Σαν σήμερα, 80 χρόνια πριν, στις 6 Απριλίου 1941, οι γερμανικές δυνάμεις του Χίτλερ επιτέθηκαν στην Ελλάδα. Τα όσα τραγικά για τον ελληνικό λαό ακολούθησαν είναι σε γενικές γραμμές γνωστά. Όπως γνωστό είναι ότι το Βερολίνο, διευκολυνόμενο από διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις, συνεχίζει να αρνείται να πληρώσει τις επιβαλλόμενες πολεμικές αποζημιώσεις, ακόμα και το κατοχικό δάνειο.
Λίγες ημέρες πριν τις εθνικές εκλογές του 2019, η απερχόμενη κυβέρνηση Τσίπρα είχε θέσει με ρηματική διακοίνωση προς το Βερολίνο το ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων. Είχε προηγηθεί τον Απρίλιο 2019 η απόφαση της ελληνικής Βουλής –με συντριπτική πλειοψηφία– να ενεργοποιήσει τις διεκδικήσεις για όσα η Ελλάδα υπέστη κατά τη διάρκεια της κατοχής από τους ναζί του Χίτλερ.
Το ζήτημα έχει πολλές φορές επανέλθει στο προσκήνιο, αλλά ποτέ η Αθήνα δεν έκανε το αποφασιστικό βήμα. Για την ακρίβεια, οι εκάστοτε κυβερνήσεις χρησιμοποιούσαν τη ρητορική για τις γερμανικές επανορθώσεις είτε ως προεκλογικό όπλο είτε ως μοχλό πίεσης προς το Βερολίνο για να εξασφαλίσουν άλλου τύπου ανταλλάγματα στο πλαίσιο των Μνημονίων. Ο χρόνος θα δείξει πως θα κινηθεί σ’ αυτό το επίπεδο η επόμενη κυβέρνηση.
Ποιες είναι, όμως, οι ελληνικές διεκδικήσεις; Ο επίσημος απολογισμός των καταστροφών που προκάλεσαν οι δυνάμεις του Άξονα στην Κατοχή μιλάει από μόνος του:
- Οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής έκαψαν ολοσχερώς πάνω από 100 πόλεις και χωριά σ’ όλη την Ελλάδα.
- Εκτέλεσαν 56.225 αθώους πολίτες.
- Πήραν όμηρους πάνω από 105.000, οι οποίοι κατέληξαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στα κρεματόρια. Ελάχιστοι εξ αυτών επέζησαν.
- Προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές σε 1.770 χωριά.
- Πυρπόλησαν πάνω από 400.000 σπίτια.
- Κατέστρεψαν το 70% των λιμενικών εγκαταστάσεων, το μεγαλύτερο μέρος του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου και το σύνολο των σιδηροδρομικών γεφυρών και τούνελ.
- Βύθισαν το 75% του ελληνικού εμπορικού στόλου.
- Άρπαξαν το 80% των μέσων μεταφοράς και το 51% των δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων.
- Οι μισές ελληνικές οικογένειες είχαν θύματα.
- Το 10% του συνολικού πληθυσμού υπέστη αναπηρία.
- Το 75% των παιδιών προσβλήθηκε από ασθένειες, οι οποίες τα ταλαιπώρησαν και μετά την απελευθέρωση.
- Οι συνολικές απώλειες, λόγω των εκτελέσεων, της πείνας, των ασθενειών και της υπογεννητικότητας κατά τη διάρκεια της Κατοχής, έχουν υπολογισθεί σε 1.106.000 ανθρώπους, ή στο 13,5% του ελληνικού πληθυσμού. Είναι το υψηλότερο ποσοστό σ’ ολόκληρη την Ευρώπη.
- Υπολογίζεται ότι από τη λεηλασία μουσείων και αρχαιολογικών χώρων, καθώς και από παράνομες ανασκαφές, οι κατακτητές μετέφεραν στη Γερμανία 8.500 αρχαιολογικούς θησαυρούς. Είναι αξιοσημείωτο πως ενώ το Βερολίνο ζητάει από τη Μόσχα να επιστρέψει τα έργα τέχνης που άρπαξε ο Κόκκινος Στρατός το 1945, αρνείται να συζητήσει την επιστροφή στην Ελλάδα των κλεμμένων αρχαιολογικών θησαυρών.
Οι τρεις ελληνικές διεκδικήσεις
Όλα τα παραπάνω συνθέτουν τη βάση για τη διεκδίκηση δύο ειδών αποζημιώσεων: Το πρώτο είδος αφορά τις αποζημιώσεις που η Αθήνα μπορεί να διεκδικήσει από τη Γερμανία για τις κάθε μορφής καταστροφές που υπέστη το ελληνικό κράτος όχι ως αποτέλεσμα πολεμικών επιχειρήσεων. Το δεύτερο είδος αφορά τις αποζημιώσεις που διεκδικούν οι απόγονοι των θυμάτων από μαζικές σφαγές αμάχων που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της ναζιστικής τακτικής για αντίποινα. Η τρίτη ελληνική διεκδίκηση είναι η έντοκη αποπληρωμή του αναγκαστικού κατοχικού δανείου.
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να αναφέρουμε την εισήγηση του Γερμανού πρεσβευτή στην Αθήνα το 1969: «Με την υποστήριξη των Αμερικανών φίλων μας κατορθώσαμε να παραπέμψουμε στις ελληνικές καλένδες τις από τη Συμφωνία του Λονδίνου (1953) προβλεπόμενες τεράστιες επανορθώσεις για κράτη εχθρικά, έως ότου υπογραφεί η ειρηνευτική συμφωνία. Παρηγορήσαμε κατ’ αυτόν τον τρόπο τους αντιπάλους μας στον τελευταίο πόλεμο… Θα ήταν προς το συμφέρον μας να διατηρήσουμε αυτή την ενδιάμεση κατάσταση όσο γίνεται περισσότερο, έτσι ώστε οι αξιώσεις των τότε αντιπάλων μας είτε να αποσυρθούν είτε να παραγραφούν. Με άλλα λόγια: δεν πρέπει να ξυπνήσουμε τους σκύλους που κοιμούνται»!
Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε αυτό που έγραψε ο Γερμανός δημοσιογράφος Γκέρντ Χέλερ στην εφημερίδα Frankfurter Rundschau το 1995: «Λίγοι λαοί της Ευρώπης υπέφεραν από τη γερμανική κατοχή όσο οι Έλληνες. Οι Έλληνες, όμως, ήταν οι πρώτοι που μετά το τέλος της ναζιστικής βαρβαρότητας έτειναν χείρα φιλίας προς τους Γερμανούς… Δίστομο, Καλάβρυτα, Καισαριανή, όπως και να ονομάζονται οι διάφοροι τόποι, όταν ο Γερμανός πολίτης επισκέπτεται αυτά τα μνημεία της ναζιστικής θηριωδίας αισθάνεται ντροπή μπροστά στη συμφιλιωτική διάθεση των Ελλήνων. Αυτό θα πρέπει να αναλογίζεται όποιος προσπαθεί, χρησιμοποιώντας νομικά προσχήματα, να θεωρήσει το θέμα οριστικά λήξαν».
Η ρηματική διακοίνωση του Ανδρέα
Το δημοσίευμα είχε προκληθεί από τη ρηματική διακοίνωση της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου το 1995 προς το Βερολίνο, με την οποία ενεργοποίησε το ζήτημα των ελληνικών διεκδικήσεων. Από τότε, όμως, το ζήτημα μπήκε στο ράφι. Οι κυβερνήσεις Σημίτη, Κώστα Καραμανλή, Γιώργου Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά απέφυγαν να δώσουν συνέχεια, παρότι κατά καιρούς έγιναν κάποιες άνευ αντικρίσματος δηλώσεις.
Το επανέφερε στο τραπέζι ο Τσίπρας κατά τη διάρκεια των συνομιλιών του με τη Μέρκελ το 2015. Κι αυτό έχει σημασία, παρότι χρησιμοποίησε βελούδινη διατύπωση, χαρακτηρίζοντας το θέμα «πρωτίστως ηθικό» και αποφεύγοντας να αναφερθεί στην προφανή υλική διάστασή του. Η καγκελάριος Μέρκελ ισχυρίσθηκε ότι το ζήτημα αυτό έχει κλείσει. Αυτή είναι η πάγια επίσημη θέση του Βερολίνου.
Στο πολιτικό επίπεδο, ωστόσο, η γερμανική άρνηση εμφανίζει κάποια μικρά ρήγματα. Δεν είναι πλέον μόνο ο γνωστός μικρός κύκλος Γερμανών διανοουμένων που υποστηρίζει τις ελληνικές διεκδικήσεις. Την ίδια θέση υιοθέτησε και το αριστερό κόμμα Die Linke. Το σημαντικότερο είναι ότι ο κύκλος διευρύνεται. Ακόμα και στελέχη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος έχουν ζητήσει δημοσίως από την κυβέρνησή τους να αλλάξει στάση.
Ο Χίτλερ και το αναγκαστικό δάνειο
Από νομικής απόψεως, η ισχυρότερη ελληνική διεκδίκηση είναι η έντοκη αποπληρωμή του αναγκαστικού δανείου. Υπενθυμίζουμε ότι στις 14-3-1942, στην ιταλογερμανική διάσκεψη της Ρώμης, αποφασίσθηκε η Ελλάδα να πληρώνει στη γερμανική και στην ιταλική διοίκηση 1,5 δισ δραχμών το μήνα για τη συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής. Σε λίγο το 1,5 δισ αυξήθηκε σε 8 δισ το μήνα και σύντομα καταργήθηκε το όριο. Οι κατοχικές δυνάμεις εισέπρατταν ό,τι ήθελαν, παραβιάζοντας τα προβλεπόμενα από τον Διεθνή Κανονισμό της Χάγης του 1889 και του 1907.
Στη διάσκεψη της Ρώμης αποφασίσθηκε επίσης οι δυνάμεις του Άξονα να μπορούν να αντλούν πόρους από την Ελλάδα με τη μορφή αναγκαστικού δανείου για να χρηματοδοτούν τις πολεμικές επιχειρήσεις τους σε άλλα μέτωπα, στη Σοβιετική Ένωση και στην Αφρική. Με την υπογραφή σχετικής σύμβασης το αναγκαστικό δάνειο μετατράπηκε σε συμβατικό. Την ύπαρξη του κατοχικού δανείου (και των άλλων οφειλών) αναγνώρισε ο πληρεξούσιος του Βερολίνου στην Ελλάδα Φον Γκρέβενιτζ με επιστολή του προς τον τότε πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη τον Οκτώβριο 1944.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδας, οι καταβολές προς το Γ’ Ράιχ, αφαιρουμένων των εξόδων συντήρησης του γερμανικού στρατού κατοχής, ανέρχονται στο ποσό των 1.530.033.302.528.820 δραχμών. Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτό. Πριν το αναγκαστικό δάνειο, οι δυνάμεις κατοχής είχαν κυκλοφορήσει κάλπικα νομίσματα, τα οποία χρησιμοποιούσαν για να εξαναγκάζουν εμπόρους σε αγοραπωλησίες που στην πραγματικότητα ήταν αρπαγή.
Η καταλήστευση της ελληνικής οικονομίας συμπληρώθηκε με πολλές ακόμα αυθαιρεσίες. Κατάσχεσαν την πλειοψηφία των μετοχών δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, μέσω του κλήρινγκ, άρπαξαν μεταλλεύματα, τρόφιμα και κάθε είδους εμπορεύματα. Ο Μουσολίνι έφθασε να πει ότι «ο Χίτλερ πήρε από τους Έλληνες ακόμα και τα κορδόνια των παπουτσιών τους»! Το αποτέλεσμα της καταλήστευσης ήταν ο αχαλίνωτος πληθωρισμός και η πλήρης κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Τον Μάρτιο 1942, όταν κορυφώθηκε ο λιμός μόνο στην Αθήνα πέθαιναν από πείνα πάνω από 400 άτομα την ημέρα.
(Πηγή: slpress.gr)
80 χρόνια από την εισβολή των ναζί: Ελάχιστο χρέος μας να μην ξεχνάμε τις γερμανικές αποζημιώσεις!
Σαν σήμερα, πριν 80 χρόνια, οι ναζί εισέβαλαν στην Ελλάδα
Σαν σήμερα πριν 80 χρόνια, στις 6 Απριλίου 1941, οι βάρβαροι ναζί εισέβαλαν στην Ελλάδα. Δεν ξεχνάμε!
Αυτό το «δεν ξεχνάμε» σημαίνει ιδίως ότι δεν πρέπει να ξεχάσουμε και το Εθνικό αίτημα για τις απαιτήσεις μας από το κατοχικό δάνειο και τις λοιπές αποζημιώσεις της ναζιστικής θηριωδίας. Πολλώ μάλλον όταν πλέον μας στηρίζουν και οι ίδιοι οι γερμανοί, π.χ. Πράσινοι και Αριστεροί, όπως φάνηκε κατά την τελευταία συζήτηση στη γερμανική Βουλή στις 25 Μαρτίου 2021.
Το «παράδοξο» είναι ότι ούτε ο Πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης, ούτε η ΠτΔ κα Σακελλαροπούλου φαίνονται διατεθειμένοι να θέσουν το ζήτημα, όπως το έθετε πάγια ως ΠτΔ ο Προκόπης Παυλόπουλος. Παρ’ όλα αυτά οι τότε θέσεις του Προκόπη Παυλόπουλου είναι Εθνικές Θέσεις και ουδείς έχει το δικαίωμα να κάνει έστω και ένα βήμα πίσω από αυτές.
Κατόπιν τούτου, και με αφορμή τη σημερινή ημέρα μνήμης, τις ξαναθυμίζουμε προς κάθε κατεύθυνση:
«Διευκρινίζεται, ευθύς εξ αρχής, ότι έχουμε να κάνουμε με δύο εντελώς διαφορετικά, από νομική άποψη, θέματα. Ήτοι:
Α. Πρώτον, με το κατοχικό δάνειο προς την Γερμανία, το οποίο συνήφθηυποχρεωτικώς –ορθότερα με καταναγκαστικό και εκβιαστικό τρόπο- μεταξύ της κατοχικής Ελληνικής κυβέρνησης και της Γερμανίας, προς συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής. Εδώ πρόκειται, λοιπόν, από νομική σκοπιά για ενοχή εκ συμβάσεως. Άρα, η αντίστοιχη εκ της συμβάσεως απαίτηση της Ελλάδας είναι ενδοσυμβατικής -και όχι αδικοπρακτικής- προέλευσης.
1. Σε αυτήν την απαίτηση προστίθενται ποσά, τα οποία προκύπτουν από συναφείς προς τη δανειακή σύμβαση αιτίες, όπως είναι ιδίως οι τόκοι υπερημερίας λόγω μη έγκαιρης εξόφλησης.
2. Για την απαίτηση αυτή δεν τίθεται ούτε θέμα παραγραφής ούτε θέμα παραίτησης. Τίθεται μόνο ζήτημα συνολικού υπολογισμού της ως σήμερα. Ας σημειωθεί, ότι η Ελληνική θέση γίνεται νομικώς τόσο περισσότερο ισχυρή, όσο η αποπληρωμή του δανείου είχε αρχίσει ήδη από την κατοχική περίοδο.
Β. Και, δεύτερον, με τις αποζημιώσεις λόγω ανθρώπινων θυμάτων και υλικών καταστροφών στην Ελλάδα από τις δυνάμεις κατοχής.
1. Επισημαίνεται, πριν απ’ όλα, ότι το 1946, στην Διάσκεψη των Παρισίων, είχε προσδιορισθεί ένα –κατά προσέγγιση- ποσό τέτοιων αποζημιώσεων προς την Ελλάδα ύψους 7,5 δισ. δολαρίων. Κυρίως δε επισημαίνεται μ’ έμφαση, ότι το 1953, με την Συμφωνία του Λονδίνου, δεν «χαρίσθηκαν» στη Γερμανία οι οφειλές της λόγω πολεμικών αποζημιώσεων, όπως η γερμανική πλευρά «τεχνηέντως» φαίνεται να διατείνεται.
α) Η Συμφωνία αυτή απλώς έθεσε «σε αδράνεια» τις οφειλές της Γερμανίας ως την υπογραφή, κατά το Διεθνές Δίκαιο (Δίκαιο του Πολέμου), «Συμφώνου Ειρήνης» μεταξύ της τελευταίας και των Δυνάμεων, που νίκησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται νομικώς για ένα είδος «αναβλητικής αίρεσης» (lato sensu), σχετικά με την εξόφληση των υποχρεώσεων της Γερμανίας, επειδή τότε θεωρήθηκε ότι αυτή δεν διέθετε –πρωτίστως λόγω της διαίρεσής της σε Δυτική και Ανατολική- την κατά το διεθνές δίκαιο απαιτούμενη πολιτειακή υπόσταση για ανάληψη και εκπλήρωση συναφών υποχρεώσεων.
β) Τούτο –ήτοι η ικανότητα σύναψης «Συμφώνου Ειρήνης»- επήλθε το 1990. Όταν, μετά την επανένωση της Γερμανίας, η τελευταία απέκτησε ενιαία νομικώς πολιτειακή υπόσταση και κυριαρχία. Ειδικότερα, το 1990 υπογράφηκε το λεγόμενο «Σύμφωνο 2 + 4» μεταξύ της ενωμένης πλέον Γερμανίας και ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Γαλλίας και Αγγλίας.
γ) Γίνεται δε σήμερα γενικώς και επισήμως δεκτό –και de facto το έχει αποδεχθεί και η Γερμανία, αφού στην βάση αυτή στηρίζει την εν γένει κυριαρχία της- ότι το ως άνω Σύμφωνο επέχει την θέση του «Συμφώνου Ειρήνης» που περιγράφει, κατά το Διεθνές Δίκαιο, η προαναφερόμενη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953. Και τούτο διότι μόνον έκτοτε η Γερμανία μπορούσε να υπογράψει ένα τέτοιο «Σύμφωνο», δεδομένου ότι μόνο τότε, κατά τα προλεχθέντα, απέκτησε την ενότητά της και την ενιαία κυριαρχία της μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
δ) Το «Σύμφωνο 2 + 4» καλύπτει, λόγω της νομικής φύσης του αλλά και γενικότητάς του, και τα μη συμβαλλόμενα πλην όμως παθόντα από την γερμανική κατοχή Κράτη, όπως η Ελλάδα. Είναι δηλαδή νομικό κείμενο γενικής εφαρμογής.
2. Η από Ελληνικής πλευράς νομική βάση των αποζημιωτικών απαιτήσεων κατά της Γερμανίας βρίσκει σταθερό έρεισμα κυρίως στις διατάξεις του άρθρου 3 της Δ΄ Σύμβασης της Χάγης του 1907, οι οποίες κωδικοποίησαν και τις ως τότε διατάξεις του Δικαίου του Πολέμου.
α) Κατά τις διατάξεις αυτές, «ο εμπόλεμος όστις ήθελε παραβιάσει τας διατάξεις του Κανονισμού θα υποχρεούται, αν συντρέχει λόγος, εις αποζημίωσιν, θα είναι δε υπεύθυνος δια πάσας τας πράξεις τας διαπραχθείσας υπό των προσώπων των μετεχόντων της στρατιωτικής του δυνάμεως». Επέκεινα, οι διατάξεις των άρθρων 46 και 47 του «Κανονισμού Νόμων και Εθίμων του Πολέμου στην ξηρά», ο οποίος είναι προσαρτημένος στη Δ΄ Σύμβαση της Χάγης του 1907, καθιερώνουν και τις δύο θεμελιώδεις αρχές του Δικαίου του Πολέμου, ήτοι τις αρχές της προστασίας του σεβασμού του Ανθρώπου και της ατομικής ιδιοκτησίας. Όλες αυτές τις αρχές επικαιροποίησε η απόφαση του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης του 1946.
β) Αυτό είχε αποδεχθεί, έναντι της Ελληνικής Κυβέρνησης, επισήμως το 1965 ο τότε Καγκελάριος Λούτβιχ Έρχαρτ. Ο ίδιος δε είχε μιλήσει για επανορθώσεις ύψους 500 εκ. γερμανικών μάρκων.
Από τα όσα εκτέθηκαν προκύπτει ότι οι ως άνω αξιώσεις μας, από τις οποίες ουδέποτε και καθ’ οιονδήποτε τρόπο έχουμε παραιτηθεί, είναι πάντα νομικώς ενεργές –πράγμα που σημαίνει ότι δεν τίθεται κανένα θέμα παραγραφής- και δικαστικώς επιδιώξιμες. Και ο κοινός μας Ευρωπαϊκός Νομικός Πολιτισμός, ως μέρος του εν γένει κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού που συντίθεται από τις διατάξεις αλλά και από τις θεμελιώδεις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής και της Διεθνούς Νομιμότητας, επιβάλλει την σχετική απόφαση να την λάβει αρμόδιο δικαιδοτικό Forum, με βάση το σύνολο του εφαρμοζόμενου, εν προκειμένω, Διεθνούς Δικαίου. Η θέση αυτή είναι, κυριολεκτικώς, Εθνική και, κατά συνέπεια, αδιαπραγμάτευτη. Πολλώ μάλλον όταν την θέση αυτή ενισχύει, πλέον, καταλυτικώς η πρόσφατη γνωμοδότηση (2019) της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Εμπειρογνωμόνων του Γερμανικού Κοινοβουλίου (Bundestag), η οποία αφενός αναγνωρίζει ότι δεν τίθεται ζήτημα παραίτησης ή παραγραφής των αξιώσεων αυτών και, αφετέρου, προτρέπει, «expressis verbis», την Γερμανική πλευρά ν’ αποδεχθεί την προσφυγή Ελλάδας και Γερμανίας στο αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Και κατά τούτο, μόνο προβληματισμό προκαλεί η από 18.10.2019 απόρριψη της, από τον Ιούνιο του ίδιου έτους, πλήρως τεκμηριωμένης ρηματικής διακοίνωσης της Ελλάδας -αλλά και μεταγενέστερες, άμεσες ή έμμεσες, απορρίψεις-αναφορικά με την προοπτική προσφυγής σε αρμόδιο δικαιοδοτικό Forum, για την οριστική επίλυση της σχετικής διαφοράς, ως προς τις αξιώσεις της Ελλάδας αναφορικά με το κατοχικό δάνειο και τις γερμανικές αποζημιώσεις. Η προαναφερόμενη άρνηση της Γερμανικής Κυβέρνησης, αγνοώντας όλα τα κατά τ’ ανωτέρω, πλήρως τεκμηριωμένα, νομικά επιχειρήματα, εμφανίζεται παντελώς αναιτιολόγητη, δοθέντος ότι έρχεται σε αντίθεση και προς την Ευρωπαϊκή και την Διεθνή Νομιμότητα. Η Ελλάδα δεν αποδέχεται την άρνηση αυτή, πράγμα που σημαίνει ότι θα επανέλθει εν προκειμένω, δίνοντας ακόμη μεγαλύτερη έκταση και έμφαση στα νομικά -και όχι μόνο- επιχειρήματά της.»
χρέος μας να μην ξεχνάμε τις γερμανικές αποζημιώσεις
Σαν σήμερα πριν 80 χρόνια, στις 6 Απριλίου 1941, οι βάρβαροι ναζί εισέβαλαν στην Ελλάδα. Δεν ξεχνάμε!
Αυτό το «δεν ξεχνάμε» σημαίνει ιδίως ότι δεν πρέπει να ξεχάσουμε και το Εθνικό αίτημα για τις απαιτήσεις μας από το κατοχικό δάνειο και τις λοιπές αποζημιώσεις της ναζιστικής θηριωδίας. Πολλώ μάλλον όταν πλέον μας στηρίζουν και οι ίδιοι οι γερμανοί, π.χ. Πράσινοι και Αριστεροί, όπως φάνηκε κατά την τελευταία συζήτηση στη γερμανική Βουλή στις 25 Μαρτίου 2021.
Το «παράδοξο» είναι ότι ούτε ο Πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης, ούτε η ΠτΔ κα Σακελλαροπούλου φαίνονται διατεθειμένοι να θέσουν το ζήτημα, όπως το έθετε πάγια ως ΠτΔ ο Προκόπης Παυλόπουλος. Παρ’ όλα αυτά οι τότε θέσεις του Προκόπη Παυλόπουλου είναι Εθνικές Θέσεις και ουδείς έχει το δικαίωμα να κάνει έστω και ένα βήμα πίσω από αυτές.
Κατόπιν τούτου, και με αφορμή τη σημερινή ημέρα μνήμης, τις ξαναθυμίζουμε προς κάθε κατεύθυνση:
«Διευκρινίζεται, ευθύς εξ αρχής, ότι έχουμε να κάνουμε με δύο εντελώς διαφορετικά, από νομική άποψη, θέματα. Ήτοι:
Α. Πρώτον, με το κατοχικό δάνειο προς την Γερμανία, το οποίο συνήφθηυποχρεωτικώς –ορθότερα με καταναγκαστικό και εκβιαστικό τρόπο- μεταξύ της κατοχικής Ελληνικής κυβέρνησης και της Γερμανίας, προς συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής. Εδώ πρόκειται, λοιπόν, από νομική σκοπιά για ενοχή εκ συμβάσεως. Άρα, η αντίστοιχη εκ της συμβάσεως απαίτηση της Ελλάδας είναι ενδοσυμβατικής -και όχι αδικοπρακτικής- προέλευσης.
1. Σε αυτήν την απαίτηση προστίθενται ποσά, τα οποία προκύπτουν από συναφείς προς τη δανειακή σύμβαση αιτίες, όπως είναι ιδίως οι τόκοι υπερημερίας λόγω μη έγκαιρης εξόφλησης.
2. Για την απαίτηση αυτή δεν τίθεται ούτε θέμα παραγραφής ούτε θέμα παραίτησης. Τίθεται μόνο ζήτημα συνολικού υπολογισμού της ως σήμερα. Ας σημειωθεί, ότι η Ελληνική θέση γίνεται νομικώς τόσο περισσότερο ισχυρή, όσο η αποπληρωμή του δανείου είχε αρχίσει ήδη από την κατοχική περίοδο.
Β. Και, δεύτερον, με τις αποζημιώσεις λόγω ανθρώπινων θυμάτων και υλικών καταστροφών στην Ελλάδα από τις δυνάμεις κατοχής.
1. Επισημαίνεται, πριν απ’ όλα, ότι το 1946, στην Διάσκεψη των Παρισίων, είχε προσδιορισθεί ένα –κατά προσέγγιση- ποσό τέτοιων αποζημιώσεων προς την Ελλάδα ύψους 7,5 δισ. δολαρίων. Κυρίως δε επισημαίνεται μ’ έμφαση, ότι το 1953, με την Συμφωνία του Λονδίνου, δεν «χαρίσθηκαν» στη Γερμανία οι οφειλές της λόγω πολεμικών αποζημιώσεων, όπως η γερμανική πλευρά «τεχνηέντως» φαίνεται να διατείνεται.
α) Η Συμφωνία αυτή απλώς έθεσε «σε αδράνεια» τις οφειλές της Γερμανίας ως την υπογραφή, κατά το Διεθνές Δίκαιο (Δίκαιο του Πολέμου), «Συμφώνου Ειρήνης» μεταξύ της τελευταίας και των Δυνάμεων, που νίκησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται νομικώς για ένα είδος «αναβλητικής αίρεσης» (lato sensu), σχετικά με την εξόφληση των υποχρεώσεων της Γερμανίας, επειδή τότε θεωρήθηκε ότι αυτή δεν διέθετε –πρωτίστως λόγω της διαίρεσής της σε Δυτική και Ανατολική- την κατά το διεθνές δίκαιο απαιτούμενη πολιτειακή υπόσταση για ανάληψη και εκπλήρωση συναφών υποχρεώσεων.
β) Τούτο –ήτοι η ικανότητα σύναψης «Συμφώνου Ειρήνης»- επήλθε το 1990. Όταν, μετά την επανένωση της Γερμανίας, η τελευταία απέκτησε ενιαία νομικώς πολιτειακή υπόσταση και κυριαρχία. Ειδικότερα, το 1990 υπογράφηκε το λεγόμενο «Σύμφωνο 2 + 4» μεταξύ της ενωμένης πλέον Γερμανίας και ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Γαλλίας και Αγγλίας.
γ) Γίνεται δε σήμερα γενικώς και επισήμως δεκτό –και de facto το έχει αποδεχθεί και η Γερμανία, αφού στην βάση αυτή στηρίζει την εν γένει κυριαρχία της- ότι το ως άνω Σύμφωνο επέχει την θέση του «Συμφώνου Ειρήνης» που περιγράφει, κατά το Διεθνές Δίκαιο, η προαναφερόμενη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953. Και τούτο διότι μόνον έκτοτε η Γερμανία μπορούσε να υπογράψει ένα τέτοιο «Σύμφωνο», δεδομένου ότι μόνο τότε, κατά τα προλεχθέντα, απέκτησε την ενότητά της και την ενιαία κυριαρχία της μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
δ) Το «Σύμφωνο 2 + 4» καλύπτει, λόγω της νομικής φύσης του αλλά και γενικότητάς του, και τα μη συμβαλλόμενα πλην όμως παθόντα από την γερμανική κατοχή Κράτη, όπως η Ελλάδα. Είναι δηλαδή νομικό κείμενο γενικής εφαρμογής.
2. Η από Ελληνικής πλευράς νομική βάση των αποζημιωτικών απαιτήσεων κατά της Γερμανίας βρίσκει σταθερό έρεισμα κυρίως στις διατάξεις του άρθρου 3 της Δ΄ Σύμβασης της Χάγης του 1907, οι οποίες κωδικοποίησαν και τις ως τότε διατάξεις του Δικαίου του Πολέμου.
α) Κατά τις διατάξεις αυτές, «ο εμπόλεμος όστις ήθελε παραβιάσει τας διατάξεις του Κανονισμού θα υποχρεούται, αν συντρέχει λόγος, εις αποζημίωσιν, θα είναι δε υπεύθυνος δια πάσας τας πράξεις τας διαπραχθείσας υπό των προσώπων των μετεχόντων της στρατιωτικής του δυνάμεως». Επέκεινα, οι διατάξεις των άρθρων 46 και 47 του «Κανονισμού Νόμων και Εθίμων του Πολέμου στην ξηρά», ο οποίος είναι προσαρτημένος στη Δ΄ Σύμβαση της Χάγης του 1907, καθιερώνουν και τις δύο θεμελιώδεις αρχές του Δικαίου του Πολέμου, ήτοι τις αρχές της προστασίας του σεβασμού του Ανθρώπου και της ατομικής ιδιοκτησίας. Όλες αυτές τις αρχές επικαιροποίησε η απόφαση του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης του 1946.
β) Αυτό είχε αποδεχθεί, έναντι της Ελληνικής Κυβέρνησης, επισήμως το 1965 ο τότε Καγκελάριος Λούτβιχ Έρχαρτ. Ο ίδιος δε είχε μιλήσει για επανορθώσεις ύψους 500 εκ. γερμανικών μάρκων.
Από τα όσα εκτέθηκαν προκύπτει ότι οι ως άνω αξιώσεις μας, από τις οποίες ουδέποτε και καθ’ οιονδήποτε τρόπο έχουμε παραιτηθεί, είναι πάντα νομικώς ενεργές –πράγμα που σημαίνει ότι δεν τίθεται κανένα θέμα παραγραφής- και δικαστικώς επιδιώξιμες. Και ο κοινός μας Ευρωπαϊκός Νομικός Πολιτισμός, ως μέρος του εν γένει κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού που συντίθεται από τις διατάξεις αλλά και από τις θεμελιώδεις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής και της Διεθνούς Νομιμότητας, επιβάλλει την σχετική απόφαση να την λάβει αρμόδιο δικαιδοτικό Forum, με βάση το σύνολο του εφαρμοζόμενου, εν προκειμένω, Διεθνούς Δικαίου. Η θέση αυτή είναι, κυριολεκτικώς, Εθνική και, κατά συνέπεια, αδιαπραγμάτευτη. Πολλώ μάλλον όταν την θέση αυτή ενισχύει, πλέον, καταλυτικώς η πρόσφατη γνωμοδότηση (2019) της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Εμπειρογνωμόνων του Γερμανικού Κοινοβουλίου (Bundestag), η οποία αφενός αναγνωρίζει ότι δεν τίθεται ζήτημα παραίτησης ή παραγραφής των αξιώσεων αυτών και, αφετέρου, προτρέπει, «expressis verbis», την Γερμανική πλευρά ν’ αποδεχθεί την προσφυγή Ελλάδας και Γερμανίας στο αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Και κατά τούτο, μόνο προβληματισμό προκαλεί η από 18.10.2019 απόρριψη της, από τον Ιούνιο του ίδιου έτους, πλήρως τεκμηριωμένης ρηματικής διακοίνωσης της Ελλάδας -αλλά και μεταγενέστερες, άμεσες ή έμμεσες, απορρίψεις-αναφορικά με την προοπτική προσφυγής σε αρμόδιο δικαιοδοτικό Forum, για την οριστική επίλυση της σχετικής διαφοράς, ως προς τις αξιώσεις της Ελλάδας αναφορικά με το κατοχικό δάνειο και τις γερμανικές αποζημιώσεις. Η προαναφερόμενη άρνηση της Γερμανικής Κυβέρνησης, αγνοώντας όλα τα κατά τ’ ανωτέρω, πλήρως τεκμηριωμένα, νομικά επιχειρήματα, εμφανίζεται παντελώς αναιτιολόγητη, δοθέντος ότι έρχεται σε αντίθεση και προς την Ευρωπαϊκή και την Διεθνή Νομιμότητα. Η Ελλάδα δεν αποδέχεται την άρνηση αυτή, πράγμα που σημαίνει ότι θα επανέλθει εν προκειμένω, δίνοντας ακόμη μεγαλύτερη έκταση και έμφαση στα νομικά -και όχι μόνο- επιχειρήματά της.»
(Πηγή: newsbreak.gr)