I
1919. ΣΙΕΝΑ, Η ΠΟΛΗ ΚΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ.
1940. ΣΙΕΝΑ, Η ΜΕΡΑΡΧΙΑ ΕΙΣΒΟΛΗΣ...
Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ, ΑΠΟ ΤΟ ΙΟΝΙΟ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΠΙΝΔΟ.
Τον Ιούνιο του 1919, ένας μελαγχολικός περιπατητής ανεβοκατέβαινε τους στενούς δρόμους μιας όμορφης πολιτείας της Τοσκάνης, της Σιένα... Τους δρόμους που είναι σχεδόν πάντα μισοσκότεινοι, σκιασμένοι από τα ψηλά, επιβλητικά κτίρια της Αναγεννησιακής εποχής. Σκιασμένο από βαριές σκέψεις ήταν και το μυαλό του μελαγχολικού περιπατητή. Ο άνδρας αυτός ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς! Πολιτικός αυτοεξόριστος στην Ιταλία. Επιτελικός αξιωματικός, σημαδεμένος από την εποχή του Εθνικού Διχασμού για τη γερμανοφιλία και τον βασιλισμό του, είχε αναγκαστεί να καταφύγει στη γειτονική χώρα. Διότι στην Ελλάδα η Κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου τον είχε καταδικάσει ερήμην σε θάνατο για την ανάμειξη του στα «Νοεμβριανά»... Μετά ένα χρόνο, το 1920, όταν οι Έλληνες σε μια πρωτοφανή ψυχολογική αναστροφή απέπεμψαν τον Βενιζέλο, ο Μεταξάς επέστρεψε στην Αθήνα. «Τη αιτήσει του» αποστρατεύεται οριστικά με το βαθμό του υποστράτηγου και εμπλέκεται με μεγάλες φιλοδοξίες στην πολιτική[1] ...
Είκοσι χρόνια αργότερα, τη νύχτα της 27 Οκτωβρίου του 1940, οι προφυλακές μιας πανίσχυρης ιταλικής μεραρχίας κινήθηκαν υπό την κάλυψη του σκότους προς την ελληνοαλβανική μεθόριο. Το όνομα της μεραρχίας: ΣΙΕΝΑ! Ηγέτης της χώρας, στην οποία είχε διαταγή να εισβάλει η μεραρχία αυτή, ο Ιωάννης Μεταξάς. Ο πολιτικός εξόριστος τον οποίο είχε φιλοξενήσει η ομώνυμη πόλη το 1919... Μια παράξενη σύμπτωση. Ένα παιχνίδι της ιστορίας...
Η μεραρχία εισβολής ήταν πανίσχυρη. Διότι δεν πορευόταν μόνη. Το επίσημο όνομα της ήταν 51η Μεραρχία Πεζικού και είχε ενισχυθεί με το 3ο Σύνταγμα Γρεναδιέρων (ο Παπάγος αναφέρει ως ενίσχυση και ένα σύνταγμα ιππικού, το 6ο), τάγματα φανατικών φασιστών μελανοχιτώνων και τμήματα «εθελοντών» Αλβανών, ουσιαστικά ημιατάκτων. Κι ακολουθούσαν πελώρια φορτηγά που έσυραν βαρύ πυροβολικό. Στους χάρτες των αξιωματικών της ΣΙΕΝΑ τα βέλη έδειχναν τη γενική κατεύθυνση της εισβολής. Από Κονίσπολη της Αλβανίας προς Φιλιάτες, την πρώτη μεγάλη ηπειρώτικη κωμόπολη. Στην πραγματικότητα στη μεραρχία αυτή είχε ανατεθεί η διάρρηξη ενός μόνο τομέα, του παραλιακού ή «τομέα Θεσπρωτίας», που περιλάμβανε και το λιμάνι της Ηγουμενίτσας. Απέναντι σ' αυτή τη δύναμη υπήρχε από ελληνικής πλευράς μόνο μια ισχνή προκάλυψη.
Όσο διαρκούσε η νύχτα της 27 προς 28 Οκτωβρίου, στο αριστερό της προωθούμενης ΣΙΕΝΑ, είχε σηκωθεί ένας απερίγραπτος ορυμαγδός από μηχανήματα, βαρέα οχήματα και τον ανατριχιαστικό ήχο από ερπύστριες... Ο θόρυβος που πάγωνε τις καρδιές των ανδρών της δικής μας προκαλύψεως προερχόταν από την 131η θωρακισμένη μεραρχία των Ιταλών, την περίφημη μεραρχία των Κενταύρων, Centauro στα ιταλικά. Οι άνδρες που επέβαιναν των αρμάτων κάνανε όλοι μια ευχή. Να μη βρούνε λάσπη... Ώστε να τελειώσει σύντομα ο στρατιωτικός τους περίπατος μέχρι τα Γιάννενα! Τους «Κενταύρους» ακολουθούσε κι άλλο βαρύ πυροβολικό. Και μια ακόμα μεραρχία πεζικού, η 23η, βαφτισμένη κι αυτή με το όνομα μιας όμορφης μεσαιωνικής πόλεως, της ΦΕΡΡΑΡΑ. Με την απαραίτητη συντροφιά και των μελανοχιτώνων, των «αδελφών» Αλβανών και ειδικά στην περιοχή αυτή και των εντυπωσιακών Βερσαλιέρων, που χάλαγαν τον κόσμο με τις μοτοσυκλέτες τους!
Η κατεύθυνση της δεύτερης αυτής επιθετικής αιχμής ήταν, σ' ευρεία έννοια, προς τον ποταμό Καλαμά. Αλλά υπήρχε και ένας τρίτος στόχος. Ακόμα πιο πέρα, στο αριστερό των δυνάμεων εισβολής. Η Πίνδος! Ένας τρομερός ορεινός όγκος με τον πάντα χιονισμένο Σμόλικα, που η κορυφή του φτάνει τα 2.600 μέτρα... Και ξαφνικά από τον δρόμο που έβαινε παράλληλα με τα ελληνικά σύνορα στο αλβανικό έδαφος, την αποκαλούμενη αρτηρία Ερσέκα-Λεσκοβίκι, μια ατέλειωτη σειρά από φορτηγά άρχισε να ξεφορτώνει μια παράξενη μονάδα. Άνδρες ψηλούς, ξανθούς, με πρόσωπα ηλιοκαμένα, μερικούς με όμορφα γένια... Φορούσαν κάτι καπέλα ψηλά σαν Τυρολέζικα μ' ένα φτερό αιχμηρό. Αλλά σύντομα τά ‘βγαλαν για να φορέσουν και αυτοί τα κράνη του πολέμου.
Ήταν ντυμένοι ζεστά με μακριές μπέρτες και τ' άρβυλα τους με χοντρές πρόκες δείχναν σαν να ξεκινούσαν για ορειβατική αποστολή... Οι άνδρες αυτοί ανήκαν στην 3η Μεραρχία Αλπινιστών, την ΤΖΟΥΛΙΑ! Σ' αυτή που είχε ανατεθεί η πιο τολμηρή επιχείρηση. Να εκβιάσει τις φοβερές διαβάσεις της Πίνδου και να δημιουργήσει μια επικίνδυνη σφήνα με αιχμή στο Μέτσοβο. Τον στρατηγικό κόμβο στον δρόμο Ιωαννίνων - Τρικάλων, που τότε αποτελούσε τη μοναδική οδό επικοινωνίας της Δυτικής με την Ανατολική Ελλάδα. Αν η ΤΖΟΥΛΙΑ έφτανε στο Μέτσοβο ο κορμός της Ελλάδας θα κοβόταν στα δύο...
Στο άκρο αριστερό της ιταλικής επιθετικής διατάξεως με ορμητήριο την Κορυτσά, ο εχθρός είχε αναπτύξει δύο ακόμα μεραρχίες πεζικού. Τη 19η, με τ' όνομα της πόλης των Δόγηδων, τη ΒΕΝΕΤΣΙΑ, και τη 49η, την ΠΑΡΜΑ. Σε δεύτερο κλιμάκιο, δηλαδή όχι απόλυτα προωθημένες, βρίσκονταν και οι μεραρχίες ΠΙΕΜΟΝΤΕ και ΑΡΕΤΣΟ. Απέναντι σ' αυτή τη δύναμη που θεωρητικά ήταν προσανατολισμένη προς τη Θεσσαλονίκη είχε αναπτυχθεί ένα σχετικά ισχυρό ελληνικό συγκρότημα. Το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας. Όμως από την πρώτη στιγμή φάνηκε, ότι στο μέτωπο της Δυτικής Μακεδονίας η εχθρική πίεση θα ήταν ελαφρά. Το κέντρο βάρους της ιταλικής επιθέσεως θα έπεφτε στην Ήπειρο και στην Πίνδο. Κι εκεί ορθώθηκαν για να φράξουν τον δρόμο στον εισβολέα δύο ψυχωμένοι αξιωματικοί. Και δύο μονάδες, μια μεγάλη κι ενισχυμένη και ένα μοναδικό «απόσπασμα αυτοκτονίας». Η VIII Μεραρχία του στρατηγού Χαράλαμπου Κατσιμήτρου και το «απόσπασμα Πίνδου» υπό τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη. Στην ιδιοφυή προετοιμασία του εδάφους, στην ακατάβλητη οργανωτική τους δραστηριότητα και στην ακλόνητη πίστη τους προς τη νίκη, οφείλει η Ελλάδα τις πρώτες αμυντικές της επιτυχίες!
Ο Κατσιμήτρος[2] δεν ήταν απλώς ένας άξιος ηγήτορας. Ήταν δεμένος με τη μεραρχία του αλλά και με τη γη της Ηπείρου, σαν ένα σώμα. Από το 1938, όταν ανέλαβε τη διοίκηση της VIII Μεραρχίας, αδιαφορώντας για τις εξελίξεις της διεθνούς πολιτικής, είχε αφιερωθεί στο να καταστήσει την Ήπειρο αληθινό προμαχώνα. Και όταν κατέστη φανερό, ότι η περιοχή του θα ήταν ο πιθανότερος στόχος μιας εισβολής, κινητοποίησε ολόκληρο τον άμαχο πληθυσμό. Με τις γλίσχρες πιστώσεις που του δόθηκαν από τον Απρίλιο του '39 και με την εθελοντική προσφορά των πατριωτών κατοίκων της Ηπείρου ανέσκαψε όλα τα σημεία από όπου περίμενε επιθέσεις. Έστησε πρόχειρα αντιαρματικά εμπόδια, έφτιαξε πολυβολεία σε σταυροδρόμια κι έκρυψε τα λίγα πυροβόλα που του δόθηκαν ακόμα και σε ορεινές σπηλιές! Όλοι οι αξιωματικοί του είχαν επανειλημμένα αναγνωρίσει το έδαφος και γνώριζαν τυφλά ο καθένας τον τομέα του. Η Ήπειρος ήταν η μόνη περιοχή της χώρας που βρισκόταν από καιρό σε πολεμικό οργασμό. Κι επιπλέον, η μεραρχία της είχε ζήσει δύο επιστρατεύσεις, μια τον Αύγουστο του '39, όταν επισημάνθηκαν οι ελλείψεις και μια δεύτερη, τελική, από τις 23 Αυγούστου του '40. Στις 5 Οκτωβρίου η VIII Μεραρχία βρίσκεται πλήρως επιστρατευμένη στις θέσεις της, ενισχυμένη με ένα σύνταγμα ευζωνικό, το 42 της Λαμίας, που έφερε τη δόξα της Μικρασιατικής εκστρατείας στη σημαία του, ένα σύνταγμα ορειβατικού πυροβολικού και μια μοίρα βαρέος.
Το πρόβλημα όμως για τον Κατσιμήτρο ήταν πώς να διαθέσει τις δυνάμεις του. Το μέτωπο που ήταν υποχρεωμένος να υπερασπίσει εκτεινόταν από την Ηγουμενίτσα μέχρι τις δυτικές υπώρειες της Πίνδου και συγκεκριμένα την περιοχή της ακριτικής Κόνιτσας. Σε αδρές γραμμές το μέτωπο αυτό στηριζόταν στον ρου του ποταμού Καλαμά, με φορά κάπως λοξή από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά. Η διαμόρφωση του εδάφους έδειχνε ότι το ισχυρότερο σημείο του μετώπου βρισκόταν στη φυσική στενωπό του Καλπακίου (Ελαία). Ο Κατσιμήτρος είχε μελετήσει τα πάντα. Κι αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα. θα συγκέντρωνε τον κύριο όγκο των δυνάμεων του στο Καλπάκι κι εκεί θα έδινε την αποφασιστική μάχη. Πίστευε, ότι εκεί θα στρεφόταν η κύρια επίθεση των Ιταλών, διότι το Καλπάκι αποτελούσε την κύρια διάβαση προς τα Γιάννενα. Και δεδομένου, ότι οι ιταλικές μεραρχίες ήταν πεδινής συνθέσεως —πλην της ΤΖΟΥΛΙΑ, η οποία όμως είχε προσανατολιστεί στον τομέα της Πίνδου— αναγκαστικά θα πορεύονταν προς το Καλπάκι. Η απόφαση του Κατσιμήτρου να τα δώσει όλα για όλα στο Καλπάκι είχε όχι μόνο τα χαρακτηριστικά μιας ακλόνητης πίστεως στο σχέδιο του αλλά κι ενός προσωπικού πείσματος, που τον έκανε να έρθει σχεδόν σε ρήξη με το Γενικό Επιτελείο.
Ο Κατσιμήτρος είχε βεβαίως υπόψη του, ότι όταν θ' άρχιζε η ιταλική επίθεση τα ισχνά τμήματα προκαλύψεως που είχαν παραταχτεί στα αλβανικά σύνορα θα υποχωρούσαν μέχρι τον Καλαμά και το Καλπάκι, δίνοντας μάχες επιβραδυντικές. Αλλά εκεί και ιδιαίτερα στο Καλπάκι, όπως αργότερα έγραψε ο ίδιος θ αντέτασσαν «...σταθεράν άμυναν, άνευ ιδέας υποχωρήσεως...» Το Γ.Ε.Σ. όμως έβλεπε την κατάσταση πιο «σφαιρικά». Από τις αρχές Αυγούστου τον '40, υπενθύμιζε με αλλεπάλληλες διαταγές στον Κατσιμήτρο, ότι η κύρια αποστολή της μεραρχίας του ήταν να καλύψει το δυτικό πλευρό του «θεάτρου πολέμου της Δυτικής Μακεδονίας» και να αποφράξει τις οδεύσεις προς την Αιτωλοακαρνανία, μέχρις ότου συμπληρωθεί η γενική επιστράτευση. Ο Παπάγος[3] , γνωρίζοντας, ότι ο Κατσιμήτρος δεν ήταν διατεθειμένος να παραχωρήσει ούτε σπιθαμή γης στο Καλπάκι του έστειλε μάλιστα, στα τέλη Αυγούστου του '40, προσωπική επιστολή δια χειρός του τότε ταγματάρχη Γεωργίου Γρίβα, που έμελλε να γίνει αργότερα ο αρχηγός της οργανώσεως Χ και της ΕΟΚΑ στην Κύπρο. Η επιστολή του Παπάγου προς τον Κατσιμήτρο μετά τις συστάσεις να μη εξαντλήσει τις δυνάμεις του σε μεμονωμένες μάχες κατέληγε με την εγκάρδια φράση:
«Πιστεύω ακραδάντως, ότι η τιμή των Ελληνικών όπλων δεν θα ήτο δυνατόν να είναι εμπεπιστευμένη εις καλλίτερος χείρας από τάς ιδικάς σου.
Σε ασπάζομαι εγκαρδίως
ΑΛ. ΠΑΠΑΓΟΣ
Αντιστράτηγος».
Ακόμα και την τελευταία στιγμή, στις 5 Οκτωβρίου του '40, όταν η VIII Μεραρχία είχε συμπληρώσει την επιστράτευση της, το Επιτελείο του έστειλε μια ύστατη σχετική υπόμνηση. Ο Κατσιμήτρος όμως είχε πάρει τις αποφάσεις του. θα αγνοούσε τις υποδείξεις του Επιτελείου. Αυτός είχε συλλάβει τον ρόλο του διαφορετικά, θα άφηνε τους Ιταλούς να πατήσουν την Ήπειρο μέχρι το Καλπάκι. Και από κει δεν θα περνούσαν...
Στην περιοχή της Κόνιτσας, όπου τελείωνε η δικαιοδοσία του Κατσιμήτρου και άρχιζε το μέτωπο του υπό τον Δαβάκη «αποσπάσματος Πίνδου» γινόταν αμέσως αντιληπτή η σοβαρή αριθμητική μειονεξία των ελληνικών δυνάμεων. Υπήρχε εκεί ένα μόνο τάγμα προκαλύψεως της VIII Μεραρχίας, που αποτελούσε τρόπον τινά τον κρίκο με τις μικρές δυνάμεις του Δαβάκη. Από το τάγμα αυτό ένας λόχος αποσπάστηκε πριν από την εισβολή για την ενίσχυση του αποσπάσματος Πίνδου... Κι έτσι το τάγμα Κονίτσης αδυνάτισε ακόμα περισσότερο. Και το μόνο που του απόμεινε σαν σύμβολο της... ισχύος του ήταν το όνομα του διοικητή του: ταγματάρχης Νικόλαος Γίγας!
Αλλά το πιο κρίσιμο πρόβλημα ήταν και παρέμενε η Πίνδος. Το μέτωπο που είχε να καλύψει ο Δαβάκης είχε μήκος περίπου 70 χιλιόμετρα κι εκτεινόταν σε αδρές γραμμές από την Κόνιτσα μέχρι το Επταχώρι*. Το πρόβλημα όμως στην Πίνδο δεν ήταν τα χιλιόμετρα... Ήταν ο ορεινός της όγκος με την παντελή έλλειψη αμαξιτών δρόμων και τις δαιδαλώδεις διαβάσεις μέσα από ποταμιές και μονοπάτια, οι οποίες έπρεπε να αποφραχτούν από τη διείσδυση ειδικευμένων ορεινών μονάδων του εχθρού. Για το σκοπό αυτό το «απόσπασμα» του Δαβάκη διέθετε τη νύχτα της 27 προς 28 Οκτωβρίου, όλα - όλα τρία τάγματα! Ή μάλλον δύο, διότι το τρίτο τάγμα κινήθηκε από τον Πεντάλοφο προς το Επταχώρι, όπου βρισκόταν ο Σταθμός Διοικήσεως του Δαβάκη, μόλις το πρωί της 28 Οκτωβρίου... Ο Δαβάκης είχε αναλάβει τη διοίκηση του τομέα της Πίνδου μόλις δύο μήνες πριν από την εισβολή. Με το ίδιο πάθος που είχε δείξει και ο Κατσιμήτρος όργωσε την περιοχή του και προσπάθησε να δημιουργήσει εστίες αντιστάσεως. Με τη διαφορά, ότι στα οχυρά σημεία που οργάνωσε δεν είχε να διαθέσει παρά μόνο λόχους και διμοιρίες! Διέσπειρε στην Πίνδο το απόσπασμα του κυριολεκτικά κερματίζοντάς το, δηλαδή «τα σα εκ των σων»... Το πρωί της 28 Οκτωβρίου, όταν εμφανίστηκε η ΤΖΟΥΛΙΑ, εκτός από το πεζικό, διέθετε μόνο 6 διμοιρίες πολυβόλων, λίγα πολυβόλα στους λόχους και για την ακρίβεια μιάμιση (αριθμός 11/2) πυροβολαρχία ορειβατικού πυροβολικού! Στον Σταθμό Διοικήσεως στο Επταχώρι είχε κρατήσει κοντά του τα πολύτιμα «μεταγωγικά», δηλαδή τα μουλάρια... Καθώς και δύο σωλήνες όλμων, οι οποίοι όμως «εστερούντο προωθητικών φυσιγγίων». Τους όλμους τους είχε το τρίτο τάγμα που ήταν ακόμα «εν κινήσει» από τον Πεντάλοφο[4][5] ...
Η επικίνδυνη ισχνότητα του μετώπου μας στην Πίνδο απαιτεί μια ερμηνεία. Η οποία για έναν αντικειμενικό ερευνητή οδηγεί στην ανακάλυψη αλυσιδωτών ευθυνών στα ανώτερα κλιμάκια της τότε πολιτικοστρατιωτικής ηγεσίας μας, αν και υποστηρίχθηκε, ότι ακόμα και στα αμέσως προϊστάμενα του Δαβάκη; κλιμάκια επικρατούσε κάποια εχθρότητα εναντίον του, που οδήγησε στην ανεξήγητη έλλειψη ενισχύσεως του. Από ότι φαίνεται το Γ.Ε.Σ. είχε από τον Σεπτέμβριο του '40 δώσει την απαιτούμενη σημασία στον τομέα της Πίνδου. Και το ενδιαφέρον είναι, ότι αυτό οφειλόταν όχι τόσο στις πληροφορίες ότι οι Ιταλοί θα επιχειρούσαν διείσδυση μέσα από τα βουνά αλλά διότι ήθελε να χρησιμοποιήσει, το Επιτελείο μας, τη μεθόριο κατά μήκος της Πίνδου σαν βατήρα για την πρώιμη εξαπόλυση επιθετικών ενεργειών! Συγκεκριμένα, το Επιτελείο γνώριζε, ότι οι κύριες οδικές αρτηρίες από τις οποίες θα κατέβαιναν στην Ήπειρο οι Ιταλοί ήταν δύο. Η μία από το Αργυρόκαστρο στα δυτικά και η άλλη από την Κορυτσά στα ανατολικά. Η δεύτερη περνούσε από τον αναφερθέντα δρόμο Ερσέκα - Λεσκοβίκι και κατέληγε στη Μέρτζανη, την πύλη εισόδου προς την Κόνιτσα. Και από κει προς το Καλπάκι. Το Γ.Ε.Σ. γνωρίζοντας, ότι η VIII Μεραρχία θα υφίστατο το κύριο βάρος της ιταλικής εισβολής, ήθελε να την ανακουφίσει δημιουργώντας στην Πίνδο ένα ισχυρό συγκρότημα, το οποίο θα εξαπέλυε άμεσα επίθεση εναντίον της οδού Ερσέκα - Λεσκοβίκι. Ώστε να εμποδίσει την προώθηση των δυνάμεων του εχθρού προς Μέρτζανη - Κόνιτσα και Καλπάκι. Για τον σκοπό αυτό, στα μέσα Σεπτεμβρίου, ο Παπάγος ζήτησε από τον Μεταξά να προεπιστρατευθεί τουλάχιστον η Ι Μεραρχία και μετακινούμενη από Καλαμπάκα προς Πίνδο να επιτεθεί από κει στον αμαξιτό δρόμο Ερσέκα - Λεσκοβίκι. Το επιπλέον πλεονέκτημα ήταν, ότι η μεραρχία αυτή εγκαθιστάμενη στην Πίνδο, θα αποτελούσε ένα σιδερένιο κρίκο μεταξύ VIIIΜεραρχίας και του Τμήματος Στράτιάς Δ. Μακεδονίας. Όπως αναφέρθηκε (σελ. 65) ο Μεταξάς, σε μια από τις τελευταίες επικίνδυνες και αντιφατικές ταλαντεύσεις του, αρνήθηκε την προεπιστράτευση, επικαλούμενος τις συμβουλές του Βερολίνου! Τις τελευταίες βδομάδες προ της εισβολής, το Τ.Σ.Δ.Μ. αλλά και το Β' Σ.Σ. (Β' Σώμα Στρατού) ζήτησαν, με δική τους πρωτοβουλία, από το Γ.Ε.Σ. να συγκροτηθούν εσπευσμένα για την Πίνδο τουλάχιστον μερικά ειδικά αποσπάσματα. Με σύνθεση το καθένα: ένα τάγμα πεζικού, μια ορειβατική πυροβολαρχία και έναν ουλαμό ιππικού. Το αίτημα αυτό δεν έγινε δεκτό[6].
Τελικά στην Πίνδο όχι μόνο δεν υπήρχαν διαθέσιμες μονάδες για να εξορμήσουν από τη μεθόριο, αλλά ούτε καν επαρκείς για να την προστατεύσουν από τη διείσδυση της ΤΖΟΥΛΙΑ. Κι έτσι το «απόσπαμα αυτοκτονίας» του Δαβάκη βρέθηκε μόνο του για να γράψει κι αυτό ένα από τα μεγαλύτερα έπη του πολέμου...
Δώδεκα μέρες πριν από τη νύχτα της εισβολής, στο άντρο του Μουσολίνι, στο Παλάτσο Βενέτσια μιας ανυποψίαστης Ρώμης, συγκεντρώθηκαν μερικοί ανώτατοι αξιωματούχοι που ανήκαν στην πολιτικοστρατιωτική ηγεσία της φασιστικής Ιταλίας. Σκοπός της συσκέψεως ήταν η τελική εκτίμηση των δυνάμεων στην Αλβανία, οι στρατιωτικές και πολιτικές δυνατότητες για την εισβολή, ο καθορισμός της ημερομηνίας επιθέσεως και η αδρά διαγραφή των επιχειρήσεων*. Μεταξύ των παρευρεθέντων βρίσκονταν ο Τσιάνο, ο στρατάρχης Μπαντόλιο, ο τοποτηρητής στην Αλβανία Τζακομόνι και ο στρατηγός Βισκόντι-Πράσκα. Ο τελευταίος ήταν ο γενικός διοικητής των δυνάμεων στην Αλβανία, ο τρίτος κατά σειράν... Διότι είχε αντικαταστήσει τον Τζελόζο, ο οποίος είχε διαδεχτεί τον Γκουτζόνι. Ο Βισκόντι-Πράσκα έμελλε να αναδομηθεί και αυτός καθώς και οι διάδοχοι του στη διάρκεια του πολέμου...
Το επίκεντρο της συσκέψεως, που κράτησε ακριβώς 1 1/2 ώρα ήταν φυσικά η στρατιωτική πλευρά. Ο Μουσολίνι εξήγησε, ότι επειδή έφερε ακέραιη την ευθύνη, ήθελε να γνωρίζει επακριβώς τις εκατέρωθεν δυνάμεις. Ο Βισκόντι - Πράσκα του ανέφερε, ότι σε πρώτη φάση θα επιτεθούν 70.000 άνδρες, χωρίς να υπολογίζονται τα ειδικά τάγματα που πλαισίωναν τις μεραρχίες εισβολής. Δεδομένου ότι οι Έλληνες έχουν παρατάξει περίπου 30.000 άνδρες και μόνο η αριθμητική υπεροχή θα είναι δύο προς ένα. Κι όταν ο Μουσολίνι ρώτησε αν πέραν του πεζικού οι Έλληνες διέθεταν άλλα αμυντικά μέσα, άρματα, αεροπλάνα, ο Ιταλός στρατηγός του απάντησε ότι η ελληνική αεροπορία είναι ανύπαρκτη... Ωστόσο ο Τζακομόνι σε άλλο σημείο της συσκέψεως διευκρίνισε ότι οι Έλληνες διαθέτουν περίπου 144 αεροπλάνα. Όλοι συμφώνησαν όμως, ότι ο κύριος κίνδυνος θα ήταν η ενδεχόμενη εμφάνιση βρετανικών αεροσκαφών. Γι' αυτό, καλού-κακού ο Μουσολίνι δήλωσε, ότι θα διαθέσει 400 αεροπλάνα στην εκστρατεία! Κατά τους υπολογισμούς του Βισκόντι-Πράσκα οι ελληνικές δυνάμεις στην Ήπειρο, μη έχοντας δυνατότητες ενισχύσεως από θαλάσσης ή από ξηράς, λόγω του ορεινού εδάφους, θα εξοντώνονταν σε 10 - 15 μέρες... Και διαβεβαίωσε τον Μουσολίνι, ότι δεν θα φεισθεί ανθρωπίνων απωλειών. «Έδωσα», είπε υπερήφανα, «διαταγή τα τάγματα μας να επιτίθενται συνεχώς ακόμα και εναντίον μιας μεραρχίας...» Ανακεφαλαιώνοντας τα συμπεράσματα της συσκέψεως ο Ντούτσε έκλεισε τη συζήτηση διαγράφοντας τους στόχους της εισβολής: «Επίθεση στην Ήπειρο, παρατήρηση και πίεση επί της Θεσσαλονίκης και, σε δεύτερο χρόνο, προέλαση προς Αθήνας![7] »
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος και με τις πρώτες αμυντικές επιτυχίες η Ελλάδα ολόκληρη μέθυσε, δόθηκε στον αγώνα μια επική μορφή. Που πράγματι υπήρχε χάρη στον ενθουσιασμό στρατού και λαού. Αλλά στις επικές περιγραφές παρεισέφρυσαν και ανακρίβειες. Οι απλοί Έλληνες πίστεψαν, ότι οι φαντάροι μας κυνήγησαν τις «οκτώ εκατομμύρια λόγχες» των δειλών Ιταλών με πέτρες και το τσαρούχι στα χέρια! Όπως έδειχναν και οι γελοιογραφίες της εποχής. Τα τελευταία χρόνια, χωρίς να καταργηθεί το έπος, προστέθηκε και η πολιτική σκοπιμότητα. Ότι ο Μεταξάς είπε ένα ψιθυριστά ΟΧΙ, ότι η στρατιωτική ηγεσία ήταν διαβρωμένη από προδότες και ηττοπαθείς, αλλά ότι το «αντιφασιστικό μένος» του λαού ανέτρεψε τους εισβολείς! Σε μια αντικειμενική έρευνα όμως και ειδικά στο τμήμα αυτό θα πρέπει να παραθέσουμε τα ακριβή στρατιωτικά δεδομένα, που αφορούν στην αντιπαράθεση των αντιπάλων.
Στην πραγματικότητα λοιπόν αντιπαρατάχθηκαν 57 συνολικώς ελληνικά τάγματα πεζικού έναντι 78 ιταλικών. Στο πυροβολικό η αναλογία ήταν 201 ελληνικά έναντι 400 τουλάχιστον ιταλικών. Η μεγάλη υπεροχή σε πυροβολικό των Ιταλών αυξανόταν και από την παρουσία της θωρακισμένης μεραρχίας των «Κενταύρων». Απέναντι στη συντριπτική υπεροπλία της ιταλικής αεροπορίας, διαθέταμε περίπου 140 - 150 αεροπλάνα. Αλλ' από αυτά μόνο περί τα 50 ήταν καταδιωκτικά και 40 βομβαρδιστικά, ενώ τα υπόλοιπα ήταν «στρατιωτικής και ναυτικής» συνεργασίας, κατά το πλείστον πεπαλαιωμένα. Το παράδοξο ήταν, ότι ο στρατός μας διέθετε και αντιαρματικά, κάπου 64 συνολικά, αλλά στην Ήπειρο είχαν σταλεί μόνο δέκα[8] .
Συμπερασματικά μπορεί κανείς να πει, ότι η αμυντική μας διάταξη ήταν σωστή. Αλλά η κατανομή των δυνάμεων δεν ήταν ορθολογική. Στο μέτωπο της Ηπείρου, όπου έπεσε το βάρος της ιταλικής επιθέσεως, υστερούσαμε αισθητά σε πυροβολικό, λιγότερο σε πεζικό. Η Πίνδος, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, αφέθηκε επικίνδυνα ισχνή. Αντίθετα, στη Δυτική Μακεδονία είχαμε σχεδόν μια ελαφρά αριθμητική υπεροχή έναντι των Ιταλών[9] ! Η δυναμικότητα δύο τοπικών ηγητόρων, του Κατσιμήτρου και τον Δαβάκη κάλυψε πολλά κενά. Από τη μελέτη των σχεδιασμών του Επιτελείου καθώς και των οδηγιών που δόθηκαν στις κρίσιμες μονάδες των πρόσω, ασχέτως σφαλμάτων εκτιμήσεως και δισταγμών, δεν διαπιστώνεται πρόθεση της ανώτατης ηγεσίας να «ρίξουμε απλώς μερικές τουφεκιές για την τιμή των όπλων». Χαρακτηριστική εν προκειμένω είναι και η μαρτυρία ενός από τους μεγαλύτερους στρατιώτες της Ελλάδας. Του Θρασύβουλου Τσακαλώτου[10] . Ο τότε συνταγματάρχης Τσακαλώτος κατείχε επιτελική θέση, αλλά ο Παπάγος του είχε υποσχεθεί, ότι αν εκραγεί πόλεμος θα τον στείλει αμέσως σε μάχιμη μονάδα. Και πράγματι στις 28 Οκτωβρίου το πρωί ανέλαβε στην Ήπειρο τη διοίκηση του 3/40 Συντάγματος Ευζώνων στην περιοχή του Καλαμά. Στις κατοπινές αφηγήσεις του ο Τσακαλώτος επιτίθεται δριμύτατα εναντίον του Γενικού Επιτελείου, για ποικίλους λόγους που θα αναφερθούν στα επόμενα. Φτάνει στο σημείο να αποκαλεί το Γενικό Στρατηγείο: «ο Βούδας - Γενικόν Στρατηγείον»! Αλλά ο Τσακαλώτος με την εντιμότητα που τον διέκρινε πάντα, απορρίπτει τις μομφές, που διατυπώθηκαν αργότερα, ότι ο Παπάγος έδωσε εντολή να τηρηθεί μόνον «η τιμή των όπλων», δηλαδή μερικές τουφεκιές... Βάσει των εντολών που πήρε ο ίδιος από τον Παπάγο γράφει: «Ουδέ πόρρωθεν διεφαίνετο τοιαύτη πρόθεσις, αλλά πρόθεσις προς σθεναράν αντίστασιν...»
II
ΗΗΜΕΡΑΤΟΥΟΧΙ! ΣΤΗΝ ΠΡΟΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΑΛΒΑΝΙΚΩΝ. ΣΤΗΝ ΚΗΦΙΣΙΑ, ΣΤΟΥΣΔΡΟΜΟΥΣΤΗΣΑΘΗΝΑΣΚΑΙ«ΑΠΑΝΤΑΧΟΥΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ...»
Στις 27 Οκτωβρίου, το σούρουπο πάνω απ' την ηπειρώτικη γη ήταν συννεφιασμένο... Με την έλευση του σκότους, μπουμπουνητά κι αστραπές προανήγγειλαν τη βροχή. Κι όταν άνοιξαν οι κρουνοί του ουρανού η νοτισμένη γη έγινε μέσα σε λίγα λεπτά λάσπη... Λάσπη, ο μεγάλος εχθρός του στρατιώτη. Από το μεθοριακό φυλάκιο της Κακαβιάς, στα δυτικά, μέχρι τη Μέρτζανη, στ' ανατολικά, σ' όλη την έκταση των αλβανικών συνόρων, και πιο πέρα στα παγωμένα υψώματα της Πίνδου, Έλληνες φαντάροι στεκόντουσαν άγρυπνοι και τσιτωμένοι. Το μυαλό τους ήταν καθαρό αλλά τα δάκτυλα στη σκανδάλη κοκαλιασμένα. Οι άνδρες αυτοί ήταν ψύχραιμοι ντόπιοι, σχεδόν κατά τα τέσσερα πέμπτα Ηπειρώτες, θ' αγωνιζόντουσαν κυριολεκτικά υπέρ βωμών και εστιών... Από μέρες, κάθε νύχτα, τα χέρια σφίγγαν τ' όπλο νευρικά, θα χτυπήσουν σήμερα, θα χτυπήσουν αύριο; Τους περιμένανε, τους Ιταλούς. Κι όσο περνούσε ο καιρός, η αγωνία έδινε τόπο στην προσμονή... Ας βαρέσουν επιτέλους οι παλικαράδες. Να τους δούμε τι πράγμα είναι. Έχουμε κι εμείς όπλα...
Στις 27 Οκτωβρίου, λίγο πριν πέσει το σκοτάδι, από τα φυλάκια, τα μεθοριακά, μέχρι τις διοικήσεις των Ταγμάτων Προκαλύψεως, οι τηλεφωνικές γραμμές άναψαν... Βραχνές φωνές με βαριά ηπειρώτικη προφορά, ανακατεμένες με πλήθος παράσιτα ακούγονταν από τη μια άκρη: «Έλα, έλα Δελβινάκι... Μ' ακούς;» Κι από την άλλη άκρη: «Δε σ' ακούω μωρέ, χαλάει ο κόσμος εδώ...» «Έλα Δελβινάκι... Από Δρυμάδες-Μακρύκαμπος... Μ' ακούς; Κάτι σκαρώνουν οι ρουφιάνοι απέναντι... Μ' ακούς;» «Έγινε... Σ' έπιασα... Το μεταδίδω...»
Στο διοικητήριο της VIII Μεραρχίας, στα Γιάννενα, ο στρατηγός Κατσιμήτρος δέχεται τα μηνύματα. Κοντά του έχει τον επιτελάρχη του αντισυνταγματάρχη Δρίβα και τον διευθυντή του III Γραφείου Πετρουτσόπουλο. Διαβάζει τις πρόχειρες αναφορές που καταφθάνουν, αλλά μοιάζει κάτι ακόμα να περιμένει... θέλει την προσωπική αναφορά ενός ανθρώπου, στον οποίο έχει απόλυτη εμπιστοσύνη. Του συνταγματάρχη Μαυρογιάννη, αρχηγού πυροβολικού της μεραρχίας. Του ανθρώπου που μαζί του ανέσκαψε κι ετοίμασε τον προμαχώνα της Ηπείρου. Ο Μαυρογιάννης λείπει όλη μέρα. Έχει οργώσει σχεδόν ολόκληρη την παραμεθόριο, για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι την ετοιμότητα του στρατού και τις κινήσεις του εχθρού. Έχει νυκτώσει για καλά, όταν ο Μαυρογιάννης γυρίζει με τα τελευταία μαντάτα. Η εισβολή είναι θέμα ωρών! Τα τηλέφωνα ανάβουν τώρα από Γιάννενα προς Αθήνα... Στην άλλη άκρη, στο Γενικό Επιτελείο απαντάει ο αντισυνταγματάρχης Κορόζης, το αυτί και το μάτι του Παπάγου. Ο Κατσιμήτρος του αναφέρει, ότι το πρωί της 28 Οκτωβρίου, ίσως και στη διάρκεια της νύκτας οι Ιταλοί θα επιτεθούν! Και σε μια έξαρση συγκινητική όσο και χαρακτηριστική του ύφους των παλιών αξιωματικών προσθέτει: «...Μπορεί να μην έχω το ανάστημα του στρατάρχου Πεταίν, όστις κατά το 1916 αμυνόμενος σθεναρώς του Βερντέν, είπε ότι δεν θα περάσουν οι Γερμανοί -όπως και δεν επέρασαν-, αλλά δύναμαι να βεβαιώσω εν πλήρει πεποιθήσει ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί από το Καλπάκι...»
Το τηλέφωνο προς την Αθήνα κλείνει. Κι αρχίζει άλλος καταιγισμός διαταγών από Μεραρχία προς Προκάλυψη. Συναγερμός... Προσοχή στα απομονωμένα φυλάκια... Επίκειται επίθεση... Κι απ' όλα τα σημεία της μεθορίου έρχεται η απάντηση των προμάχων. Αδύνατη, βραχνή, ανακατεμένη με παράσιτα: «Ελήφθη, ναι μωρέ, ελήφθη...»
Είναι μεσάνυχτα της 27 προς 28 Οκτωβρίου... Ο Κατσιμήτρος στέλνει τους αξιωματικούς του να ξεκουραστούν, όσοι δεν έχουν επιφυλακή. Αλλά το τηλέφωνο ξαναχτυπάει: «Από Χάνι-Δελβινάκι. Επί της οδού Αργυροκάστρου-Κακαβιάς ακούγεται συνεχής κρότος κυλινδρουμένων βαρέων οχημάτων...» Άλλη μια φορά ο Κατσιμήτρος εξαπολύει τις τελευταίες οδηγίες του προς την Προκάλυψη. Κι έπειτα εξουθενωμένος ανεβαίνει στον πάνω όροφο του διοικητηρίου, όπου βρίσκεται η κατοικία του... Τακτοποιεί το τηλέφωνο δίπλα στο κρεβάτι του και βυθίζεται στον ύπνο του ανθρώπου που έχει τη συνείδηση του ήσυχη. Έχουν προειδοποιηθεί όλοι. Από τον Παπάγο μέχρι τον τελευταίο φαντάρο που χουχουλιάζει κάτω από τη βροχή μέσα στο σκέπαστρο του, φτιαγμένο «δια φυσικής ξυλείας και γαιοσάκκων[11][12] ..»
Ο Κατσιμήτρος δεν θα μπορέσει να κοιμηθεί πολύ... Στις 4 παρά τέταρτο το πρωί το τηλέφωνο δίπλα του χτυπάει. Χτυπάει, χτυπάει ακατάπαυστα, διότι απλούστατα ο άνθρωπος που έδωσε και την τελευταία ικμάδα του για να ετοιμάσει την άμυνα της Ηπείρου κοιμάται βαθιά, σαν μικρό παιδί... Δεν ακούει τα κουδουνίσματα. Τρέχει και το σηκώνει η μικρή του κόρη: «Μπαμπά, σε θέλουν από την Αθήνα..». Στο τηλέφωνο ακούγεται η φωνή του Κορόζη: «Πόλεμος... Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως απέρριψε ιταλικόν τελεσίγραφον... Ο κ. Αρχηγός ανέλαβεν Αρχιστράτηγος...»
[1] Καλλονάς Δ.: σελ. 53
[2] Κατσιμήτρος Χ.: σελ. 27 και 42-52
[3] Παπάγος Α. (Ο Πόλεμος): σελ. 207
*Ίσως οι σημερινοί εκδρομείς που έχουν γνωρίσει τον παραμεθόριο δρόμο από Κόνιτσα προς Επταχώρι - Πεντάλοφο - Νεάπολη Δ. Μακεδονίας, τμήμα της μηδέποτε πραγματοποιηθείσης νέας Εγνατίας Οδού, να βοηθηθούν στην κατανόηση του μετώπου, αν θυμηθούν τον δρόμο αυτό.
[4] Βερνάρδος Ι.: σελ. 82-83
[5] Ηλιόπουλος Ν.: σελ. 18-19
[6] Κορόζης Α.: Β’, σελ. 237-240
* Η ακριβής ημερομηνία ήταν 15 Οκτωβρίου 1940, «φασιστικόν έτος» XVIII, δηλαδή 18ο. Μία από τις παρανοϊκές εμπνεύσεις του φασιστικού καθεστώτος ήταν να τοποθετεί δίπλα στο... χριστιανικό έτος, την αρίθμηση των ετών από το σωτήριο έτος 1922, όταν ο Μουσολίνι κατέλαβε την εξουσία! Τα πρακτικά αυτής της συσκέψεως τηρήθηκαν από έναν Ιταλό αντισυνταγματάρχη, ακούοντα στο παράδοξο όνομα Τρομπέτι...
[7] Γκράτσι Ε.: σελ. 239-240
[8] Κορόζης Α.: Β’, σελ. 237-240
[9] Παπακωνσταντίνου Θ.: σελ. 55
[10] Τσακαλώτος Θ. (40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος): Α’, σελ. 108-116
[11] Κατσιμήτρος Χ.: σελ. 67-68
[12] Τερζάκης Α. (Η Ελληνική Εποποιία): σελ. 44-45
Πηγή: (Απόσπασμα από το βιβλίο του Αλέξανδρου Ζαούση "Οι δύο όχθες: 1939-1945") από Σελίδες Πατριδογνωσίας, Θέματα Ελληνικής Ιστορίας