Η 8η Νοεμβρίου 1940 προσπαθούσε να ξημερώσει. Τα πυκνά σύννεφα όμως, που άγγιζαν τις βουνοκορφές, δεν το επέτρεπαν. Το κρύο ήταν ανυπόφορο, η βροχή πότιζε ως το κόκαλο, άνδρες και άλογα, μια βροχή παγωμένη που σύντομα μετατράπηκε σε χιόνι. Τα ορεινά μονοπάτια είχαν μεταβληθεί σε λασπότοπους.
Αλίμονο σε όποιον βούλιαζε μέσα τους. Το φαγητό ελάχιστο. Ήταν η τέταρτη μέρα που οι άνδρες του ελληνικού Ιππικού θα έτρωγαν ψωμί και ελιές και που θα μοιραζόταν και αυτά τα λίγα με τα άλογά τους, που τόσες μέρες δεν είχαν φάει τίποτα. Η μάχη όμως έπρεπε να συνεχιστεί. Ο εχθρός έπρεπε να εκδιωχθεί από την Ελλάδα.
Η Ταξιαρχία Ιππικού, η οποία μετείχε από την αρχή, σχεδόν, του αγώνα στην Πίνδο, είχε διαταχθεί να καταδιώξει τους Ιταλούς Αλπινιστές που υποχωρούσαν, μετά την αποτυχία τους να διασπάσουν το ελληνικό μέτωπο στον τομέα της Πίνδου.
Η Ταξιαρχία Ιππικού, ενισχυμένη και με δυνάμεις πεζικού, επιχείρησε να αποκόψει την οδό προς το χωριό Άρματα, χωρίς να το κατορθώσει, αφού οι Ιταλοί γνώριζαν τη σημασία της οδού και είχαν συγκεντρώσει εκεί ισχυρότατες δυνάμεις, αφήνοντας όμως ελαφρές δυνάμεις στο χωριό Δίστρατο.
Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύτηκε η ελληνική διοίκηση, διατάσσοντας δύο διμοιρίες να σπεύσουν να καταλάβουν το χωριό. Πραγματικά οι ελληνικές διμοιρίες αιφνιδίασαν τους Ιταλούς και κατέλαβαν το χωριό. Συνέλαβαν 61 Ιταλούς αιχμαλώτους.
Το ίδιο βράδυ εισήλθε στο Δίστρατο η Μεραρχία Ιππικού, υπό τον υποστράτηγο Γεώργιο Στανωτά, η οποία θα αναλάμβανε τώρα την αποστολή καταδίωξης των υποχωρούντων Ιταλών. Εμπροσθοφυλακή της Μεραρχίας τέθηκε η Β΄ Ομάδα Αναγνώρισης Ιππικού. Από το πρωί της 9ης Νοεμβρίου άρχισε η καταδίωξη. Με μια ίλη σε πρώτο κλιμάκιο, η Β΄ Ομάδα Αναγνώρισης κινήθηκε προς το χωριό Άρματα.
Η ίλη της εμπροσθοφυλακής υπό τον ίλαρχο Μελίδη, κατάφερε με επιδέξιους ελιγμούς να αιφνιδιάσει και να εξαναγκάσει σε παράδοση ιταλικό τμήμα 35 ανδρών και να καταλάβει χωρίς να πέσει τουφεκιά το χωριό Άρματα. Αφού άφησε ένα μικρό τμήμα να φρουρεί τους αιχμαλώτους, η ίλη συνέχισε την κίνησή της προς το χωριό Πάδες, μέσω ορεινού μονοπατιού.
Η εμπροσθοφυλακή της ίλης, ένας ουλαμός με επικεφαλής τον έφεδρο ανθυπασπιστή Μυλωνά, έφτασε ως το χωρίο, όπου δέχτηκε πυρά από τους οχυρωμένους σε αυτό Ιταλούς. Οι άνδρες του Μυλωνά, αφίππευσαν και πήραν θέσεις γύρω από το χωριό. Σε λίγο έφτασε και η υπόλοιπη ίλη και ο αγώνας γενικεύτηκε.
Οι Ιταλοί είχαν τάξει πολυβόλα και οπλοπολυβόλα στα σπίτια του χωριού και έβαλαν κατά των ακάλυπτων Ελλήνων. Με επικεφαλής τον ίλαρχό τους όμως, οι Έλληνες ιππείς εφόρμησαν με ενθουσιασμό και με την ιαχή «Αέρα». Αυτό που ακολούθησε δύσκολα περιγράφεται.
Φονικές οδομαχίες με τη λόγχη και με τις χειροβομβίδες εξελίσσονταν στο μικρό ορεινό χωριό. Ο δεκανέας Χρήστος Μαριώτης, επικεφαλής της ομάδας του, επιτέθηκε σε ένα σπίτι που οι Ιταλοί είχαν τάξει ένα πολυβόλο. Με μια χειροβομβίδα ανατίναξε την πόρτα και όρμησε μέσα με τους άνδρες τους, με προτεταμένες τις λόγχες. Ακολούθησε σύντομη αλλά εξαιρετικά βίαιη συμπλοκή. Τελικά οι 20 Ιταλοί που επέζησαν παραδόθηκαν.
Ο Μαριώτης αμέσως μετά όρμησε σε ένα άλλο σπίτι. Ακολουθεί νέα άγρια συμπλοκή με τις ξιφολόγχες. Ο Μαριώτης σκοτώνεται, αλλά οι άνδρες του εκδικούνται. Οι 15 Ιταλοί που επέζησαν πέταξαν τα όπλα και σήκωσαν τα χέρια ψηλά, γύρω από τον νεκρό δεκανέα. Στο μεταξύ έφτασε στο χωρίο και η υπόλοιπη δύναμη της Β΄ Ομάδα Αναγνώρισης. Ο διοικητής της, αντισυνταγματάρχης Κόκκινος, διέταξε αμέσως δύο ουλαμούς να κινηθούν πίσω από το χωρίο και να το περικυκλώσουν.
Ο ίδιος με τους υπόλοιπους άνδρες του ενίσχυσε την μαχόμενη στο χωριό ίλη. Οι Ιταλοί αντιστάθηκαν μέχρι το απόγευμα. Τελικά όμως παραδόθηκαν. Περισσότεροι από 150 αιχμαλωτίστηκαν, ενώ δεκάδες σκοτώθηκαν. Οι Έλληνες θρήνησαν μόνο τον Μαριώτη. Άλλοι 6 ιππείς τραυματίστηκαν.
Πηγή: slpress.gr