Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος, με βάση το είδος των επιχειρήσεων που ανέλαβαν οι δύο αντίπαλοι, διαιρείται σε τρεις περιόδους. Η πρώτη περίοδος, από τις 28 Οκτωβρίου έως τα μέσα Νοεμβρίου 1940 αφορά στην εκδήλωση της ιταλικής επίθεσης και την απόκρουσή της από τις ελληνικές δυνάμεις, εντός του ελληνικού εδάφους. Ταυτόχρονα και με βάση το γεωγραφικό χώρο των επιχειρήσεων, διακρίνονται τρεις τομείς στους οποίους διεξήχθησαν αυτές. Ο τομέας της Ηπείρου (από το Ιόνιο Πέλαγος έως Ν.Δ. όρους Σμόλικα), της Πίνδου (από τον Σμόλικα έως τον Γράμμο) και της Δυτικής Μακεδονίας. Η αντεπίθεση της Μεραρχίας Ιππικού, διεξήχθη κατά την 1η περίοδο του Ελληνοϊταλικού πολέμου, στον τομέα της Πίνδου.
Η συγκρότηση της Μεραρχίας Ιππικού κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
με διοικητή τον Συνταγματάρχη Σωκράτη Δημάρατο, το 1ο Σύνταγμα Ιππικού με διοικητή τον Συνταγματάρχη Σωτήριο Παπαθανασίου, το 3ο Σύνταγμα Ιππικού με διοικητή τον Συνταγματάρχη Ιάσωνα Νομικό, το Μηχανοκίνητο Σύνταγμα Ιππικού με διοικητή τον Συνταγματάρχη Επαμεινώνδα Ασημακόπουλο, μία Ορειβατική Α/Α Πυροβολαρχία 20 χιλ. Rheinmetall, μια Ίλη Μηχανικού, την Ίλη Διαβιβάσεων Ταξιαρχίας και Μεραρχίας, μια Μοίρα Ελαφρών Αυτοκινήτων, τον Όρχο Πυροβολικού, το Απόσπασμα Επιμελητείας, το Υγειονομικό Απόσπασμα και το Κτηνιατρικό Απόσπασμα.
Επιπλέον αυτών, λοιπές Μονάδες της Μεραρχίας Ιππικού που ενεπλάκησαν στις επιχειρήσεις μέχρι το τέλος του πολέμου τον Απρίλιο του 1941 ήταν: η Έφιππος Μοίρα Πολυβόλων, η Μοίρα Ορειβατικού Πυροβολικού των 65 χιλ., η Μοίρα Έφιππου Πυροβολικού, 2 Ουλαμοί Α/Α Πυροβολικού των 37 χιλ. και μια Μηχανοκίνητη Πυροβολαρχία Σκόντα των 75 χιλ.Ο οπλισμός των Συνταγμάτων Ιππικού περιλάμβανε, τυφέκια και αραβίδες Mannlicher, οπλοπολυβόλα Hotchkiss, πολυβόλα Schwarzlose και όλμους Brandt. Κατά τη διάρκεια του πολέμου διατέθηκαν στα Συντάγματα αντιαρματικά τυφέκια και ιταλικοί όλμοι μικρού διαμετρήματος.
Σύμφωνα με τις αναφορές των διοικητών, που συντάχθηκαν με τη λήξη του πολέμου, ο οπλισμός ήταν καινούργιος και λειτούργησε πολύ καλά. Στο δυναμικό των οχημάτων του Μηχανοκίνητου Συντάγματος Ιππικού περιλαμβάνονταν: οχήματα αναγνωρίσεως της Mercedes Benz, φορτηγά οχήματα 3 τόνων Daimler M-BLG 65/3, φορτηγά Chevrolet 2,5 τόνων, λοιπά αυτοκίνητα επιβατικά και κινητά συνεργεία από επίταξη, τρίκυκλα FN (βελγικά) και δίκυκλα BMW.
Τα Συντάγματα Ιππικού, καθώς και οι Μοίρες Πυροβολικού, στηρίζονταν κυρίως στον ίππο, διαθέτοντας λίγα οχήματα. Η κήρυξη του πολέμου βρήκε το όπλο του ιππικού στην μεταβατική περίοδο από τον ίππο στη μηχανοκίνηση και το γεγονός αυτό προκάλεσε δυσκολίες ως προς την υλοποίηση των πολεμικών σχεδίων, ιδιαίτερα σε έναν χώρο όπως ο ορεινός όγκος της Πίνδου. Η ικανότητα των κτηνών να εξορμούν σε παντοειδή εδάφη εξουδετερωνόταν διότι δεν ήταν δυνατό να συντονιστεί εύκολα με τις κινήσεις των οχημάτων σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο οδικό δίκτυο.
Αντιστρόφως, πρόσκομμα στην ταχεία και εις βάθος κίνηση των οχημάτων, αποτελούσε η ανάγκη στάσεων για την ύδρευση, σίτιση και ανάπαυση των κτηνών. Ο Διοικητής της Μεραρχίας, Υπτγος Γεώργιος Στανωτάς, ήταν πολύπειρος στρατιωτικός, έχοντας διακριθεί με το Ιππικό στα πεδία μαχών κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Αντίστοιχη πολεμική εμπειρία είχαν και οι διοικητές της Ταξιαρχίας και των Συνταγμάτων Ιππικού της Μεραρχίας.
Επιχειρήσεις 1-8 Νοεμβρίου 1940
Η Μεραρχία Ιππικού άρχισε να συγκεντρώνεται στην περιοχή μεταξύ Μετσόβου και Καλαμπάκας από την 1 Νοεμβρίου 1940. Εν τω μεταξύ, ενισχύθηκε με το 4ο Σύνταγμα Πεζικού, μείον ένα τάγμα (Τχης Χατζηδάκης), με ένα τάγμα του 7ου Συντάγματος Πεζικού (Τχης Παπαδημητρίου) και μια πυροβολαρχία των 155 χιλ. και τέθηκε υπό τις άμεσες διαταγές του Αρχιστρατήγου. Αποστολή της Μεραρχίας ήταν η άμυνα στην περιοχή μεταξύ των υψωμάτων της Κουκουρούτζας και του χωριού Βωβούσα με σκοπό να εμποδίσει την κατάληψη της οδού Ιωαννίνων – Μετσόβου – Καλαμπάκας από τις ιταλικές δυνάμεις που κατευθύνονταν νότια.
Οι Ιταλοί, στις 2 Νοεμβρίου κατέλαβαν το χωριό Δίστρατο και κινήθηκαν νοτιότερα προς Βωβούσα. Την πληροφορία αυτή η Μεραρχία την έλαβε από τον 3/51 Λόχο του Αποσπάσματος Πίνδου (Λγός Παππάς), που βρισκόταν στη Βωβούσα. Στις 3 Νοεμβρίου, οι μονάδες της Μεραρχίας υπό συνεχή και ραγδαία βροχή και χωρίς μεταγωγικά κινήθηκαν κατά τη νύχτα στην περιοχή, όπου ενεπλάκησαν με τα ιταλικά τμήματα. Ο αγώνας συνεχίστηκε και στις 4 Νοεμβρίου, εξαναγκάζοντας τους Ιταλούς να υποχωρήσουν προς το Δίστρατο, με σοβαρές απώλειες (35 νεκροί, 50 αιχμάλωτοι).
Η Ταξιαρχία Ιππικού αποτελούμενη αρχικά από μία ίλη και την μηχανοκίνητη πυροβολαρχία Σκόντα, κινήθηκε στις 30 Οκτωβρίου προς Κοζάνη όπου τέθηκε υπό τις διαταγές του Β΄ Σώματος Στρατού και από εκεί προωθήθηκε την 1 Νοεμβρίου στο χωριό Δούτσικο. Ή ίλη κατέλαβε τα υψώματα δυτικά αυτού και η πυροβολαρχία τάχθηκε εντός του χωριού. Αποστολή της Ταξιαρχίας ήταν να εξασφαλίσει τις διαβάσεις από τη Σαμαρίνα έως τα Γρεβενά και να αποτελέσει απειλή για τα εχθρικά τμήματα που θα κινούνταν νότια προς Δίστρατο από τη Σαμαρίνα. Σταδιακά συμπληρώθηκε η συγκρότησή της.
Στις 2 Νοεμβρίου, έφθασε στην περιοχή το 1ο Σύνταγμα Ιππικού, η Β΄ Ομάδα Αναγνωρίσεως (Ανχης Φιλοποίμην Κόκκινος), μια ελαφρά ίλη του Μηχανοκίνητου Συντάγματος Ιππικού, η Διοίκηση του 7ου Συνάγματος Πεζικού με το ΙΙΙ/7 Τάγμα και μια πυροβολαρχία πεδινού πυροβολικού. Την ίδια ημέρα τμήματα της Ταξιαρχίας εκδήλωσαν επιθετική ενέργεια κατά των Ιταλών στο ύψωμα Ρέντα η οποία όμως αποκρούσθηκε. Την επομένη, η επίθεση επαναλήφθηκε με περισσότερες δυνάμεις και μέχρι το βράδυ της 3 Νοεμβρίου είχε καταληφθεί η Σαμαρίνα και τα υψώματα βορειοδυτικά αυτής, αποκόπτοντας το δρομολόγιο του 8ου Συντάγματος Αλπινιστών από Σαμαρίνα προς Δίστρατο και Βωβούσα. Στις 4 Νοεμβρίου εντάχθηκε στη δύναμη της Ταξιαρχίας και το 5ο Σύνταγμα Πεζικού.
Τα τμήματα της Μεραρχίας και της Ταξιαρχίας Ιππικού είχαν καταφέρει να εγκλωβίσουν τον εχθρό στο Δίστρατο, κινούμενα από δύο αντίθετες κατευθύνσεις προς αυτό, η Μεραρχία από το νότο και το χωριό Βωβούσα και η Ταξιαρχία από βορά και το χωριό Σαμαρίνα. Από τις 6 Νοεμβρίου η Μεραρχία υπάχθηκε στο Α΄ Σώμα Στρατού και διατάχθηκε να εκκαθαρίσει την περιοχή του Σμόλικα, ενεργώντας με τη μέγιστη δύναμή της και υπερνικώντας κάθε δυσχέρεια ανεφοδιασμού των τμημάτων της, με πρώτο αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη και εκκαθάριση του Δίστρατου. Ο Διοικητής της Μεραρχίας, συγκρότησε τμήμα καταδίωξης για το σκοπό αυτό.
Η Ταξιαρχία Ιππικού αγωνιζόμενη κατά του 8ου Συντάγματος Αλπινιστών, πέτυχε την απώθηση αυτού από τα υψώματα του Βουζίου και της Γομάρας και από τις περιοχές της Σαμαρίνας και του Δίστρατου και έλαβε επαφή στο Δίστρατο με τα τμήματα της Μεραρχίας Ιππικού. Στις 8 Νοεμβρίου 1940 καταλήφθηκε το Δίστρατο από τον 11ο Λόχο του ΙΙΙ/7 Τάγματος της Ταξιαρχίας Ιππικού. Το μεσημέρι έφθασαν και τα πρώτα τμήματα του 4ου Συνάγματος της Μεραρχίας Ιππικού. Οι Ιταλοί τράπηκαν σε φυγή ενώ συνελήφθησαν πολλοί αιχμάλωτοι και τραυματίες.
Επιχειρήσεις 9-17 Νοεμβρίου 1940
Από τις 10 Νοεμβρίου, οι εχθρικές δυνάμεις άρχισαν να συμπτύσσονται ακολουθούμενες κατά πόδας από τα τμήματα της Μεραρχίας και της Ταξιαρχίας Ιππικού. Προς δυτικά, από το Δίστρατο έως την Κόνιτσα υπήρχε μόνο μια ημιονική οδός: Δίστρατο – Άρματα – Πάδες – Παλαιοσέλι – Ελεύθερο – Κόνιτσα. Εκτός της οδού αυτής, από τη βόρεια πλευρά, δεν ήταν δυνατό να γίνουν κινήσεις, διότι οι κλιτύες του Σμόλικα ήταν απότομες. Νοτίως, παράλληλα με το δρομολόγιο βρισκόταν ο Αώος ποταμός, του οποίου η στάθμη είχε ανέβει εμποδίζοντας τη σύνδεση των τμημάτων της Μεραρχίας Ιππικού με αυτά της VIII Μεραρχίας, συγκεκριμένα με το απόσπασμα Ανχη Φριζή.
Ωστόσο, ελαφρό τμήμα της Ταξιαρχίας Ιππικού (Ουλαμός Ζαρογιάννη), που είχε προωθηθεί από την κορυφογραμμή του Σμόλικα, βρέθηκε στα νώτα των συμπτυσσόμενων εχθρικών τμημάτων και τα ανάγκασε να δώσουν μάχη δυτικά του χωριού Ελεύθερο με τα προωθημένα ελληνικά τμήματα. Κατά τη μάχη εκμηδενίστηκε ένα τάγμα αλπινιστών του 8ου Συντάγματος και το ιταλικό σύνταγμα πυροβολικού που το υποστήριζε. Φονεύθηκαν 300 και συνελήφθησαν 500 αιχμάλωτοι. Η Ταξιαρχία Ιππικού από τις 11 Νοεμβρίου παρέμεινε σε ανάπαυση στη Σαμαρίνα, στη διάθεση του Β΄ Σώματος Στρατού, ασχολούμενη με την ανασυγκρότηση των τμημάτων της.
Στις 11 Νοεμβρίου τμήματα της Μεραρχίας Ιππικού κατέλαβαν τα υψώματα ανατολικά της Κόνιτσας, μετά από σκληρή μάχη. Από τις 13 έως και τις 16 Νοεμβρίου, παρά την Ιταλική αντίσταση η Μεραρχία προωθήθηκε στην Κόνιτσα. Η κίνηση του συνόλου των τμημάτων της Μεραρχίας προς τα χωριά Παλαιοσέλι και Ελεύθερο που βρίσκονταν πριν την Κόνιτσα έγινε υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Οι δυσχέρειες ανεφοδιασμού σε τρόφιμα και νομή ήταν μεγάλες ενώ τα κτήνη ήταν τελείως εξαντλημένα και πληγωμένα. Ζητήθηκαν επιπλέον τρόφιμα για τους κατοίκους των δύο χωριών οι οποίοι κινδύνευαν να πεθάνουν από την ασιτία λόγω της καταστροφής και αρπαγής των αποθεμάτων τους από τους Ιταλούς.
Στις 07:00 της 16 Νοεμβρίου, το 3ο Σύνταγμα Ιππικού εισήλθε στην Κόνιτσα όπου είχε εγκαταλειφθεί μεγάλος όγκος οπλισμού, πυρομαχικών αλλά και έξι πυροβόλα του εχθρού. Οι Ιταλοί βομβάρδιζαν συνεχώς τα ελληνικά τμήματα από αέρος, μέχρι τις 14:00, επιφέροντας απώλειες έναν νεκρό και τέσσερεις οπλίτες τραυματίες. Ο εχθρός πριν αποσυρθεί από το ελληνικό έδαφος έδωσε την τελευταία μάχη στο χωριό Μάζι, όπου και εκεί ηττήθηκε από το 3ο Σύνταγμα Ιππικού. Εκεί οι ελληνικές δυνάμεις ήρθαν αντιμέτωπες με ισχυρά πυρά όλμων και πυροβολικού, έχοντας πολλούς τραυματίες περί τους 65. Μεταξύ αυτών, τραυματίστηκε ελαφρά και ο Διοικητής του Συντάγματος, Σχης Ιάσων Νομικός. Μέχρι τις 17 Νοεμβρίου η Μεραρχία Ιππικού είχε εκδιώξει στον τομέα της τον εχθρό από το εθνικό έδαφος και την επομένη θα εισερχόταν στο Αλβανικό έδαφος.
Η Μεραρχία και η Ταξιαρχία Ιππικού κατά την πρώτη φάση των επιχειρήσεων στην Μάχη της Πίνδου, συνέβαλλαν στο μέγιστο στην υλοποίηση του σχεδίου των ελληνικών δυνάμεων. Ανέκοψαν την εχθρική προέλαση αλλά και εξανάγκασαν τον εχθρό σε σύμπτυξη, διαλύοντας μεγάλο μέρος της Μεραρχίας Αλπινιστών. Οι επιτυχίες αυτές συνέβαλλαν στην αναζωπύρωση του ηθικού των μαχόμενων δυνάμεων που είχε ως αποτέλεσμα την τελική ολοκληρωτική επικράτηση στον πόλεμο κατά των Ιταλών.
Μέχρι το τέλος
Η ένδοξη πολεμική δράση της Μεραρχίας και της Ταξιαρχίας Ιππικού δεν περιορίστηκε στην αντεπίθεση της Πίνδου και συνεχίστηκε έως το τέλος του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Κατά τη δεύτερη περίοδο του, συγκεκριμένα από τις 18 Νοεμβρίου 1940 έως τις 6 Ιανουαρίου 1941, η Μεραρχία Ιππικού συμμετείχε στον επιθετικό αγώνα του Ελληνικού Στρατού, προς απώθηση των Ιταλών εκτός του εθνικού εδάφους και καταδίωξής τους εντός της Αλβανίας. Η Μεραρχία κινήθηκε επιθετικά επιτυγχάνοντας κάθε αντικειμενικό σκοπό με αποκορύφωμα, στις 3 Δεκεμβρίου 1940, την κατάληψη της Πρεμετής.
Κατά την τρίτη περίοδο, από τις 7 Ιανουαρίου 1941 έως τις 5 Απριλίου 1941 που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και τις προσπάθειες του Ελληνικού Στρατού να διατηρήσει την αμυντική του γραμμή και να αντιμετωπίσει την Εαρινή Επίθεση των Ιταλών, η Μεραρχία Ιππικού την περίοδο αυτή κινήθηκε προς την περιοχή της Κορυτσάς, όπου έφθασε στις 24 Φεβρουαρίου 1941. Στη συνέχεια και μέχρι τις 3 Απριλίου 1941 οργανώθηκε αμυντικά στην περιοχή του Πόγραδετς. Στις 8 Απριλίου 1941, και ενώ είχε εκδηλωθεί η επίθεση της Γερμανίας κατά της Ελλάδας, το Γενικό Στρατηγείο διέταξε τη Μεραρχία να κινηθεί προς τη Φλώρινα.
Στις 10 Απριλίου συγκρούστηκε με τα επιτιθέμενα γερμανικά τμήματα στην περιοχή Πισοδερίου και στις 15 Απρίλιου συμπτύχθηκε προς Καστοριά, αποκρούοντας τις επιθετικές προσπάθειες των Γερμανών στην περιοχή Δισπηλίου. Η σύμπτυξη της Μεραρχίας συνεχίστηκε προς Μέτσοβο όπου αφίχθηκε στις 20 Απριλίου. Εκεί οι Μονάδες διαλύθηκαν, λόγω της ανακωχής η οποία είχε υπογραφεί.
Πηγή: ΔΙΣ/ΓΕΣ, history-point.gr