Όταν οι Ιταλοί συνθηκολόγησαν (8 Σεπτεμβρίου 1943) τα κενά κατέλαβαν οι Γερμανοί, ιδιαίτερα στα κυρίως αστικά κέντρα. Προσπαθούσαν να ελέγχουν την κατάσταση με προγραμματισμένες εξόδους προς την ύπαιθρο, εκτός των τριών μεγάλων εκκαθαρίσεων. Σε μια απ’ αυτές ο Στρατιωτικός Διοικητής Λαμίας είχε προγραμματίσει να κάνει αναγνώριση εδάφους στον άξονα Λαμίας – Γαρδικίου. Οι έξοδοι – εξορμήσεις γίνονταν μεθοδικά και σταδιακά. Πρώτα μέχρι Μακρακώμη, μετά Σπερχειάδα, μετά Παλαιοβράχα κλπ.
Ο εφεδρικός ΕΛΑΣ είχε εγκαταστήσει καραούλια κατά μήκος του δρόμου και παρακολουθούσε τις κινήσεις του εχθρού:
«Την προηγούμενη ημέρα της μάχης 2/1/44, μια γερμανική φάλαγγα έφθασε ανενόχλητη στη Σπερχειάδα. Το απόγευμα της ίδιας μέρας δύο καμιόνια της φάλαγγας αυτής ήρθαν επίσης ανενόχλητα στην Παλαιοβράχα. Εγώ τη χρονιά αυτή σπούδαζα στο Ιεροδιδασκαλείο της Λαμίας (ετών 21), αλλά λόγω των εορτών των Χριστουγέννων, ευρισκόμουν στο χωριό. Βρεθήκαμε μερικά παιδιά πάνω στα Τσιρικέϊκα και όταν είδαμε τα γερμανικά καμιόνια ν’ ανεβαίνουν στην Παλαιοβράχα η απερισκεψία μας, μας έσπρωξε να πάμε να δούμε από κοντά τους Γερμανούς.
Με τον Κωστάκη Χ. Νταλιάνη και ένα τρίτο που δεν θυμάμαι, πήγαμε δειλά δειλά στην Πλατεία. Βρήκαμε παρκαρισμένα τα καμιόνια στην ανατολική πλευρά της Πλατείας. Μια ομάδα αξιωματικών και υπαξιωματικών κάνανε καταγραφή των γύρω από την Πλατεία κτηρίων, ένας ήταν σκοπός στον πάτο της Πλατείας και κάποιοι άλλοι παίζανε χαρτιά μέσα στις καρότσες των αυτοκινήτων.
Εμείς κάναμε βόλτες μπροστά στο σκοπό. Άλλοι νέοι δεν υπήρχαν. Κάποια στιγμή μας πλησιάζει η Μαρίκα Ραμαντάνη η γυναίκα του Πάνου Τσιλιμάγκου και μας είπε: Παιδιά φύγετε γιατί αυτός ο σκοπός σας παρακολουθεί συνέχεια. Με τρόπο σιγά σιγά γλιστρήσαμε και ήρθαμε στη Φτέρη και ενημερώσαμε γι’ αυτά που είδαμε. Πολλοί δεν μας πιστέψανε.
Το πρωί της 3 Ιανουαρίου, ημέρα της μάχης με ειδοποίησαν από την οργάνωση να κατεβώ στην Πλατεία. Εκεί μου λέει ο Ηλίας ο Κύρκος, πάρε αυτό το όπλο και πηγαίνετε με το Χρήστο τον Αργύρη στην άκρη της ράχης της Παλαιοβράχας ν’ αντικαταστήσετε τους άλλους που είναι εκεί όλη νύχτα και αν δείτε καμία φάλαγγα να μας ειδοποιήσετε. Τα δυο καμιόνια της Παλαιοβράχας είχαν επιστρέψει και διανυκτέρευσαν στη Σπερχειάδα.
Κάποια στιγμή βλέπουμε από την κατεύθυνση της Φτέρης να έρχονται μερικά ζώα με αντάρτες φορτωμένα πυρομαχικά προς την τοποθεσία «Μάχος». Την ίδια στιγμή στο «Σπαρτιά εμφανίζεται η γερμανική φάλαγγα από 5 – 6 οχήματα. Στη θέα της φάλαγγας οι αντάρτες με τα ζώα τράβηξαν προς τα πάνω και εξαφανίστηκαν. Το ίδιο και ο Χρήστος Αργύρης φοβήθηκε και έφυγε.
Εγώ το «παλικάρι» παρέμεινα να δω προς τα που θα κατευθυνθεί η φάλαγγα. Λούφαξα στο αυλάκι ενός σπαρμένου χωραφιού παρατηρώντας. Η φάλαγγα σταμάτησε στο σταυροδρόμι, στο εικόνισμα, ενώ τα δύο τελευταία συνέχισαν και ανέβηκαν στην Παλαιοβράχα. Στο σταυροδρόμι κατέβηκαν όλοι κάτω και παρατηρούσαν τη γύρω περιοχή. Άρχισα να φοβάμαι με τη σκέψη, μήπως τα δύο που ανέβηκαν επάνω έρθουν ως πλαγιοφυλακή από τον επάνω δρόμο. Πήρα τη μεγάλη απόφαση να φύγω καλύπτοντας το όπλο με το σώμα μου, ώσπου κρύφτηκα στη στροφή. Έφθασα στο σπίτι του Καλαντζή και τότε είδα τα δύο αυτοκίνητα της Παλαιοβράχας επιστρέψανε κάτω και όλα μαζί κίνησαν προς τα δυτικά.
Όταν έφθασαν στη θέση «Βρύσες» άρχισαν οι αντάρτες από τα Καμπιά να τους ρίχνουν. Οι Γερμανοί που ήταν λίγοι φοβήθηκαν για μεγάλη ενέδρα και γύρισαν πίσω. Σ’ αυτή την προσπάθεια κάποιου αυτοκίνητου χτυπήθηκε ο οδηγός και έπεσε στην κοίτη του «Καβουρορέματος». Την ώρα εκείνη συναντήθηκα και ’γω με την ομάδα των εφεδροελασιτών στο σημερινό υδραγωγείο με επικεφαλής το δάσκαλο Κώστα Σταμοκώστα. Στην ομάδα θυμάμαι ήταν μεταξύ των άλλων ο Πάνος Ευσταθίου με το πολυβόλο και ο Κώστας Ζαχαρής του Θανάση. Δεν μπορώ να θυμηθώ τους άλλους.
Τα αυτοκίνητα που επέστρεφαν εγκλωβίστηκαν μεταξύ Βρύσες και «Καρδαρόρεμα». Κάποια αντάρτικη ομάδα που βρισκόταν στον Πύργο – Βίτωλη ειδοποιήθηκε και έσπευσε για ενίσχυση, καταλαμβάνοντας τον «Πουρναριά» Παλαιοβράχας και τη Μαυρόρραχη. Ένα άλλο πολυβόλο είχε στηθεί στου παπά τη «Γούρνα», πιο κάτω από κει που ήμουνα εγώ το πρωί. Άλλοι αντάρτες είχαν στήσει τα πολυβόλα τους και σφυροκοπούσαν από τα υψώματα της νότιας πλευράς του δρόμου.
Με τη δική μας ομάδα κατεβήκαμε και πιάσαμε την «Καστανιά» του Λάμπου στο «Μάχο» και από κει χτυπούσαμε συνεχώς, μέχρι που το πολυβόλο έπαθε εμπλοκή. Αναγκασθήκαμε ν’ αποσυρθούμε κάτω από τις ριπές των αυτόματων των Γερμανών.
Σε καμιά ώρα πριν βασιλέψει ο ήλιος, έφθασαν ενισχύσεις με τεθωρακισμένα απ’ τη Λαμία και από τη διασταύρωση της Παλαιοβράχας άρχισαν να κανονιοβολούν προς όλες τις κατευθύνσεις. Κάποια μοτοσυκλέτα με δύο επιβάτες κατευθύνθηκε προς τα Κολοκυθέικα και δέχθηκε τα πυρά από την Πουρναρόρραχη. Και οι δύο επιβαίνοντες έπεσαν προς τη αριστερή πλευρά του δρόμου. Την επομένη βρέθηκαν ποσότητες πηγμένου αίματος στην παλάσκα του ενός, που του είχε πέσει». (Έγγραφη αφήγηση Γεωργίου Χρήστου Τσιούστα. 10 Μαΐου 2.000).
«Στο σπίτι Ιωάννη Μπακατσέλου φθάνει μια ομάδα 6 εφεδροελασιτών με έναν Ρώσο αυτόμολο των Γερμανών και με ένα αντιαρματικό πυροβόλο. Από τη Λαμία έχουν έρθει γερμανικές ενισχύσεις με ένα τανκ. Ο Μπαρμπαγιάννης οικοδεσπότης θα προσφέρει λίγο λουκάνικο στα παιδιά και πολύ κρασί. Ο Ρώσος θα πιει μονοκοπανιά ένα τσουκάλι (μετασκευασμένο από κάλυκα κανονιού) και από κατάλληλο εκεί σημείο θα χτυπήσουν το άρμα.
Ο Κωστάκης Μπακατσέλος, παρά τις συστάσεις του πατέρα του, θα φύγει για να πάει στη Μαυρόρραχη να παρακολουθήσει καλύτερα τη μάχη.
Η φάλαγγα μετακινήθηκε λίγο δυτικότερα προς την εσοχή πρώην σιδηρουργείου αδελφών Παπακώστα, για να προφυλαχθεί. Μόλις ο Κωστάκης έφθασε στην κορυφή της Μαυρόρραχης βλέπει δυο Γερμανούς ν’ ανηφορίζουν, κουβαλώντας βαρύ οπλισμό. Στο φευγιό του πέφτει επάνω σε 7 εφεδροελασίτες, που έφθασαν από τη Βίτωλη, οι οποίοι είχαν ακούσει τους πυροβολισμούς. Επικεφαλής τους ήταν ο Τσεργάς από την Παλαιοβράχα που είχε και αυτόματο.
Ο Κωστάκης τους λέει φοβισμένος ότι ανεβαίνουν δυο Γερμανοί με βαρύ οπλισμό. Ο Τσεργάς ακροβόλισε τους άνδρες του και διέταξε να τους αφήσουν να πλησιάσουν πιο πολύ. Στη δεδομένη στιγμή τους θερίζει και αμέσως όρμησαν όλοι για το πλιατσικολόγημα. Πήγε και ο Κωστάκης αλλά εκεί που τον τραβάγανε τον ένα, τον έσυραν επάνω σε κάτι κόπρανα που κάποιος είχε αφήσει πρόσφατα. Δεν άργησαν να δεχθούν την απάντηση από τους Γερμανούς, αλλά είχαν προλάβει και φύγανε.
Στη φυγή τους ο Κωστάκης μ’ ένα αντάρτη κατευθυνθήκανε Βόρεια προς το χωράφι Δημητρέσσα και στη μικρή ρεματιά, όπου ο στάβλος Ιωάν. Ν. Σπανού σήμερα, δέχονται τα πυρά των Γερμανών. Με το που πέφτει ο Μπακατσέλος να κρυφτεί, ακούει ένα γδούπο από πίσω του κι ένα ωχ! Είδε τον αντάρτη να σπαρταρά και σε λίγο να ακινητοποιείται.
(Ήταν ο Γιώργος Γεωργιάδης ιδ. υπάλληλος ετών 26. Κηδεύτηκε την επομένη στη Φτέρη. Η σφαίρα είχε περάσει από το δεξί του χέρι και βγήκε από το αριστερό. Τα στοιχεία τα βρήκε ο γράφων από το διασωθέν βιβλίο θανάτων της εκκλησίας του Αγ. Δημητρίου). Ο Κωστάκης σώθηκε. Έφυγε από ’κει, πήγε στην Κοδετσόρραχη, στο μύλο της Μυλόρραχης, εκεί βρήκε και άλλους, και από ’κει στο κτήμα Καραγιάννη που είχε σπίτι και από ’κει τη νύχτα 12 η ώρα στην Άνω Φτέρη με ξαστεριά». (Ηχογραφημένη μαρτυρία Κ. Ι. Μπακατσέλου 2012).
«Η γερμανική φάλαγγα δεν το ’βαλε κάτω, είχε προορισμό να φθάσει μέχρι το Γαρδίκι και ο Διοικητής έδωσε εντολή να συνεχίσουν. Φθάνοντας στην εσοχή – σταυροδρόμι Φτέρης στη θέση «Βρύσσες» σταμάτησε, εξασφάλιζε καλύτερη ασφάλεια και άρχισε κατόπτευση του χώρου. Εκεί φιλοξενήθηκε με ομοβροντίες πυροβολισμών από παρατηρητήρια – θέσεις των Καμπιών και από τη Χιλιομοδόρραχη, από την οποία κακάριζε ένα πολυβόλο (τουρτούρα), που χειριζότανε ο Γιώργος Γεωργίου (Μπιζαρμάνης). Ήταν παλιός τσολιάς του Πλαστήρα.
Το τανκ με τον οδηγό ήταν σταματημένο πάνω στη στροφή της Γέφυρας και κάποια στιγμή έκανε πίσω. Μόλις έφθασε στη διασταύρωση πάνω από τις «Βρύσες», άρχισε να γκρεμίζεται στη κοίτη του ρέματος. Πήρε φωτιά ή το πυρπολήσανε οι ίδιοι οι Γερμανοί, γιατί προφανώς ο οδηγός ή και ο Διοικητής χτυπηθήκανε. Ο πυκνός καπνός του συνεχιζόταν μέχρι τη νύχτα και τον παρακολουθούσανε κάποιοι ακόμη και από τα «Κατώγια» όπου η καλύβα αδελφών Κατσίκα, οι οποίοι χωρίς να ξέρουν τι συμβαίνει υποθέσανε ότι καίγεται η καλύβα Χαρ. Γ. Κωστούλα. Η μάχη συνεχίστηκε όλη τη μέρα, και τη νύχτα οι Γερμανοί ανέβηκαν στο χωριό με σβηστά τα φώτα των αυτοκινήτων τους, έκαναν ένα γύρο στην εκκλησία και αποχώρησαν για τη Λαμία, παραλαμβάνοντας και τη μικρή φρουρά που είχαν αφήσει στη Σπερχειάδα». (Άρθρο Νικ. Θεοδώρου: Εφημερίδα «Τόλμη» και ιστοσελίδα Σπερχειάδας 1-12-1985).
Στις 8 του μηνός στη Λαμία, όπως εγγράφως αφηγείται ο Γιώργος Τσιούστας και όπως τον πληροφόρησε ο θείος του Σούλας που κατοικούσε στο Κόμμα, οι πληροφορίες λέγανε ότι είδαν 4 φέρετρα των Γερμανών αξιωματικών ή στρατιωτών, να εξέρχονται από τον στρατώνα τους, με μεγάλη επισημότητα. Δεν υπήρξε κάποια άλλη πληροφορία για αριθμό νεκρών στρατιωτών ή τραυματιών. Οι αδελφοί Βασ. Νταλιάνη, σύμφωνα με πληροφορίες τους, μιλάνε στη δική τους συνέντευξη για αρχικό αριθμό Γερμανών στρατιωτών 17. Προφανώς, αν είναι έτσι, θα έρχονταν για απλή κατόπτευση χώρων.
Μια βελανιδιά που ακόμα είναι όρθια προς το δυτικό μέρος της γέφυρας 70 μέτρα περίπου από το γεφύρι και κάτω από το δρόμο, αποτέλεσε το ταμπούρι του Γερμανού μυδραλιοβολητή, απ’ όπου έβαζε προς κάθε κατεύθυνση.
«Εκτός από την απώλεια του αντάρτη Γεωργιάδη υπήρξε και ένας τραυματίας αντάρτης από την Πελασγία, ο Ευστάθιος Καρασλής, με διαμπερές τραύμα στον ώμο, ο οποίος νοσηλεύτηκε στη Φτέρη. Την επομένη τα ξαδέρφια Κώστας Χ. Νταλιάνης και Γιώργος Δ. Νταλιάνης πήγαν και βρήκαν ένα μικρό λόφο από κάλυκες και είδαν και το καμένο τανκ των Γερμανών, το οποίο έγινε λεία των διαφόρων εξαρτημάτων του από τους χωρικούς». (Μαρτυρία: Γ. Δ. Νταλιάνη).
«Την επιχείρηση του ΕΛΑΣ οργάνωσαν οι καπετάνιοι Χριστόφορος και Αίαντας με δύναμη 180 ανταρτών. Υπολογίζεται ότι οι απώλειες των Γερμανών σε νεκρούς και τραυματίες να ήταν πολύ μεγάλες. Εβάλλοντο από 7 σημεία εις τρόπον τέτοιο που να νομίζουν ότι οι αντάρτες είναι πολλαπλάσιοι». (Έγγραφη μαρτυρία Ιωάν. Κ. Κύρκου, οργανωτικού γραμματέα ΕΑΜ Φτέρης, 31/7/44).
Τη μάχη παρακολούθησαν πολλοί Φτεριώτες από διάφορα σημεία, όπως και Καμπιώτες και τη χαρακτήριζαν σαν ένα μεγαλείο. Πολλοί Φτεριώτες ήταν στη θέση «Πεζουλάκια» όπου το χωράφι Κωστούλα, μεταξύ των οποίων ο Κ. Μακρής, Γιάν. Κύρκος και άλλοι από διάφορα άλλα σημεία. (Μαρτυρίες έγγραφες: Γιώργος Χρ. Τσιούστας, Νικ. Θεοδώρου δάσκαλος από το Κλωνί και γαμπρός Φτεριώτης, Γιάννης Κ. Κύρκος, δάσκαλος. Ηχογραφημένες: Νικ. Βασ. Νταλιάνης, Κων. Ι. Μπακατσέλος. Προφορικές: Γεώρ.. Δ. Νταλιάνης, Δημ . Χρ. Κύρκος και οι Νικ. Χαμπίπης και Τάσος Θεριόπουλος από Καμπιά).
Τα παραλειπόμενα της μάχης. Προσωπικό βίωμα – οδοιπορικό του γράφοντος:
«Ήμουνα τότε 7 χρονών και η μάνα έχει καλέσει τη μέρα αυτή τον πρακτικό οδοντίατρο του χωριού Γεώργιο Τσόγκα από τον κάτω Μαχαλά να βγάλει της 5χρονης αδερφής μου Αθανασίας μερικά δόντια – κουνιόταν τότε, τα άλλαζε. Ο Γιώργος δεν είχε γεννηθεί ακόμα.
Κατά τη διαδικασία, εμένα μου έδιναν ένα – ένα τα βγαλμένα και πήγαινα και τα πετούσα πάνω στα κεραμίδια, λέγοντας: «Πάρε κρανοκόκαλο και δώσ’ μου σιδερένιο». Πάνω εκεί στο 4ο ή 5ο ακούγονται ποδοβολητά, φασαρία, φωνές κι η καμπάνα να χτυπά σύναξη – κίνδυνος: Οι Γερμανοί, έρχονται οι Γερμανοί. Πανικός. Ο πατέρας απουσιάζει, ως συνήθως μεταγωγικός στον ΕΛΑΣ με τη φοράδα. Αποφασίζεται τα γυναικόπαιδα να φύγουν για την Άνω Φτέρη, σώζονταν εκεί μερικά σπιτάκια των προγόνων απ’ την Τουρκοκρατία ακόμη και πηγαίναμε το Καλοκαίρι και παραθερίζαμε.
Ο θείος Νίκος με τη θεία Τασούλα, που μέναμε μαζί στο ίδιο σπίτι, παίρνουν την 4χρονη Αθανασία τους και φεύγουν. Ο Γιώργος – παρατσούκλι Γκρας σήμερα – ήταν στην κοιλιά της θείας Τασούλας. Θα ακολουθήσουμε εμείς, με τη μάνα ν’ αναλαμβάνει την Αθανασία και η θεία Ειρήνη ν’ αναλαμβάνει εμένα απ’ το χέρι και ο παππούς με τη γιαγιά θα παραμείνουν κρυπτόμενοι στο χωριό, αναλόγως, με τους τρεις φιλοξενούμενους Ιταλούς. Όπως – όπως θα πάρουμε τη γουμάρα με λίγα τροφοεφόδια προ παντός κλινοσκεπάσματα και λίγα χριστουγεννιάτικα μεζέδια, με πανωσάμαρα μια κόκκινη φλοκάτη.
Η επιλογή του δρομολογίου ήταν από τον άλλο δρόμο από τα «Τσιρικέικα» γιατί από το Κεφαλάρι ήμασταν πολύ εκτεθειμένοι, ακάλυπτοι και θα μας σκότωναν, δεδομένου ότι το τουφεκίδι, είχε ανάψει. Στο σπίτι του Σφυρή, που είναι στην κορυφή στο χωριό, κάναμε μια στάση να ζεσταθούμε λίγο και να ψήσουμε λίγο λουκάνικο να βάλουμε στο στόμα μας. Θυμάμαι εκεί ήταν και η Θυμία Καραγιάννη. Κόσμος, συρφετός, ανεβαίνει την πλαγιά του σημερινού υδραγωγείου και προς τα πάνω, από κοντά και μεις. Όταν περάσαμε το σημερινό υδραγωγείο, από ’κει πήγαινε ο δρόμος ίσια πάνω κατά μήκος της ρεματιάς, μας έβαλαν καταιγιστικά με μυδράλια από τις «Βρύσες». Πέστε κάτω φωνάζανε και πολλοί κουτρουβαλιστήκανε προς τη ρεματιά.
Θυμάμαι το Γεώρ. Θεοφ. Κυρίτση με την κόρη του Δήμητρα που ήταν πάνω σ’ ένα άλογο και πέσανε κάτω προς τη ρεματιά. Η θεία Ειρήνη με απιθώνει σε μια νεροφαγωμένη αυλακιά και με καπακώνει με το σώμα της. Θυμάμαι ακόμα τους δυνατούς και γρήγορους χτύπους της καρδιάς της. Οι σφαίρες βροχή πάνω στα κεφάλια μας και στα πόδια μας. Σκάβανε το χώμα και έπεφταν στα κεφάλια μας, σαπιολίθια ολόκληρα.
Πάνω στη σαστιμάρα και την τρομάρα μου λέω:
Ωχ! θεία με πέτυχε ένα σκάγ)ι στο σβέρκο! «Σκάσι βρε απ’ ού(εί)ναι σκά(γ)ι του γμαράγαθου»! Και έτρεμε ολάκερη. Η μάνα με την Αθανασία είχαν πέσει προς το κάτω μέρος και σβαρνώτας ξεφύγανε απ’ τον κίνδυνο προς τη ρεματιά. Η γουμάρα μεσ’ τις λάσπες ακούνητη με τη φλοκάτη να είναι το πραγματικό κόκκινο πανί των Γερμανών. Το τι σφαίρα έσβησε γύρω απ’ τα πόδια της μεσ’ τις λάσπες δε λέγεται. Αυτή ούτε χιλιοστό να κουνηθεί. Κάποια στιγμή, μετά από αρκετή ώρα, σταμάτησε το μυδράλιο. Φωνάζουν απ’ το ρέμα: Κουτρουβαλιαστείτε γρήγορα. Έτσι κι΄ έγινε. Στη ρεματιά βρήκαμε τη μάνα με την Αθανασία να μας περιμένουν και άλλους συγχωριανούς και σιγά – σιγά ανηφορίζοντας φθάσαμε στην πλατεία του Αι-Γιώργη με πασπαλισμένο χιόνι. Κάναμε το σταυρό μας και τον παρακαλέσαμε να μας βοηθήσει να γλιτώσουμε από τους εχθρούς.
Θυμάμαι στο Β.Δ άκρο της πλατείας μ’ ένα δίκαννο στον ώμο, δείγμα δυνατότητας άμυνας, τον μπάρμπα – Βάγια Καραγιάννη, να φοράει τα πολυπόθητα παχάκια (τσαρούχια παντοφλέ). Κατευθυνθήκαμε στο σπίτι του θείου Νίκου, που διέθετε δωμάτιο με ξύλινο πάτωμα. Τότε λέει η Αθανασία η αδελφή μου: «Αχ! Θείου μ’ Νίκου μ’ τι έπαθα μ’ ιμίς σήμερα, τι έπαθαμι»! Μέχρι τότε σε όλη τη διαδρομή του τρόμου δεν είχε βγάλει μιλιά, αφηγείται η μάνα. Φωτιές απαγορεύονται.
Έπεσε το σούρουπο και σε λίγο η ξαστεριά. Παγετός. Στα στενά δρομάκια του πατρογονικού χωριού περπατούσαν όλοι σκυφτοί. Στη πλατεία όλο φθάνανε, τρομοκρατημένοι, για τυχόν αντίποινα, χωριανοί με τα τελευταία νέα. Ήταν σε διάφορα σημεία – παρατηρητήρια που παρακολουθούσαν τις κινήσεις του εχθρού. Επικρατούσε ησυχία. Κάποια στιγμή η μάνα με το θείο σκεφτήκανε ότι κάτι έπρεπε να γίνει με τη γουμάρα και τα πράγματα. Με κρύα καρδιά ο θείος τ’ αποφάσισε, παρά τις αποτροπές της θείας Τασούλας, να πάει να την πάρει, αν τη βρει. Αφού έφυγε, μετά από αρκετή ώρα ακούγεται στην αυλή σαλάγημα: Α χάα, σί ι …
Πεταχτήκαμε όλοι έξω. Όχι τόσο για τη γουμάρα όσο για την ακεραιότητα του θείου. Ανέπαφη η γουμάρα από τα συνεχόμενα πυρά των Ούννων, με όλα τα υπάρχοντα σώα, ιδρωμένη ολόκληρη μέχρι τ’ αυτιά. Ο δρόμος είχε πολύ λάσπη, το φορτίο ήταν βαρύ, βούλιαζε η δύστυχη και με πολύ κόπο μας έφερε τα σωτήρια αγαθά. Μια μεριά (σακί) αλεύρι, τσιγαρίθρες, προκοίλι, λουκάνικα, σκεύη, σκεπάσματα κλπ. Το πρώτο μέλημα όχι εμείς, αλλά η γουμάρα.
«Κοίταξι Γιουργίτσα, λέει ο θείος, με τι θα την τ’ λίξ’, μην ψουφήσ’ (ει) μέχρι του προυί. Κάνει πουλύ κρύου κι είναι ιδρουμένη. Ακούς! Του πραματάκι μ’ απ’ θα τα’ αφήσου ιγώ»! Παίρνει μια παντανία, την τύλιξε και την έδεσε γύρω απ’ το κορμί της. Της έδωσε ένα καπάκι αλεύρι να φάει και την πήγε στο παλιό πλακοσκέπαστο πατρογονικό σπίτι λίγο πιο κάτω, μέσα, να ξενυχτίσει. Από την επομένη έδειχναν ήρεμα τα πράγματα, η επαγρύπνηση για αντίποινα συνεχίστηκε από τον εφεδρικό ΕΛΑΣ, εμείς επιστρέψαμε στις εστίες μας και η ζωή συνεχίστηκε στους ρυθμούς της Κατοχής».
Το εν λόγω ιστορικό αφιέρωμα παίρνει τη θέση του στην ιστορία όχι μόνο του χωριού μας και της Ελλάδας μας, αλλά και στα αντίστοιχα Αρχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντάσσεται σ’ ένα πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και χρηματοδοτείται απ’ αυτή με την επωνυμία «70 ΒΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΙΡΗΝΗ» («70 STEPS TOWARDS EUROPEAN PEACE»). Είναι τριημερίδα: 15 – 16 – 17/02/2016, η οποία θα συνεχισθεί στις: 09 – 10 – 11/3/2016, 07- 08- 09/4/2016 και 20 – 21 – 22/05/2016, στο Συνεδριακό Κέντρο πάντοτε της Σπερχειάδας, με συμμετοχή και ξένων προσκεκλήμένων από: Ιρλανδία, Βουλγαρία, Σλοβενία, Αλβανία, Κύπρο, Γαλλία, Γερμανία και Ουγγαρία.
Σημειώνεται πως κατά την προγραματισθείσα τριημερίδα από το Δήμο Μακρακώμης 15-16-17/2/2016, τη σχετική αναφορά-περιγραφή έκανε ο συγχωριανός μας Βασίλης Δ. Σταμοκώστας, στα πλαίσια του συγγεκριμένου προγράμματος
Πηγή:Φτέρη Φθιώτιδος, Αβέρωφ