Από την 1η Νοεμβρίου 1940 ως την 9η Φεβρουαρίου 1941 οι βομβαρδισμοί στην Θεσσαλονίκη προξένησαν θύματα και υλικές καταστροφές, με πιο συνταρακτική και προκλητική την ζημιά που υπέστη η Αγία Σοφία από τις βόμβες των Ιταλών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Ευ. Χεκίμογλου, σκοτώθηκαν από τους βομβαρδισμούς 232 άτομα, τραυματίστηκαν 871, ενώ 864 οικογένειες επλήγησαν σοβαρά ιδίως στις περιφερειακές συνοικίες της πόλης και κυρίως στην περιοχή ανάμεσα στις οδούς Σοφούλη (τότε Αλλατίνι) και Εθνικής Αντιστάσεως (πρώην Γράμμου-Βίτσι και τότε Γεωργικής Σχολής), όπου και το αεροδρόμιο της Μίκρας. Βομβαρδίστηκαν επίσης οι συνοικισμοί Επταλόφου, Νεάπολης, Ξηροκρήνης, Συκεών κ.ά.
Διατηρώ ακόμη μνήμες από τις αφηγήσεις των γονιών μου για την δυστυχία που σκόρπισαν οι ιταλοί αεροπόροι, οι οποίοι χρησιμοποίησαν με δολιότητα Ελληνικά χρώματα στα αεροπλάνα τους, με αποτέλεσμα ο άμαχος πληθυσμός να πληρώσει με την ζωή του, καθώς παρακολουθούσε ανύποπτος στα πεζοδρόμια και στα καφενεία τα ιταλικά αεροπλάνα, πιστεύοντας ότι είναι Ελληνικά. Στην πόλη υπήρχαν πολλές πυκνοκατοικημένες περιοχές, όπου δεν υπήρχε ούτε ένα καταφύγιο! Ο κρατικός μηχανισμός και κυρίως οι κάτοικοι στις γειτονιές, προσπάθησαν να κατασκευάσουν καταφύγια ή ορύγματα, που όμως αποδείχθηκαν ανεπαρκή.
Και παραμένει αναπάντητο το ερώτημα: Γιατί, αν και ο πόλεμος ήταν αναμενόμενος, δεν υπήρξε καμιά σοβαρή προετοιμασία για να κατασκευαστούν στοιχειώδη, έστω καταφύγια σε όλη την πόλη;
Οι κάτοικοι στους περισσότερους συνοικισμούς της πόλης (Αγίας Φωτεινής, “151”, Αγίου Παύλου, Συκεών, Βαρόνου Χιρς, Βότση, Αρετσούς, Καλαμαριάς κ.ά.) ήταν ουσιαστικά ανυπεράσπιστοι!
Το παρακάτω απάνθισμα από πληροφορίες και μαρτυρίες, που έχουν αντληθεί από λογοτεχνικά κείμενα, προσφέρει στον αναγνώστη ένα ενδιαφέρον ταξίδι στην τοπογραφία και στα γεγονότα εκείνων των ημερών του 1940-41, που άλλαξαν τους ρυθμούς της ζωής στην Θεσσαλονίκη και έφεραν τους ανθρώπους της στην κόψη της ιστορίας.
“Οι Ιταλοί”, θυμάται η Ρ. Άσσερ-Πάρδο (“548 ημέρες μ’ άλλο όνομα. Θεσσαλονίκη 1943. Μνήμες Πολέμου, 1999), “βομβάρδισαν την Θεσσαλονίκη Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, μία, δύο και τρεις Νοεμβρίου 1940. Ζούσαμε τότε στο κέντρο της πόλης, στον δεύτερο όροφο της Τσιμισκή 35. Το λιμάνι ήταν πολύ κοντά. Οι βόμβες έπεφταν τριγύρω μας (…) Στους βομβαρδισμούς εκείνων των ημερών τα Ελληνικά αντιαεροπορικά κατέρριψαν ένα ιταλικό βομβαρδιστικό αεροπλάνο. Ο πιλότος έπεσε με αλεξίπτωτο στην ταράτσα του σπιτιού μας. Λαβωμένο, ίσως και σκοτωμένο, τον κατέβασαν από τις σκάλες τυλιγμένο σ’ ένα άσπρο σεντόνι. Ο θάνατος σεργιάνιζε κιόλας στο πλάι μας”.
Μνήμες από τους βομβαρδισμούς και τις αρνητικές επιπτώσεις τους στον ψυχισμό των κατοίκων της πόλης, διασώζει ο Γ. Βαφόπουλος:
“Βρισκόμουν στην Δημοτική Βιβλιοθήκη όταν σήμαναν οι σειρήνες του συναγερμού. Πριν καλά-καλά προλάβουμε να κατεβούμε στο ισόγειο του κτιρίου της ΧΑΝ, άρχισαν κιόλας να ακούγονται οι πρώτες εκρήξεις από τις βόμβες κι ολοένα τούτες πλησίαζαν και πάλι απομακρύνονταν κι ανακατώνονταν με τις άλλες εκρήξεις των αντιαεροπορικών τηλεβόλων (…) Έτρεξα στην βομβαρδισμένη περιοχή, όπου σπίτια είχαν γκρεμισθεί και πυρκαγιές είχαν ανάψει. Σε μια ζώνη που άρχιζε από την παραλία, εκεί κοντά στην πλατεία Αριστοτέλους και προχωρούσε λοξά προς την οδό Καρόλου Ντηλ και την πλατεία της Αγ. Σοφίας, τ’ αεροπλάνα του εχθρού είχαν αδειάσει όλες τις βόμβες τους! (…)
Τώρα που έβλεπα στην βομβαρδισμένη περιοχή γκρεμισμένους τοίχους, μπαλκόνια ξεριζωμένα και υπόγεια ανασκαμμένα, όπου είχε εκραγεί η βόμβα, αφού πέρασε τέσσερις ή πέντε πλάκες από μπετόν, έπαιρνα συνείδηση της τεράστιας δύναμης που ήταν εναποθηκευμένη στα φοβερά εκείνα μηχανήματα της καταστροφής (…) Σ’ όλο το διάστημα του πολέμου έτρεμα τους βομβαρδισμούς, κυριευμένος από το αλόγιστο αίσθημα του πανικού και σε κάθε μου βήμα επισήμαινα το πιο κοντινό καταφύγιο για να χωθώ μέσα, μόλις ακουγόταν το πρώτο ούρλιασμα της σειρήνας (…)
Τις πρώτες εκείνες μέρες των επιδρομών είχε παραλύσει η ζωή σ’ ολόκληρη την πόλη. Κι’ αυτές ακόμα οι επίσημες κρατικές αρχές, δεν είχαν την ψυχραιμία να δώσουν βοήθεια στο πανικοβλημένο πλήθος. Καταφύγια σχεδόν δεν υπήρχαν και τώρα συνεργεία από φοβισμένους εργάτες σκάβανε ορύγματα στις πλατείες (…) Στο υπόγειο της ΧΑΝΘ, όπου βρισκόταν η Δημοτική Βιβλιοθήκη, συνεργεία της Αεράμυνας έκτισαν ένα μεγάλο και ισχυρό καταφύγιο (…)
Ξαναβρήκε η πόλη τον χαμένο παλμό της κι όλοι τώρα δόθηκαν στην μεγάλη υπόθεση του πολέμου, που είχε κιόλας αρχίσει να στέλνει τα πρώτα μηνύματα της νίκης και φυσικά τους πρώτους τραυματίες του μετώπου (…) Περνούσαμε κάτω στο καταφύγιο της ΧΑΝΘ, μέσα στην σιωπή κάμποση ώρα, ώσπου ν’ αρχίσει το κροτάλισμα των αντιαεροπορικών τηλεβόλων του Λευκού Πύργου, αμφιβάλλοντας πάντα για την σιγουριά του καταφυγίου μας”.
“Είχαμε τα μάτια στον ουρανό”, θυμάται ο Ν. Μπακόλας. “Εάν η μέρα είχε ήλιο πολύ, υπήρχε κίνδυνος να ’ρθουν τα αεροπλάνα. Εάν ήταν συννεφιά, λέγαμε ‘Α, εντάξει. Σήμερα μπορούμε να είμαστε ήσυχοι’. Αυτό ήταν το πνεύμα στον πόλεμο. Ένας ενθουσιασμός, μια έξαρση, η οποία έπιανε όλους. Λαϊκούς ανθρώπους, διανοούμενους, όλους (…)”.
Τοῦ Γιώργου Ἀναστασιάδη
Ο Γιώργος Ολ. Αναστασιάδης, γεννήθηκε και ζει στην Θεσσαλονίκη. Είναι καθηγητής στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Διδάσκει Πολιτική και Συνταγματική Ιστορία της Ελλάδος. Στο πλούσιο συγγραφικό του έργο, που αναφέρεται και στην σύγχρονη ιστορία της Θεσσαλονίκης, αξιοποιεί τους ιστορικούς «θησαυρούς» που περιέχονται στις παλιές εφημερίδες, στις φωτογραφίες και την λογοτεχνία.
Πηγή: Αβέρωφ, Περί Πάτρης