγειο του σπιτιού τους και με έκπληξή του αντίκρυσε ξύλινες κάσες γεμάτες με όπλα. Ο μικρός Παύλος διακατέχεται από έντονη επιθυμία να τα δει από κοντά, να τ” αγγίξει. Το ίδιο ξαφνιάστηκε και ο πατέρας του που τον βρήκε εκεί. Του εξήγησε ότι αυτά τα όπλα βρισκόταν εκεί για να συγκεντρωθούν και να σταλούν κρυφά στους επαναστάτες της Κρήτης και ότι δεν πρέπει να το συζητήσει με κανέναν αυτό και να το κρατήσει μυστικό. Κι ο μικρός Παύλος φυλάει γερά το μυστικό βαθιά στην καρδιά του αλλά το μυαλό του γυρίζει διαρκώς εκεί, στον αγώνα για την λευτεριά της πατρίδας.
Το 1881 ελευθερώνονται και προσαρτούνται στο Ελληνικό Κράτος η Θεσσαλία και η Άρτα, ενώ το 1885, σαν τελειόφοιτος του Γυμνασίου, ζει έντονα τα γεγονότα της προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας από την Βουλγαρία και την αναταραχή που τα ακολούθησε. Τα πατριωτικά του αισθήματα πληγώνονται και υποφέρει σε μεγάλο βαθμό. Σχεδιάζει να καταταγεί εθελοντής στο Στρατό ή να βγει «αντάρτης» στα ελληνο-τουρκικά σύνορα, να πολεμήσει, αλλά ένα σπάσιμο του ποδιού του τον κρατά τελικά καθηλωμένο στην Αθήνα. Την επόμενη χρονιά (1886), του δίνεται η ευκαιρία να δώσει εξετάσεις για την εισαγωγή του στην Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων (ΣΣΕ).
Η εισαγωγή του Παύλου Μελά στη Σχολή Ευελπίδων
Η συνειδητή αυτή επιλογή του συμφωνεί απόλυτα με τα ευγενή και υψηλά ανθρωπιστικά του αισθήματα αλλά και τους υψηλούς και ανιδιοτελείς εθνικούς του σκοπούς. Από τις σημειώσεις στο προσωπικό του ημερολόγιο, τρεις μέρες πριν από τις εισιτήριες εξετάσεις στην ΣΣΕ (Αύγουστος 1886) διαβάζουμε:» … Επιλέγων το στάδιο αυτό, δεν υπήκουσα παρά εις μίαν ιδέαν, να φανώ χρήσιμος εις τον πλησίον και εις τον τόπον μου … Αυτή είναι όλη μου η φιλοδοξία και, όπως κάθε καλός στρατιώτης, θέλω να υπηρετήσω την Πατρίδα μου και δι” αυτήν να αποθάνω. Καμιά δυσκολία δεν θα με σταματήσει … Δεν θα υποχωρήσω ποτέ προ των εμποδίων. Προς το παρόν, άλλωστε, δεν θα υποστώ εις την Στρατιωτικήν Σχολήν, παρά πειθαρχίαν, ολίγον σκληράν, και μερικές στερήσεις …» 3.
Τον Σεπτέμβριο του 1886 ο Παύλος γίνεται δεκτός στην ΣΣΕ και ένα πρωινό του ιδίου μήνα, με ανάμικτα συναισθήματα χαράς και λύπης, αποχαιρετά του γονείς και διαβαίνει την πύλη της Σχολής, που εκείνη την εποχή στεγάζεται στον Πειραιά. Ταραγμένος νιώθει ακόμη την παράξενη συγκίνηση με την οποία, πριν να φύγει, είχε φιλήσει το χέρι των γονιών του και στ΄αυτιά του αντηχούν η βραχνη φωνή του πατέρα του που τον συμβουλεύει: «… υποταγή στο καθήκον… “Ετσι θα πάρωμε τα Γιάννενα…», και ο τρυφερός αποχαιρετισμός της μητέρας του: «…ο Θεός μαζί σου, γιέ μου …».
Από τις πρώτες κιόλας μέρες της εισόδου του στην ΣΣΕ, αναγκάζεται -όπως κι οι υπόλοιποι Ευέλπιδες- να προσαρμοστεί, τόσο στο πρόγραμμα όσο και στο πνεύμα της Σχολής. Η ζωή του αλλάζει από τα καθιερωμένα. Το ντύσιμό του, τώρα, είναι το γαλαζόμαυρο αμπέχωνο με τις κίτρινες επωμίδες, το μακρύ παντελόνι και το πηλήκιο της στολής. Το πρωινό εγερτήριο είναι στις 4:30 το πρωί το καλοκαίρι και στις 5 το πρωί τον χειμώνα. Μαθήματα, μελέτη, σκληρά γυμνάσια, κρύο φαγητό, μικρή ψυχαγωγία και σιωπητήριο στις 9.30 μ.μ. Ανάμεσα όμως σ΄αυτά, που αποτελούν το καθημερινό πρόγραμμα του εύελπι, υπάρχουν και τα καψόνια από τους ανωτέρους, που συχνά του φέρνουν δάκρυα στα μάτια, όχι από τον πόνο αλλά από την προσβολή και την οργή που νιώθει, γιατί δεν μπορεί ν΄αντιδράσει. Μόνο να τα εγκαταλείψει όλα μπορεί, αλλά δεν το κάνει, γιατί θα φανεί δειλός και άλλωστε μόνος του αποφάσισε να γίνει στρατιωτικός. Και σφίγγει τα δόντια και υπομένει και ξαφνικά γίνεται άντρας και μαθαίνει να ξεπερνά τις δυσκολίες και να επιμένει στο σκοπό του. Δε λείπουν επίσης και οι επιπλήξεις για τα σφάλματα συμπεριφοράς και οι ποινές – οι καμπάνες – για ό,τι προβλέπει ή και δεν προβλέπει ο κανονισμός. Κρατήσεις, στερήσεις εξόδου, φυλακίσεις και παρουσίαση στο Διοικητή την ώρα της αναφοράς κρίνονται αναγκαία, για να συνηθίσουν το νέο σ΄έναν αυστηρό και πειθαρχημένο τρόπο ζωής γιατί έτσι θα πρέπει να ζει στο εξής. Ευχάριστα διαλείμματα στην αυστηρά προγραμματισμένη ζωή του αποτελούν οι ολιγόωρες εξόδοι της Κυριακής και η άδεια, μια φορά το μήνα, με ή χωρίς διανυκτέρευση.
Στις αρχές Οκτωβρίου 1886 ορκίζεται πρωτοετής Εύελπις.
Η επιστολή που στέλνει στον πατέρα του, μετά την ορκωμοσία του, αντανακλά έντονα τις ιδέες και τα συναισθήματα που κατακλύζουν τον νεαρό Εύελπη, τις μελλοντικές προσδοκίες και τα όνειρά του, αλλά και της αίσθησης της ευθύνης που αναλαμβάνει, παρά το νεαρόν της ηλικίας του. Γράφει λοιπόν:» … Σεβαστέ μου πατέρα … Προχθές το πρωί έδωσα τον νενομισμένον όρκον … Σας βεβαιώ ότι ορκίσθην έχων πλήρη συναίσθησιν των υπό του όρκου επιβαλλομένων καθηκόντων, σταθεράν δεν απόφαση να τα εκτελέσω. Διά τούτο και εκ βάθους καρδίας ωρκίσθην υπακοήν εις τους νόμους της Πατρίδος, σέβας, πίστιν και αφοσίωσιν εις τον Βασιλέα μου, και ότι θέλω υπερασπίσει μέχρι τελευταίας πνοής την σημαίαν και την Πατρίδαν … Πριν τελειώσω την επιστολή μου σας παρακαλώ, Σεβαστέ μου πατέρα, να μ” ευχηθείτε όπως ο Θεός με βοηθήσει να τηρήσω εντίμως τον όρκον μου, μέχρι τελευταίας στιγμής της ζωής μου …» 4.
Με αγωνία περιμένει τον Παύλο η μητέρα του σε κάθε άδειά του κι ενώ τον περιποιείται, προσπαθεί με τρόπο να καταλάβει πώς περνά. Αλλά και ο Παύλος νιώθει μισή τη χαρά της άδειας, αν δεν κατορθώσει να περάσει κάποια ώρα το απόγευμα με τον πατέρα του συζητώντας μακριά από τους άλλους για τα όσα συμβαίνουν γύρω τους. Αλληλογραφεί συχνά με την οικογένειά του και ιδίως με τη μητέρα του και κυρίως, όταν για κάποια απειθαρχία του, χάνει την άδειά του.
Και φθάνει ο πέμπτος και τελευταίος χρόνος. Και ο Παύλος, αφού μαθαίνει τα αποτελέσματα των εξετάσεων, σβήνει με το μολύβι την τελευταία ημέρα στο ημερολόγιό του, ενώ ταυτόχρονα περνούν από μπροστά του τα όσα πέρασε στα πέντε χρόνια των σπουδών του, πού όμως δεν θα ήθελε να ξαναζήσει, έστω και αν τα θυμάται με αγάπη.
Η αποφοίτησή του από την ΣΣΕ και ο γάμος του με την Ναταλία Δραγούμη
Τον Αύγουστο του 1891 και μετά από 5ετή φοίτηση στην ΣΣΕ, ο Παύλος Μελάς αποφοίτησε σαν Ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού (ΠΒ). Για τρεις μήνες όμως υπηρετεί σαν απλός στρατιώτης στην αρχή και ως υπαξιωματικός στη συνέχεια, στους στάβλους και στους θαλάμους του Α” Συντάγματος Πυροβολικού.
Για να διοικήσεις αργότερα σωστά, πρέπει να γνωρίζεις και συ αλλά και ο τελευταίος στρατιώτης σου ότι είσαι ικανός για όλα (να περιποιείσαι τα άλογα, να κοιμάσαι σε σανίδες κ.λ.π.). Και κάθε μέρα με τον ίδιο ενθουσιασμό κάνει πρωί και απόγευμα την υπηρεσία του: γυμνάσια, επιθεώρηση, εκπαίδευση ανδρών, θεωρία, βολή. Τους άνδρες του τους γνωρίζει καλά έναν-έναν, τους αγαπάει. Κι αυτοί τον εμπιστεύονται, του φανερώνουν τις στενοχώριες τους, τις σκέψεις τους και τον αποκαλούν πατέρα. Και είναι ακόμη τόσο νέος και είναι η αρχή!
Το ίδιο καλοκαίρι του 1891 που τελειώνει τη Σχολή, γνωρίζει και τη Ναταλία Δραγούμη, που την παντρεύεται τον επόμενο χρόνο, τον Οκτώβριο του 1892. Είναι σε ηλικία 22 μόλις χρονών. Πεθερός του είναι ο Στέφανος Δραγούμης, που ασχολείται με την πολιτική, αλλά και με αρχαιολογικές και γλωσσολογικές μελέτες. Αδερφός της Ναταλίας είναι ο Ίωνας Δραγούμης. Η οικογένεια Δραγούμη κατάγεται απο το Βογατσικό της Μακεδονίας και είναι ένθερμοι πατριώτες, περήφανοι για την καταγωγή τους. Ο γάμος του αυτός, με την Ναταλία, υπήρξε καθοριστικός για τον Παύλο, τόσο για την αποκρυστάλλωση των πατριωτικών του αισθημάτων και πεποιθήσεων προς την Μακεδονία, όσο και για την μετέπειπα σύντομη ζωή του.
Αυτό ομολογεί κι ο ίδιος σε επιστολή του που σώζεται προς τη σύζυγό του, στα οποία μεταξύ άλλων της γράφει: » … τα πολυάριθμα παραδείγματα πατριωτισμού και θάρρους φυσικού, αλλ” ιδίως ηθικού, τα οποία συνάντησα εις την αγαπητήν, την αγία σου οικογένεια μ” εβοήθησαν …»5.
Ο Παύλος συμφωνεί απόλυτα με τη γυναίκα του στις ιδέες, γιατί έχουν υποστεί και οι δύο τον ίδιο τρόπο της πατριαρχικής ανατροφής με τα πολλά και χαρούμενα αδέλφια. Η νέα οικογένεια του Παύλου δεν τον ξεχωρίζει από τα παιδιά της και τα αδέλφια της γυναίκας του λατρεύουν αυτόν τον ψηλό αξιωματικό, το γλυκομίλητο, με το ωραίο πρόσωπο και το λιγερό παράστημα και που στα μάτια τους φαντάζει σαν Εκτορας ή Μάρκος Μπότσαρης ή Αθανάσιος Διάκος. Και η ζωή του κυλά ήρεμα και όμορφα ανάμεσα στην καθημερινή του υπηρεσία στο στρατώνα, στο σπίτι του, στις εκδρομές, στους χορούς και στις συναναστροφές.
Στα μέσα του 1894 γεννιέται το πρώτο του παιδί, ο Μιχαήλ, που τον φωνάζουν χαϊδευτικά Μίκη.
Τη χαρά όμως που νιώθει από τη γέννηση και το μεγάλωμά του γιου του, του τη μειώνει η γενική κατάσταση της πατρίδας του, που δεν είναι καθόλου ικανοποιητική. Η Μακεδονία υπονομεύεται από τη Βουλγαρία, η Κρήτη σιγοβράζει επικίνδυνα κάτω πάλι από Τούρκο επίτροπο, η Κρητική επανάσταση του 1889 μένει αβοήθητη από τον Ελληνικό Στρατό και η οικονομία της χώρας πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Οταν όμως το 1895 με έξοδα του ηπειρώτη Αβέρωφ αρχίζει να γίνεται το Παναθηναϊκό Στάδιο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες που θα γίνονταν το 1896 στην Αθήνα, ο ελληνισμός για λίγο ανασαίνει. Κι όταν ο Μαρουσιώτης Σπύρος Λούης, ανάμεσα σε τόσους ξένους αθλητές έρχεται πρώτος στο Μαραθώνιο δρόμο, ο ελληνισμός μεθάει από τη νίκη και καμαρώνει ξεχνώντας για λίγο τα προβλήματά του!
Το Μαΐο του 1896 ξεσπά καινούρια επανάσταση στην Κρήτη και η αδράνεια του Ελληνικού Στόλου ενοχλεί και στενοχωρεί τον Παύλο, που με τη Χαρτογραφική Υπηρεσία του Στρατού βρίσκεται εκείνη την εποχή στους Μύλους του “Αργους. Στα τέλη του Αυγούστου 1896, η Τουρκία φοβισμένη από τη διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων για τις σφαγές των Αρμενίων στην Κων/πολη, παραχωρεί στην Κρήτη ένα είδος αυτονομίας και οι Κρήτες ησυχάζουν. Οταν όμως στο τέλος του Οκτωβρίου 1896 δεν εφαρμόζεται σωστά ο νέος οργανισμός, αρχίζουν καινούριες ταραχές. Η Κρήτη ξεσηκώνεται και στις 25 Ιανουαρίου 1897 η επαναστατική κυβέρνηση κηρύσσει στη Χαλέπα την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Η συμπαράσταση τότε του ελληνικού στόλου είναι άμεση και κατεβαίνει στην Κρήτη, για να εμποδίσει την απόβαση τουρκικού στρατού στις ακτές του νησιού. Ο Παύλος που τον απασχολούν ιδιαίτερα τα εθνικά θέματα, παρακολουθεί με ενδιαφέρον τα γεγονότα της Κρήτης, ενώ ταυτόχρονα ανησυχεί πολύ για τη Μακεδονία, που υποφέρει και από τους Τούρκους και από τους Βουλγάρους. Η ίδρυση της Εθνικής Εταιρείας – 12 Νοεμβρίου 1894 – της μυστικής δηλαδή οργάνωσης – που έχει σαν σκοπό της να βοηθήσει στην επίλυση των εθνικών προβλημάτων με τη στρατιωτική προετοιμασία της χώρας και την ηθική της ανύψωση, τον ανακουφίζει και τον κάνει να ελπίζει για το καλύτερο.
Το «βάπτισμα του πυρός» του Ανθυπολοχαγού (ΠΒ) Παύλου Μελά και η συμμετοχή του στον «άτυχο» πόλεμο του 1897
Ο Παύλος υπηρετεί ως αρχιφύλακας στο Πανεπιστήμιο, όταν τα ξημερώματα της 31ης Ιανουαρίου του 1897 διατάσσεται να επιστρέψει με τους άνδρες του στο στρατώνα του πυροβολικού, γιατί το μεσημέρι της επόμενης ημέρας αναχωρεί στρατός, για να καταλάβει την Κρήτη.
Απογοητευμένος γιατί η δική του μονάδα δε μετέχει σ΄αυτή την επιχείρηση, επιστρέφει στο σπίτι του και ενημερώνει τους δικούς του. Και παρά την πίκρα του, παίρνοντας μέρος στη γενική χαρά γράφει στο σημειωματάριό του «…με κόπο συγκρατω τά δάκρυά μου… Θεέ μου, κάμε να σωθή αυτός ο δυστυχής τόπος… δέν έζησα παρά μέ αυτήν καί δι΄αυτήν την ιδέαν. Και σήμερα ήλθεν επί τέλους η ποθητή στιγμή…».
Στο σιδηροδρομικό σταθμό, όπου ο Παύλος κατευοδώνει μια στρατιωτική φάλαγγα, μαθαίνει με χαρά ότι η πεδινή πυροβολαρχία του πρίγκιπα Νικολάου στην οποία υπηρετεί, διατάσσεται ν΄αναχωρήσει το γρηγορότερο για τη Λάρισα. Πετώντας σχεδόν επιστρέφει στο στρατώνα του για να καταλήξει σπίτι του και να παίξει με το γιο του. Πρώτη φορά δεν αισθάνεται λύπη που θα αφήσει τους δικούς του. Μετά τρεις ημέρες επιβιβαζόμενοι σε πλοία στον Πειραιά αναχωρούν και μέσω Χαλκίδας φθάνουν στο Βόλο, απ΄όπου σιδηροδρομικώς καταλήγουν στη Λάρισα, όπου η υποδοχή που τους γίνεται αγγίζει τα όρια της παραφροσύνης. «… Είμαι ευτυχής μόνον μέ τήν ιδέαν ότι είμεθα εδώ διά νά υπερασπίσωμεν την πατρίδα…» γράφει στη γυναίκα του περιμένοντας την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων, «… από στιγμής εις στιγμήν αναμένομεν να φύγωμεν. Ο Θεός να δώση…».
Στις 5 Απριλίου 1897 αρχίζουν οι εχθροπραξίες. Το τηλεγράφημα του Παύλου που φθάνει στην Αθήνα φανερώνει τον ενθουσιασμό του για το ξεκίνημα του πολέμου «… Ευχηθητε υπέρ πατρίδος μόνον. Ασπάζομαι πάντας. Εύχομαι Μίκης αισθανθή ποτε καί αυτός χαράν μου…»
Ενθουσιασμένος κατά την έναρξη των επιχειρήσεων, πολύ σύντομα και σε λίγες μόνο μέρες γίνεται αφάνταστα πικραμένος, λόγω της τροπής που πήρε για την Ελλάδα ο πόλεμος εκείνος. Μέσα από τα επόμενα γράμματά προς τη γυναίκα του, γραμμένα τα περισσότερα βιαστικά με μολύβι, περνούν τα δυσάρεστα γεγονότα αλλά και τα όσα νιώθει ο ίδιος αυτές τις τριάντα (30) οδυνηρές ημέρες του 1897. Ετσι ο αρχικός του ενθουσιασμός : «… εις ολίγα λεπτά φεύγομεν διά το Μπουγάζι (αριστερά του Τυρνάβου)… Περιττόν να σου ειπω τήν χαράν, την ευτυχία μου….», μετατρέπεται γρήγορα σε απογοήτευση: «… Δεν σου περιγράφω την κατάσταση αυτήν, διότι παραφρονώ όταν την συλλογίζωμαι … 32.000 άνδρες το έκοψαν λάσπη στο άκουσμα πώς έρχονται οι Τούρκοι…». Ύστερα, και πάλι σε καινούρια ελπίδα με τη διαταγή του Διαδόχου : «… ότι θέλομεν υπερασπισθή το έδαφος του Δομοκου …», για να καταλήξει σε λίγο πάλι σε απόγνωση και απελπισία : «.. ήρχισεν η νυκτερινή αυτή υποχώρησις. Φοβερωτέρας ώρας ουδέποτε διηλθον…». Σε άλλο του γράμμα πάλι, καταλήγει: «… Σκέπτομαι αδιάκοπα τα αγαπημένα μου πρόσωπα και παρακαλώ τον Θεόν να μου επιτρέψει να τα ξαναδώ, μόνον αφού σβύσωμεν την φιβεράν ατιμίαν του δυστυχισμένου τόπου μας …» 6.
Τέλος, το τηλεγράφημα του πατέρα του, που έρχεται από την Αθήνα με τα λόγια: «… Απεφασίσθη ανακωχή…» (6η Μαΐου 1897), είναι για τον Παύλο ο ταπεινωτικός επίλογος μιας εκστρατείας, από την οποία περίμενε πολλά!
Κουρασμένος τότε περισσότερο ψυχικά – «… κατόπιν της εκ Δομοκού γενναίας φυγής μας …» – παρά σωματικά, αρρωσταίνει με υψηλό πυρετό. Ανήσυχος ο γιατρός του Συντάγματος τον στέλνει στη Λαμία, όπου στο πλωτό νοσοκομείο «Θεσσαλία» συναντά τη γυναίκα του Ναταλία, η οποία υπηρετεί εκεί ως νοσοκόμος. Τρομαγμένη αντικρίζει τον αδύνατο και εξαντλημένο άνδρα της και σιωπηλή και ξάγρυπνη κάθεται όλη τη νύκτα στο πλάι του, ενώ εκείνος παραδέρνει σε ύπνο ταραγμένο. Φθάνοντας στη συνέχεια στην Αθήνα βρίσκει παρηγοριά στην οικογενειακή θαλπωρή. Δεν μένει όμως πολύ. Σε μία εβδομάδα ζητάει να μετατεθεί στη Λαμία, στις προφυλακές. Κι ενώ υπηρετεί χωρίς απρόοπτα στην πυροβολαρχία του, ένα μήνυμα για την αρρώστια του πατέρα του τον ταράζει. Κατεβαίνει αμέσως στην Αθήνα και τον προλαβαίνει ζωντανό. Σε δυο όμως ημέρες, ο πατέρας του πεθαίνει. Ο θάνατος αυτός, που τον συγκλονίζει, είναι γι΄αυτόν το συμπλήρωμα της εθνικής καταστροφής!
Μετά το θάνατο του πατέρα του ξαναγυρίζει απαρηγόρητος στη Λαμία. Η συγκατοίκησή του με δύο αγαπητούς του συναδέλφους μετριάζει τη βαθιά του λύπη. Χωρίς αυτούς θα είχε παραιτηθεί και θα είχε επιστρέψει στο σπίτι του. Τότε μάλιστα περνά την πιο δύσκολη περίοδο της ζωής του. “Οπως ομολογεί και ο ίδιος «… πότε ειμαι ευχαριστημένος … διότι ελπίζω να διορθωθη αυτή η κατάστασις πότε πάλιν αηδιάζω και απογοητεύομαι καί δέν θέλω ν΄ακούω και να σκέπτωμαι τίποτε …». Παντού όμως και πάντα θυμάται τον πατέρα του, που κοντά του «… ελησμονούσα όλας τάς στεναχωρίας μου …».
Κι ενώ τον πνίγει η μονοτονία της Λαμίας, στις 5 Μαΐου 1898 (έναν χρόνο μετά την ανακωχή του 1897) αρχίζει η εκκένωση του θεσσαλικού κάμπου από τους Τούρκους. Ο Παύλος, έφιππος, επισκέπτεται το χώρο που μόλις έχουν εγκαταλείψει οι Τούρκοι και μεταξύ άλλων γράφει σθγκινημένος στους δικούς του. «… ειναι αδύνατον να σας ειπώ τι αισθάνεται ένας άνθρωπος, όταν επαναβλέπει μέρη και πράγματα παρά τα οποία ησθάνθη συγκινήσεις διά βίου αλησμονήτους …» .
Η 1η αποστολή του Παύλου Μελά στην Μακεδονία
Όπως ήδη αναφέραμε παραπάνω, η πρώτη αποστολή του Παύλου Μελά στην Μακεδονία, ήταν σαν μέλος μιας τετραμελούς ομάδας Αξιωματικών και έγινε με Κυβερνητική εντολή. Οι άδειες που τους δόθηκαν από το Υπουργείο Στρατιωτικών αφορούν τις μετακινήσεις τους μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους (αντικειμενικός στόχος τους είναι η περιοχή μεταξύ Μοναστηρίου και Καστοριάς όπου δραστηροποιούνται κύρια οι Βούλγαροι κομιτατζήδες), και τα διαβατήριά τους εκδόθηκαν με ψευδώνυμα. Το ψευδώνυμο που διάλεξε ο Παύλος είναι ΜΙΚΗΣ ΖΕΖΑΣ.
Μίκης, από το όνομα του γιου του Μιχαήλ, που φωνάζουν χαϊδευτικά Μίκη και Ζέζας, από το όνομα της κόρης του Ζωής, που φωνάζουν χαϊδευτικά Ζέζα!
Ο Παύλος ετοιμάζεται με ιδιαίτερη χαρά να εκτελέσει αυτή την αποστολή. Όπως γράφει στο σημειωματάριό του, στις 24 Φεβρουαρίου 1904, «… Σήμερον επί τέλους εκπληρούται ο πόθος μου…». Πριν αναχωρήσει, επισκέπτεται τον τάφο του πατέρα του, που λάτρευε τη Μακεδονία και θυμάται ότι πάνω στο φέρετρό του είχε ορκισθεί και να πεθάνει αν χρειαστεί, γι΄αυτήν. Επιστρέφει στη συνέχεια ήρεμος στο σπίτι του, περνά μερικές ώρες με τους δικούς του κι ενώ τους αποχαιρετά με τα λόγια «Ζήτω η Μακεδονία», ξεκινά συγκινημένος για την επικίνδυνη αποστολή του.
Φθάνοντας στον προορισμό του, μετά από ταξίδι μερικών ημερών, αρχίζει το έργο του. Ενημερώνεται, ζει σε άθλιες συνθήκες, συμπάσχει, παρηγορεί και εμψυχώνει τους τυραννισμένους Έλληνες από χωριό σε χωριό. Συνεχίζει απτόητος και ακούραστος την εκτέλεση της αποστολής του μέχρις ότου κρυπτογραφική επιστολή του “Ιωνα Δραγούμη τον πληροφορεί για την πρόθεση της Αθήνας, ότι «… Η τουρκική πρεσβεία, μαθούσα την παρουσίαν των κ.κ. Μελά και Κοντούλη εις τα πέριξ της Καστορίας, προέβη εις παραστάσεις. Οπως διασκεδασθώσιν αι υποψίαι των Τούρκων εκρίναμεν αναγκαίον νά επιστρέψη προσωρινώς ο κ. Μελάς τουλάχιστον…».
Ο Παύλος αντιδρά βίαια, αρνείται να υπακούσει. Μάταια ένα ημερονύκτιο ο Κοντούλης προσπαθεί να τον μεταπείσει. Μόνον όταν του θυμίζει ότι σαν Αξιωματικός έχει ορκισθεί υπακοή και του τονίζει ότι εξαιτίας του ίσως και να αποτύχει ολόκληρη η αποστολή τους, πείθεται με βαριά καρδιά, να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Στις 29 Μαρτίου 1904, Δευτέρα του Πάσχα, ο Παύλος ξαναβρίσκεται επιτέλους με την οικογένειά του στην Αθήνα.
Ο θάνατος του Παύλου Μελά και η σημασία του για τον αγώνα στην Μακεδονία
Ακαταπόνητος συνεχίζει τον αγώνα του και με αγωνία περιμένει όπλα από τις αθηναϊκές πατριωτικές οργανώσεις, για να εξοπλίσει όλα τα χωριά της περιοχής του. Στο μεταξύ, με όσα διαθέτει και παρά τις εναντίον του βουλγαρικές απειλές, οργανώνει την άμυνα τεσσάρων χωριών και προειδοποιεί ότι θα κάψει τα σπίτια εκείνων που θα συμπράξουν με τους βούλγαρους κομιτατζήδες.
Παράλληλα, εξακολουθώντας να εμπιστεύεται στα γράμματά του τις σκέψεις και τα συναισθήματά του σημειώνει. «… Δεν φαντάζεσαι την κατάστασίν μου την ψυχικήν. Θέλω και πρέπει να μείνω εδώ αλλ΄ ο πολυτάραχος και σχεδόν άγριος βίος μου με κάμνει να νοσταλγώ τον ήσυχον και γλυκύν οικογενειακόν βίον. Και εδώ έχω τας ικανοποιήσεις μου και εκεί την ευτυχίαν μου. Αλλ΄εδώ με κρατεί επί πλέον το καθήκον και πρό πάντων αι υποχρεώσεις ας ανέλαβα. Αισθάνομαι ότι θυσιάζομαι, αλλά τουλάχιστον θα κατορθώσω τίποτε; ΄Η θα χανδακώσω την ιεράν αυτήν υπόθεσιν; Αισθανόμενος το μέγεθος της ευθύνης, πότε τρέμω και πότε ενθουσιώ…».
Στο μεταξύ το σώμα του ενισχύεται και με ντόπιους και φθάνει τώρα τα 50 άτομα και έτσι οι χωρικοί νιώθουν πιο ασφαλείς γνωρίζοντας την παρουσία του. Κι ενώ βαδίζει για να συναντηθεί με άλλο σώμα Ελλήνων ανταρτών, για να συναποφασίσουν γενικότερη κατά των βουλγαρικών συμμοριών επίθεση, σταματά στο χωριό Στάτιστα, (ή και Σιάτιστα) για να ξεκουράσει τους άνδρες του. Στις αντιρρήσεις που εκφράζει για αυτή τη στάση τους ο φίλος και υπαρχηγός του Νίκος Πύρζας, επειδή στο χωριό κατά τις πληροφορίες τους υπάρχει τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα, ο Παύλος απαντά: «… Ειναι αμαρτία, τά παιδιά κουρασμένα, βρεγμένα ας μείνωμεν εις το χωριό νά στεγνώσουν ολίγον …».
Αυτή η απόφαση του θα είναι τελικά γι΄αυτόν μοιραία, γιατί οι Τούρκοι ειδοποιημένοι και οδηγημένοι από τον κομιτατζή Μήτρο Βλάχο για την εκεί παρουσία τους, επιτίθενται και κατά τη συμπλοκή ο Παύλος τραματίζεται σοβαρά, «… στη μέση με πήρε, παιδιά …». Κι ενώ οι άντρες του τρέχουν να τον βοηθήσουν μπαίνει μόνος του στο σπίτι, κάθεται και απευθυνόμενος στο Νίκο Πύρζα του λέει: «… Το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι του Μίκη και να τους πης ότι το καθήκον μου έκαμα …».
Στη συνέχεια βγάζει το πορτοφόλι του με τις φωτογραφίες των παιδιών του κι επειδή αρχίζει να πονά, παρακαλεί να τον σκοτώσουν και να μην τον αφήσουν ζωντανό στα χέρια των Τούρκων. Ολοι γύρω του λυπημένοι και ανήμποροι να βοηθήσουν παρακολουθούν τις τελευταίες στιγμές του παλικαριού που ψιθυρίζει πότε «… πονώ!», πότε «… σκοτώστε με!» και πότε τα ονόματα των παιδιών του «… Μίκη, Ζωή!». Και αφού με δυνατούς πόνους παιδεύεται μισή περίπου ώρα, με τη λέξη «… πονώ!» αφήνει την τελευταία του πνοή επάνω στη διψασμένη για αίμα ηρώων Ελληνική γη..
Η τραγική είδηση φθάνει στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα με τηλεγράφημα του Προξένου του Μοναστηρίου που αναφέρει τα εξής : «… Παρελθούσαν Τετάρτην, 13 τρέχοντος (Οκτωβρίου) ημετέρων ευρεθέντων εν χωρίω Στάτιστα και περί ώραν 5 μ.μ. ήρξατο πυρός κατά των ημετέρων. Ημέτεροι απήντησαν γενναίως, μετά δίωρον δε ανταλλαγήν πυροβολισμών, απεφάσισαν επιχειρήσωσιν έξοδον. Παύλος Μελάς ώρμησε πρώτος επί κεφαλής αυτών, οπότε σφαίρα τουρκική πλήξασα αυτόν κατά την οσφυακήν χώραν, ετραυμάτισε θανασίμως. Σύντροφοί του τον… εναπέθεσαν παρακειμένω οικίσκω, ένθα, μετά ημίσειαν ώραν, διαρκούσης πάντοτε συμπλοκής, εθνικός ήρως ησύχασε …» !
Ο θάνατός του αιφνιδιάζει και θλίβει τους Μακεδόνες, γιατί σ΄αυτόν είχαν στηρίξει όλες τους τις ελπίδες για τη σωτηρία τους. Και μολονότι δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει το οδυνηρό γεγονός, αρχίζει η δυσάρεστη διαδικασία του ενταφιασμού. Από γράμμα που στέλνει ο ελληνοδιδάσκαλος και υπάλληλος του προξενείου Μοναστηρίου Βασίλειος Αγοραστός στον “Ιωνα Δραγούμη, γυναικάδελφο του Παύλου, έχουμε τις λεπτομέρειες του ενταφιασμού. Σύμφωνα με αυτές, ο ίδιος ο Αγοραστός εκτελώντας εντολή του προξενείου φθάνει στο Πισοδέρι, για να μεριμνήσει για την ταφή του ήρωα. Επειδή εκεί πληροφορείται ότι οι κάτοικοι της Στάτιστας τον έχουν ήδη ενταφιάσει σε ασφαλές μέρος, προχωρεί στο Ζέλοβο απ΄όπου στέλνει άνδρα του σώματος του Παύλου μεταμφιεσμένο στη Στάτιτσα, για να παραλάβει κρυφά και να μεταφέρει στο Ζέλοβο το σώμα του γενναίου αρχηγού του.
Κι ενώ έχει αρχίσει η εκταφή του νεκρού, αναγγέλλεται ότι ισχυρό τουρκικό απόσπασμα κατευθύνεται στο χωριό. Για ν΄αποφύγουν τότε την αυτόφωρη σύλληψη, κόβουν την κεφαλή του παλικαριού και θάβουν ξανά το σώμα του. Και τη στιγμή που ο Τούρκος αποσπασματάρχης έχει συγκαλέσει τους χωρικούς στην πλατεία και με απειλές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, τους ζητά τον τόπο της ταφής, ο απεσταλμένος κατορθώνει να διαφύγει έχοντας στο σακίδιό του το κεφάλι του άτυχου αρχηγού του και να φθάσει στο Ζέλοβο. Εκεί ως πιο κατάλληλο για την ταφή του επιλέγουν το παρεκκλήσι της Αγ. Παρασκευής στο Πισοδέρι, όπου και ενταφιάζεται στον προ της Ωραίας Πύλης χώρο στις 18 Οκτωβρίου 1904.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΉ, 18 ΙΑΝΟΥΑΡΊΟΥ 2008
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΑΤΣΑΛΙΝΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ
ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΟΓΡΑΦΟΥΜΕ
ΝΟΙΑΖΟΜΑΙ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΔΙΚΤΥΟ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ, ΓΟΝΕΩΝ & ΠΟΛΙΤΩΝ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ:www.NOIAZOMAI
Εισαγωγή στον Μακεδονικό Αγώνα (3)
Ο θάνατός του όμως φλογίζει τό Πανελλήνιο. Γίνεται πραγματικά ό πρωτοπόρος άρχηγός τού Μακεδονικού Αγώνος. Χρόνια, δεκαετίες άργότερα, οί Μακεδονομάχοι, περασμένοι πιά στήν ήλικία, θά τραγουδούν μέ ρίγος συγκινήσεως: «Σάν τέτοια ώρα στό Βουνό, ό Παύλος λαβωμένος, μεσ” τό νερό τού αύλακιού βογγάει ξαπλωμένος. ..». Μέ τόν θάνατό του άρχίζει ό όρμητικός Μακεδονικός “Αγών στούς δυό ίσόβαρους τομείς του:
1. Στά βουνά μέ τίς άνταρτικές όμάδες.
2. Στίς πόλεις καί στά χωριά μέ τήν αίματηρή πάλη κατά τών δολοφόνων τών βουλγαρικών κομιτάτων. Καί στόν ένα καί στόν άλλο τομέα, άρθρόα είναι ή συμμετοχή άξιωματικών καί πολιτών. Γιά άρχηγοί όμάδων, γιά δάσκαλοι, γραμματείς μητροπολιτών, προξενιών ύπάλληλοι, όργανωταί καί στήριγμα τού άνταρτοπολέμου. Χωρίς τίς όργανώσεις, δηλαδή χωρίς τό παρτήματα τού κομιτάτου στίς πόλεις καί στά χωριά, δέν μπορούν νά σταθούν άντάρτες στά βουνά.
Καί στούς δυό τομείς, οί ίδιοι οί Μακεδόνες προσφέρουν τά περισσότερα, ίδιαίτερα όμως στόν δεύτερο μέ τήν μαζική συμμετοχή τού πληθυσμού σέ όλους τούς κινδύνους καί στίς θυσίες. Θυσίες άπό τήν άγρια άντίδρασι τών Τούρκων, πού ή μανία τους στρέφεται κατά τών άμάχων. Θυσίες μέ μαζική συμμετοχή τών γυναικών, πού αύτές πολλές φορές πρέπει νά φθάσουν στά χιονισμένα λημέρια μέ τρόφιμα, νά περιποιηθούν τραυματίες καί άρρωστους, νά τούς κρύψουν άπό τόν Τουρκικό στρατό, νά ξεφύγουν οί ίδιες άπό τήν καταδίωξι τών λόχων, άλλά καί τίς δολοφονικές ένέδρες κομιτατζήδων. Καμμιά φορά πρέπει νά κρύψουν οί χωρικοί καί όλόκληρες άνταρτικές όμάδες άπό τόν στρατό.
Γιατί έπρεπε νά άπεφεύγετο, όσο ήταν δυνατό, κάθε σύγκρουσις μέ τόν τουρκικό στρατό. Στόχος γιά καταστροφή καί έξόντωσι, έπρεπε νά ήσαν οί βουλγαρικές συμμορίες. Σέ ένα γάμο στό Ζέλενιτς οί κομιτατζήδες υπέστησαν τό πρώτο κεραυνοβόλημα. Είχαν συγκεντρωθή έκεί πολλοί βοεβόδες μέ τούς όπλοφόρους τους, όλοι φοβεροί, μέ γενειάδες, άραβίδες, τζοβαϊρικά καί χαντζάρες.
Όλοι τους, ξένοιαστοι, τρώνε καί πίνουν καί χορεύουν. Τολμηροί άντάρτες τού καπετάν Βάρδα (ύπολοχαγού Γ. Τσόντου) πιάνουν μέ τό σκοτάδι τό άντικρυνό σπίτι. Τρείς παράτολμοι τρυπώνουν σέ ένα δωμάτιο, μέ πόρτα στό μεγάλο δώμα τού χορού καί τής ούζοποσίας. Αυτοί άρχίζουν τό πύρ, πού θά θερίση βοεβόδες και κομιτατζήδες.
Όσοι διέφυγαν μετέδωσαν τόν τρόμο τους σέ όλα τό κομιτατζήδικα λημέρια. Μέ τόν γάμο τού Ζέλενιτς τερματίζεται τό χωρίς άντίστασι δολοφονικό κομιτατζήδικο όργιο. Τώρα, στήν Μακεδονία μάχονται “Ελληνες άντάρτες. Τά σώματα άπλώνονται όλο καί πιό έπάνω: Πέρα άπό τό Μοναστήρι καί τό ήρωικό Μορίχοβο ώς τόν Περλεπέ. Πιό έπάνω κι άπό τήν Καρατζόβα (“Αλμωπία) καί άπό τό Ντεμίρ Ίσάρ (Σιδηρόκαστρο), ώς τό Μελένοικο. “Ο άγώνας είναι σκληρός καί οί άπώλειες μεγάλες. Όχι τόσο άπό τούς κομιτατζήδες, όσο άπό τόν τουρκικό στρατό. Είναι σκληρός όσο καί ίδιότυπος ό πόλεμος.
Μέσα στόν άπέραντο βάλτο μέ καλαμιές πού λέγεται λίμνη τών Γιανιτσών οί άντίπαλοι στήνουν τά όχυρά τους. Δηλαδή πατώματα, όπως τά λένε έπάνω σέ μπηγμένους στό βούρκο στύλους μέ χώμα έπάνω, άπ” όπου οί άντάρτες έχουν ν” άντιμετωπίσουν κομιτατζήδες, έπιδρομές τουρκικού στρατού καί τόν πιό φοβερό έχθρό, τα κουνούπια μέ τήν έλονοσία. “Ο χώρος δέν έπιτρέπει τήν λεπτομερειακή έξιστόρησι τής άνταρτικής δράσεως. Μερικά όνόματα μόνο μπορούν να μνημονευθούν έδώ, όπως τών Μακεδόνων καπεταναίων.
“Εκτός άπό τούς δυό πρωτοπόρους Βαγγέλη καί Κώτα, έξαρετική ήταν ή δράσις του καπετάν Κύρου, άπό τό Ζέλοβο, τών Στέφα Γρηγορίου, Περδίκα, Ντόγρη, Χρυσού, Παύλου Ρακοβίτη, Νταλίπη, Παπαπασχάλη, Νταϊλάκη, Καραλίβανου, Βλάχου ή Τσίμπα, Δούκα Δούκα, Γκόνου, Σαμανίκα, “Αλέξη Άρκούδα, Διαμαντή, Κόκκινου, Γαρέφη, τού ήρωα καπετάν Μητρούση Γκογκολάνη καί τού απλού άντάρτη Βιτωλιάνου, τού κατόπιν πολιτευτού καί υπουργού Γ. Μόδη. “Ο τελευταίος, μέ άμέτρητα βιβλία του, συνέβαλε περισσότερο άπό κάθε άλλον στήν ζωντανή έξιστόρησι έκείνης τής έξαιρετικής έθνικής προσπάθειας.
Μερικοί, όπως ό Μητρούσης, ήσαν βουλγαρόφωνοι. Μά ή έλληνική φλόγα τής ψυχής τους ξεπηδούσε πολύ ψηλότερα άπό πολλών άλλων, έφθανε στά ύψη τής θυσίας. Χιλιάδες βουλγαρόφωνοι τότε «Ελληνες τής Μακεδονίας άγωνίσθηκαν καί μαρτύρησαν μέ τό όραμα τής μητέρας “Ελλάδας. Όπως μυριάδες “Ελλήνων μέ μόρφωση καί πλούτο θυσιάσθηκαν γιά τήν “Ελληνική Μακεδονία, στήν Άνατολική Ρωμυλία, άλλο καί στήν Ρουμανία. Σέ αύτούς ξέσπασε ή έκδίκησις τών Ρουμάνων τό 1905, όταν μέ τήν έμφάνισι τών έλληνικών όμάδων έξατμίσθηκαν μερικοί ένοπλοι μισθοφόροι τής ρουμάνικής προπαγάνδας. Καί στούς Έλληνες έπίσης τής Φιλιππουπόλεως, τής Στενημάχου, τής “Αγχιάλου, τής Βάρνας καί όλης τής Ρωμυλίας ξέσπασε το 1906 ή βουλγαρική μανία μέ ·πυρπολήσεις, λεηλασίες καί σφαγές. Χιλιάδες πρόσφυγες έφθασαν τότε στήν “Ελλάδα καί έγκαταστάθηκαν στήν Νέα “Αγχίαλο καί στήν Εύξηνούπολι τής Θεσσαλίας. Πανελλήνιος είναι ό Μακεδονικός “Αγών.
Μέ ίδιαίτερα τιμητική συμμετοχή τών Κρητικών, πού τότε είχαν σταματήσει οί άπελευθερωτικοί άγώνες στό νησί τους καί διέθεσαν τόν κρητικό δυναμικό τους στόν έλληνικό βορρά. “Ονομαστοί έγιναν στούς νέους άγώνες καπεταναίοι σάν τόν Βάρδα, σάν τόν Ρούβα, τόν κατοπινά στρατηγό Γ. Κατεχάκη, τόν ήρωικό Γεώργιο Μπολάνη, τούς Καραβίτη, Γ. Δικώνυμο (Μακρή), Στ. Κριαρά, Μιχ. Μάντακα, Στρατή Μπολάνη, Παύλο Γρυπάρη, καί άλλους πολλούς. Καί νεκροί τού άγώνος, οί καπεταναίοι Πιαπάκης, Νικολούδης, Σκαλίδης, Κλειδής, Παπαμαλέκος, Καμηλάκης, Κατσίγαρης, Καλογεράκης, Βρανάς, Άδριανάκης, Δεληγιαννάκης, Γρ. Παπαδάκης, Φιωτάκης. Στα βήματα τού Παύλου Μελά, καί πολλοί άλλοι άξιωματικοί άφηναν τούς στρατώνες γιά νά πολεμήσουν στό μακεδονικά βουνά. “Απ” αύτούς τόν άκολούθησαν καί στόν θάνατο ό Τέλος Άγρας (“Αγαπηνός), “Αντ. Βλαχάκης, Μαρ. Λυμπερόπουλος, Χρ. Πραντούνας, Ζαχ. Φούφας, Ν. Τσοντοράκος, Σπ. Φραγκόπουλος, Ν. Μωραίτης, Γ. Παπαδόπουλος. “Ο μαρτυρικός θάνατος τού Τέλου Άγρα προκάλεσε πανελλήνια έξέγερσι, όπως είχε γίνει μέ τόν Παύλο Μελά. Πήγε ίπποτικά νά συναντηθή μέ τόν βοεβόδα Ζλατάν, κι έκείνος τόν αίχμαλώτισε, τόν βασάνισε καί τόν κρέμασε σέ μιά καρυδιά κοντά στό χωριό Βλάδοδο (τώρα Άγρας).
Σ” έλάχιστες μέρες, ό ένωμοτάρχης (κατόπιν στρατηγός τής χωροφυλακής) Γ. Άνδροβιτσανέας πήρε τό αίμα τού Άγρα, πίσω. “Επεσήμανε τήν είσοδο τού βοεβόδα στήν Νάουσα καί τόν έξετέλεσε στό παζάρι. “Αξιωματικοί, έξ άλλου, οί όποίοι έγιναν πασίγνωστοι σε άλλα χρόνια, άπό τήν Μακεδονία άρχισαν τήν πολεμική τους δράσι: Ν. Δουμπιώτης, Κ. Δημαράς, Ν. Ρόκκας, Ν. Τσίπουρας, Κ. Μαζαράκης, Γ. Φαλκρέας, Π. Κακουλίδης, Σπ. Σπυρομήλιος, Κ. Σάρρος Γ. Κονδύλης, ό σημαιοφόρος Ι. Δεμέστιχας καί πάμπολλοι άλλοι. Δέν είναι λιγώτερο έπικίνδυνη ή άποστολή άξιωματικών γιά συντονισμό τού άγώνος, κοντά στούς μητροπολήτες καί προξένους, όπως τού “Αλ. Μαζαράκη (“Ιωαννίδης), Στ. Γονατά, “Αλ. “Οθωναίου (Παλλίδης), Ν. Γρηγοριάδη (“Ανδρονίκου) καί πολλών άλλων.
Όλοι οί άξιωματικοί φθάνουν στήν Μακεδονία μέ ψευδώνυμα, για πολύ εύνόητους λόγους. Σθεναροί είναι στόν άγώνα καί οί έπίσκοποι τής Μακεδονίας. Γιά νά άποκτήσουν περισσότερο κύρος ύστερα άπό τό σχίσμα, τό Πατριαρχείο προάγει σέ μητροπόλεις όλες τίς μακεδονικές έπισκοπές. Καί στέλνει έκεί νέους καί μαχητικούς ίερωμένους, σάν τόν Γερμανό Καραβαγγέλη, τής Καστοριάς.
Στίς έκατοντάδες μάρτυρες δολοφονημένους παπάδες τής Μακεδονίας, πρέπει νά προστεθή καί ό μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος, πού τόν δολοφόνησε συμμορία κομιτατζήδων, όπως —κατά τόν συνεχιζόμενο καί μετά τό 1908 άγώνα — καί ό Γρεβενών Αίμιλιανός, δολοφονημένος άπό συμμορία Νεοτούρκων. Γενικά, σύμφωνα μέ προξενικές άναφορές, σκοτώθηκαν στήν διάρκεια τού ένοπλου άγώνος: 37 άρχηγοί, 60 όπλαρχηγοί καί όμαδάρχες καί 2945 άπλοί άγωνισταί, άντάρτες καί άοπλοι. Μέσα στούς τελευταίους περιλαμβάνεται καί ό διερμηνεύς τού προξενείου Θεσσαλονίκης Θ. Άσκητής, δολοφονημένος.
Οί πρόξενοι Λάμπρος Κορομηλάς καί Ίων Δραγούμης υπήρξαν ψυχή νεύρο καί έγκέφαλος τού άγώνος, πολλά χρόνια. “Ο ένοπλος Μακεδονικός “Αγών, σταματά τό καλοκαίρι τού 1908, μέ τήν έπικράτησι τών Νεοτούρκων στήν “Οθωμανική Αύτοκρατορία. Μέ τίς διακηρύξεις τους γιά έλευθερία καί ίσότητα Χριστιανών καί Μουσουλμάνων έπιβάλλεται μιά έπιφυλακτική άναμονή. Μέ τόν άγώνα τής πενταετίας, μέ τίς θυσίες καί ήρωισμούς διασώθηκε ή Μακεδονία άπό τόν βίαιο έκβουλγαρισμό, μέ τούς κομιτατζήδες.
“Ο άγώνας συνεχίσθηκε όμως καί στά χρόνια τής άναμονής μέ άοπλη πάλη τώρα, μέ τήν διεύθυνσι τού συνταγματάρχη Δαγκλή καί τήν έποπτεία τού διαδόχου Κωνσταντίνου. “Η άντίθεσις τής “Ελλάδος στήν «αύτονομιστική πτέρυγα τού βουλγαρικού κομιτάτου, ήταν τό ίδιο άπόλυτη όσο καί στήν κατακτητική πτέρυγα. Όμως, γιά τήν ίστορία καί μόνο, έπιβάλλεται ένα έρώτημα: Μήπως ή άντίθεσις τών δύο πτερύγων, πού έφθανε ώς τίς δολοφονίες άρχηγών, ήταν πραγματική; Μήπως, δηλαδή, οί αύτονομισταί ήσαν είλικρινείς στό σύνθημά τους «ή Μακεδονία γιά τούς Μακεδόνες;» Τήν άπάντησι τήν έχουν δώσει —τώρα πιά— οί ίδιοι οί Βούλγαροι μέ τήν στάσι τους στίς έξωτερικές διακυμάνσεις καί μέ τίς άνάλογα πρός τίς διακυμάνσεις έκείνες δολοφονίες τών ήγετικών στελεχών τών δυό πτερύγων.
Στίς παραμονές τού νεοτουρκικού κινήματος ό Τοντώρ Πανίτσα, όργανο τού Σαντάσκυ, δολοφονεί, τήν ίδια μέρα, τούς δυό άλλους ήγέτες: Μπόριν Σαράτωφ καί Ίβάν Γκαρβάνωφ. Έτσι, ό Σαντάσκυ κυκλοφορεί στήν Θεσσαλονίκη, άγκαλιασμένος μέ τούς Νεοτούρκους, σάν παράγων καί τού Νεοτουρκικού κομιτάτου. “Αλλά τό 1912 δολοφονείται κι αύτός, μέ τήν σειρά τον, άπό τόν νέο ήγέτη Τοντώρ Άλεξαντρώφ. Μέ τόν πόλεμο έκείνον οι Βούλγαροι βρέθηκαν κυρίαρχοι της Άνατολικής καί Δυτικής Θράκης, τής “Ανατολικής Μακεδονίας, άλλά καί τμημάτων τής Κεντρικής, όπως καί σημαντικών περιοχών, πού τώρα άνήκουν στήν Γιουγκοσλαβία. “Αλλά τότε δέν θυμήθηκαν τό κομιτατζήδικα συνθήματα οί Βούλγαροι.
“Ενώ θά μπορούσαν νά κάνουν τήν «καλή άρχή» τής αύτονομήσεως, άπό τίς περιοχές πού κρατούσαν. Δέν τό έκαναν όμως. Κανείς τους δέν σκέφθηκε τέτοια λύσι. Όλοι τους βάλθηκαν νά φθάσουν στό όρια τού “Αγίου Στεφάνου, ώς τήν «άλλη θάλασσα» (τήν “Αδριατική). Τό 1916 βρέθηκαν πάλι κύριοι τής Ανατολικής Μακεδονίας, τών Σκοπίων, Κοσσυφοπεδίου, Μοναστηρίου, άπό τό όποίο έφθασαν στήν Φλώρινα καί ώς τήν Καστοριά. Προσπάθησαν νά ρίξουν κομιτατζήδες Πίσω άπό τίς γραμμές τού μακεδονικού μετώπου. “Αλλά λόγος γιά «Μακεδονία τών Μακεδόνων» δέν έγινε. “Αλλά έγινε, όπως καί τό 1912, μιά άκόμα προσπάθεια γιά τήν «Μεγάλη Βουλγαρία».
Τα συνθήματα τών αύτονομιστών τα ξαναθυμήθηκε ή ήγεσία τού ένοποιημένου καμιτάτου: Τοντώρ Άλεξανδρώφ, Βαύτσε Μιχαήλωφ, Πανίτσα καί Βλαχώφ, μόνο μετά τήν δεύτερα ήττα τού 1918. Καί τό διεκήρυσσε σέ όλη τήν διάρκεια τού Μεσοπολέμου (1919 – 1939). Όταν, κατόπιν, οί Γερμανοί τούς παραχώρησαν τίς ίδιες περιοχές (άπό “Ελλάδα καί Γιουγκοσλαβία), πάλι κουβέντα δέν έγινε γιά αύτονόμηση.
Πάλι γιά τήν «Μεγάλη Βουλγαρία» έβαλαν πλώρη. Καί μόνο όταν ήλθε ή ήττα τού “Αξονος, ό έπιζών κομιτατζής ήγέτης Βλαχώφ παρουσιάσθηκε στόν Τίτο. Καί τόν πήρε έκείνος, νά τόν κάνη Βλάχοβιτς, νά τόν στήση στα Σκόπια, γιά νά άναμασά άπό έκεί τα παλιά συνθήματα τής Σόφιας. Έκείνα πού καί όταν τα διαλαλούσαν οί κομιτατικοί, καί τότε άκόμα τα σκέπαζε ένα άλλο πιό βοερό σύνθημα: Τό «άρς – μάρς – Σόλουν νάς» “Εμπρός μάρς, ή Θεσσαλονίκη δική μας.
ΦΟΙΒΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ
Περιοδικό ΙΣΤΟΡΙΑ τευχ. 19 Ιανουάριος 1970
Εισαγωγή στον Μακεδονικό Αγώνα (2)
Τό 1893, ίδρύεται στήν Σόφια καί πολιτική όργάνωσις μέ τήν όνομασία «Μακεδονικό Κομιτάτο». Οί διακηρύξεις του είναι έπιφανειακά άψογες. Κάθε κάτοικος τής Ευρωπαϊκής Τουρκίας, άνεξαρτήτως γένους, έθνους καί θρησκείας, καλείται νά προσχωρήση σέ αύτό. Οί σκοποί του είναι κοινωνικοί, όπως ή άγροτική μεταρρύθμισις καί η άπαλλαγή τών χωρικών άπό τούς τσιφλικάδες Τούρκους μπέηδες. Βαθμιαία θά προσχωρήση καί στήν πλήρη άπελευθέρωσι τών ύποδούλων περιοχών. Πώς όμως; Μέ την πραγματοποίησι ένός συνθήματος: «Η Μακεδονία στούς Μακεδόνες».
Δυό χρόνια άργότερα, τό 1895, θά έμφανισθή κι άλλο Μακεδονικό Κομιτάτο, στήν Σόφια έπίσης. Αύτό έπιδιώκει άπερίφραστα τήν προσάρτησι τής Μακεδονίας στήν Βουλγαρία. Τά δυό κομιτάτα έχουν διαφορές μεταξύ τους πού καμμιά φορά θά φθάσουν σέ θηριώδεις άμοιβαίες δολοφονίες τών άρχηγών τους. Δέν θά χρειασθή όμως καιρός γιά ν” άποκαλυφθή ότι οί διαφωνίες άνάγονται στήν μέθοδο πού πρέπει ν” άκολουθήσουν, ένώ στόχος τους είναι ό ίδιος: ή Μακεδονία!
Ή βασική ταυτότης φαίνεται καί άπό τήν κοινή άσάφεια γιά τά όρια τής Μακεδονίας τών βλέψεων τής Σόφιας. «Αν ένα άπό τά κομιτάτα έπιτύχη έπέμβασι τών Δυνάμεων κι άν άποφασισθή καμμιά ύπογραφή μορφής δημοφηφίσματος, τότε, άνάλογα μέ τίς άνάγκες, θά καθορισθούν καί τά όρια. Να χαρακτηρισθούν ώς «Μακεδονία» καί περιοχές έπάνω άπό τά Σκόπια, ώς τήν Βοσνία. Καί νά άποχαρακτηρισθούν περιοχές όπου ή άπόλυτη έλληνική πλειοψηφία θά χαλάση τήν άπογραφή: Δηλαδή, ή Κοζάνη, ή Χαλκιδική, ή Νάουσα, ή ή Βέροια, άς πούμε. Σέ αύτή τήν άσάφεια δέν έχουν διαφωνίες οί άνθρωποι τών κομιτάτων τής Σόφιας, μέ έκτελεστικά όργανα τους κομιτατζήδες.
Μέ τήν τακτική αύτή, ύπήρξε πολύ πιό ρεαλιστής και συγκεκριμένος ένας Μακεδονομάχος καπετάνιος, ό καπετάν Στέφας, ό όποίος είπε αργότερα: —’Η Μακεδονία φθάνει ώς έκεί πού… φυτρώνει ή συκιά! Παραπέρα άρχίζει ξένος τόπος γιά μάς. “Αλλά καί σέ πολλές άλλες περιστάσεις οί διαφορές τών κομιτάτων θά ποραμερισθούν μπροστά στούς ένιαίους σκοπούς τής Σόφιας, άλλά καί τού Βουκουρεστίου!
Τήν ίδια έποχή ένδιαφέρον γιά τήν Μακεδονία δείχνουν, μέ διεκδικήσεις καί οί Ρουμάνοι, οι όποίοι είχαν κυρίως βλέψεις στά Γρεβενά. Τήν διεκδίκησι αύτή τών Ρουμάνων πολιτικών τήν καλλιεργούσαν οι Αύστριακοί καί οί Ρώσοι: «»Ας όνειρεύωνται κι αυτοί λίγη Μακεδονία γιά νά μάς άφήνουν ήσυχους στήν Τρανσυλβανία καί στήν Βεσσαραβία, πού πραγματικά είναι ρουμανικές».
«Έπειτα ήσαν καί τά μυστικά κονδύλια. “Η ρουμανική κυβέρνησις έδινε άνεξέλεγκτα ποσά γιά τήν προπαγάνδα της στήν Μακεδονία. “Από αυτά ή μερίδα τού λέοντος έμενε στό Βουκουρέστι, καί μόνο ένα μέρος διετίθετο γιά έξαγορά προδοτών, σάν τόν διαβόητο κουτσόβλαχο δάσκαλο “Απ. Μαργαρίτη. «Αν οί Ρουμάνοι άποκτούσαν μετοχές στήν Μακεδονία, τότε θά τίς άξιοποιούσαν γιά τό κράτος τους. Θά τίς πωλούσαν στήν Βουλγαρία γιά ν” άγοράσουν μερικές περιοχές στά σύνορά τους, στήν βουλγαρική νότια Δοβρουτσά.
Οι Βούλγαροι άρχίζουν άπό τήν προπαγάνδα. Μέ έξαγορά συνειδήσεων, υποτροφίες γιά σπουδές στήν Σόφια, χορηγήσεις γιά ώραία κτίρια έκκλησιών, δωρεάν παιδεία, άπαλλαγή άπό είσφορές γιά τίς σχισματικές έπισκοπές. «Όπου άρχίζει καί στερεώνεται τό κομιτάτο, δέν θά άργήσουν ν” άρχίσουν οί ύποχρεωτικές είσφορές γι” αύτό. “Αλλά στήν άρχή όλες έκείνες οί παροχές καί άπαλλαγές δημιουργούν βέβαια έντυπώσεις, χρησιμεύουν γιά τό στερέωμα τών κομιτάτων.
Σέ λίγο, ίδιαίτερα μετά τήν έλληνική ήττα τού 1897, άρχίζουν καί οί δυναμικές έπιδείξεις, δηλαδή οί τρομοκρατικές δολοφονίες. Κι έδώ όμως σατανικό είναι τό βουλγαρικό πρόγραμμα. Πρώτα δολοφονούν μερικούς στυγνούς καί θηριώδεις μπέηδες ή έπιστάτες καί φοροεισπράκτορες. Καί κατόπιν, μετά τό 1897, ακολουθούν δολοφονίες «Γραικομάνων». Είναι δέ Γραικομάνοι, οί Έλληνες πού δέ θέλουν νά άκούσουν όχι μόνο τήν προσάρτησι, άλλά ούτε καί τήν αύτονόμησι τής Μακεδονίας. Καί στό σύνθημα «’Η Μακεδονία γιά τούς Μακεδόνες», άπαντούν: «Οι «Ελληνες μέ τήν “Ελλάδα». Καί είναι οί πολλοί έκείνοι πού έτσι άπαντούν.
Τά κακότεχνα προπαγανδιστικά έπιχειρήματα δέν πιάνουν. Καί πώς μπορεί νά πιάση, τώρα, τό έτος 1900. ή άναδρομή στόν «μικροελλαδίτη» Άθηναίο Δημοσθένη τού έτους 350 πρό Χριστού; Κι αύτό γιατί καί τούς Φιλιππικούς τού Δημοσθένη χρησιμοποιούν τά κομιτάτα, γιά έπιχείρημα τού ότι οί Μακεδόνες είναι βάρβαροι, άρα δέν είναι «Ελληνες! Καί έπειδή τά τέτοια έπιχειρήματα προκαλούν άγανάκτησι ή χλεύη, άκολουθεί τό έπιχείρημα τών δολοφονιών: δασκάλων, παπάδων, έμπόρων,καί όποιων άλλων έχουν έπιρροή καί τό σθένος ν” άντιταχθούν στούς πράκτορες τής Σόφιας.Έμεινε στήν ίστορία τό όνομα τού πρώτου θύματος τών δολοφόνων τού κομιτάτου. Είναι ό πρόκριτος τών Σερρών Κουτοβόκης. Σέ λίγο δολοφονούνται έκεί κι άλλοι δυό, οί Βαστάρχης καί Καστάνιας. Ύστερα πληθαίνουν οί δολοφονίες παντού. Καί ύστερα άπό ό 1897 έμφανίζονται καί οί πρώτες συμμορίες κομιτατζήδων.Τώρα οί άρχηγοί τους γίνονται ό φόβος καί τρόμος τών άνυπεράσπιστων άπό τήν θηριωδία τους Μακεδόνων τής υπαίθρου. «Ως τό 1900 δολοφονούνται 47 «Ελληνες. “Από τό 1900 κι ύστερα, πού άρχίζει ή πληθωρική δράσις κομιτατζήδικων συμμοριών, δέν μετριούνται τά θύματα. Οι άρχηγοί τών συμμοριών, μαζί μέ τό σύνθημα γιά τήν «Μακεδονία στούς Μακεδόνες ρίχνουν κι άλλο ένα: «Θάνατος στούς Γραικομάνους». Καί ακόμα τό δράμα τών “Ελλήνων δέν έφθασε στήν «κρίσι του». Θά φθάση μετά τήν έξέγερσι τής «»Ιλιντεν.’Η λέξις σημαίνει ήμέρα τού προφήτου Ήλιού, ήμέρα τού «»Αη Λιά». Μέ αύτή είναι γνωστή μιά ένοπλη έξέγερσις καί τών δυό κομιτάτων στίς 20 “Ιουλίου 1903. Προηγήθηκαν όμως άλλες έκδηλώσεις άπό τό καλοκαίρι τού 1902 μέ είσβολή όμάδων κομιτατζήδων, πού τίς διοικούσαν άξιωματικοί καί ύπαξιωματικοί τού βουλγαρικού στρατού. Τήν Άνοιξι τού 1903 άνανεώνονται οί είσβολές. Τόν “Απρίλιο πράκτορες άνατινάζουν στό λιμάνι Θεσσαλονίκης τό γαλλικό έμπορικό «Γουαδαλκιβίρ».»Αλλοι πυρπολούν τό ύποκατάστημα τής Όθωμανικής τραπέζης, καταστρέφουν, μέ βόμβες, σωλήνες τού φωταερίου καί ράγες τών σιδηροδρόμων, δημιουργούν κατάστασι άναρχίας. Καί στίς 20 “Ιουλίου γίνεται ή «έξέγερσις» σέ πολλές περιοχές: Κρούσσόβο (Μοναστηρίου), Περλεπές, Στρώμνιτσα, Νέβεσκα καί Κλεισούρα τής Φλώρινας, όπως καί σ” άλλα όρεινά σημεία.Οί Τούρκοι άντιδρούν μέ μάχες καί σφαγές άμάχων, χωρίς διάκρισι έθνικότητος, όπως στό έλληνικώτατο Κρούσοβο. “Η έξέγειρσις τού «Ιλιντεν έκφυλίζεται τόν Αύγουστο καί σβήνει τόν Σεπτέμβριο. Τώρα μένουν πάλι μόνο οί φευγαλέες συμμορίες. “Αλλά ‚τά κομιτάτα έχουν έπιτύχει στό διπλό σκοπό τους:1. Δημιουργούν τήν έντύπωσι στήν ευρωπαϊκή κοινή γνώμη καί στίς κυβερνήσεις, ότι ύφίσταται Μακεδονικό ζήτημα στήν άναρχουμένη περιοχή.2. Καλλιεργούν, έπίσης, τήν έντύπωσι στούς ύπόδουλους πληθυσμούς ότι οί κομιτατζήδες μάχονται γιά τήν άποτίναξι τού τουρκικού ζυγού, ένώ οί «Έλληνες έγιναν όργανα τής Τουρκίας. Τόν ίδιο χρόνο οί Δυνάμεις άποφασίζουν νά στείλουν όργανωτάς τής τουρκικής χωροφυλακής στήν Μακεδονία καί μάλιστα μέ κατανομή ζωνών: Ιταλοί στό Μοναστήρι, Αυστριακοί στά Σκόπια, Ρώσοι στήν Θεσσαλονίκη, Γάλλοι στίς Σέρρες, Άγγλοι στήν Δράμα. “Αλλά πρίν κλείση ό χρόνος τερματίσθηκε καί ή ώς τότε άσυγχώρητη άπάθεια καί άδράνεια τών έλληνικών κυβερνήσεων. Στό μεταξύ έχουν δολοφονηθή: 187 «Ελληνες τό 1902.Τό 1903, ό άριθμός έφθασε τους 283. Καί 365 τό 1904. Τότε άκριβώς άρχισαν στήν “Αθήνα συζητήσεις γιά τήν ίδρυσι καί “Ελληνικού κομιτάτου. Οί συζητήσεις γρήγορα κατέληξαν σέ άποφάσεις. Οί πρωτοπόροι τής κινήσεως, ό πολιτικός Στέφανος Δραγούμης καί ό δημοσιογράφος Δημήτριος Καλαποθάκης, διευθυντής τού «Έμπρός», συναντούν παντού κατανόησι μέ οίκονομική ένίσχυσι. Καί άπό τήν κυβέρνησι Θεοτόκη καί άπό τό “Ανάκτορα.Τό κομιτάτο προχωρεί. Οί πρώτες έλληνικές ομάδες, μικρές στήν άρχή, έμφανίζονται. Πρώτος άρχίζει τόν άγώνα ό καπετάν Βαγγέλης Γεωργίου ή Στρεμπενιώτης, άπό τό Στρέμπενο τής Καστοριάς. “Ακολουθεί ό καπετάν Κώστας Κώτας, άπό τήν Ρούλια τών Κορεστίων, μεταξύ Καστοριάς καί Φλωρίνης. “Ο Κρητικός Εύθύμιος Καούδης είναι ό πρώτος καπετάνιος πού έρχεται μέ όμάδα άπό τήν “Ελλάδα καί συνεργάζεται μέ τόν Βαγγέλη Σρεμπενιώτη.’Ο πρωτοπόρος καπετάνιος (ό Βαγγέλης) δολοφονείται κοντά στήν φωλιά τών κομιτατζήδων, στό χωριό Άετός, τόν Μάιο τού 1904. “Ο Κώτας αίχμαλωτίζετα, μέ προδοσία, άπ” τούς Τούρκος και απαγχονίζεται στο Μοναστήρι, τόν Σεπτέμβριο τού 1905. “Αλλά οί δυό Μακεδόνες καπεταναίοι άνοίγουν τόν δρόμο γιά άλλους.Τό κομιτάτο στέλνει στίς άρχές τού 1904 μιά έρευνητική άποστολή άπό τέσσερις άξιωματικούς, τούς “Αναστ. Παπούλα, “Αλ. Κοντούλη, Παύλο Μελά καί Γ. Κολοκοτρώνη. “Ο Μελάς, γαμπρός τού Στεφάνου Δραγούμη, κάνει άλλη μιά άναγνώρισι. Καί στίς 27 Αυγούστου περνά τά σύνορα μέ ίσχυρή όμάδα, άρχηγός στίς περιοχές Καστοριάς καί Μοναστηρίου. Δέν πρόλαβε νά δράση άποτελεσματικά. Σέ μιά άπρόβλεπτη σύγκρουσι μέ τουρκικό λόχο (τυχαία ή άπό κατάδοσι τού κομιτατζή Μήτρου Βλάχου) στήν Στάτιστα, σκοτώνεται στίς 12 Όκτωβρίου.
Εισαγωγή στον Μακεδονικό Αγώνα
Τό μεγάλο έπος πού εγράφη μέ θυσίες και ολοκαυτώματα Τά εθελοντικά σώματα, πού έσπευσαν στήν Μακεδονία κατά τήν περίοδο από τό 1903 ώς τό 1908, έγραψαν μαζί μέ τούς γηγενείς σελίδες ηρωικού μεγαλείου και αδάμαστης εθνικής πίστεως. Κι επάνω σ” αυτά εθραύσθη ή ύπουλη προσπάθεια τών Κομιτατζήδων γιά τήν αλλαγή του φρονήματος μιάς περιοχής πού υπήρξε ανέκαθεν ακραιφνώς ελληνική.
ΠΕΝΤΑΚΟΣΙΑ χρόνια υποδουλώσεως στόν ίδιο άγριο κατακτητή είχαν αμβλύνει τις φυλετικές καί εθνικές διαφορές ανάμεσα στούς κατατρεγμένους τών Βαλκανίων. Ομόθρησκοι καί ομόδοξοι ήσαν όλοι. Αλλόθρησκος, ό δυνάστης τύραννος. Καί όπου ή ζωή τούς έφερνε κοντά, αυτό ήταν τό κοινό γνώρισμα: Χριστιανοί. Καί Τούρκος, ό εκμεταλλευτής κατακτητής, ό τεμπέλης, αλλά καί αδηφάγος. Στίς αρχές τού περασμένου αιώνα, μέ αιματηρούς αγώνες, θυσίες καί ολοκαυτώματα, είχαν δημιουργηθή δύο μικρά κράτη στίς αντίστοιχες «γωνιές» τού εθνικού χώρου τους: “Η “Ελλάς στόν νότο, ή Σερβία στόν βορρά τής Βαλκανικής. Τήν ίδια εποχή αρχίζει νά παίρνει κρατική μορφή καί τό Μαυροβούνιο, ένα δεύτερο σερβικό κρατίδιο. Τέλος, καί οι ηγεμονίες Βλαχίας, Μολδαβίας ενοποιούνται, μέ σταδιακή κατάργησι τής υποτελείας τους στόν σουλτάνο.
Οι υπόδουλοι προσβλέπουν μέ ελπίδες λυτρωμού στα τρία αγωνιστικά χριστιανικά κράτη. Καί τα ίδια τα ομόδοξα κράτη, οί βασιλείς καί οί κυβερνήσεις τους, έχουν επίγνωσι πώς πρέπει νά συνεργασθούν γιά τις κοινές εθνικές επιδιώξεις τους. Έχουν βέβαια τις διαφορετικές βλέψεις τους καί τούς διαφορετικούς προσανατολισμούς τους. “Αλλά οι διαφορές δέν φθάνουν ώς τήν έχθρα. “Αντίθετα, ύστερα από προηγούμενες «αναγνωρίσεις» τού Όθωνος πρός τούς δύο Χριστιανούς ηγεμόνες, υπογράφεται, τό 1867, μετά τήν έκθρόνισι τού Όθωνος, ή πρώτη «βαλκανική» συμμαχία (έλληνοσερβική, ένώ υπάρχει καί σερβομαυροβουνιώτικη) στό Φαισλάου τής Αυστρίας. Είναι άρκετά θεωρητική. Αλλά θά μπορούσε, σέ κατάλληλη εύκαιρία, νά πάρη ούσιαστικό περιεχόμενο. Είναι όπωσδήποτε μιά καλή άρχή.
Τόν ίδιο όμως καιρό ή πορεία πρός τήν προσέγγισι καί συνεργασία τών χριστιανικών κρατών άνακόπτεται άπό τήν εμφάνισι ενός άλλου παράγοντος: τού βουλγαρικού. Τώρα μόνο αρχίζουν και οι Βούλγαροι τήν εθνική τους κίνησι, άλλά μέ στραβό δρόμο. Οι ηγέτες τους διακηρύσσουν: «Πρώτα τήν έκκλησιαστική άνεξαρτησία μας καί ύστερα τήν έθνική».
Αύτού τού είδους ή άνεξαρτησία σημαίνει: ευλαβικά ύπομνήματα πρός τόν σουλτάνο γιά τήν ίδρυσι Βουλγαρικής Εκκλησίας. Αρχή τού Οίκουμενικού Πατριαρχείου ήταν ή άναγνώρισις αυτοκεφάλων Έκκλησιών στά άνεξάρτητα κράτη. Έτσι είχε γίνει μέ τήν “Ελλάδα, Σερβία, Ρουμανία, Μαυροβούνιο. Τώρα οί Βούλγαροι ζητούν πρωθύστερη άνεξάρτητη Εκκλησία. Καί όχι μόνο αύτό, άλλά μέ άσαφή όρια: Όπου θά μάζευαν ύπογραφές, θά μπορούσαν νά ίδρύσουν βουλγαρικούς ναούς, ένορίες, έπισκοπές. Καί έτσι θά ύπήρχαν στήν ίδια πόλι δυό όμόδοξοι έπίσκοποι. “Επίσης, τόν άρχηγό τής άνεξάρτητης “Εκκλησίας τους δέν τόν ήθελαν στήν Σόφια ή στό Τύρνοβο, άλλά στήν Πόλι, μέ τόν τίτλο τού Έξάρχου.
Οι άξιώσεις έκείνες προκάλεσαν τό γνωστό σχίσμα τού 1870, πού διατηρήθηκε ώς τό 1945. Έτσι, τόν χρόνο έκείνο, άρχίζει ένας πραγματικός θρησκευτικός έλληνοβουλγαρικός πόλεμος, πού δέν θ” άργήση νά έξελιχθή σέ ένοπλη σύγκρουσι. Τά βουλγαρικά σχέδια άποκαλύπτονται τό 1878, όταν οί Ρώσοι άναγκάζουν τήν Τουρκία νά παραδεχθή τήν δημιουργία τής «Μεγάλης Βουλγαρίας» τής συνθήκης τού “Αγίου Στεφάνου. “Εκείνο τό όνειρο όμως διαλύεται μέ τήν συνθήκη τού Βερολίνου, μέ τήν όποία ίδρύονται δυό ύποτελείς ήγεμονίες ή Βουλγαρία καί ή “Ανατολική Ρωμυλία. Στήν πρώτη τοποθετείται ήγεμών Εύρωπαίος πρίγκιψ. Στήν δεύτερη ό σουλτάνος διορίζει τόν Χριστιανό Βογορίδη πρώτα, καί ύστερα τόν Γαβριήλ Κρέστοβιτς, Σλάβο Τουρκορθόδοξο.
Μ” ένα άναίμακτο πραξικόπημα στήν Φιλιππούπολι, τόν Σεπτέμβριο τού 1885, ό Κρέστοβιτς συλλαμβάνεται καί έξαποστέλλεται στόν σουλτάνο, οί κινηματίες άναγορεύουν ήγεμόνα τόν “Αλέξανδρο Βάτεμπεργκ τής Βουλγαρίας, ό όποίος άποδέχεται τήν «έκλογή» του. “Η Σερβία κηρύσσει πόλεμο κατά τής Βουλγαρίας, άλλά ύφίσταται ήττα. “Η “Ελλάς έπιστρατεύεται, άλλα οι Δυνάμεις έμποδίζουν κάθε έπεκτατική προσπάθειά της, άναγνωρίζοντας τα τετελεσμένα. Τό νέο κράτος τής Βαλκανικής έχει άποκτήσει τήν άνεξαρτησία του άδαπάνως, μέ πολεμικές θυσίες μόνο τών Ρώσων, στόν πόλεμο τού 1877-1878. Καί ναί μέν δέν έγινε ή «Μεγάλη Βουλγαρία» τού “Αγίου Στεφάνου, άλλά γίνεται τώρα τό μεγαλύτερο καί πλουσιώτερο, μέ τούς κάμπους του, βαλκανικό κράτος.
Οι Βούλγαροι έχουν κι όλας τόν αέρα τών «Πρώσσων τής “Ανατολής», όπως τούς όνομάζουν Εύρωπαίοι δημοσιογράφοι. Καί ό «Εξαρχός τους στήν Πόλι δέν σταματά τίς προσπάθειες κατακτήσεως, άπό τήν Βουλγαρική “Εκκλησία, έπισκοπών πέραν άπό τά όρια τού κράτους της. Δηλαδή, στήν Μακεδονία!
ΕΤΙΚΈΤΕΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΌΣ ΑΓΏΝΑΣ
H ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ
Η Μακεδονία αποτελούσε τη σπουδαιότερη περιοχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια, από κάθε άποψη, εμπορική, οικονομική, πολιτιστική. Κέντρο του ελληνικού πολιτισμού, της ελληνικής γλώσσας και του Χριστιανισμού ήταν επιπλέον σταυροδρόμι διεθνών στρατηγικών και εμπορικών οδών και ακόμη συνδετική περιοχή μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Η «Διοίκηση Μακεδονίας» μαζί με τη «Διοίκηση Δακίας», στην περιοχή δηλαδή μεταξύ Μακεδονίας και Δουνάβεως, αποτελούσε την «Επαρχότητα του (αν.) Ιλλυρικού», με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Αργότερα, από τον 8ο αι., φαίνεται οτι αποτέλεσε ενιαία στρατιωτική διοίκηση από τη δυτική Μακεδονία ως την ανατολική όχθη του Έβρου. Αυξημένες όμως στρατιωτικές ανάγκες επέβαλαν τον καταμερισμό της σε θέμα Στρυμόνος (809) και Θεσσαλονίκης (809 ή 836), οπότε πλέον θέμα Μακεδονίας απομένει να ονομάζεται η περιοχή από το Νέστο έως την ανατολική όχθη του Έβρου. Λόγω της θέσης της, ήδη από την αρχή της ζωής του βυζαντινού κράτους, η Μακεδονία υφίστατο επιθέσεις εχθρών που έρχονταν από το Βορρά. Οι επιδρομές όμως αυτές (4ος-6ος αι.) ήταν περαστικές και δεν είχαν συνέπειες για την εθνολογική σύσταση του πληθυσμού της. Με τις σφαγές όμως και τις λεηλασίες που συνεπάγονταν διευκόλυναν την κάθοδο των σλαβικών φύλων στη Β.Βαλκανική από τα τέλη του 6ου αι.
Κατά τον 7ο αι. γίνονται οι πρώτες μόνιμες και συμπαγείς σλαβικές εγκαταστάσεις στη Β. και ΒΔ. Βαλκανική. Στη Μακεδονία όμως και κυρίως στη Νότιο Μακεδονία, οι σλαβικές εγκαταστάσεις υπήρξαν μεμονωμένες και διακεκομμένες. Όσες από αυτές έγιναν σε ορεινά μέρη διατηρήθηκαν ως τον 10ο αι. Όσες όμως έγιναν σε πεδινά και ανασφάλιστα μέρη γρήγορα αφομοιώθηκαν από το ελληνικό τους περιβάλλον και η διαδικασία αφομοιώσεως έγινε πολύ γρήγορα και τελείωσε ήδη στο τέλος του 7ου αι. Κατά τον 10ο αι. συνέβησαν οι Βυζαντινο-Βουλγαρικοί πόλεμοι. Κατά τη διάρκειά τους οι Βούλγαροι κατέλαβαν τη ΒΔ. Μακεδονία και κατά το τελευταίο πέμπτο του 10ου αι. και πόλεις της ΝΔ. Μακεδονίας ως την Βέροια και τα Σέρβια. Στις αρχές όμως του 11ου αι. οι πόλεις της ΝΔ. Μακεδονίας ανακαταλαμβάνονται από τον ΒΑσίλειο Β” και μία δεκαπενταετία αργότερα, με την υποταγή της Βουλγαρίας, απελευθερώνεται και η ΒΔ. Μακεδονία. Η υποταγή της Βουλγαρίας, σήμαινε ανάκτηση όλου του βαλκανικού χώρου, ο οποίος επί 167 έτη παραμένει υπό την Βυζαντινή κυριαρχία, έτσι ώστε κατα τον G.Ostrogorkij, να παρατηρηθεί σοβαρή ενίσχυση του ελληνικού και αντίστοιχη εξασθένιση του σλαβικού στοιχείου.
Στα τέλη του 12ου αι. επανιδρύεται το βουλγαρικό κράτος. Ο ηγεμών του Καλογιάν κατορθώνει στις αρχές του 13ου αι. να καταλάβει Σέρρες, Σκόπια, Ναϊσό, Βελγράδι, Βρανίτσοβα. Ο πρόωρος όμως θάνατός του (1207) είχε σαν αποτέλεσμα το κολόβωμα του κράτους του από το ελληνικό Δεσποτάτο της Ηπείρου, (1215-1219). Μερικά χρόνια αργότερα, το 1230, ο βούλγαρος τσάρος Ιβάν Ασέν Β” νικά το Δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρο και ανακαταλαμβάνει τις Σέρρες και τις πόλεις της ΒΔ. Μακεδονίας. Επί του διαδόχου του όμως Καλιμάν ο Ιωάννης Βατάτζης, αυτοκράτορας της ελληνικής αυτοκρατορίας της Νίκαιας, καταλαμβάνει εκ νέου τη ΒΔ. Μακεδονία και τις πόλεις Βελεβούσδιο, Σκόπια, Βελεσά, Πρίλαπο, Πελαγονία, Πρόσακο.
Στα χρόνια που ακολουθούν η ΒΔ. Μακεδονία γίνεται το μήλο της έριδος μεταξύ των ελληνικών ηγεμονιών, του Δεσποτάτου της Ηπείρου και της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Οι Βούλγαροι θέλησαν να επωφεληθούν της διαμάχης αυτής. Ο Ιωάννης Βατάτζης όμως νικά και ο τσάρος Μιχαήλ Α” Ασέν υποχρεώνεται δια συνθήκης να παραιτηθεί κάθε αξιώσεως στη ΒΔ. Μακεδονία. Παρόμοιες εξελίξεις συμβαίνουν και με τη Σερβία. Το 1282 οι Σέρβοι καταλαμβάνουν τα εκτός της ΒΔ. Μακεδονίας κείμενα Σκόπια. Πενήντα χρόνια αργότερα προχωρούν στην κατάληψη της ΒΔ. Μακεδονίας και το 1347 και της Α. Μακεδονίας εκτός Θεσσαλονίκης Κασσάνδρας και Χαλκιδικής. Οκτώ μόλις χρόνια αργότερα πεθαίνει ο Στέφανος Ντουσάν και οι κτήσεις του στη Μακεδονία μέσα στην επόμενη δεκαπενταετία ανακαταλαμβάνονται από το διοικητή της Θεσσαλονίκης Μανουήλ (τον κατόπιν αυτοκράτορα Μανουήλ Β’), που αποκατέστησε τη βυζαντινή κυριαρχία ανάμεσα στο Νέστο και το Βέρμιο, αφού κατέλυσε και το εφήμερο κρατίδιο του Ιωάννου Ουγλέση στις Σέρρες. Λίγα χρόνια όμως αργότερα αρχίζει η τουρκική κατάκτηση της Μακεδονίας που ολοκληρώνεται το 1430. Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι η εθνολογική σύσταση της Μαδεδονίας και προ παντός της Ν.Μακεδονίας κατά την βυζαντινή εποχή δεν υπέστη μεγάλες μεταβολές. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι δεν παρετηρήθησαν τότε μεγάλες και προπαντός μόνιμες ή μακροχρόνιες κατακτήσεις του μακεδονικού χώρου από Βουλγάρους και Σέρβους. Οι μεν Σέρβοι προχώρησαν στη ΒΔ. Μακεδονία μόλις μετά το 1299 και αρκετά αργότερα και στη Ν.Μακεδονία, αλλά σχεδόν αμέσως μετά οι περιοχές αυτές ανακαταλαμβάνονται από τους Βυζαντινούς.
Οι Βούλγαροι πάλι καταλαμβάνουν και αυτοί τις βόρειες παρυφές της Ν.Μακεδονίας αλλά βραχυπρόθεσμα. Μακρότερο χρονικό διάστημα έμειναν στη Β. και ΒΔ. Μακεδονία, όπου αναπτύχθηκε συμπαγής βουλγαρικός πλθυσμός, αναμεμειγμένος με αρκετούς Σέρβους, Έλληνες των αστικών κέντρων και μεγαλοκωμών, αλλά και βοσκούς Έλληνες (Σαρακατσάνους), Βλάχους κ.α. Ιχνη κάποιου άλλου ξεχωριστού σλαβικού λαού ή φύλλου, μη σερβικού ή μη βουλγαρικού δηλαδή, δεν διαπιστώθηκαν κατά την διάρκεια των δεκατεσσάρων αιώνων σλαβικής παρουσίας στο χώρο της ΒΔ. Μακεδονίας. Σε ότι αφορά τη Ν. Μακεδονία, ο πληθυσμός της ήταν κατά συντριπτική πλειοψηφία ελληνικός ή εξελληνισμένος με ελάχιστα σλαβικά στοιχεία, όσα οι βυζαντινοί αυτοκράτορες ή οι κλυδωνισμοί των καιρών ανάγκασαν να μεταναστεύσουν στην περιοχή αυτή.
Το κείμενο αυτό είναι του Ι.Καραγιαννόπουλου (Καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας) και βρέθηκε στο βιβλίο: «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ: Το Ιστορικό Πρόσωπο του Ελληνικού Βορρά». Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1992
Πηγή: hellasforce