Ήτανε λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα του ’43 στην Κέρκυρα. Βαρύς ο χειμώνας είχε φτάσει κείνην τη χρονιά.
Όλες οι μέρες, η μία μετά την άλλη ερχόντουσαν και φεύγανε γεμάτες σύννεφα, μια βροχή που ήτανε πολύ κρύα κι ένας αγέρας παγωμένος, που σφύριζε και έμοιαζε να μας τρυπάει μέχρι τα κόκαλα.Κι ήτανε κι η πείνα που έσφιγγε τα στομάχια μας κι έκανε το κρύο να φαντάζει ακόμη πιο φοβερό και να μας βασανίζει ακόμη πιο πολύ...
Δυο τρεις μήνες είχανε περάσει που οι Γερμανοί, μετά την σύρραξη που είχανε με τους Ιταλούς και αφού κάψανε την πόλη, καταλάβανε όλο το νησί και η ζωή όλων μας έγινε τρομερά δύσκολη. Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορεί κανείς να βρει για να φάει. Όσο κι’ αν έψαχνε σε όλη την αγορά ήταν αδύνατο να βρει κάτι φαγόσημο.Οι πιο πολλοί από τους κατοίκους ξεκινούσαν χαράματα με την ανατολή του ήλιου, τριγυρνούσαν όλα τα γύρω χωριά και πρόσφεραν στους χωρικούς ρούχα, χρυσαφικά και ό,τι άλλο διέθεταν με αντάλλαγμα οτιδήποτε που να μπορούσε να λιγοστέψει την πείνα τους.
Για μας τα παιδιά το μαρτύριο ήταν ανυπόφορο. Μάταια γυρίζαμε όλη μέρα στις διάφορες γειτονιές και ψάχναμε τους ντενεκέδες με τα σκουπίδια. Ποιος πετούσε σκουπίδια κείνη την εποχή;
Με το γέρμα του ήλιου, αποκαμωμένοι γυρνούσαμε στα σπίτια μας για να δούμε το θλιμμένο πρόσωπο της μάνας μας με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα να μας κοιτάζει αμίλητη μην έχοντας ούτε τη δύναμη να μας πει ότι δεν έχει τίποτε να μας δώσει να φάμε.
Ερχόταν κάποια στιγμή κι ο πατέρας. Μαζευόμαστε όλα γύρω του και τον κοιτάζαμε στα μάτια καρτερώντας μήπως ανοίξει κάποια τσέπη του και μας δώσει κάτι τις. Κι η νύχτα μας περνούσε προσπαθώντας να ξεχάσουμε την πείνα μας παραδομένοι στον ύπνο.
Κάπως έτσι φτάσαμε και στην παραμονή των Χριστουγέννων κείνη τη χρονιά. Χαράματα σηκώθηκε κείνο το πρωινό ο πατέρας και μόλις ήρθε η ώρα που επιτρεπόταν η κυκλοφορία τον είδαμε να βάζει στις τσέπες του κάποια πράματα και ανοίγοντας την πόρτα χάθηκε μέσα στο πρώτο πρωινό φως της μέρας.
Γύρισε το βράδυ σαν είχε αρχίσει να απλώνεται το σκοτάδι. Στα χέρια του κρατούσε σφιχτά μια σακούλα μεγάλη και οι τσέπες του αρκετά φουσκωμένες έμοιαζαν στα μάτια μας σαν να έκρυβαν μέσα τους κάποιο θησαυρό.
Μαζευτήκαμε όλοι γύρω του και περιμέναμε κοιτάζοντας τον στα μάτια. Κι αυτός, αφού μας χάιδεψε για λίγο έβγαλε από τις τσέπες του λίγα ξερά σύκα και μας έδωσε από ένα!
- Κατάφερα να βρω λίγο καλαμποκάλευρο, είπε με κουρασμένη τη φωνή του στη μάνα μας. Μου δώσανε και λίγο λάδι.
Σταμάτησε για λίγο. Χαμήλωσε τη φωνή του...
- Δυο δαχτυλίδια για το λάδι και τα τρία βραχιόλια για το καλαμποκάλευρο.Η μητέρα μου δεν μίλησε. Προσπάθησε μόνο να κρύψει κάποιο δάκρυ της αλλά δεν τα κατάφερε.
Την άλλη μέρα, ανήμερα Χριστούγεννα, πήρε να μαγειρέψει. Ανακάτεψε το καλαμποκάλευρο με νερό, έριξε μέσα και λίγο λάδι και το έβαλε στο τηγάνι. Σαν έδειξε πως ψήθηκε κείνο το παράξενο κατασκεύασμα, το έβγαλε από το τηγάνι, το έκοψε σε κομμάτια και καθίσαμε όλοι γύρω από το τραπέζι. Ποτέ μας δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε τι ήτανε εκείνο που φάγαμε κείνα τα Χριστούγεννα της Κατοχής. Όμως για κάποιες ώρες το στομάχι μας έμοιαζε να είναι γεμάτο...
Πηγή: Αβέρωφ, Περί Πάτρης