Το απόγευμα της 15ης Αυγούστου 1943, ο 12ος Λόχος του 98ου Συντάγματος 1ου Ορεινού Τμήματος, που είχε στρατοπεδεύσει σε μια κοιλάδα στα βόρεια ακριβώς της Άρτας, κάπου κοντά στην Φιλιππιάδα, κλήθηκε να βγει από τις σκηνές του.
Διοικητής του Συντάγματος, ήταν ο Συνταγματάρχης Γιόζεφ Ζάλμινγκερ, ένας νεαρός διοικητής φορτωμένος με παράσημα, αυτοδημιούργητος άντρας που του άρεσε να παινεύεται ότι έχει μετατρέψει το 98ο σε Σύνταγμα για τον Χίτλερ. Στους άντρες του 12ου Λόχου ο Ζάλμινγκερ, έβγαλε έναν κοφτό ολιγόλογο, τυπικό λόγο! Τους είπε: "Γερμανοί στρατιώτες έχουν σκοτωθεί. Είναι καιρός για σκληρά μέτρα εναντίον των ανταρτών. Αύριο το πρωί θα ξεκληρίσουμε ένα λημέρι τους!".
Καθώς περάσανε τα μεσάνυχτα στο Κομμένο, οι περισσότεροι κάτοικοί του άρχισαν σιγά σιγά να πηγαίνουν στα σπίτια τους για ύπνο, κουρασμένοι από τις προετοιμασίες του πανηγυριού, από το γλέντι και το πιοτό, χωρίς να υποψιάζονται τίποτα για το τι επρόκειτο να συμβεί...
Την ίδια ώρα περίπου, μια φάλαγγα από 22 αυτοκίνητα και ένα στρατιωτικό τζιπ, ξεκίνησε από την κοιλάδα κοντά στην Φιλιππιάδα μεταφέροντας τους περισσότερους άντρες του 12ου Λόχου, γύρω στους 100 στρατιώτες.
Στις 5.00 το πρωί σταμάτησαν έξω από το χωριό και ο μάγειρας σέρβιρε πρωινό και καφέ στους στρατιώτες. Ύστερα, ο Διοικητής του 12ου Λόχου Υπολοχαγός Ρέζερ, πρώην στέλεχος της νεολαίας του Χίτλερ και τώρα περίπου 25 χρονών, τους συγκέντρωσε και έδωσε τις διαταγές του.
Μια φράση του, είχε μείνει στο μυαλό των αντρών μετά από χρόνια: "Θα μπούμε στο χωριό και δεν θ΄ αφήσουμε τίποτε όρθιο" είχε πει.
Χρησιμοποιώντας το πέτρινο καμπαναριό της εκκλησιάς (χτίσμα του 1855) για παρατηρητήριο, χωρίστηκαν σε εκτελεστικά αποσπάσματα, παίρνοντας και τις τελικές οδηγίες της επέμβασης.
Xαράματα πια της 16ης Αυγούστου, στο πρώτο θολό φως της ημέρας και στον ουρανό άρχισαν να διασταυρώνονται φωτοβολίδες διαφόρων χρωμάτων και ταυτόχρονα ακούστηκαν εκρήξεις όλμων που είχαν τοποθετηθεί σε τρία επίκαιρα σημεία του χωριού.
Αμέσως αρχίσανε οι πυροβολισμοί και η διασταύρωση των πυρών, ενώ τα πυροβόλα και τα οπλοπολυβόλα δε σταμάτησαν ούτε στιγμή, δίνοντας την εντύπωση κάποιας σκληρής μάχης. Καθώς εισέβαλαν στα σπίτια, ολόκληρες οικογένειες αιφνιδιάστηκαν στον ύπνο και μη μπορώντας να αντιδράσουν, έπεφταν νεκρές από τις σφαίρες των όπλων και τα βλήματα των χειροβομβίδων.
Γέροι άνθρωποι, ανάπηροι, ακόμη και τυφλοί, σκοτωθήκανε επιτόπου. Κορίτσια με την απειλή των όπλων σύρθηκαν στον έσχατο εξευτελισμό της προσωπικότητάς τους και βιάστηκαν κατ’ εξακολούθηση από τους νεαρούς οπαδούς της χιτλερικής ιδεολογίας, οι οποίοι, αφού ικανοποίησαν τα κτηνώδη ένστικτά τους, έκοβαν τους μαστούς και τις έσφαζαν σαν ζώα!
Τα ανθρωπόμορφα κτήνη εφάρμοζαν μια σατανική τακτική εξοντώσεως των μικρών παιδιών. Αφού έβρεχαν βαμβάκι με βενζίνη, το τοποθετούσαν στα στόματα των βρεφών που κοιμόντουσαν ακόμη στην κούνια τους και αφού το άναβαν, απολάμβαναν σαδιστικά γελώντας με το “πυροτέχνημα” τους.
Μια γυναίκα έγκυος, αφού της ανοίξανε την κοιλιά, βγάλανε από εκεί το έμβρυο που σε λίγες μέρες θα έφερνε στον κόσμο και το εναποθέσανε στα χέρια της. Έτσι βρέθηκε η γυναίκα. Νεκρή με ανοιγμένα σπλάχνα και το αγέννητο παραμορφωμένο νεκρό, στα χέρια της.
Άλλα από τα παιδιά τα εκτελούσαν στον κρόταφο με μια σφαίρα περιστρόφου, ενώ άλλα τα κάρφωναν με τις ξιφολόγχες τους παρ’ όλη την αθωότητα και τα κλάματα τους.
Στο σπίτι του Θόδωρου Μάλλιου γινόταν ο γάμος τη κόρης του Αλεξάνδρας με το Θεοχάρη Καρίνο από τον Παχυκάλαμο, χωριό κοντά στο Κομμένο. Χάθηκαν όλοι. Τους έκαψαν και τους σκότωσαν. Τριάντα με τριάντα πέντε άτομα. Από τα 12 μέλη της οικογένειας του οικοδεσπότη Θόδωρου Μάλλιου σώθηκαν εκείνο το πρωινό μόνο δύο, ο Αλέξανδρος και η Μαρία, που είχαν φύγει μόλις πριν λίγα λεπτά για να φροντίσουν στο χωράφι τα ζώα. Οι Ναζί δε σεβάστηκαν και δε λογάριαζαν τίποτε και κανέναν. Σκότωσαν και την νύφη την Αλεξάνδρα και τον γαμπρό τον Θεοχάρη.
Όσοι πρόλαβαν και πετάχτηκαν έξω απ’ τα σπίτια τους, έτρεχαν να σωθούν στα χωράφια ή να κρυφτούν χωμένοι στα βαθιά χαντάκια. Μόνη σωτηρία απέμεινε για πολλούς το ποτάμι. Πλήθος κόσμου έτρεχε κατά εκεί. Άλλοι ρίχνονταν στα νερά του για να περάσουν απέναντι και να σωθούν. Άλλοι κρέμονταν απ’ τις βάρκες και τρέμοντας πάλευαν να γλιτώσουν απ’ τον εφιάλτη. Κι εκεί πνίγηκαν σχεδόν όλοι όσοι μπήκαν στην βάρκα του Σπύρου Βλαχοπάνου, σχεδόν είκοσι άτομα. Κι ο θρήνος κι οι κραυγές του πνιγμού έσμιγαν με την βουή της φωτιάς και των όπλων που αφάνιζαν το Κομμένο.
Από αυτό που συμπεραίνεται, από τα λεγόμενα επιζώντων αυτοπτών μαρτύρων για ορισμένα περιστατικά, είναι ότι οι φονιάδες μεθούσαν με ναρκωτικές ουσίες για να είναι γρήγοροι στις αποφάσεις τους και όσο πιο αποτελεσματικοί στα πρωτόγονα ένστικτά τους.
Ούτε και την εκκλησιά της Παναγιάς δε σεβάστηκαν, αφού αφόδευσαν στην πύλη του Ιερού βήματος, πέταξαν στο πάτωμα του ναού τις εικόνες του τέμπλου και τα ιερά σκεύη.
Εκείνο το πρωινό της 16ης Αυγούστου, ο παπα-Λάμπρος πήγαινε στην εκκλησία έχοντας μαζί του το ευαγγέλιο, το θυμιατό και τα άμφια που χρησιμοποίησε την προηγούμενη μέρα για να τελέσει έναν γάμο. Ο παπα-Λάμπρος πιάστηκε από τους Γερμανούς και αφού τον βασάνισαν άγρια, τον σύρανε αιμόφυρτο στον προπυλώνα της εκκλησίας και τον εκτέλεσαν με μια σφαίρα στο μέτωπο. Αυτός ήταν και ο πρώτος της σφαγής του Κομμένου μαζί με το Ευαγγέλιο που βρέθηκε διάτρητο από σφαίρα σε μια γωνία, με ποτισμένες τις σελίδες του από το αίμα αυτού του τίμιου κληρικού.
Ο άλλος ιερέας του χωριού, που εφημέρευε στο ναό των Αγίων Ταξιαρχών στον Λουτρότοπο και που είχε έρθει στους συγγενείς του για το πανηγύρι, βρέθηκε κατακρεουργημένος και αιμόφυρτος και με βγαλμένα τα μάτια.
Με μια ειδική σκόνη που έριχναν στο πάτωμα και με μια πιστολιά έκαψαν τα περισσότερα σπίτια του χωριού, αφού πρώτα έπαιρναν ότι πολύτιμο υπήρχε μέσα.
Το θέαμα στο Κομμένο μετά την σφαγή ήταν φρικιαστικό. Παντού πτώματα απανθρακωμένα, ενώ η ατμόσφαιρα είχε την μυρωδιά από καμένες σάρκες. Η σήψη είχε ήδη αρχίσει και πολλά εντόσθια είχαν χυθεί στο έδαφος. Πολλά ανθρώπινα μέλη ήταν διασκορπισμένα από δω και από εκεί, ενώ τα σκυλιά οδηγημένα από το αίμα είχαν αρχίσει να τρώνε κομμάτια κρέας από διάφορα σώματα.
Γύρω στο απόγευμα της 16ης Αυγούστου ο Δημήτρης Αποστόλου, ένας νεαρός Κομμενιώτης, γύρναγε στο χωριό του και στο σπίτι του. Τα Γερμανικά στρατεύματα είχαν φύγει, μετά από 7 ώρες που κράτησε η επιδρομή. Στα απανθρακωμένα απομεινάρια των σπιτιών, δοκάρια καίγονταν ακόμη. Τα πτώματα είχαν αρχίσει να φουσκώνουν από την θερμότητα. Η κοιλιά μιας γυναίκας είχε σχισθεί και ένα κοτόπουλο είχε αρχίσει να σέρνει τα εντόσθια της κατά μήκος του δρόμου. Λίγο μετά που είδε αυτό, ο Αποστόλου λιποθύμησε.
Ένα δεκάχρονο αγόρι τότε, ο Αλέξανδρος Μάλιος, που έχασε όλη την οικογένειά του, θυμάται: "Σαν φτάσαμε κοντά στο σπίτι, ακόμα κάπνιζε. Απ’ έξω δεν μπορούσαμε να περάσουμε απ’ τους σκοτωμένους. Δεν είχες που να πατήσεις. Δρασκελίσαμε πάνω απ’ τα πτώματα και αντίκρισα τον πατέρα μου μ’ ένα μικρό παιδί μέσα στα αίματα. Οι άλλοι μέσα ήταν όλοι καμένοι. Έσκυψα, τον αγκάλιασα και λιποθύμησα. Τα είχαμε χαμένα και ζούσαμε σ’ ένα εφιαλτικό όνειρο, τόσο που δεν είχαμε την δύναμη να κλάψουμε".
Συνολικά 317 άνθρωποι ήταν τα θύματα του Κομμένου εκείνη την μέρα σ’ αυτήν την σφαγή, ίσως της πιο φριχτής που διαπράχθηκε στην Ελλάδα την περίοδο της Κατοχής.
Εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των πτωμάτων, οι δυστυχισμένοι Κομμενιώτες τα έθαβαν επιφανειακά με λίγο χώμα, σαν άλλες Αντιγόνες του Σοφοκλή, κάνοντας σπονδή με τα δάκρυα τους, στις αυλές και στους κήπους των σπιτιών.
Στην πλατεία του χωριού, τον Αύγουστο του 1946 οι κάτοικοι χτίσανε ένα καλλιμάρμαρο μνημείο που αναγράφονται τα ονόματα των 317 πατέρων, τέκνων και αδελφών.
Οι κάτοικοι, απομεινάρια ορφάνιας, λείψανα πένθους, γυμνοί από καθετί που συγκρατούσε άλλοτε την ζωή τους, πλούσιοι μόνο σε αναμνήσεις και σεβασμό, έκοψαν απ’ το ψωμί τους για να ανταποκριθούν στο χρέος της καρδιάς και στήσανε το μνημείο των ηρώων με δικά τους έξοδα! Χρέος που έπρεπε να το νομίσει δικό τους ολόκληρος ο λαός της Ελλάδος. Χρέος που έπρεπε προπάντων να βαρύνει το κράτος!
Το Κομμένο το εκτέλεσαν εν ψυχρώ οι Ναζί και το παρέδωσαν στις φλόγες χωρίς έλεος. Η τραγική σελίδα του Κομμένου μένει ζωντανή και καίει άσβηστη φλόγα στην μνήμη των 100 περίπου κατοίκων του που έζησαν την φρίκη και βρίσκονται ακόμη στην ζωή.
Το Κομμένο είναι μια διαρκής καταγγελία της βίας και της βαρβαρότητας. Είναι ένας ασίγαστος πόνος και μια διαμαρτυρία εναντίον κάθε μορφής βίας.
"Αυτοί που ξεχνάνε την ιστορία τους, είναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουν" George Santayana (Life of Reason, 1905)
****
Ομολογίες Γερμανών
Έντεκα χρόνια μετά την λήξη του πολέμου στην τότε Δυτική Γερμανία ανασυστάθηκε η «Εντελβάις» με το ίδιο διακριτικό ως επίλεκτη μονάδα της Μπούντεσβερ, του στρατού της Ο.Δ.Γερμανίας. Η μονάδα στελεχώθηκε από πρώην αξιωματικούς της χιτλερικής Μεραρχίας και 1.000 «παλαίμαχους» που είχαν πάρει μέρος στις σφαγές στην Ελλάδα και την Σερβία. Μάλιστα ένας από αυτούς, ο Καρλ Βίλχελμ Τίλο, που έγινε διοικητής της Μεραρχίας, έφτασε μέχρι το βαθμό του Αντιστράτηγου και αποστρατεύθηκε ως αναπληρωτής επιθεωρητής της Μπούντεσβερ, συμμετείχε στο επιτελείο της μονάδας που έκανε την σφαγή στο Κομμένο, ήταν ο εισηγητής και οργανωτής της επιχείρησης και κατηγορήθηκε για εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα και το Μαυροβούνιο.
Στρατιώτης Ότο Γκόλντμαν (18 χρόνων τότε, από τη Βιέννη): «Ήδη από την έναρξη της επιχείρησης συζητούνταν σε ολόκληρο το στρατόπεδο ότι κάποιος Αξιωματικός της μονάδας είχε δεχτεί πυρά στο χωριό, αλλά είχε καταφέρει να διαφύγει. Αμέσως αφότου κατεβήκαμε από το φορτηγό συγκεντρωθήκαμε και κάποιος Αξιωματικός της μονάδας μας έδωσε την διαταγή πως σ αυτή την επιχείρηση αντιποίνων δεν έπρεπε κανένας Έλληνας να εγκαταλείψει το χωριό ζωντανός. Ο Αξιωματικός μας είπε χαρακτηριστικά: Να θερίσουμε τους πάντες».
Δεκανέας Καρλ Ντεφρέγκερ: «Από την πλευρά των κατοίκων δεν υπήρξε καμία αντίσταση. Ούτε ένας πυροβολισμός δεν έπεσε προς το μέρος μας και δεν είχαμε τραυματίες. Θυμάμαι ακόμη ακριβώς ότι προσπάθησα να σώσω τέσσερα παιδάκια περίπου 3 έως 5 ετών. Τα έκρυψα κάτω από μια κουβέρτα. Δεν ξέρω αν τελικά ανακαλύφθηκαν αργότερα και εκτελέστηκαν».
Στρατιώτης Γιόζεφ Ριντλ:«Οι κάτοικοι του χωριού που προσπαθούσαν να διαφύγουν εκτελούνταν. Το ίδιο ίσχυε και για όσους κρύβονταν μέσα στα σπίτια. Ρίχναμε χειροβομβίδες μέσα στα σπίτια και μετά πυροβολούσαμε με καραμπίνες και αυτόματα όπλα μέσα από κλειδαμπαρωμένες πόρτες. Η επίθεση κράτησε αρκετές ώρες. Πολλά πτώματα κάηκαν μέσα στα σπίτια και η δυσοσμία ήταν αφόρητη».
Νοσοκόμος Γιόχαν Έκερ:«Ήδη από την είσοδο του χωριού άκουγα στρατιώτες να φωνάζουν ο ένας στον άλλο: Πυροβόλησε εσύ! Εγώ δεν μπορώ! Κουβαλάς πολυβόλο ή αυτόματο και είναι πιο εύκολο για σένα. Εγώ πρέπει να σημαδεύω!».
Υποδεκανέας Άντον Τσίγκλερ (απαντώντας σε ερώτηση πώς αισθανόταν μετά την σφαγή): «Είναι σαν να κόβεις χόρτα. Γίνεται πολύ γρήγορα. Μετά ησυχία. Καμία κραυγή, καμία αναστάτωση. Μετά ησυχάζεις! Βλέπω ακόμη και σήμερα τις γυναίκες και τα παιδιά που στήθηκαν μπροστά στον τοίχο, πως άρχισαν να ουρλιάζουν προσπαθώντας να κρυφτούν πίσω από τα τελάρα. Ήμουν τόσο ταραγμένος που θα αναγκαζόμουν να πυροβολήσω γυναικόπαιδα».
Άουγκουστ Ζάιτνερ:«Είδα τα πτώματα των πυροβολημένων να κείτονται στο χώμα. Ήταν όλοι νεκροί, δεν χωράει καμία αμφιβολία. Κάτι που μ έκανε πραγματικά να αηδιάσω ήταν πως ορισμένοι ασελγούσαν πάνω στα πτώματα. Είδα ο ίδιος στρατιώτες να χώνουν μπουκάλια μπίρας στα αιδοία των νεκρών γυναικών. Νομίζω πως είδα και πτώματα με βγαλμένα μάτια!».
Ο Ζάιτνερ απαντώντας στην ερώτηση αν οι συνάδελφοί του τοποθετούσαν στο στόμα βρεφών βαμβάκι ποτισμένο με βενζίνη και τα έκαιγαν απάντησε: «Είδα πράγματι παιδιά νεκρά τα οποία έφεραν στο πρόσωπο γύρω από την περιοχή του στόματος φρικτά εγκαύματα. Δεν γνωρίζω όμως εάν αυτό συνέβη ενόσω τα παιδιά ζούσαν ακόμη ή εάν κακοποιήθηκαν τα πτώματά τους».
Ούγκο Τούρι, Ιταλός, τότε επιλοχίας στην ιταλική Υπηρεσία Στρατιωτικών Πληροφοριών της μεραρχίας «Μοδένα» που έδρευε στην Άρτα. Βρέθηκε στο Κομμένο μία μέρα μετά την σφαγή: «Είδα νεκρά μωρά καρφωμένα στις πόρτες αχυρώνων!».
Μετά την σφαγή ήρθε η ώρα των λεηλασιών και του γλεντιού. Ο Άουγκουστ Ζάιτνερ κατέθεσε στις ανακρίσεις που έγιναν μεταπολεμικά: «Θα ήθελα να συμπληρώσω κάτι ακόμα που ρίχνει ένα χαρακτηριστικό φως στην όλη υπόθεση. Μετά το τέλος της επιχείρησης έγινε μεθοκόπι στο στρατόπεδο. Στο χωριό είχαν λαφυραγωγηθεί τρόφιμα και κρασί. Αυτό το κρασί το ήπιανε μέχρι τον πάτο και μερικοί συνάδελφοι ήρθαν στο κέφι…». Στην λαφυραγώγηση πρωτοστάτησαν οι αξιωματικοί της μονάδας.
Φραντς Τόμασιτς (Αυστριακός από το Γκρουίσλα, 19 ετών τότε): «Μετά μας είπαν πως μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας λάφυρα. Οι στρατιώτες όμως ήταν τόσο εξαντλημένοι, που δεν άγγιξαν σχεδόν τίποτα από τα πράγματα που βρίσκονταν ολόγυρα. Μόνον οι αξιωματικοί φόρτωσαν στα φορτηγά λαφυραγωγημένα χαλιά και άλλα αντικείμενα αξίας».
Πηγή: Περί Πάτρης