Λέγεται συχνά, εντελώς λανθασμένα, ότι οι Ιταλοί ήταν δειλοί, ότι τρέπονταν σε φυγή έναντι των Ελλήνων, ότι δεν ήθελαν να πολεμήσουν, ακόμα και ότι επίτηδες έχασαν για να φέρουν τους Γερμανούς στα Βαλκάνια! Φυσικά όλα τα παραπάνω δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, εκτός και αν δεχθούμε ότι οι 15.000 Έλληνες που έπεσαν στην Αλβανία σκοτώθηκαν μόνοι τους.
Οι Ιταλοί, ούτε δειλοί ήταν, ούτε το έβαζαν στα πόδια όταν άκουγαν την ιαχή «Αέρα». Πολέμησαν και μάλιστα φανατικά, σε πολλές περιπτώσεις, ιδιαίτερα τα επίλεκτα τμήματα Αλπινιστών και Βερσαλιέρων. Η εξήγηση για την ιταλική ήττα δεν έχει να κάνει με το θάρρος των Ιταλών στρατιωτών, αλλά με την ευφυΐα της ηγεσίας του και την εν γένει θεώρηση του κατά της Ελλάδας πολέμου από την φασιστική ιταλική ηγεσία, με το επίπεδο εκπαίδευσης του Ιταλικού Στρατού και με την ηθική προπαρασκευή του στρατού αυτού ενόψει της εισβολής στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τους «φωστήρες» τους φασισμού (Μουσολίνι, Τσιάνο, Γκάιντα, Ντε Βέκκι, Πράσκα, Σοντού) η Ελλάδα θα ήταν εύκολη λεία. Οι Έλληνες πίστευαν, δεν θα πολεμούσαν, γιατί ήταν διχασμένοι πολιτικά και ανοργάνωτοι στρατιωτικά. Την άποψή τους δε αυτή φρόντισαν να τη διοχετεύσουν και σε όλα τα κλιμάκια του στρατεύματος. Δυστυχώς για αυτούς τίποτα από τα δύο δεν συνέβαινε. Οι Έλληνες μόνο διχασμένοι δεν υποδέχθηκαν τους Ιταλούς και κάθε άλλο παρά ανοργάνωτοι στρατιωτικά ήταν.
Η κυβέρνηση Μεταξά είχε εγκαταστήσει ένα εξαίρετο δίκτυο πληροφοριών, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να γνωρίζει πολλά. Για παράδειγμα οι ελληνικές υπηρεσίες γνώριζαν ότι επίκειται η κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς, πριν καν οι Βρετανοί και οι Γάλλοι το υποψιαστούν.
Πληροφόρησε μάλιστα και τους Βρετανούς, οι οποίοι δεν γνώριζαν το παραμικρό και πληροφορήθηκαν το γεγονός καθαυτό, την επομένη της πραγματοποιήσεώς τους ημέρα! Επίσης, η πολιτική χαμηλών τόνων που ακολούθησε η ελληνική κυβέρνηση απέναντι στις εκατοντάδες ιταλικές προκλήσεις, αποκοίμισε τρόπο τινά τους Ιταλούς, κάνοντάς τους να πιστέψουν ότι δεν θα αντιμετωπίσουν αντίσταση.
Έτσι οι Ιταλοί αποτόλμησαν την επίθεση με δυνάμεις σαφώς ανεπαρκέστερες αυτών που θα μπορούσαν να διαθέσουν (9 μόλις μεραρχίες σε ολόκληρη την Αλβανία). Από δε τις δυνάμεις αυτές περίπου τις μισές (4 μεραρχίες) τις ανέπτυξαν αμυντικά, στην Δυτική Μακεδονία και στα γιουγκοσλαβικά σύνορα.
Η ιταλική στρατιωτική ηγεσία πίστευε ότι θα μπορούσε να εφαρμόσει και εναντίον της Ελλάδας τα γερμανικά διδάγματα περί κεραυνοβόλου πολέμου. Στη θεώρηση της αυτή όμως παρέλειψε να μελετήσει τρεις σημαντικούς παράγοντες. Πρώτον, το ορεινό του ελληνικού εδάφους, ειδικά στον τομέα της Ηπείρου. Δεύτερον τις ελληνικές προετοιμασίες και την άριστη οργάνωση του εδάφους από τις ελληνικές δυνάμεις της πρώτης γραμμής.
Τρίτον, τέλος, το ηθικό του Ελληνικού Στρατού που ήταν άριστο, όχι μόνο γιατί πολεμούσε για το δίκιο, αλλά και γιατί ο Ελληνικός Στρατός της εποχής ήταν πραγματικά άριστα εκπαιδευμένος, διαθέτων εξαίρετους και το κυριότερο εμπειροπόλεμους αξιωματικούς – σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί από τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη και πάνω ήταν βετεράνοι τουλάχιστον ενός πολέμου, αρκετοί δε ανώτατοι αξιωματικοί ήταν βετεράνοι μέχρι και 5 πολέμων (Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, Β’ Βαλκανικός Πόλεμος, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Ουκρανική Εκστρατεία, Μικρασιατική Εκστρατεία).
Σε αντιστάθμισμα αυτού οι μερικοί Ιταλοί στρατιωτικοί είχαν πολεμήσει στην Ισπανία, χωρίς να διακριθούν ιδιαίτερα και στην Αιθιοπία, όπου χρειάστηκαν μέχρι χημικά αέρια για να συντρίψουν τους άτακτους Αφρικανούς αντιπάλους τους.
Το γεγονός αυτό, της καταλυτικής υπεροχής των Ελλήνων έναντι των αντιπάλων τους αξιωματικών, δυστυχώς παραβλέπεται. Και όμως ήταν σαφώς ένας από τους κύριους παράγοντες της ελληνικής νίκης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ο Ελληνικός Στρατός παρουσίασε μεταξύ των εμπολέμων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου πολύ υψηλή αναλογία νεκρών αξιωματικών.
Οι Έλληνες αξιωματικοί της εποχής δεν περιορίζονταν να διοικούν τα τμήματά τους, εκ του ασφαλούς, όπως έπρατταν οι Ιταλοί, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Από ανθυπολοχαγό μέχρι στρατηγό βρίσκονταν κοντά στους άνδρες τους, συμμερίζονταν τις κακουχίες τους και σε πολλές περιπτώσεις πέθαιναν μαζί τους.
Ο Έλληνας στρατιώτης του ’40 επίσης υπερείχε του αντιπάλου του, σε εκπαίδευση και κατά συνέπεια σε ηθικό. Ο Ιταλός στρατηγός Πράσκα, έκπληκτος από την αποτελεσματικότητα των ελληνικών όλμων, εξέφρασε την άποψη ότι οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν ειδικά πυρομαχικά. Φυσικά κανένα ειδικό πυρομαχικό δεν χρησιμοποιήθηκε. Απλώς οι άνδρες είχαν υποστεί τόσο εντατική εκπαίδευση που χρησιμοποιούσαν τον οπλισμό τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί για τους Έλληνες πυροβολητές, που με την ευστοχία τους τρόμαξαν ακόμα και τους Γερμανούς βετεράνους.
Ο Ελληνικός Στρατός, πτωχός όπως και η πατρίδα του δεν είχε κανένα περιθώριο σπατάλης. Η κάθε σφαίρα, η κάθε οβίδα έπρεπε να πιάνει τόπο. Και αυτό μόνο με την εκπαίδευση επιτυγχάνεται. Επίσης η σκληρή εκπαίδευση είναι καταλυτικός παράγοντας ανάπτυξης υψηλού ηθικού, εφόσον ο καλά εκπαιδευμένος στρατιώτης γνωρίζει τις δυνατότητές του και έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό του.
Πέραν αυτών ο Έλληνας στρατιώτης, διαχρονικά στα χιλιάδες χρόνια της ιστορίας του υπήρξε πείσμων στην άμυνα, αλλά και εξαίρετος στην επίθεση, διαθέτοντας κάτι παραπάνω από θάρρος, ένα ακατανόητο αίσθημα αυτοθυσίας και φιλοτιμίας. Αυτές ακριβώς τις αρετές του, που γνώριζαν καλά χάρη στην εμπειρία τους, ανέπτυξαν και εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο οι διοικήσεις, με αποτέλεσμα να επιτύχουν όσα πέτυχαν.
Αυτά ακριβώς τα στοιχεία αιφνιδίασαν τους Ιταλούς, ηγεσία και στράτευμα. Αντί να δουν τους αντιπάλους τους να τρέπονται σε άτακτη φυγή ενώπιον των αρμάτων τους, του όγκου του πυροβολικού τους και των εκατοντάδων αεροσκαφών τους, αντίκρισαν έναν αντίπαλο που εφορμούσε και σταματούσε τα άρματα με κουβέρτες, που αγνοούσε τα πυρά και πυροβολούσε τα αεροσκάφη, ακόμα και με τα τυφέκιά του.
Ο αιφνιδιασμός των Ιταλών κορυφώθηκε δε όταν, σύμφωνα με την περιγραφή Ιταλού αξιωματικού, «είδαν αυτούς τους δαίμονες να ορμούν ουρλιάζοντας, με εφ’ όπλου λόγχη»! Οι Ιταλοί εισέβαλαν στην Ελλάδα σίγουροι για την επιτυχία τους, εφόσον – όπως έγραφαν οι εφημερίδες τους και εκείνος ο διαβόητος Γκάιντα– «ο πόλεμος δεν γινόταν πλέον με δόρατα και σπαθιά, αλλά με άρματα και βαρύ πυροβολικό».
Οι Έλληνες όμως τους απέδειξαν ότι η νέα έκδοση του δόρατος, η ξιφολόγχη, αλλά και η σπάθη του ιππικού, δεν είχαν χάσει καθόλου μα καθόλου την αξία τους.
Πηγή: history-point.gr