Τετάρτη, 1 Ιανουαρίου 1941 ώρα 6 το πρωί…
«Αγαπημένες µου, μάνα, Αδερφή μου
Χρόνια πολλά. Μέ τό καλό ο καινούργιος χρόνος…
Είναι η πρώτη χρονιά, έπειτα από τόσα χρόνια, πού κάνω Πρωτοχρονιά μακρυά Σας. Πάντα, αυτή τήν στιγµή, κάθε χρόνο, µέ αξίωνε ο Θεός νά κρατώ τό µαυροµάνικο µαχαίρι τού σπιτιού γιά νά κόψω από τήν πιττα πού φιλοτεχνούσαν δυό αγαπηµένα χεράκια, τό κοµµάτι τού Χριστού, τής Παναγίας, τού Σπιτιού γύρω από τό στολισµένο τραπέζι µας.
Κι’ ερχόταν τότε η αγωνία τής τύχης τού νοµίσµατος. Ποιός θά είναι ο τυχερός τής χρονιάς; Σέ ποιανού κοµµάτι θά βρεθη τό νόµισµα; Α! όχι, εφέτος τήν ωραία Πρωτοχρονιά τού 41, εγώ, παιδιά µου, είμαι ο τυχερός!
Σέ µένα έπεσε τό ανεκτίµητο νόµισµα νά έλθω εδώ επάνω στά Αλβανικά βουνά, νά ακούω, κι’ αυτή τήν στιγµή ακόµη, τό Βαρύ Πυροβολικό µας νά κτυπά αλύπητα τόν δρόµο πού ακολουθούν, φεύγοντας πανικόβλητοι οι κατακτηταί τής Ρώµης, πού νόµισαν πώς µπορούσαν νά ποδοπατήσουν τήν Ελλάδα µας.
Σ’ εµένα έλαχε νά ιδώ τά µέρη όπου τό Σύνταγμά μας τού Ιππικού απεδεκάτισε τήν Μεραρχία τους, τήν περίφηµή τους «Τζούλια».
Σ’ εµένα έλαχε νά ακούσω άλλον αξιωµατικόν νά διηγείται πώς µέ 187 άνδρες εκράτησε έξ χιλιάδες Ιταλούς.
Εγώ είµαι ο τυχερός που βλέπω κάθε µέρα τά κατσάβραχα,όπου σκαρφάλωσαν οι θρυλικοί φαντάροι µας µέ τήν λόγχη, αψηφώντας τούς παντοειδείς όλµους καί ολµάκια πού διέθεταν αυτοί οι τσαρλατάνοι, πού έβαλαν τούς χάρτες κάτω καί εκοβαν τήν Ελλάδα σάν πρωτοχρονιάτικη πήττα.
Εγώ, έχω τόν µεγάλο κλήρο νά υπηρετώ τήν Ελλάδα µαζί µέ τά άλλα παιδιά της.
Πολλά φιλιά, Ευάγγελος»
Πηγή: (Μαρτυρίες ’40-’41, Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 150), Θέματα Στρατιωτικής Ιστορίας, Αβέρωφ