Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα συμβάντα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι βομβαρδισμοί κατά μεγάλων γερμανικών πόλεων αποφασίστηκαν από τους συμμάχους στο πλαίσιο της Επιχείρησης Αστραπόβροντο, προκειμένου να καμφθεί η αντίσταση της ναζιστικής Γερμανίας και να ενισχυθούν οι επιθετικές ενέργειες των Σοβιετικών στο Ανατολικό Μέτωπο.
Καθώς ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος όδευε προς το τέλος, οι Συμμαχικές Δυνάμεις βομβάρδισαν ανηλεώς και ισοπέδωσαν τη Μεσαιωνική πόλη της Δρέσδης. Η αεροπορική επίθεση ήταν τόσο σφοδρή, που οι νεκροί ξεπέρασαν τα θύματα της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι.
Από τις 13 ως τις 15 Φεβρουαρίου του 1945, έπεσαν στην πόλη περίπου 4.000 τόνοι εμπρηστικών και εκρηκτικών βομβών από 722 βαριά βομβαρδιστικά της «RAF» και 527 αμερικανικά αεροσκάφη, βομβάρδιζαν μια πόλη που δεν μπορούσε να αμυνθεί.
Το 88% των κτιρίων της καταστράφηκαν, ενώ υπολογίζεται ότι πάνω από 35.000 άμαχοι έχασαν τη ζωή τους. Ο αναθεωρητής ιστορικός Ντέιβιντ Ίρβινγκ ανεβάζει τους νεκρούς σε 135.000.
Η καταστροφή της Δρέσδης
Στην πόλη που δεν είχε στρατηγική αξία, είχαν βρει καταφύγιο χιλιάδες πρόσφυγες από τα ανατολικά. Η αντιαεροπορική άμυνα ήταν ανύπαρκτη, ενώ πρώτα χτυπήθηκαν οι πυροσβεστικοί σταθμοί της πόλης.
Το 88% του ιστορικού κέντρου της πόλης παραδόθηκε στις φλόγες και σε ακτίνα 8 τετραγωνικών χλμ. η πόλη ερημώθηκε.
Η Δρέσδη καιγόταν επί επτά ημέρες, αφήνοντας στους δρόμους χιλιάδες απανθρακωμένα πτώματα.
Από την πύρινη λαίλαπα δε γλύτωσαν ούτε τα μπαρόκ και αναγεννησιακά μνημεία της Δρέσδης, όπως η όπερα «Semperoper», το παλάτι Τσβίνγκερ και το σύμβολο της πόλης, ο καθεδρικός Ναός της Παναγίας, «Frauenkirche».
Η Δρέσδη, γνωστή από τους πλούσιους καλλιτεχνικούς και αρχιτεκτονικούς θησαυρούς της, αποκαλούνταν και ως «Φλωρεντία του Έλβα».
Όσα νοσοκομεία έμειναν όρθια, αδυνατούσαν να διαχειριστούν τον αριθμό των τραυματιών, ενώ αναγκαία κρίθηκε η καύση των πτωμάτων και οι μαζικές ταφές, για την αποφυγή του κινδύνου πανώλης.
Μόνο στην κεντρική πλατεία Άλτμαρκτ αποτεφρώθηκαν 6.865 νεκροί. Οι κάτοικοι ανακάλυπταν πτώματα μέχρι το 1966, οπότε και ολοκληρώθηκε η ανοικοδόμηση της πόλης.
Εκδικητική μανία, ή καίριο χτύπημα;
Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης παραμένει ακόμη και σήμερα μια από τις πιο αμφιλεγόμενες στιγμές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι ζημιές που σημειώθηκαν στους ελάχιστους στρατιωτικούς στόχους, που βρίσκονταν στο βόρειο τμήμα της πόλης, ήταν μικρότερες από αυτές στην παλαιά πόλη. Η επιχειρησιακή σκοπιμότητα της επιδρομής αμφισβητήθηκε έντονα.
Ο Κόκκινος Στρατός βρίσκονταν μόλις 60 χλμ έξω από το Βερολίνο, ενώ οι υπόλοιπες Συμμαχικές Δυνάμεις από τη Δύση, έσφιγγαν τον κλοιό γύρω από τον Χίτλερ.
Πολλοί έκαναν λόγο για εκδικητική μανία των Συμμάχων που ήθελαν να τιμωρήσουν τους Γερμανούς και να κάμψουν το φρόνημά τους.
Η επίσημη εκδοχή ανέφερε ότι η Δρέσδη υπήρξε ζωτικής σημασίας κέντρο μεταφοράς πληροφοριών για τους Ναζί, που έπρεπε να προσβληθεί. Λίγες ημέρες πριν τον βομβαρδισμό της Δρέσδης, είχε γίνει η «Διάσκεψη της Γιάλτας».
Από τις 4 έως τις 11 Φεβρουαρίου του 1945, οι τρεις μεγάλοι, συναποφάσισαν το μέλλον του κόσμου μετά τη σίγουρη πτώση της Ναζιστικής Γερμανίας.
Μεταξύ όσων αποφασίστηκαν στη Γιάλτα, ήταν οι βομβαρδισμοί γερμανικών πόλεων όπου υπήρχαν πολεμικά εργοστάσια. Στη Δρέσδη όμως ισοπεδώθηκε η πόλη.
Αργότερα στις 28 Μαρτίου και μετά το κύμα αμφισβήτησης που ξέσπασε στην Ευρώπη, ο Ουίστον Τσώρτσιλ, προσπάθησε να κρατήσει αποστάσεις και σε τηλεγράφημά του έγραψε:
«Μου φαίνεται ότι έφτασε η στιγμή όπου το θέμα των βομβαρδισμών των γερμανικών πόλεων, κατ’ ουσίαν προς εκφοβισμό, παρ’ ότι με πρόσχημα άλλες δικαιολογίες, πρέπει να αναθεωρηθεί. Διαφορετικά, θα παραλάβουμε μια εντελώς κατεστραμμένη γη. Η καταστροφή της Δρέσδης θέτει υπό σοβαρή αμφισβήτηση τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς. Είμαι της γνώμης ότι οι στρατιωτικοί στόχοι θα πρέπει στο εξής να είναι πιο αυστηρά μελετημένοι σε σχέση με τα δικά μας συμφέροντα».
Μετά τον πόλεμο
Μετά το τέλος του πολέμου η Δρέσδη σε μια κίνηση συμφιλίωσης, αδελφοποιήθηκε με το Κόβεντρι. Η βρετανική πόλη είχε και αυτή κατ’ επανάληψη βομβαρδιστεί ανηλεώς, από τη γερμανική Λουφτβάφε.
Η ναζιστική προπαγάνδα μίλησε για έγκλημα πολέμου και προσπάθησε να κερδίσει την παγκόσμια συμπάθεια, σε μια περίοδο που ήταν εμφανές ότι έχανε τον πόλεμο. Ανάλογη άποψη εξέφρασαν μετά τον πόλεμο και πολλοί πνευματικοί άνθρωποι απ' όλο το πολιτικό φάσμα, όπως ο νομπελίστας συγγραφέας Γκίντερ Γκρας και οι βρετανοί Σάιμον Τζένκινς, διευθυντής των Τάιμς του Λονδίνου, και Κρίστοφερ Χίτσενς, δημοσιογράφος και συγγραφέας. Υποστήριξαν ότι η Δρέσδη, μία πόλη με έντονη πνευματική κίνηση και λαμπρά μνημεία, δεν είχε στρατιωτικούς στόχους για να προσελκύσει το ενδιαφέρον των συμμαχικών αεροπλάνων.
Οι αγγλοαμερικανοί αντέτειναν ότι οι βομβαρδισμοί ήταν μια απολύτως δικαιολογημένη ενέργεια, καθότι στην πόλη υπήρχαν όχι μόνο στρατιωτικές δυνάμεις, αλλά και βιομηχανίες, που προμήθευαν τη στρατιωτική μηχανή των Ναζί. Κι επειδή η ιστορία γράφεται από τους νικητές, ο βομβαρδισμός της Δρέσδης δεν απασχόλησε κανένα διεθνές δικαστήριο κι εξακολουθεί και σήμερα να διχάζει τους ιστορικούς για τη νομιμότητά του.
Πηγή: onalert.gr