«Η μάχη της Κρήτης, την εποχή που διεξήχθη, υπήρξε μοναδική από πολλές απόψεις. Τίποτα όμοιο με αυτή δεν είχε συμβεί έως τότε.»
Winston Churchill
Εισαγωγή
Ως «Μάχη της Κρήτης» είναι γνωστή μια σειρά αεροναυτικών και χερσαίων συγκρούσεων που έλαβαν χώρα τον Μάιο του 1941 στη νήσο Κρήτη μεταξύ των Γερμανών που επεδίωκαν να την καταλάβουν και των δυνάμεων της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και της Ελλάδας που την υπεράσπιζαν. Η μάχη ήταν ιστορική και είχε ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, μεταξύ αυτών και τη μαζική συμμετοχή του πληθυσμού στις μάχες κατά του εισβολέα.
Το ιστολόγιο «Βελισάριος » τιμά την επέτειο της Μάχης με ένα κείμενο που δεν θα κάνει μία ακόμη ανασκόπηση των γνωστών γεγονότων εκείνων των ημερών, αλλά θα ασχοληθείμε έναζήτημα που απασχόλησε πρόσφατα την κοινή γνώμη.Σκοπός του κειμένου που ακολουθεί είναι η διατύπωση ενός αντίλογου στην ατεκμηρίωτη και προκλητική απόπειρα αναθεώρησης των καθιερωμένων που επιχειρεί ο καθηγητής Χάιντς Ρίχτερ στο πολύκροτο βιβλίο του για τη Μάχη.
Το βιβλίο του Γερμανού ιστορικού Χάιντς Ρίχτερ (Heinz Richter) «Η Μάχη της Κρήτης« (Εκδόσεις Γκοβόστη, 2011, τίτλος γερμανικού πρωτοτύπου: «Επιχείρηση Ερμής: Η Κατάκτηση της Νήσου Κρήτης τον Μάιο του 1941») εξιστορεί τη Μάχη της Κρήτης από γενική ιστορική άποψη, αφιερώνοντας σημαντικό μέρος του στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, ιδίως από την οπτική γωνία της γερμανικής πλευράς. Επιπλέον, το βιβλίο ασχολείται με το θέμα των ευθυνών των αντιπάλων, τόσο σε ό,τι αφορά το πολιτικό επίπεδο της σύγκρουσης όσο σε ό,τι αφορά τα εγκλήματα πολέμου που διεπράχθησαν κατά τις επιχειρήσεις.
Η ελληνική έκδοση του βιβλίου απέκτησε ευρεία δημοσιότητα στην Ελλάδα λόγω της ποινικής δίωξης που ασκήθηκε στον συγγραφέα για «άρνηση εγκλημάτων του ναζισμού σε βάρος του κρητικού λαού με υβριστικό περιεχόμενο» και της συνακόλουθης δίκης στο Πρωτοδικείο Ρεθύμνου. Η δίκη κατέληξε στην αθώωση του Ρίχτερ επί τη βάσει της απόφανσης του δικαστηρίου περί αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 2 του Νόμου 4285/14 στο οποίο είχε βασιστεί η άσκηση της ποινικής διώξεως, χωρίς η απόφαση του δικαστηρίου να αποφανθεί για την ουσία των όσων αναφέρονται στο επίμαχο βιβλίο.
Αποτελεί πεποίθησή μας ότι το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου -τηρουμένων στοιχειωδών κανόνων- είναι απαραβίαστο, και ότι οποιοσδήποτε, και κατά μείζονα λόγο οι ιστορικοί επιστήμονες, θα πρέπει να απολαμβάνουν το δικαίωμα να εκφράζουν και να δημοσιοποιούν τις απόψεις τους ελεύθερα. Ως εκ τούτου, είμαστε κατ’ αρχήν αντίθετοι στην άσκηση ποινικής διώξεως κατά του συγγραφέως.
Ταυτόχρονα, αποτελεί επίσης πεποίθησή μας πως οτιδήποτε δημοσιεύεται, υπόκειται σε κριτική. Υπό αυτή την έννοια και για να θέσουμε ευθύς εξ αρχής το ζήτημα, το βιβλίο «Η Μάχη της Κρήτης» του Ρίχτερ αποτελεί, ειδικά για το ελληνικό κοινό, μια απόπειρα αναθεώρησης της κρατούσας άποψηςπου προκάλεσε δικαιολογημένες αντιδράσεις (αναφέρομαι στις κόσμιες) στην Ελλάδα.
Κατ’ αρχάς το βιβλίο, σε γενικές γραμμές, δεν αποκρύπτει τα ιστορικά γεγονότα αλλά στην ανάλυσή του σχετικά με τα θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος μεροληπτεί σχεδόν απροκάλυπτα. Προσδίδει υπερβολικές διαστάσεις σε σχετικά μεμονωμένα περιστατικά προκειμένου να τα εξισώσει με μείζονα και τεκμηριωμένα γερμανικά εγκλήματα πολέμου, παρουσιάζει ουσιώδη στοιχεία της Μάχης με τρόπο ώστε να «προκύψουν» ατεκμηρίωτα συμπεράσματα και αναφέρεται με προδήλως υποτιμητικό τρόπο στους πολίτες της Κρήτης που υπεράσπισαν το νησί τους δίπλα στις τακτικές δυνάμεις του Ελληνικού Κράτους και των Συμμάχων τους. Γενικά αναφέρεται παραπειστικά στις συνθήκες της Μάχης ώστε να αποδώσει στις δύο «ξένες» αντίπαλες πλευρές της Μάχης, τους Βρετανούς και -κυρίως- τους Γερμανούς, τη διεξαγωγή ενός γενικά «ιπποτικού» πολέμου, τον οποίο υποτίθεται ότι αμαύρωσε η «άγρια και πρωτόγονη» συμμετοχή των γηγενών Κρητών πολιτών που υποκινήθηκαν σε αυτή από ξένους. Αν και αποδίδει έτσι μέρος των ευθυνών και στον Βρετανικό παράγοντα, συνολικά επιχειρεί να εξισώσει τον ιστορικό θύτη με το ιστορικό του θύμα ώστε να αναδείξει τους γερμανούς αλεξιπτωτιστές ως πολεμιστές που όπως λέει «έδωσαν το καλύτερο που μπορούσαν και ρίσκαραν την ζωή τους χωρίς να έχουν συνείδηση των κινήτρων» και τελικά να τους αθωώσει από τις κατηγορίες εγκλημάτων, για τα οποία ισχυρίζεται ότι φταίνε πρωτίστως οι Κρήτες άτακτοι.
Στο κείμενο που θα ακολουθήσει, θα επισημάνω τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει το ιστορικό υλικό με τρόπο ώστε να αποδίδονται οι ευθύνες στους Κρήτες ατάκτους και τελικά, όπως προαναφέρθηκε, να φτάσει στην ηθική απαλλαγή των γερμανικών δυνάμεων από τα εγκλήματα που διέπραξαν. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι αναφορές τόσο του συγγραφέα όσο και ο αντίλογός μου δεν αφορούν στο αντάρτικο που παρουσιάστηκε στην Κρήτη κατά την διάρκεια της Κατοχής, αλλά την ίδια τη Μάχη της Κρήτης.
Οι Βασικές Αναθεωρητικές Θέσεις του Βιβλίου «Η Μάχη της Κρήτης»
Στο βιβλίο του Ρίχτερ και κυρίως στα τελικά του συμπεράσματα σε ότι αφορά στην σύγκρουση του πληθυσμού με τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, εμφανίζονται οι εξής βασικές θέσεις:
- Υποστηρίζεται ότι η συμμετοχή Κρητών πολιτών στη Μάχη της Κρήτης ήταν κυρίως αποτέλεσμα της υποκίνησής τους από τις Βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες, και ιδιαίτερα στη δράση του Βρετανού πράκτορα της Special Operations Executive (S.O.E– Υπηρεσία Ειδικών Επιχειρήσεων) Τζων Πέντλμπερυ (JohnPendlebury).
- Χαρακτηρίζεται η συμμετοχή των Κρητών πολιτών σε μάχες ως «ανταρτοπόλεμος», και οι Κρήτες πολίτες ως «αντάρτες» και όχι «άτακτοι», διαστρέβλωση που, όπως θα εξηγηθεί, έχει ιδιαίτερη σημασία.
- Υποστηρίζεται ότι οι Κρήτες άτακτοι, τουλάχιστον στη μεγάλη πλειοψηφία τους, απέφευγαν τις μάχες κατά των Γερμανικών δυνάμεων και κυρίως επιδίδονταν στην εξόντωση «αβοήθητων» και τραυματιών Γερμανών, κι εν συνεχεία σκύλευαν τα πτώματά τους. Αυτή η -προφανώς προσβλητική για τους Κρητικούς- κατηγορία που βασικά παραποιεί τα γεγονότα, αποτυπώνεται στο βιβλίο ως το γενικό συμπέρασμα για τους Κρήτες ατάκτους.
- Υποστηρίζεται ότι αυτή η «εγκληματική», όπως χαρακτηρίζεται, δράση των Κρητών ατάκτων υπήρξε μια παραφωνία σε έναν γενικά «ιπποτικό» αγώνα που διεξήχθη μεταξύ των δυνάμεων της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και των Γερμανικών δυνάμεων – ενώ στις τακτικές Ελληνικές δυνάμεις γίνεται φευγαλέα αναφορά.
- Υποστηρίζεται ότι αυτή η «εγκληματική», όπως χαρακτηρίζεται, δράση των Κρητών ατάκτων υπήρξε το κύριο αίτιο που εν συνεχεία, μετά τη Μάχη, προκάλεσε τα εγκλήματα της γερμανικής πλευράς, ως αναπόφευκτη, εύλογη, και, αποδεκτή κατά την εποχή εκείνη, ανταπόδοση.
- Υποστηρίζεται ότι τα εγκλήματα πολέμου της Γερμανικής πλευράς υπήρξαν περιορισμένα, μεμονωμένα και τους έχει αποδοθεί αδικαιολόγητη έκταση και προβολή, ενώ η ηγεσία των Γερμανών αλεξιπτωτιστών προσπάθησε να τα περιορίσει.
- Τέλος, μια παράλειψη στο βιβλίο του Ρίχτερ είναι τόσο ουσιώδης που φαίνεται να αποτελεί θέση του συγγραφέα. Ενώ το βιβλίο ασχολείται ιδιαίτερα με το ζήτημα των ευθυνών, δεν υπάρχει η εύλογη αναγνώριση ότι το 1941 οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις υπήρξαν στην περίπτωση της Ελλάδος γενικά και της Κρήτης ειδικά, ένας απρόκλητος επιτιθέμενος που κατέκτησε τη Χώρα, φέροντας έτσι την βασική ευθύνη για τις όποιες συνέπειες. Ιδιαίτερα για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό η καίρια αυτή παράλειψη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την καταστροφή που συνολικά προκάλεσε η γερμανική επίθεση, είναι προκλητική.
Στο κείμενο που ακολουθεί, θα εξηγηθεί αναλυτικά ότι οι θέσεις αυτές είναι ανακριβείς και προκύπτουν από μεθοδευμένη παρουσίαση γεγονότων, ατεκμηρίωτες αναφορές, λάθη και παραλείψεις που δεν δικαιολογούνται σε σύγγραμμα πανεπιστημιακού συγγραφέα.
Συγκεκριμένα, θα εξηγηθεί ότι:
- Η σχεδόν πάνδημη συμμετοχή των Κρητών στη Μάχη της Κρήτης αποτέλεσε αφ’ ενός τη φυσική εκδήλωση της μακράς και, κατά το 1941, ζώσας πολεμικής παράδοσης των Κρητών στην αντίσταση εναντίον ξένων κατακτητών, αφ’ ετέρου αποτέλεσμα της εγκληματικής επίθεσης που δέχτηκε η Κρήτη στο πλαίσιο της απρόκλητης γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα, ενώ ο ρόλος της βρετανικής S.O.E. και του πράκτορα Πέντλμπερυ ήταν πρακτικά ελάχιστης σημασίας.
- Οι Κρήτες πολίτες κατά τη Μάχη της Κρήτης αποτελούσαν ατάκτους στρατιώτες του Ελληνικού Κράτους και όχι (ακόμη) αντάρτες, γεγονός με νομική και ιστορική σημασία, όπως θα εξηγηθεί.
- Οι Κρήτες άτακτοι λάμβαναν μέρος στις κρίσιμες πολεμικές επιχειρήσεις με εξαιρετική γενναιότητα και τις επηρέασαν κατά ουσιώδη τρόπο.
- Οι μεταξύ Γερμανών και Βρετανών, Αυστραλών και Νεοζηλανδών συγκρούσεις δεν υπήρξαν τόσο «ιπποτικές» όσο ισχυρίζεται ο συγγραφέας, με προφανή σκοπό να τις αντιδιαστείλει προς τα «εγκλήματα» των Κρητών. Μεμονωμένες ακρότητες που κατά τη διάρκεια της Μάχης σημειώθηκαν εκ μέρους των Κρητών ήταν αναλογικά μάλλον μικρότερης έκτασης από ευρύτερες ακρότητες και παραβιάσεις των κανόνων του πολέμου που σημειώθηκαν τόσο από τους Γερμανούς και τους Βρετανούς στις μεταξύ τους συγκρούσεις όσο από Γερμανικής πλευράς έναντι των Κρητών πολιτών.
- Τα εγκλήματα των Γερμανικών δυνάμεων κατά των Κρητών πολιτών αμέσως μετά τη Μάχη δεν υπήρξαν «αντίποινα για εγκληματική δράση» των τελευταίων, αλλά εγκλήματα πολέμου που οφείλονταν περισσότερο στην οργή των γερμανικών δυνάμεων για τις δυσχέρειες και τις απώλειες που υπέστησαν από ένα αντίπαλο που σύμφωνα με τις προβλέψεις και τις αντιλήψεις τους, δεν θα έπρεπε να έχει εμφανιστεί στη Μάχη. Έτσι, η επίκληση «εγκλημάτων» που είχαν τελεστεί από τους Κρήτες άτακτους υπήρξε κατά βάση προσχηματική.
- Τα εγκλήματα των Γερμανικών δυνάμεων έναντι του κρητικού πληθυσμού τόσο κατά την διάρκεια όσο και αμέσως μετά τη Μάχη της Κρήτης -και πριν την έναρξη του αντάρτικου- υπήρξαν εκτεταμένα και με βάση διαταγές της ηγεσίας τους.
Για τους λόγους αυτούς, η προσπάθεια που γίνεται στο βιβλίο του Ρίχτερ ώστε τελικά να δικαιολογηθούν τα γερμανικά εγκλήματα πολέμου στην Κρήτη με πρόσχημα τα «εγκλήματα» των θυμάτων τους είναι τόσο ατεκμηρίωτη που θίγει δικαιολογημένα τους Κρητικούς που αισθάνονται υπερήφανοι για τους αγώνες τους αλλά και γενικά τους Έλληνες.
Προκαταρκτική Παρατήρηση: η Ελληνική Συμμετοχή στη Μάχη της Κρήτης
Η συμμετοχή ελληνικών δυνάμεων στην Μάχη της Κρήτης αφορούσε κατ’ αρχάς τακτικά στρατεύματα που δημιουργήθηκαν εκ των ενόντων λίγο πριν την κατάληψη της Ελλάδος από τους Γερμανούς και εστάλησαν βιαστικά στην Κρήτη όπου ανασυγκροτήθηκαν. Αυτά ήταν 8 -ελλιπέστατα από κάθε πλευρά- τάγματα νεοσυλλέκτων (επισήμως «Συντάγματα») και 3 έμπεδα τάγματα ακόμα μικρότερης ισχύος. Οι δυνάμεις αυτές επανδρώνονταν από στρατευσίμους προερχόμενους κατά κύριο λόγο από την ήδη κατακτημένη ηπειρωτική χώρα (Μακεδονία, Θράκη κλπ), ενώ η ηγεσία τους σε μεγάλο βαθμό ήταν αξιωματικοί κρητικής καταγωγής. Επιπλέον, εστάλησαν μικρές δυνάμεις της Βασιλικής Χωροφυλακής και κυρίως η Σχολή Χωροφυλακής, που ήταν και η μόνη κάπως καλά οπλισμένη ελληνική μονάδα στο Νησί. Τέλος, άξια ιδιαίτερης αναφοράς είναι η παρουσία επίσης της Ιης Τάξης της Σχολής Ευελπίδων που αποφάσισε με πρωτοβουλία των ιδίων των Ευελπίδων να μεταβεί εθελοντικά στην Κρήτη για να πολεμήσει.
Διευκρινίζεται εδώ ότι η συνθηκολόγηση του Αντιστράτηγου Τσολάκογλου στην Ήπειρο την 21-23 Απριλίου 1941 αφορούσε και δέσμευε μόνο τις δυνάμεις Ηπείρου και Μακεδονίας και όχι το σύνολο του Ελληνικού Στρατού, για το οποίο άλλωστε δε διέθετε καμία εξουσία ή εξουσιοδότηση.
Οι τακτικές Ελληνικές δυνάμεις, παρά τις πολύ μεγάλες ελλείψεις τους σε κάθε τομέα, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην Μάχη της Κρήτης. Ο Ρίχτερ αναφέρεται ελάχιστα σε αυτές, με πλέον χαρακτηριστική την παράλειψη αναφοράς των ελληνικών δυνάμεων στην απόκρουση της γερμανικής επίθεσης στο Ηράκλειο την 21η Μαΐου 1941. Κατ’ εξαίρεση αναφέρει την εξαιρετική δράση του 8ου Τάγματος Νεοσυλλέκτων στον Αλικιανό Χανίων, του οποίου άλλωστε ο αγώνας στην Μάχη της Κρήτης έχει επισύρει τα εγκωμιαστικά σχόλια της σχετικής διεθνούς βιβλιογραφίας – πλην της γερμανικής.
Εκτός όμως των τακτικών δυνάμεων, στην Μάχη της Κρήτη συμμετείχε και σημαντικό μέρος του πληθυσμού, παρόλο που δεν διέθετε παρά ελάχιστα όπλα και παρ’ όλο που οι Κρήτες στρατεύσιμης ηλικίας που πολεμούσαν στο Μέτωπο της Αλβανίας με την Vη Μεραρχία του Ελληνικού Στρατού, βρίσκονταν αποκλεισμένοι στην ηπειρωτική χώρα. Η συμμετοχή του πληθυσμού στη μάχη αφορούσε κυρίως την συγκρότηση και δράση πολυάριθμων και μικρών κατά βάση ομάδων, στις οποίες συμμετείχαν ακόμα και γυναίκες, γέροντες και παιδιά. Οι σχετικές προετοιμασίες είχαν ξεκινήσει από τον Δεκέμβριο του 1940 στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας του Υπουργείου Στρατιωτικών για όλη την Ελλάδα να συγκροτηθεί Πολιτοφυλακή από άνδρες παλαιοτέρων κλάσεων. Για την Κρήτη προβλεπόταν η συγκρότηση αποσπασμάτων από 3.150 άνδρες που αργότερα μειώθηκαν σε 1.500. Η ευθύνη της οργάνωσης και μερικώς της στελέχωσης ανετέθη στην Χωροφυλακή ενώ ο οπλισμός που απουσίαζε τελείως (ο Ελληνικός Στρατός είχε μεγάλη έλλειψη) θα χορηγείτο από τους Βρετανούς που είχαν και στρατιωτικές δυνάμεις στο νησί.
Τελικώς η εξεύρεση οπλισμού απεδείχθη ανυπέρβλητο εμπόδιο, γεγονός που μαζί με τις απαιτήσεις για την άμυνα της Ελλάδος έναντι της Γερμανίας τον Απρίλιο του 1941 και εν συνεχεία την κατάρρευση, δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση της συγκρότησης της Πολιτοφυλακής. Στις αρχές Μαΐου 1941, οι κρατικές υπηρεσίες στην Κρήτη εξέδωσαν εκ νέου διαταγές για τη συγκρότηση «Λόχων Πολιτοφυλάκων» με σκοπό μεταξύ άλλων και την «αποφυγήν ενδεχομένης ενέργειας αλεξιπτωτιστών«. Σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης είχε διαταχθεί «η απόκρουσης αυτής δια παντός μέσου και πάσης θυσίας«. Οι αρχηγοί ομάδων και διμοιριών θα ήταν «παλαιοί Οπλαρχηγοί» και οι διοικητές των Λόχων Πολιτοφυλακής θα ήταν αξιωματικοί, όμως το κυριότερο ζήτημα παρέμεινε η έλλειψη οπλισμού.
Οι πολιτοφύλακες τελικά βρέθηκαν μέσα στις ομάδες ατάκτων ποικίλης σύνθεσης και οργάνωσης με τις οποίες ξεκίνησε η μάχη. Η ηγεσία των ομάδων περιελάμβανε παλαιούς καπετάνιους, έφεδρους και μόνιμους αξιωματικούς στρατού και χωροφυλακής, ακόμα και ηγούμενους και αρχιμανδρίτες – μάλιστα η παρουσία μάλιστα ιερωμένων στις ένοπλες ομάδες προξένησε μεγάλη εντύπωση στους γερμανούς στρατιωτικούς. Σε δύο-τρεις από τις δεκάδες περιπτώσεις, οι αρχηγοί σωμάτων ήταν άγγλοι αξιωματικοί. Οι περισσότερες ομάδες ήταν αρχικά εξοπλισμένες πρόχειρα, με πολύ παλαιά όπλα (γκράδες, κυνηγητικά όπλα κλπ) και γεωργικά εργαλεία, αλλά πολύ γρήγορα εξοπλίστηκαν με κυριευμένα γερμανικά όπλα. Επίσης, άλλα τμήματα του πληθυσμού παρείχαν κάποια στοιχειώδη υποστήριξη -κυρίως σε τρόφιμα και μεταφορές- για τους Έλληνες μαχητές, τακτικούς και ατάκτους.
Όπως είναι φυσικό οι ομάδες Κρητών ατάκτων συνεργάστηκαν στενά με τις τακτικές ελληνικές μονάδες που άλλωστε είχαν σε σημαντικό βαθμό στελεχωθεί με κρητικούς αξιωματικούς μιας και οργανώθηκαν στην Κρήτη. Στενότατη ήταν επίσης η σύνδεση των συμμετασχόντων πολιτών με τα τοπικά τμήματα της Βασιλικής Χωροφυλακής, μια στρατιωτική σε κάποιο βαθμό υπηρεσία με μεγάλη παράδοση στην Κρήτη. Άλλωστε η ευθύνη αρχικά της πολιτοφυλακής είχε ανατεθεί στην Χωροφυλακή.
Οι θέσεις και η κριτική του Ρίχτερ για αυτή τη μεγάλη συμμετοχή πολιτών σε μάχες εναντίον του γερμανού εισβολέα, καθώς και η «κατανόηση» που τελικά δείχνει στα σκληρά γερμανικά αντίποινα, αποτελούν και το πλέον επίμαχα για το ελληνικό κοινό στοιχεία του βιβλίου του.
Στη συνεχεία θα εξεταστούν αναλυτικά οι επίμαχες θέσεις του συγγραφέα σχετικά με τη Μάχη της Κρήτης.
Σημείο 1ο: Τα αίτια της συμμετοχής των Κρητών πολιτών στη Μάχη της Κρήτης
Ο συγγραφέας προκειμένου να ερμηνεύσει την ευρεία συμμετοχή Κρητών πολιτών στη Μάχη της Κρήτης την αποδίδει κυρίως στην υποκίνησή τους από τις Βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες, και ιδιαίτερα στη δράση του Βρετανού πράκτορα της Special Operations Executive (S.O.E–Υπηρεσίας Ειδικών Επιχειρήσεων) Πέντλμπερυ (JohnPendlebury).
Προκειμένου να «αποδείξει» ότι η στάση αυτή των Κρητών δεν καθορίστηκε απλώς από την φιλοπατρία τους, ο Ρίχτερ αντιπαραβάλει το παράδειγμα των Σέρβων, οι οποίοι κατά τον Β’ Π.Π. είχαν ένα από τα μεγαλύτερα ανταρτικά κινήματα της Ευρώπης. Διαπιστώνοντας ότι ακόμη και στη Σερβία, οι παρτιζάνοι συγκροτήθηκαν και ξεκίνησαν τη δράση τους πολλούς μήνες μετά την κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας, ενώ οι Κρητών «αντάρτες» συμμετείχαν αμέσως στην μάχη της Κρήτης, συμπεραίνει ότι οι τελευταίοι προφανώς είχαν οργανωθεί εκ των προτέρων. Η «οργάνωση» αυτή αποδίδεται κυρίως στην καθοριστική εμπλοκή του βρετανικού παράγοντα ο οποίος αφ’ ενός προπαγάνδισε στον πληθυσμό μια αγγλόφιλη στάση, αφ’ ετέρου προετοίμασε την ενεργό συμμετοχή των πολιτών χρησιμοποιώντας ελληνομαθείς Άγγλους πράκτορες.
Η ερμηνεία αυτή του Ρίχτερ που αποδίδει τη συμμετοχή των κατοίκων της Κρήτης στην αντίσταση κατά της Γερμανικής εισβολής κυρίως σε ξένους πράκτορες, ηθελημένα ή αθέλητα, αγνοεί βασικά δεδομένα. Ας τα δούμε:
α. Κατ’ αρχάς, ο συγγραφέας δείχνει να αγνοεί ότι στην Κρήτη υπήρχε μια μακρότατη παράδοση συγκρότησης ομάδων ατάκτων που πολεμούσαν τους κατακτητές του νησιού και αργότερα τους εχθρούς της Ελλάδος, παράδοση η οποία το 1941 δεν είναι μακρινή θεωρητική ανάμνηση αλλά ζώσα και ακμαία πραγματικότητα. Στην Κρήτη του 1941, μεγάλο μέρος των ανδρών άνω των 45 ετών, εκτός από τις πολεμικές εμπειρίες των πολέμων μέχρι και το 1922, είχε συμμετάσχει (ώς πρωτοπόροι μάλιστα) και στα πολυάριθμα ένοπλα σώματα του Μακεδονικού Αγώνα. Αργότερα 3.550 Κρήτες εθελοντές (πέραν των επιστρατευμένων τακτικών μονάδων) μετείχαν στα 77 ένοπλα σώματα στα οποία έδρασαν ώς «πρόσκοποι» κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Η τόσο μαζική συμμετοχή Κρητών σε ένοπλα σώματα ήταν εκπληκτική αν σκεφτούμε ότι όλα αυτά γίνονταν μακριά από το νησί τους, ενώ η Κρήτη είχε ήδη απελευθερωθεί και δενανήκε ακόμα επίσημα στο Ελληνικό Κράτος. Βέβαια η μαχητική παρουσία Κρητών ατάκτων των ετών 1903-1912 ήταν η άμεση συνέχεια της παραδοσιακής συμμετοχής πολιτών στον αγώνα εναντίον των Οθωμανών, ειδικά στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η Κρήτη βρισκόταν σχεδόν μονίμως σε επαναστατική έγερση. Έτσι, το 1941 οι μεγαλύτεροι σε ηλικία Κρήτες είχαν λάβει μέρος στις ένοπλες επαναστάσεις του 1895-97 και στο κίνημα του 1905 για την Απελευθέρωση και την Ένωση με την Ελλάδα.
Η Κρήτη λοιπόν, δεν ήταν απλώς μία από τις περιοχές του Ελληνισμού με ισχυρότατη πολεμική παράδοση, όπως η Μάνη, η Ρούμελη, ο Πόντος, το Σούλι κλπ, αλλά είναι μία περιοχή που το 1941 η παράδοση αυτή, για ιστορικούς λόγους, δεν έχει ξεθωριάσει αλλά παραμένει ζωντανό βίωμα του πληθυσμού, ενώ στο νησί υπάρχουν και δραστηριοποιούνται παλαιοί εμπειρότατοι πολεμιστές όπως ο Παύλος Γύπαρης κλπ. Με απλά λόγια, στην Κρήτη ο κόσμος είναι πολύ πιο έτοιμος από οπουδήποτε αλλού στην Ελλάδα ή στην Ευρώπη να λάβει αυθόρμητα τα όπλα, χωρίς να περιμένει να οργανωθεί από κρατικές αρχές. Προετοιμασίες υπήρξαν, αλλά αυτές ανταποκρίνονταν στην πηγαία επιθυμία για συμμετοχή ενός πληθυσμού που καθόλου δεν χρειαζόταν υπόδειξη για κάτι τέτοιο.
β. Κατά δεύτερον, όταν ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με δυσπιστία την ετοιμότητα των Κρητών να συμμετάσχουν άμεσα στην άμυνα του νησιού τους τον Μάιο του 1941, υπονοεί ότι μέχρι τότε το νησί ζούσε σε ειρηνική περίοδο και δε θα μπορούσε να περιπέσει σε πολεμικό πυρετό τόσο γρήγορα. Κι αυτό, γιατί στο βιβλίο του Ρίχτερ ο πόλεμος για τους Κρητικούς φαίνεται να ξεκινά τον Μάιο του ’41.
Έτσι όμως ο συγγραφέας φαίνεται να αγνοεί ότι και η Κρήτη βρίσκεται σε πόλεμο με τους Ιταλούς συμμάχους των Γερμανών από τον Οκτώβριο του 1940 και φυσικά με τους ίδιους τους Γερμανούς από τις αρχές του Απριλίου του 1941. Εκτός από βαρείεςανθρώπινες απώλειες που υπέφεραν στο Αλβανικό Μέτωπο με την Vη Μεραρχία Κρητών και τις υλικές ελλείψεις που ο πόλεμος έχει επιφέρει στο νησί, οι Κρητικοί από τα τέλη Απριλίου 1941 δεν είχαν πλέον νέα και από τα στρατευμένα παιδιά και τα αδέρφια τους. Η τύχη της πλειοψηφίας της νεολαίας του νησιού που υπηρετούσε με την Vη Μεραρχία αγνοείτο, καθώς αυτή ήταν αποκλεισμένη από τους Γερμανούς εισβολείς στα ηπειρωτικά. Όλες σχεδόν οι οικογένειες υπέφεραν γιατί είχαν στενούς συγγενείς στην εν πολλοίς «χαμένη» Μεραρχία και βέβαια δεν χρειαζόταν αγγλική προπαγάνδα για να αναγνωρίσουν τους Γερμανούς ως βασικούς υπευθύνους για αυτό.
Ο συγγραφέας επιλέγει ακόμα να αγνοήσει ότι ακόμη και μετά την αναχώρηση της Vης Μεραρχίας, από τον χειμώνα του 1940 καταβάλλεται προσπάθεια οργάνωσης τηςάμυνας της Κρήτης από την Ελληνική Κυβέρνηση. Αν και αναφέρεται ακροθιγώς η προσπάθεια οργάνωσης πολιτοφυλακής από την ελληνική κυβέρνηση από τον Ιανουάριο του 1941, δεν αναφέρονται βασικές πτυχές του θέματος, όπως οι διαταγές του Γενικού Επιτελείου στις αρχές του 1941 για τη στελέχωση της πολιτοφυλακής και την κατασκευή κυανών διακριτικών, οι διαταγές της νέας στρατιωτικής Διοίκησης Κρήτης τον Μάιο του 1941 επίσης για την πολιτοφυλακή, ή οι -διαφωτιστικές για το επικρατούν πνεύμα- ομιλίες του πρωθυπουργού Τσουδερού στους Κρήτες κλπ.
Με άλλα λόγια, η άμεση εμπλοκή των Κρητών πολιτών στην άμυνα του νησιού δεν είναι «περιέργως ξαφνική» τον Μάιο του 1941, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, αλλά έχει ξεκινήσει μήνες πριν και στο πλαίσιο του «Πολέμου της Ελλάδος, 1940-1941».
γ.Κατά τρίτον, όταν ο συγγραφέας αντιμετωπίζει με έκπληξη και «καχυποψία» τα κίνητρα της συμμετοχής των Κρητών πολιτών στις μάχες εναντίον των Γερμανών, επιλέγει να αγνοήσει ότι με την έναρξη της γερμανικής επιθέσεως, οι Κρήτες πολίτες έχουν υποστεί οι ίδιοι τόσο σφοδρές επιθέσεις από την επιτιθέμενη Γερμανική Αεροπορία (Luftwaffe – Λουφτβάφε) ώστε ακόμη κι αν κάποιοι αμφιταλαντεύονταν, προφανώς έπαψαν να διστάζουν.
Πράγματι από τις 14 Μαΐου 1941 η Λουφτβάφε άρχισε σειρά σφοδρών βομβαρδισμών εναντίον στρατιωτικών στόχων στο νησί, με τις πόλεις όπως Χανιά και Ηράκλειο να περιλαμβάνονται στους στόχους. Αν και ο πληθυσμός δεν ήταν προσχεδιασμένος στόχος, οι «παράπλευρες» απώλειες ήταν μοιραίες. Τα γερμανικά αεροσκάφη προσπαθούσαν όλη την μέρα και κάθε μέρα από τις 14 Μαΐου να αναγνωρίσουν και να πετύχουν, με τα πενιχρά μέσα της εποχής, στρατιωτικούς κατά βάση στόχους στις ευρύτερες περιοχές των αεροδρομίων, λιμένων και πόλεων όπως Μάλεμε, Χανίων, Ρεθύμνου, Ηρακλείου κλπ. Όπως έχει καταγραφεί, επειδή τα συμμαχικά στρατεύματα ήταν καλά καμουφλαρισμένα, στην πράξη τα αεροπλάνα άνοιγαν πυρ σε οτιδήποτε εκινείτο, ειδικά στην ύπαιθρο. Όπως ήταν επόμενο πολλοί άμαχοι έχασαν την ζωή τους στην ύπαιθρο από τέτοιες επιθέσεις και το σύνολο αυτών να βρίσκεται συνεχώς υπό απειλή. Λόγω των βομβαρδισμών, σημαντικό μέρος του άμαχου πληθυσμού αναγκάστηκε καταφύγει σε σπηλιές στο ύπαιθρο ή σε σκοτεινές στοές των παλαιών ενετικών φρουρίων, υποφέροντας από έλλειψη τροφίμων και υποδομών κάθε είδους. Η φήμη της Λουφτβάφε ότι συχνά ισοπέδωνε πόλεις (Ρότερνταμ 1940, Λονδίνο 1940-41, Βελιγράδι 1941) αύξανε δικαιολογημένα τον φόβο των αμάχων.
Με άλλα λόγια ο κρητικός πληθυσμός ήδη υπέφερε σε ολοένα αυξανόμενο βαθμό ως θύμα της γερμανικής επίθεσης πριν ακόμα από την ρίψη των αλεξιπτωτιστών. Το ότι αυτό δεν ήταν βασικός στόχος του εισβολέα ελάχιστη σημασία είχε αφού ήταν ο κύριος υπεύθυνος. Η παράλειψη του Ρίχτερ να εκτιμήσει ότι συνολικά η γερμανική επίθεση κατά της Κρήτης είχε ως θύμα τον άμαχο πληθυσμό πριν ακόμα από την χερσαία επίθεση της 20ης Μαΐου 1941 είναι λοιπόν ουσιώδης.
Με την έναρξη και των χερσαίων επιχειρήσεων την 20 Μαΐου 1941 και μέχρι την λήξη της, οι πόλεις άρχισαν να βομβαρδίζονται αδιακρίτως και τα προβλήματα επιβίωσης των κατοίκων να μεγιστοποιούνται. Ειδικά οι επανειλημμένοι βομβαρδισμοί των Χανίων και του Ηρακλείου κατέστρεψαν μεγάλο μέρος τού οικοδομικού ιστού. Τουλάχιστον το 60% των σπιτιών στο Ηράκλειο έπαθαν ζημιές ή κατεστράφησαν, το 40% των σπιτιών στα Χανιά που δεν έγιναν μάχες ευρέθησαν »μερικώς ή ολικώς καταστρεμμένα».
Αξιοσημείωτος πάντως είναι ο ουδέτερος και ψυχρός τρόπος με τον οποίο ο Ρίχτερ αναφέρει τους βομβαρδισμούς ως απλά περιστατικά – πράγμα που δεν ισχύει όταν σε άλλα σημεία αναφέρεται στα παθήματα, πραγματικά η φανταστικά, των Γερμανών στρατιωτικών. Ιδού η περιγραφή του για τον βομβαρδισμό του Ηρακλείου την 25 Μαΐου: «Στο Ηράκλειο η μέρα άρχισε με μια επίθεση της Λουφτβάφε στην πόλη«. Για τον βομβαρδισμό επίσης του Ηρακλείου την προηγούμενη μέρα 24 Μαΐου γράφει απλώς: «Το πρωί της 24 Μαΐου άρχισε ο βομβαρδισμός της πόλης του Ηρακλείου από τα αεροσκάφη του 8ου Αεροπορικού Σώματος ο οποίος διήρκεσε έως το απόγευμα«.
Το τι σήμαιναν όμως για τους κατοίκους του νησιού τέτοιοι βομβαρδισμοί, το καταλαβαίνουμε καλύτερα από άλλους ιστορικούς της Μάχης της Κρήτης, όπως οι Μπήβορ και Στιούαρτ που αναφέρουν π.χ. τις μαρτυρίες συμμάχων στρατιωτικών, αυτοπτών μαρτύρων στο βομβαρδισμό των Χανίων την 24 Μαΐου. Μαρτυρίες όπως αυτή: «ολόκληρα τα Χανιά φαίνονταν να φλέγονται…. οι χωρικοί είχαν συγκεντρωθεί και κοίταζαν σιωπηλοί το ολοκαύτωμα. Τα Χανιά ήταν η μόνη πόλη που γνώριζαν πολλοί από αυτούς….. μερικοί έσφιγγαν τις γροθιές τους και καταριόνταν τους Γερμανούς». Για το Ηράκλειο, μια -γερμανική αυτή την φορά- περιγραφή αμέσως μόλις η πόλη έπεσε στα γερμανικά χέρια, αναφέρει: «Ολόκληρες σειρές σπιτιών έχουν γκρεμιστεί και συντρίμμια πάχους αρκετών μέτρων καλύπτουν τον δρόμο. Υπάρχει μια εικόνα καταστροφής..» (Fritz Scheuering από το «SPRUN UBER KRETA»)
Αμέσως μετά από τον βομβαρδισμό του Ηρακλείου την 24 Μαΐου, «ένα γερμανικό αεροπλάνο έριξε φυλλάδια με τα οποία οι γερμανικές δυνάμεις απειλούσαν με αντίποινα τον άμαχο πληθυσμό σε περίπτωση που αυτός καταστρατηγούσε το δίκαιο του πολέμου» (sic). Ο Ρίχτερ το αναφέρει και δείχνει να μην αντιλαμβάνεται την ειρωνεία του πράγματος.
Συνοψίζοντας λοιπόν τα προαναφερθέντα, ο Ρίχτερ στο βιβλίο του δείχνει να μην αντιλαμβάνεται την κατάσταση που επικρατεί στην Κρήτη το 1941 ενώ παρουσιάζει τους Κρητικούς αποκομμένα από κύρια γεγονότα της εποχής.
δ. Κατά τέταρτον, η σημασία της δράσης του πράκτορα Πέντλμπερυ λαμβάνει εξωφρενικές διαστάσεις για να εξηγήσει πράγματα που δεν έχουν καμία ανάγκη από τη δράση του Πέντλμπερυ για να εξηγηθούν.
Ο Τζων Πέντλμπερυ ήταν ένας ελληνομαθής Άγγλος αρχαιολόγος που προπολεμικά εργάστηκε για χρόνια στην Κνωσό και από τον Ιούνιο του 1940 ξαναβρέθηκε στην Κρήτη ως πράκτορας μιας πρώιμης μορφής της αγγλικής υπηρεσίας SOΕ. Ο Πέντλμπερυ, χάρη στην εκκεντρικότητα, τον ρομαντισμό και τη γνώση και την αγάπη που είχε για τους Κρητικούς ήταν κι ο ίδιος αγαπητός στους ντόπιους, ενώ μερικοί θα περίμεναν ίσως από αυτόν, ως άγγλος αξιωματικός, να βοηθήσει και στην πιο μεγάλη τους έλλειψη: τα όπλα.
Ο ίδιος ο Πέντλμπερυ, χωρίς να έχει κάποια σημαντική εξουσία και βοήθεια από την βρετανική και ελληνική διοίκηση, προσπάθησε μέσω προσωπικών επαφών, κυρίως με κάποια δυναμικά στοιχεία στην περιοχή του Ηρακλείου, να φτιάξει ένα αντιστασιακό δίκτυο για την περίπτωση που οι Γερμανοί κατακτούσαν την Κρήτη. Άλλωστε τόσο οι στόχοι της SOE όσο και οι γνώσεις και οι δεξιότητες των άγγλων πρακτόρων σχετίζονταν με ικανότητες αντάρτικων επιχειρήσεων (εκρηκτικά, κρυψώνες, σαμποτάζ, καλυμμένες επικοινωνίες, κλπ) και όχι με την προετοιμασία άμεσης σύγκρουσης πολιτών με τακτικά στρατεύματα. Οι επιδιώξεις όμως αυτές της SOE και οι δεξιότητες των πρακτόρων της είχαν ελάχιστη σημασία στη Μάχη της Κρήτης, όπου οι ομάδες ατάκτων ενεπλάκησαν σε μάχες τακτικής τύπου «περιπόλων μάχης», οδομαχίες και ενέδρες και όχι σε σαμποτάζ, συλλογή πληροφοριών κλπ.
Είναι πιθανό ο Πέντλμπερυ να είχε διατυπώσει προσωπικές απόψεις και προτάσεις και για τη συμμετοχή πολιτών στις επικείμενες μάχες. Όμως αυτό ήταν επίσημη θέση του Ελληνικού Στρατού με τη συγκρότηση πολιτοφυλακής, ενώ ευρύτατη συζήτηση και ενέργειες για το θέμα ήδη γινόταν στο νησί από τις αρχές του 1941. Στο θέμα αυτό ο Πέντλμπερυ ελάχιστα είχε να προσφέρει: τίποτα από όπλα -που ήταν το βασικό ζητούμενο- και ελάχιστα από γνώσεις και πολεμική εμπειρία. Είναι αμφίβολο αν είχε δει ποτέ του έστω μια μάχη, τη στιγμή που το νησί έβριθε από ντόπιους που είχαν «φάει τις μάχες με το κουτάλι» τόσο με τακτικά στρατεύματα όσο και με άτακτα σώματα. Οι επαφές του Πέντλμπερυ με δύο-τρεις καπετάνιους στην περιοχή του Ηρακλείου δεν σημαίνει βέβαια ότι αυτοί δεν θα πολεμούσαν αν δεν υπήρχε αυτός, για να μην αναφερθούμε καν στις άλλες περιοχές.
Ας δούμε το θέμα λίγο πιο αναλυτικά: Το πρώτο που πρέπει να έχει κανείς υπόψη του αναφορικά με την συμμετοχή των Κρητών πολιτών στη Μάχη είναι ότι αυτή ήταν μια μαζική στάση του πληθυσμού και δεν περιορίστηκε στη συγκρότηση ορισμένων ένοπλων ομάδων. Σε ολόκληρο το εύρος της Μάχης, οπουδήποτε σχεδόν ερρίφθησαν γερμανοί αλεξιπτωτιστές, Κρήτες πολίτες που μερικές φορές περιελάμβαναν ακόμα και ιερωμένους, γυναίκες εφήβους και γέροντες, κινήθηκαν εναντίον τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι λίγο πριν και αμέσως μόλις ξεκίνησε η ρίψη των αλεξιπτωτιστών, στρατιωτικές εγκαταστάσεις στις πόλεις όπως Φρουραρχεία, σταθμοί Χωροφυλακής και αποθήκες υλικών, πολιορκήθηκαν από πολίτες που απαιτούσαν όπλα. Αν σκεφτούμε ότι το μαχητικότερο στοιχείο της κοινωνίας, η νεολαία, έλειπε στα ηπειρωτικά στρατευμένη με την V Μεραρχία, και ότι δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου όπλα, τότε η μαζική συμμετοχή σχεδόν άοπλων αμάχων στην Μάχη προφανώς δεν μπορεί παρά να οφείλεται κυρίως σε εγγενή στοιχεία της κοινωνίας αυτής και όχι σε ξένο «δάκτυλο». Την καλύτερη ίσως περιγραφή για την μαζικότητα του φαινομένου έκανε ένας άνθρωπος που μάλιστα δεν βοήθησε αυτή την συμμετοχή. Ο Ανώτατος Διοικητής των Συμμαχικών δυνάμεων στην Κρήτη Νεοζηλανδός υποστράτηγος Φράιμπεργκ (BernardFreyberg) δήλωσε μεταπολεμικά: «Η πραγματικότητα ήταν ότι ολόκληρος ο πληθυσμός της Κρήτης ήθελε να πολεμήσει, ουδεμία αμφιβολία έχω ότι αν είχαμε καιρό, θα ηδυνάμεθα να συγκεντρώσουμε και εκπαιδεύσουμε δύο πλήρεις μεραρχίας».
Ο Ρίχτερ σε κάποιο σημείο παραδέχεται μεν ότι «τις παραμονές της γερμανικής επίθεσης, στην Κρήτη είχε προετοιμαστεί ένα είδος «παλλαϊκού ξεσηκωμού», αλλά δεν εξηγεί πως τέτοια φαινόμενα καθολικής (πληθυσμιακά – γεωγραφικά) έκτασης, μπορεί να καταφέρει ένας ξένος πράκτορας, χωρίς μάλιστα σοβαρές εξουσίες και χωρίς την στήριξη του αγγλικού συμμαχικού στρατού, όπως ισχυρίζεται ο Ρίχτερ ότι πέτυχε ο Πέντλμπερυ. Οι προσωπικές γνωριμίες προφανώς δεν είναι δυνατό να κάλυπταν όλη την κοινωνία και οι συμπάθειες πολύ λίγο καθορίζουν την δυναμική της. Ο Μπήβορ, ο συγγραφέας που έκανε ευρύτερα γνωστό τον Πέντλμπερυ, με την έμφαση βέβαια που περιγράφει οτιδήποτε βρετανικό στην Μάχη, ήταν οξυδερκέστερος στην κατανόηση των άλλων στοιχείων που διέθετε η κρητική κοινωνία της εποχής και αντιστάθηκε και δεν απέδωσε την οργάνωση του «πόλεμου των ανταρτών» συνολικά στον άγγλο αρχαιολόγο – πράκτορα Πέντλμπερυ.
Τα ίδια τα επιχειρήματα του Ρίχτερ προκειμένου να «χρεώσει» συνολικά την συμμετοχή των Κρητών ατάκτων στην Μάχη «στους πράκτορες της SOE και κυρίως στον Πέντλμπερυ», όπως αναφέρει, είναι γενικολογίες καθώς δεν οδηγούν στο συμπέρασμα αυτό. Πουθενά στο βιβλίο δεν τεκμηριώνεται ο υποτιθέμενος κυρίαρχος ρόλος των βρετανών πρακτόρων στη συγκρότηση και δράση των Κρητών ατάκτων. Υπάρχει μόνο κάποια παραπομπή στο κείμενο σε μια «αντικειμενική (κατά τον Ρίχτερ) εργασία των γερμανών Hunger και Stassl« που συντάχθηκε στον πόλεμο και αναφέρει 3-4 συνεργάτες που «στρατολογούσαν αντάρτες» αλλά, ακόμα και αν παραβλέψουμε το προφανές ζήτημα της αντικειμενικότητας που τίθεται, κανένα πειστικό στοιχείο της δεν παρατίθεται στο βιβλίο που να κλείνει το κενό της τεκμηρίωσης. Γενικότερα, κατάλληλες περιγραφές δίδονται έτσι ώστε η δράση του Πέντλμπερυ να προβληθεί και μεγεθυνθεί τόσο, ώστε τελικά να φανεί ότι οι Κρήτες πείστηκαν να πολεμήσουν κυρίως από πράκτορες. Ιδού μια ενδεικτική παράγραφος στο σχετικό κεφάλαιο, όπου ο Ρίχτερ «εξηγεί» την δράση του Πέντλμπερυ:
«Ο Πέντλμπερυ μιλούσε στα χωριά με τους ηλικιωμένους, οι οποίοι είχαν πολεμήσει εναντίον των Οθωμανών. Πολλούς από αυτούς τους γνώριζε από την εποχή των πεζοποριών του. Επικαλούνταν την αγάπη τους για την ελευθερία και τον πατριωτισμό τους, δεδομένου και ότι μιλούσε την κρητική διάλεκτο, οι ντόπιοι τον εμπιστεύονταν και ήταν πρόθυμοι να αντισταθούν. Αν έπειθε τους καπετάνιους, είχε με το μέρος του όλη την ομάδα. Οι αντιδράσεις των κατοίκων του Ομαλού, των Ανωγείων, και της Νίδας ήταν εντυπωσιακές. Σε ένα γράμμα προς την γυναίκα του (σ.σ. ο Πέντλμπερυ) έγραψε: «Οι Κρήτες τρέφουν απεριόριστα φιλικά αισθήματα για την Αγγλία».
Η παραπάνω παράγραφος είναι ένα δείγμα του πως ένα ιστορικό γεγονός, (εδώ οι ομιλίες του Πέντλμπερυ σε ορισμένους κύκλους Κρητών), υποστηρίζεται ατεκμηρίωτα ότι παράγει αυτόματα ένα ιστορικό αποτέλεσμα (εδώ την απόφαση γενικά των Κρητών πολιτών να πολεμήσουν). Η πρόθεση και η προσπάθεια του Πέντλμπερυ σε αυτή την επιχειρηματολογία οδηγούν, άγνωστο πως, στο αποτέλεσμα (οι Κρήτες συμμετέχουν στις μάχες). Αυτό όμως, καθώς και οι συναφείς περιγραφές, δεν αποτελούν τεκμηρίωση. Παρομοίως γίνεται στο βιβλίο μια ασαφής αναφορά σε στοιχεία του ημερολογίου του Πέντλμπερυ από τον Απρίλιο του 1941 για ετοιμασίες αντίστασης, -όταν σημειωτέον στο νησί ήδη γίνοντανσχετικές ενέργειες- αλλά και πάλι καμιά τεκμηρίωση της πειθούς του.
Συνολικά στο βιβλίο, παρά την πολυσέλιδη αναφορά στη δράση του Πέντλμπερυ, δεν υπάρχει καμιά σοβαρή ένδειξη ότι οι Κρήτες είχαν κάποιες αμφιβολίες για την στάση τους και ήταν ακριβώς η πειθώ και οι ενέργειες του άγγλου πράκτορα που έπεισε τους περισσότερους.
Μάλιστα ο ίδιος ο Ρίχτερ σε κάποιο σημείο του βιβλίου του παραδέχεται ότι «οι Κρητικοί δεν αμφιταλαντευτήκαν στην απόφασή τους να υπερασπίσουν το νησί τους«, που είναι και η επικρατούσα αντίληψη στην διεθνή βιβλιογραφία. Το πως τελικά ο Ρίχτερ καταλήγει στο συμπέρασμά ότι ο πόλεμος των «αγρίων ανδρών», όπως τους χαρακτηρίζει, προετοιμάστηκε από πράκτορες παραμένει άγνωστο.
Ενώ λοιπόν στο βιβλίο, η ανάλυση της δημιουργίας ένοπλης αντίστασης πολιτών περιορίζεται στην περιγραφή της όποιας δράσης του Πέντλμπερυ και των συνθηκών του θανάτου του (που καλύπτουν τα 9/10 του ειδικού κεφαλαίου για την συγκρότηση των «ανταρτών»), οι αντίστοιχες ελληνικές προσπάθειες έχουν ισχνή παρουσία. Αν και υπάρχει μια απλή αναφορά στις προσπάθειες της Ελληνικής Κυβέρνησης να συγκροτήσει πολιτοφυλακή από τον Ιανουάριο του 1941, παραλείπονται σημαντικές πτυχές του θέματος. Τέτοιες -ενδεικτικά- είναι οι διαταγές του Γενικού Επιτελείου στις αρχές του 1941 για την πολιτοφυλακή (στελέχωση, κατασκευή κυανών διακριτικών κλπ), οι -διαφωτιστικές για το πνεύμα που επικρατεί- ομιλίες του πρωθυπουργού Τσουδερού στους Κρήτες, οι διαταγές της νέας στρατιωτικής Διοίκησης Κρήτης τον Μάιο του 1941 επίσης για την πολιτοφυλακή, η οργανωτική δράση στο νησί πολύ έμπειρων πολεμιστών όπως ο Παύλος Γύπαρης και φυσικά οι ζυμώσεις που συμβαίνουν στις τοπικές κοινωνίες του πληθυσμού εν όψει της γερμανικής εισβολής.
Σημείο 2: «Ανταρτοπόλεμος», «αντάρτες» και άτακτοι
Ο συγγραφέας συστηματικά στο βιβλίο του βιβλίου χαρακτηρίζει τη συμμετοχή των Κρητών πολιτών σε μάχες ως «ανταρτοπόλεμο», και τους Κρήτες πολίτες ως «αντάρτες» και όχι «ατάκτους» στρατιώτες του Ελληνικού κράτους[1] . Η επιλογή του όρου έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση και ερμηνεία των γεγονότων, έτσι η διαστρέβλωση αυτή είναι δύσκολο να έγινε εκ παραδρομής. Μάλιστα, είναι μια σύγχυση που μάλλον εισάγει ο συγγραφέας, από την οποία όμως φαίνεται ότι δεν έπασχαν οι Γερμανικές δυνάμεις που επετέθησαν στο νησί. Στα συμπεράσματά του λοιπόν ο συγγραφέας αναφέρει:
Οι αντάρτες είχαν ελάχιστο οπλισμό και λίγες φορές ενεπλάκησαν σε κανονικές μάχες. Οι περισσότεροι από αυτούς, οι «ελεύθεροι σκοπευτές» όπως αποκαλούνταν [..][2]
Προκύπτει, δηλαδή, ότι οι γερμανοί στρατιωτικοί της εποχής τους αποκαλούσαν προφανώς «francs–tireurs«[3] , κάτι που αναφέρεται και στον Beevor, ενώ ο όρος «αντάρτες»[4] είναι πιθανότατα «πρωτοβουλία» του Ρίχτερ. Γιατί έχει σημασία αυτή η μεταβολή; Η μεταβολή έχει διττή σημασία: αφ’ ενός νομική, αφ’ ετέρου ιστορική.
Από νομικής απόψεως, ο όρος «αντάρτης», στις διάφορες εκδοχές του, αναφέρεται σε ενόπλους που αναπτύσσουν δράση σε κατεχόμενη χώρα. Αντιθέτως, οι «άτακτοι» είναι πολίτες που μάχονται μεν εκτός του πλαισίου των ενόπλων δυνάμεων της χώρας τους, αλλά βοηθώντας τον «νόμιμο» στρατό της χώρας του στον «νόμιμο» πόλεμό του, ενώ το βασικό τους τυπικό πρόβλημα είναι ότι δεν είναι επίσημα ενταγμένοι στον κρατικό μηχανισμό. Με άλλα λόγια, οι άτακτοι όπως οι Κρήτες δεν προσπαθούν να ανατρέψουν την «εγκατεστημένη τάξη πραγμάτων» αλλά αντίθετα να την διατηρήσουν, βοηθώντας το στρατό της χώρας τους που συνεχίζει τον πόλεμο. Ο Ρίχτερ στο βιβλίο του προσπαθεί να μεταθέσει τους Κρήτες ατάκτους στην κατηγορία των «ανταρτών» μια κατηγορία με πολύ ασθενέστερη νομική προστασία και με διάφορους συνειρμούς για τους αναγνώστες, που όμως δεν ισχύουν στην περίπτωση της Μάχης της Κρήτης η οποία διεξάγεται σε κανονική περίοδο πολέμου. Όπως έχει επισημανθεί προηγουμένως, τον Μάιο του 1941 το Ελληνικό κράτος είναι σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Γερμανία, η δε συνθηκολόγηση του Τσολάκογλου δεσμεύει μόνον τις Ελληνικές Δυνάμεις στην Ήπειρο και τη Μακεδονία.
Από νομικής πλευράς οι Κρήτες άτακτοι βρίσκονταν σε κατηγορία εμπολέμου σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης της Χάγης του 1907, δηλαδή την ισχύουσα στη Μάχη της Κρήτης (Παράρτημα στη Σύμβαση IV της Χάγης του 1907, Κανονισμοί σχετικά με τον σεβασμό των Νόμων και των Εθίμων του κατά Ξηράν πολέμου, Μέρος I: Σχετικά με τους Εμπολέμους, Κεφάλαιο I: Χαρακτηρισμός ως Εμπολέμων – Κανονισμοί)
Άρθρο 2: Οι κάτοικοι μιας περιοχής που δεν έχει κατακτηθεί και οι οποίοι, με την προσέγγιση του εχθρού, λαμβάνουν αυθόρμητα όπλα για να αντισταθούν στα εισβάλοντα στρατεύματα χωρίς να έχουν τον χρόνο να οργανωθούν σύμφωνα με το Άρθρο 1[5] , θα θεωρούνται εμπόλεμοι εάν φέρουν τα όπλα εμφανώς και εάν σέβονται τους νόμους και τα έθιμα του πολέμου.
Αυτή είναι η περίπτωση συμμετοχής Κρητών πολιτών στην Μάχη της Κρήτης και είναι ένα λάθος του συγγραφέα που δύσκολα μπορεί να έγινε «τυχαία».
Τα λάθη του συγγραφέα γύρω από τα ισχύοντα της εποχής επιτείνονται όταν προσπαθεί να επικαλεστεί γενικότερα το ισχύον δίκαιο στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, προφανώς για να αμβλύνει τις εντυπώσεις για τα γερμανικά αντίποινα. Έτσι, στη σελίδα 420 του βιβλίου αναφέρει ότι «τα αντίποινα ήταν συνηθισμένα την εποχή εκείνη για όλους τους στρατούς». Για να το υποστηρίξει αυτό, παρατίθεται δήλωση του Πάττον πριν την απόβαση στη Σικελία «θα σκοτώσουμε τους πολίτες που είναι τόσο ανόητοι ώστε να πολεμήσουν εναντίον μας«, άλλες απειλές εκτελέσεως ομήρων του Γαλλικού στρατού το 1945, μαζί με προβλέψεις περί αντιποίνων του βρετανικού και του αμερικανικού στρατιωτικού δικαίου κατά τον Β’ ΠΠ. Δεν παρατίθεται όμως καμιά συμμαχική ενέργεια πλην των απειλών. Ο συγγραφέας, δηλαδή, αναμιγνύει μία δήλωση (και όχι ενέργεια) που απειλούσε με θάνατο (με θάνατο στο πλαίσιο της μάχης, και όχι με εκ των υστέρων εκτελέσεις) τους ενδεχόμενους Ιταλούς francs tireurs, επίσης απειλές του Γαλλικού στρατού (αλλά όχι εκτελέσεις), μαζί με προβλέψεις του στρατιωτικού δικαίου των Συμμάχων περί αντιποίνων για παραβιάσεις του δικαίου του πολέμου από αντιπάλους – όχι για ατάκτους ή αμάχους, όπως ο συγγραφέας σκόπιμα δίνει την εντύπωση.
Με απλά λόγια, ο συγγραφέας προσπαθεί –προφανώς όχι κατά λάθος– να πείσει ότι κατά τη διάρκεια του Β’ Π.Π. όλοι οι αντίπαλοι προέβαιναν ή, εν πάση περιπτώσει, δικαιολογούσαν αντίποινα έναντι «ανταρτών», ή εξ αιτίας της δράσης ανταρτών, ενώ στην πραγματικότητα:
α. οι Κρήτες που πολεμούσαν δεν ήταν αντάρτες
β. τα αντίποινα δεν ήταν κοινή πρακτική (δεν είναι, παραδείγματος χάριν, γνωστές εκτελέσεις αμάχων από μέρους των Συμμάχων – ο Πάττον απειλούσε ότι «θα σκοτώσουμε τους πολίτες που είναι τόσο ανόητοι ώστε να πολεμήσουν εναντίον μας«)
γ. το δίκαιο του πολέμου δικαιολογούσε αναλογικά αντίποινα έναντι αντιπάλου που παραβίαζε το δίκαιο του πολέμου, ανεξαρτήτως του αν ήταν τακτικός, άτακτος ή αντάρτης και μόνον (και στον βαθμό) που αυτό θα απέτρεπε περαιτέρω παραβίαση του δικαίου του πολέμου. Αυτά όμως δεν ίσχυαν στην περίπτωση των εκδικητικών γερμανικών αντιποίνων μετά τη λήξη της Μάχης.
Από ιστορικής πλευράς, η σύγχυση μεταξύ των όρων στο βιβλίο είναι επίσης σημαντική γιατί οι γερμανοί είχαν πρόσφατες ιστορικές εμπειρίες και παρόμοιες αντιδράσεις. Ο συγγραφέας αναφέρει ότι στην Κρήτη «για πρώτη φορά από την εποχή του Wellingtonστην Ισπανία του 1808, εφαρμόστηκε πάλι ο ασύμμετρος πόλεμος με τρομακτικές συνέπειες για τον άμαχο πληθυσμό«, κάτι βέβαια που δεν ισχύει.
Πράγματι, ο όρος «guerilla» (κατά κυριολεξία: «μικρός πόλεμος») που μέχρι σήμερα αποδίδει την έννοια του «αντάρτη» προέρχεται από την ισπανική αντίσταση στην ναπολεόντεια εισβολή και κατοχή (1807-1814), που ήταν μια μνημειώδης περίπτωση ανταρτοπολέμου. Όμως ο Ρίχτερ επιλέγει να ξεχάσει από πού προέρχεται ο όρος «francs tireurs» που κυρίως χρησιμοποίησαν οι Γερμανικές Ένοπλες Δυνάμεις για να χαρακτηρίσουν τους Κρήτες ατάκτους. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να χαρακτηρίσει τους γάλλους ατάκτους που επιτίθεντο εναντίον του Γερμανικού Στρατού (του Πρωσικού και των συμμάχων του Βαυαρών κλπ) στον Γαλλο-πρωσσικό πόλεμο του 1870-71 μαζικά και πίσω από τις γραμμές του. Οι άτακτοι αυτοί ήταν Γάλλοι πολίτες που προπολεμικά ανήκαν σε σκοπευτικές λέσχες οι οποίες και αποτελούσαν πυρήνες παραστρατιωτικών σωμάτων που προετοιμάζονταν προπολεμικά εν όψει της γερμανικής απειλής προμηθευόμενοι όπλα – ο αριθμός τους έφτανε στις 57.000. Οι άτακτοι αυτοί στην πλειοψηφία τους δεν ενσωματώθηκαν στον γαλλικό στρατό, και προκάλεσαν μεγάλες δυσκολίες στον γερμανικό στρατό, παρεμποδίζοντας της επικοινωνίες του και καθηλώνοντας στα μετόπισθεν πολύ σημαντικές δυνάμεις. Όπως είναι… αναμενόμενο, ο Γερμανικός Στρατός καταδίωξε με αγριότητα τους francs tireurs, δεν τους αναγνώριζε το δικαίωμα του εμπολέμου και συστηματικά τους εκτελούσε με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς δίκη.
Το ίδιο σημειώθηκε και πάλι στον επόμενο πόλεμο, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη δράση ατάκτων πολιτών και πάλι με την ονομασία «francs tireurs» (δηλαδή «ελεύθεροι σκοπευτές»). Πρωταγωνιστής υπήρξε και πάλι ο Γερμανικός Στρατός, αυτή τη φορά κατά την εισβολή τόσο στη Γαλλία όσο και στο Βέλγιο. Κατά την εισβολή, οι Γερμανοί αντιμετώπισαν και πάλι γάλλους και βέλγους ένοπλους πολίτες οι οποίοι αντιστέκονταν στην εισβολή χωρίς να είναι οργανωμένοι στις Ένοπλες Δυνάμεις ή σε κάποια πολιτοφυλακή της πατρίδας τους. Εξ αιτίας των απωλειών που οι francs tireurs τους δημιούργησαν κατά την εισβολή, οι Γερμανοί τους αντιμετώπισαν με αγριότητα που έμεινε παροιμιώδης, ενώ ταυτόχρονα και για την υπόλοιπη διάρκεια του Α’ ΠΠ έλαβαν δρακόντεια μέτρα για να καταστείλουν τη δράση τους. Η στάση των Γερμανών απέναντι στους francs tireurs υπήρξε ένα από τα στοιχεία που τους στιγμάτισαν στην κοινή γνώμη των συμμάχων κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ο Στρατάρχης Λούντεντορφ, ηγετική μορφή του Γερμανικού Στρατού κατά τον Α’ ΠΠ, στα απομνημονεύματά του μετά τον πόλεμο επιχείρησε να δικαιολογήσει την αγριότητα των μέτρων που έλαβε η γερμανική πλευρά. Η απάντηση στα γραφόμενα στο βιβλίο του Λούντεντορφ, από τον G. K. Chesterton που έγραψε το 1919 στα «Νέα του Λονδίνου», είναι ενδεικτική:
«Είναι εκπληκτικό το πόσο άτεχνοι είναι οι Πρώσοι σε αυτού του είδους τα πράγματα. Ο Λούντεντορφ δε μπορεί να είναι χαζός, σε κάθε περίπτωση όχι στο επάγγελμά του, γιατί τα στρατιωτικά του μέτρα ήταν συχνά πολύ αποτελεσματικά. Αλλά χωρίς να είναι χαζός όταν εφαρμόζει τα μέτρα του, γίνεται ένας τελείως μακάβριος κι αξιοθρήνητος ανόητος όταν πάει να τα δικαιολογήσει. Γιατί, στην πράξη, δε θα μπορούσε να έχει επιλέξει ένα πιο ατυχές παράδειγμα. Ένας άτακτος («franc–tireur«) οπωσδήποτε δεν είναι ένα πρόσωπο που μπορεί ποτέ να προκαλέσει αποστροφή σε οποιονδήποτε στρατιώτη. Ένας άτακτος σε καμία περίπτωση δεν είναι ένας τύπος για τον οποίο το στρατιωτικό πνεύμα θα ένοιωθε οποιαδήποτε πικρία. Δεν είναι ένας ύπουλος ή βάρβαρος ή φανταστικά διαβολικός εχθρός. Αντιθέτως, ο «άτακτος» είναι άνθρωπος για τον οποίον οποιοσδήποτε γενναιόδωρος στρατιώτης θα ένοιωθε θλίψη, όπως θα ένοιωθε και για έναν έντιμο αιχμάλωτο. Τι είναι ένας «άτακτος»; Ένας «άτακτος» είναι ένας ελεύθερος άνθρωπος που πολεμάει για να υπερασπιστεί το κτήμα του ή την οικογένειά του έναντι ξένων εισβολέων, αλλά που τυγχάνει να μη διαθέτει κάποια συγκεκριμένα διακριτικά ή ιματισμό που έχουν καταλογογραφηθεί από την Πρωσία το 1870. Με άλλα λόγια, ένας «άτακτος» είμαι εγώ, ή εσείς, ή οποιοσδήποτε άλλος υγιής άνθρωπος που όταν δέχτηκε επίθεση, έτυχε να κατέχει ένα όπλο ή ένα πιστόλι, αλλά δεν έτυχε να κατέχει ένα συγκεκριμένο πηλίκιο ή ένα συγκεκριμένο παντελόνι. Η διάκριση δεν ενέχει κανένα απολύτως ηθικό στοιχείο˙ είναι μόνον μία χοντροκομμένη και πρόσφατη τυπική διάκριση που κάνει η στρατοκρατία του Πότσδαμ.»
Συνεπώς, η θέση του Ρίχτερ ότι δράση παρόμοια με αυτή των Κρητών ατάκτων έλαβε χώρα στην Ευρώπη για πρώτη φορά μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους είναι ανακριβής και, υποπτεύεται κανείς, όχι εξ αιτίας της ιστορικής άγνοιας του συγγραφέα. Το ότι ο δράστης των προηγουμένων ηθικών ακροτήτων ήταν και πάλι ο Γερμανικός στρατός, μάλλον έπαιξε ρόλο στο λάθος αυτό.
Σημείο 3: Η κρίσιμης σημασίας συμβολή των Κρητών ατάκτων
Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι Κρήτες άτακτοι, τουλάχιστον στη μεγάλη πλειοψηφία τους, «απέφευγαν τις κατά μέτωπον αντιπαραθέσεις με τους ικανούς αλεξιπτωτιστές και επιδίδονταν σε μάχες με άντρες που είχαν αποκοπεί από τις μονάδες τους, με αβοήθητους και τραυματίες, ακολούθως σκύλευαν τα πτώματα«. Αυτή η -προφανώς προσβλητική για τους Κρητικούς- κατηγορία που βασικά παραποιεί τα γεγονότα, διατυπώνεται από τον Ρίχτερ ως το γενικό συμπέρασμα για τους Κρήτες ατάκτους.
Κατ’ αρχάς, από στρατιωτικής απόψεως, η μομφή περί της «αποφυγής των κατά μέτωπον αντιπαραθέσεων» είναι σχεδόν ερασιτεχνική. Στον πόλεμο είναι κανόνας κάθε πλευρά να προσβάλει τον αντίπαλο κυρίως όπου αυτός είναι αδύνατος και μάλιστα οι καλύτεροι δάσκαλοι αυτού του κανόνα ήταν οι Γερμανοί. Αυτό όμως αποτελεί απλώς θέμα τακτικής. Στη Μάχη της Κρήτης, τέτοια τακτική αποφυγής της μετωπικής αντιπαράθεσης εφάρμοζαν, παρεμπιπτόντως, και οι άριστα εξοπλισμένοι και οργανωμένοι γερμανοί Ορεινοί Κυνηγοί της 5ης Μεραρχίας έναντι των Νεοζηλανδών αντιπάλων τους, ώστε να χτυπήσουν δια υπερκεράσεως τα αδύνατα πλευρά της Συμμαχικής διάταξης.
Ωστόσο αυτή η τακτική δεν σημαίνει καθόλου ότι οι άτακτοι απέφευγαν γενικά τις μάχες, όπως υπονοεί ο Ρίχτερ. Αυτό μάλιστα που έχει σημασία είναι η συμμετοχή στις κρίσιμες μάχες που έκριναν το τελικό αποτέλεσμα και αυτές ήταν περισσότερο του πρώτου 48ώρου (μετά οι γερμανοί είχαν αποφασιστικό πλεονέκτημα). Σε κάθε περίπτωση ας δούμε βασικές πτυχές της συμμετοχής των Κρητών ατάκτων στη Μάχη:
Α. Στη δυτικότερη περιοχή των μαχών, στο Καστέλι Κισσάμου, την 20 Μαΐου άτακτοι Κρήτες βοηθούν το Ελληνικό 1ο Τάγμα Νεοσυλλέκτων να εξοντώσει το Απόσπασμα Μύρμπε. Ο Ρίχτερ δεν δέχεται την ουσιαστική συμβολή τους εκεί, γράφοντας ότι το απόσπασμα εξοντώθηκε μόνο από τις ελληνικές τακτικές δυνάμεις, όμως η ΔΙΣ βεβαιώνει την συμμετοχή των ατάκτων στην μάχη, ο δε Ρίχτερ δεν εξηγεί που οφείλεται την διαφοροποίηση του. Η μαχητικότητα πάντως των εκεί άτακτων επιβεβαιώνεται σαφώς και από το ότι συνέχισαν να συμπλέκονται με νέες γερμανικές δυνάμεις (95οΤάγμα Ορεινού Μηχανικού) που κατέφτασαν τις επόμενες μέρες στην περιοχή, ακόμα και μετά την κατάληψη από αυτές του Καστελίου κατά την έκτη μέρα της Μάχης και την υποχώρηση του εκεί Ελληνικού τάγματος. Χρειάστηκε μάλιστα μέχρι και η δράση των 2 ελαφρών γερμανικών αρμάτων που αποβιβάστηκαν εκεί την 8η μέρα, στις 27 Μαΐου! Σύμφωνα με τον Beevor, αυτή η συνέχιση των μαχών από τους ατάκτους είχε σαν αποτέλεσμα την καθυστέρηση αποβίβασης -με σχεδία- των ελαφρών γερμανικών αρμάτων, τα οποία αλλιώς θα δυσχέραιναν πολύ την ομαλή υποχώρηση της Νεοζηλανδικής μεραρχίας στα Σφακιά. Επιπλέον μια πιο δραστήρια συμμαχική διοίκηση από την υπάρχουσα θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί αυτή την ελληνική επιτυχία προς την κατεύθυνση του Μάλεμε που ήταν κοντά.
Β. Στο Μάλεμε, παρά την απουσία τακτικών ελληνικών μονάδων με τις οποίες συνήθως συνεργάζονταν, ομάδες Κρητών ατάκτων στις 20 Μαΐου συνεπλάκησαν αμέσως με τμήματα τριών από τα τέσσερα τάγματα που αποτελούσαν το επιτεθέν εκεί Σύνταγμα Εφόδου Αλεξιπτωτιστών. Ειδικά για τη γερμανική δύναμη στην οποία κυρίως οφείλεται η κατάληψη του αεροδρομίου Μάλεμε κατά το πρώτο 24ωρο της Μάχης (δηλ. το 2ο και 4ο Τάγμα Εφόδου), δύο περίπου λόχοι της δύναμης της ενεπλάκησαν σε μάχες μόνο με ατάκτους, ένα αξιοσημείωτο ποσοστό από την συνολική δύναμη των 2 ταγμάτων που όπως είπαμε έκριναν -μαζί με την νεοζηλανδική αδράνεια- και το τελικό αποτέλεσμα της Μάχης.
Γ. Στην περιοχή Χανίων, ομάδες ατάκτων κατείχαν θέσεις στην περιοχή Αλικιανού, στο νότιο άκρο της συμμαχικής διάταξης που κάλυπτε προς νότο τα Χανιά-Σούδα, συμπληρώνοντας το εκεί αμυνόμενο και απομονωμένο ελληνικό 8ο Τάγμα Νεοσυλλέκτων. Εναντίον της τοποθεσίας αυτής επετέθη αρχικά το 7ο Τάγμα Μηχανικού Αλεξιπτωτιστών με ισχυρή εγγύς υποστήριξη της αεροπορίας, αλλά οι επιθέσεις αποκρούστηκαν. Η ενεργός άμυνα αυτού του νοτίου πλευρού συνεχίστηκε και τις 5 επόμενες μέρες, όσο τελικά χρειάστηκε ώστε να μην επιτραπεί η γρήγορη επιτυχία στην υπερκέραση που προσπάθησε από εκεί η 5η Ορεινή Γερμανική Μεραρχία με το 85οΣύνταγμα Ορεινών Κυνηγών. Οι συμμαχικές δυνάμεις (Νεοζηλανδική Μεραρχία) που στο μεταξύ είχαν ηττηθεί στον τομέα Μάλεμε, κατάφεραν έτσι να διαφύγουν προς νότο από τον διαμορφούμενο γερμανικό κλοιό. Ασφαλώς μερίδιο της επιτυχίας αυτής ανήκει στα άτακτα τμήματα που βοήθησαν το απομονωμένο στον Αλικιανό και ελλιπέστατο από κάθε άποψη –πλην μαχητικότητας- 8ο Τάγμα Νεοσυλλέκτων. Η πολύ σημαντική ελληνική άμυνα στον Αλικιανό επισημαίνεται όλως ιδιαιτέρως από τη διεθνή βιβλιογραφία (περιλαμβανομένου του Ρίχτερ) και η αναφορά πάντοτε αφορά ΚΑΙ τους Κρήτες ατάκτους της περιοχής.
Δ. Στην περιοχή Ρεθύμνου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η ΔΙΣ, ομάδες Κρητών ατάκτων «.. εξώρμησαν για την προάσπισιν της πόλεως, ακόμα και γέροντες, παρέχοντες γενναία βοήθεια στα μαχόμενα τακτικά τμήματα«. Τα τακτικά αυτά τμήματα ήταν το Έμπεδον Τάγμα Ρεθύμνου και η πειθαρχημένη Σχολή Χωροφυλακής που ανάγκασε με αντεπιθέσεις το επιτιθέμενο γερμανικό τάγμα (3ο/2ου Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών) να μεταπέσει σε άμυνα. Μετά την απόκρουση της αρχικής γερμανικής επίθεσης, ηπόλη έμεινε μέχρι τέλους της Μάχης στα ελληνικά χέρια, ενώ την 21 Μαΐου ο τοπικός διοικητής Αντ/χης Campell συνεχάρη τα ελληνικά τμήματα: «..οι Αυστραλοί (σ.σ. 2/1, 2/11 αυστραλιανά Τάγματα) αναφέρουν ότι είναι υπερήφανοι πολεμούντες παρά το πλευρόν των Κρητών και των Ελλήνων. Θερμά συγχαρητήρια για την επιτυχία σας..».
Ε. Στην περιοχή Ηρακλείου ομάδες Κρητών ατάκτων είχαν αναπτυχθεί στην ευρύτερη περίμετρο της περιοχής πόλεως Ηρακλείου και αεροδρομίου, ελέγχοντας και τις προσβάσεις προς το εσωτερικό. Στις 20 Μαΐου, στα ανατολικά της πόλης απόσπασμα του 1/1ου Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών που προσπάθησε να κινηθεί προς νότο, εξοντώθηκε από ενέδρες ατάκτων. Δυτικά της πόλεως Ηρακλείου το 2ο τάγμα/ 2ου Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών ενεπλάκη επίσης με ομάδες ατάκτων και δεν μπόρεσε να μετάσχει στις προσπάθειες κατάληψης της πόλης από άλλο γερμανικό τάγμα (3ο/1ου) την 20-21 Μαΐου. Αυτή η τελευταία γερμανική μονάδα με μια τολμηρή ενέργεια την δεύτερη μέρα της Μάχης εισήλθε στο Ηράκλειο μέχρι το κέντρο του αλλά τελικά αποκρούστηκε και αναγκάστηκε να υποχωρήσει εκτός της πόλης. Η βοήθεια άτακτων τμημάτων που γνώριζαν άριστα την πόλη ήταν σημαντική στις οδομαχίες που διεξήχθησαν. Η πόλη τελικά παρέμεινε σε ελληνικά χέρια μέχρι το τέλος της μάχης.
Γενικότερα, αν λάβουμε υπόψη την χαώδη διαφορά εξοπλισμού και υποστήριξης μεταξύ ατάκτων και γερμανών, αντί της ιδιαίτερα μειωτικής θέσης του Ρίχτερ, θα συμφωνήσουμε με τον Μπήβορ: η διάθεση προς μάχη των Κρητών «πλησίαζε πολλές φορές τα όρια της αυτοκτονίας«.
Απολύτως ενδεικτικό είναι και ένα εκπληκτικό περιστατικό που έλαβε χώρα την 22 Μαΐου. Δύναμη από ένα γερμανικό τάγμα αλεξιπτωτιστών (2ο/3ου Συν/τος) κατόπιν επίθεσης κατέλαβε ένα σημαντικό λόφο στην περιοχή Γαλατά Χανίων. Μετά από λίγο εναντίον του λόφου εκδηλώθηκε μια αντεπίθεση όχι από κάποια συμμαχική τακτική μονάδα αλλά από ένα άτακτο σύνολο ελλήνων νεοσυλλέκτων και ντόπιων αμάχων που περιελάμβανε γυναίκες και παιδιά, ένας μάλιστα άγγλος αυτόπτης μάρτυρας σημείωσε ότι ένας από τους επιτιθέμενους κράδαινε ένα κυνηγητικό όπλο που στην άκρη του είχε δέσει ένα… κουζινομάχαιρο. Η απίθανη αυτή αντεπίθεση πέτυχε και το γερμανικό τμήμα υποχώρησε από τον λόφο.
Τέλος να σημειώσουμε σχετικά ότι ο μαχητικός ξεσηκωμός του κρητικού πληθυσμού ασφαλώς βοήθησε και το ηθικό των ελληνικών τακτικών δυνάμεων ώστε συνολικά και αυτές να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην Μάχη της Κρήτης. Οι περισσότεροι από τους νεοσύλλεκτους που επάνδρωσαν τα ελληνικά τάγματα ήταν νεαροί από τη σκλαβωμένη πια ηπειρωτική Ελλάδα, χωρίς νέα από τους δικούς τους, με το μέλλον της γενέτειρας τους σκοτεινό, ενώ οι ίδιοι ήταν σχεδόν ανεκπαίδευτοι και με ελάχιστο οπλισμό. Σύμφωνα με όλους τους κανόνες οι άνδρες αυτών των «μονάδων» λογικά θα είχαν πολύ χαμηλό ηθικό, αλλά η εικόνα των χωρικών που απαιτούσαν όπλα για να πολεμήσουν ήταν προφανώς ευεργετική για το φρόνημά τους.
Σε ό,τι αφορά τώρα τον ισχυρισμό του συγγραφέα ότι οι Κρήτες άτακτοι στρέφονταν εναντίον των «αποκομμένων, αβοήθητων και τραυματιών» που αναφέρονται συγκεχυμένα -μάλλον για λόγους εντύπωσης-, θα πρέπει να διακριθούν οι τρεις αυτές κατηγορίες: οι «αποκομμένοι» αλεξιπτωτιστές εναντίον των οποίων στρέφονταν οι Κρήτες δεν ήταν οπωσδήποτε «αβοήθητοι και τραυματίες» αλλά αποτελούσαν σημαντικούς στόχους, γιατί αλλιώς ενώνονταν με τις μονάδες τους ενισχύοντας τες. Επιπλέον, όσοι από αυτούς ήταν εντός της συμμαχικής διάταξης, κάτι σύνηθες στην αρχή της Μάχης, παρεμπόδιζαν την -πρωτόγονη γενικά- συμμαχική επικοινωνία δια συνδέσμων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απώλεια, των συνδέσμων του 22ουΝεοζηλανδικούΤάγματος στο κρίσιμο τομέα του Μάλεμε στις 20 Μαΐου, ο διοικητής του οποίου έχασε έτσι σταδιακά την τακτική εικόνα της μάχης γύρω του. Βασική αιτία απώλειας των συνδέσμων θεωρείται η δράση «αποκομμένων» αλεξιπτωτιστών κυρίως του 3ου Τάγματος/Συντ. Εφόδου που ευρισκόμενοι στα νεοζηλανδικά μετόπισθεν τους εξόντωναν.
Η ασαφής κατηγορία «αβοήθητοι» που αναφέρει ο Ρίχτερ δεν έχει νόημα για στρατιώτες που εισέρχονται στο πεδίο της μάχης, εκτός αν αφορά τραυματίες.
Αλλά για αυτό και γενικά περί παραβιάσεων και εγκλημάτων στην Μάχη της Κρήτης θα αναφερθούμεστο Μέρος Β’ του κειμένου μας.
Σημειώσεις
[1] Για την ακρίβεια, ο Ρίχτερ κάνει αρχικά δύο αναφορές σε «ατάκτους» (σελ. 396 και 402), κι εν συνεχεία, μαγικά, και χωρίς καμία άλλα εξήγηση, οι αναφορές συνεχίζονται σε αντάρτες και ανταρτοπόλεμο.
[2] σελ. 439
[3] Franctireur: κατά λέξη: «ελεύθερος σκοπευτής», όρος που από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα σημαίνει τους ατάκτους μαχητές
[4] Partisan: «αντάρτης», όρος που σημαίνει τον πολίτη κατεχόμενης χώρας που έχει πάρει τα όπλα για να πολεμήσει εναντίον του κατακτητή – ενεργώντας, συνήθως, ανορθόδοξα.
[5] Το άρθρο 1 αναφέρεται στο νομικό καθεστώς της πολιτοφυλακής (με περισσότερα απαιτούμενα όπως με σύμβολα στα ρούχα κλπ)
Σημείο 4: Ο «ιπποτικός» γερμανο-βρετανικός αγώνας
Στο βιβλίο του Ρίχτερ υποστηρίζεται ότι η «εγκληματική», όπως αποκαλείται, δράση των Κρητών ατάκτων υπήρξε μια παραφωνία σε έναν κατά τα άλλα γενικά «ιπποτικό» αγώνα που διεξήχθη κατά την Μάχη της Κρήτης μεταξύ των δυνάμεων της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και των Γερμανών. Η εμφανής πρόθεση του συγγραφέα είναι να αντιπαραβάλει τον «ανώτερο πολιτισμό» των Γερμανών και Βρετανών μαχητών με αυτόν τωνΚρητών ατάκτων τους οποίους χαρακτηρίζει «άγριους άνδρες» που έκαναν έναν πόλεμο «στην πιο άγρια και πρωτόγονη μορφή του». Το γεγονός όμως είναι ότι τόσο oι Γερμανικές δυνάμεις όσο και αυτές της Κοινοπολιτείας διέπραξαν επανειλημμένως παραβιάσεις των Συνθηκών περί Πολέμου, κάτι που αποτελεί κοινό τόπο στη διεθνή βιβλιογραφία, καταγεγραμμένο από πολλού χρόνου. Ο ίδιος ο Ρίχτερ αναφέρει στο βιβλίο του πολλά τέτοια περιστατικά. Ενώ όμως τα καταγράφει, τα εξηγεί συγκαταβατικά επικαλούμενος «τη γνωστή βιαιότητα ενός πολέμου», ενώ ειδικά τα γερμανικά εγκλήματα (εις βάρος των στρατευμάτων της Κοινοπολιτείας) επιδιώκει συστηματικά να τα δικαιολογεί.
Στην συνέχεια θα αναφερθούν μερικές από τις πλέον γνωστές και σημαντικές περιπτώσεις εγκλημάτων πολέμου και παραβιάσεως των κανόνων του πολέμου στην Κρήτη μεταξύ Γερμανών και Δυνάμεων της Κοινοπολιτείας. Τα εγκλήματα πολέμου συνέβησαν τόσο στο αεροναυτικό σκέλος της Μάχης της Κρήτης όσο και στο χερσαίο. Θα ξεκινήσουμε με την αεροναυτική σύγκρουση γιατί κάποια ειδικότερα συμπεράσματα του Ρίχτερ που αφορούν αυτή τη σύγκρουση έχουν ευρύτερη σημασία.
Παραβιάσεις και Εγκλήματα στον αεροναυτικό αγώνα
α. Τη νύχτα της 21ης Μαΐου 1941, μοίρα του βρετανικού στόλου υπό τον Υποναύαρχο Glennie η οποία υπεράσπιζε την Κρήτη και αποτελούταν από τρία καταδρομικά και τέσσερα αντιτορπιλικά, εντόπισε γερμανική νηοπομπή από επίτακτα καΐκια κατάφορτα με στρατιώτες δυνάμεως ενισχυμένου τάγματος που στέλνονταν ως ενισχύσεις στο νησί. Tη συνέχεια την περιγράφει ο ιστορικός Μπήβορ (Antony Beevor): τα βρετανικά καταδρομικά εξουδετέρωσαν γρήγορα ένα ιταλικό ελαφρύ αντιτορπιλικό που συνόδευε τα άοπλα καΐκια και στη συνέχεια φώτισαν τα καΐκια με τους προβολείς τους. Οι ολοφάνερα «αβοήθητοι»[1] Γερμανοί στρατιώτες ύψωσαν λευκές σημαίες αλλά οι Βρετανοί κυβερνήτες δεν δέχτηκαν την προσφορά παράδοσης, ούτε και βύθισαν απλώς τα καΐκια με 2-3 βολές, όπως θα μπορούσαν. Αντίθετα, διέταξαν μαζικό πυρ με όλα τα όπλα τους. Επί δύο ώρες τα επτά βρετανικά πολεμικά πλοία τριγύριζαν γύρω-γύρω βάλλοντας με όλα τα πυροβόλα και πολυβόλα τους εναντίον κάθε είδους στόχου: καϊκιών, σωσιβίων λέμβων, ανδρών με σωσίβια στη θάλασσα, ακόμα και ναυαγών που κρατιόταν από ξύλινα καδρόνια. Αναφορές από τη βρετανική -και όχι τη γερμανική- πλευρά[2] κάνουν λόγο ακόμα και για ρίψη βομβών βυθού από τα πλοία ώστε οι ναυαγοί να εξοντωθούν από τα ωστικά κύματα. Είναι εκπληκτικό ότι από αυτό το όργιο εξόντωσης χάθηκαν μόνο 300 περίπου άνδρες, παρ’ όλο που προφανώς και αυτός ο αριθμός είναι αντικειμενικά μεγάλος. Δυστυχώς δεν υπάρχει καμία πληροφορίαγια τον αριθμό των απολεσθέντων Ελλήνων ναυτικών, δεδομένου ότι τα καΐκια ήταν ελληνικά που είχαν επιταχθεί.
(Σημείωση: Κατά τον Μπήβορ, το μένος αυτό των Βρετανών ίσως οφειλόταν στην προγενέστερη προσβολή συμμαχικού νοσοκομειακού πλοίου από γερμανικά αεροπλάνα. Πιθανώς να πρόκειται για αναφορά στο βρετανικό νοσοκομειακό «Aba» που βομβαρδίστηκε[3] από Στούκας στις 18 Μαΐου 1941 έξω από την Κρήτη με απώλειες του πληρώματος, παρά τα εμφανή σήματα του Ερυθρού Σταυρού. Τέτοιου είδους εγκλήματα όμως από τη Γερμανική Αεροπορία -στην οποία ανήκαν και οι Αλεξιπτωτιστές- ήταν συνήθη εκείνες τις μέρες και γνωστά και στο Ελληνικό Ναυτικό[4]. Τη 14η Απριλίου 1941 το ελληνικό πλωτό νοσοκομείο ΕΛΛΗΝΙΣ πολυβολείτο επί 10 λεπτά έξω από την Λευκάδα παρά το ότι τα διεθνή διακριτικά σήματα ήταν εμφανέστατα πάνω του. Το ΕΛΛΗΝΙΣ βομβαρδίστηκε εν νέου στις 21 Απριλίου ενώ ήταν πλήρες τραυματιών και βυθίστηκε έξω από την Πάτρα. Τη νύκτα της 11ης προς 12η Απριλίου το νοσοκομειακό πλοίο ΑΤΤΙΚΗ έπλεε κατάφωτο στο στενό του Καφηρέα και με τα διεθνή φωτεινά σήματα των πλωτών νοσοκομείων, όταν βομβαρδίστηκε από γερμανικά αεροπλάνα και βυθίστηκε. Ένα αεροπλάνο μάλιστα πολυβόλησε τους εγκαταλείποντας το πλοίο ναυαγούς και συνολικά 50 Έλληνες βρήκαν τον θάνατο από την εγκληματική επιδρομή, ανάμεσά τους και ο Κυβερνήτης Πλοίαρχος Μελετόπουλος. Στις 21 Απριλίου βυθίστηκαν επίσης από τη Γερμανική Αεροπορία τα πλωτά νοσοκομεία ΕΣΠΕΡΟΣ έξω από το Μεσολόγγι και ΠΟΛΙΚΟΣ στον Πόρο. Οι μονάδες της Γερμανικής Αεροπορίας που ενεπλάκησαν σε αυτές τις ενέργειες ήταν οι ίδιες που μερικές μέρες αργότερα βομβάρδιζαν τις πόλεις της Κρήτης, δηλ. το 8ο Αεροπορικό Σώμα υπό τον von Richthofen).
β. Ξαναγυρίζοντας στον βρετανο-γερμανικό ανταγωνισμό παραβιάσεων Συνθηκών περί πολέμου, την επομένη μέρα, 22α Μαΐου, τα βομβαρδιστικά του 8ου Αεροπορικού Σώματος της Γερμανικής Αεροπορίας εξαπέλυσαν συνεχείς βομβαρδισμούς κατά του βρετανικούστόλου στο Αιγαίο υπό τον υποναύαρχο King. Μεταξύ των πληγέντων πλοίων ήταν το καταδρομικό Gloucester και το αντιτορπιλικό Greyhound. Όπως αναφέρει ο Μπήβορ, τα γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν και πολυβόλησαν τους ναυαγούς μέσα στη θάλασσα ή πάνω σε σωσίβιες λέμβους. Την επομένη, 23η Μαΐου, τα γερμανικά Στούκας πολυβόλησαν και πάλι Βρετανούς ναυαγούς, αυτή τη φορά του αντιτορπιλικού Kelly, το μισό πλήρωμα του οποίου χάθηκε κατά την βύθιση του πλοίου.
Ο Ρίχτερ αισθάνεται υποχρεωμένος να «εξηγήσει» αυτήν τη συμπεριφορά των Γερμανών αεροπόρων με ένα εκτενές σχόλιο, όπου δεν αρνείται ευθέως τις βρετανικές αναφορές αλλά προσπαθεί να τις αποδυναμώσει με διάφορες υποθέσεις, κάτι όμως που όμως αποφεύγει να κάνει στην περίπτωση της εξόντωσης των γερμανικών καϊκιών[5] . Τελικά στο σχόλιό του δέχεται ότι «δεν αποκλείεται γερμανοί πιλότοι να πολυβόλησαν ναυαγούς σε λέμβους ως αντίποινα για την προηγούμενη νύχτα». Το σαφώς υπερασπιστικό σχόλιο του Ρίχτερ καταλήγει επίσης με φράσεις που αξίζει να συγκρατήσουμε για αργότερα: «οι [βρετανικές]αυτές αναφορές πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφυλακτικότητα γιατί βασίζονται σε προσωπικές μαρτυρίες». Και ότι «δεν μπορεί κανείς παρά να συμφωνήσει πως όλα αυτά ανήκουν στη βιαιότητα του πολέμου». Είναι αξιοσημείωτος ο επιλεκτικός τρόπος με τον οποίον ο συγγραφέας αναφέρεται συγκαταβατικά στα γερμανικά εγκλήματα στο βιβλίο του. Φυσικά οι παραπάνω δικαιολογίες του για τη βιαιότητα του πολέμου και την υποκειμενικότητα των προφορικών μαρτυριών δεν βρίσκουν καμία εφαρμογή στην περίπτωση των Κρητών ατάκτων, εναντίον των οποίων τα γερμανικά εγκλήματα ξεκίνησαν, όπως θα δούμε, ακριβώς από «προφορικές μαρτυρίες».
Παραβιάσεις στις χερσαίες επιχειρήσεις
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Όπως και στις αεροναυτικές, έτσι και στις χερσαίες επιχειρήσεις της Μάχης της Κρήτης έγιναν μεγάλης κλίμακας παραβιάσεις των Συνθηκών περί Πολέμου. Οι χερσαίες επιχειρήσεις ξεκίνησαν την 20η Μαΐου 1941 και είναι σημαντικό να έχει κανείς κατά νου την ιδιαιτερότητα αυτών των μαχών, ειδικά κατά τις πρώτες μέρες. Επρόκειτο για ρίψεις Γερμανών Αλεξιπτωτιστών απευθείας μέσα και πίσω από τις συμμαχικές διατάξεις μάχης, μια καταστροφική τακτική των Γερμανών που είχε δύο βασικά αποτελέσματα:
Το πρώτο αποτέλεσμα ήταν ότι οι Γερμανοί Αλεξιπτωτιστές βρέθηκαν αμέσως σε εξαιρετικά ευάλωτη θέση, καθώς κατά τη ρίψη έφεραν επάνω τους μόνο ένα πιστόλι και λίγες χειροβομβίδες ενώ ο κύριος οπλισμός τους έπεφτε χωριστά. Καθώς πλησίαζαν έτσι στη γη, διασπαρμένοι και σχεδόν άοπλοι, τους περίμενε ένα κυνήγι χωρίς έλεος από αποφασισμένους αντιπάλους. Για κάποιον περίεργο λόγο, οι ίδιοι οι Αλεξιπτωτιστές θεωρούσαν ότι κατά τη φάση εκείνη που είτε βρίσκονταν ακόμη στον αέρα, είτε ήταν διεσπαρμένοι και σχεδόν άοπλοι –«αβοήθητοι», όπως λέει ο Ρίχτερ – δεν αποτελούσαν θεμιτό στόχο και ότι οι αντίπαλοί τους όφειλαν να τους αναμένουν να πάρουν τον οπλισμό τους από τα κάνιστρα και μόνον μετά να αρχίσει η μάχη -αντίληψη προφανώς αστεία. Κατά τη διενέργεια έρευνας που έκανε μετά τη Μάχη της Κρήτης το «Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων» (βλ. παρακάτω), οι Γερμανοί στρατιωτικοί δικαστές που διερευνούσαν τις καταγγελίες των Αλεξιπτωτιστών για εγκλήματα πολέμου των αντιπάλων τους έπρεπε κατά τις ανακρίσεις να επισημαίνουν συνεχώς στους πρώτους ότι το να τους προσβάλλει ο αντίπαλος κατά τη διάρκεια της ρίψης είναι απολύτως νόμιμο, έστω κι αν οι ίδιοι υποστήριζαν ότι στη φάση αυτή ήταν «αβοήθητοι» («defenceless» – κατά λέξη: «ανυπεράσπιστοι»)[6] . Είναι αξιοσημείωτο ότι σε αυτή τη φάση οι απώλειες των Αλεξιπτωτιστών προέρχονταν περισσότερο από τα στρατεύματα της Κοινοπολιτείας˙ οι Νεοζηλανδοί αξιωματικοί μάλιστα συμβούλευαν τους άντρες τους να σημαδεύουν στα άρβυλα τους αλεξιπτωτιστές που έπεφταν ώστε να συνυπολογιστεί η ταχύτητα καθόδου, όμως ο Ρίχτερ κατηγορεί μόνο τους Κρήτες ατάκτους για την εξόντωση «αβοήθητων» -όπως τους λέει- Αλεξιπτωτιστών.
Ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες, οι Αλεξιπτωτιστές, που ήταν σκληροτράχηλοι εθελοντές, συνήθως έδειχναν μικρή διάθεση να παραδοθούν έστω κι αν είχαν τραυματιστεί. Πολλοί αλεξιπτωτιστές όπως π.χ. ο Λοχαγός Witzig του 3ου Τάγματος του Συντάγματος Εφόδου και άλλοι, περιέγραφαν πως, παρά τον τραυματισμό τους, παρέμεναν καλυμμένοι περιμένοντας γερμανική βοήθεια αντί να παραδοθούν για να τύχουν ιατρικής βοήθειας, γεγονός που τους καθιστούσε προφανώς θεμιτούς στρατιωτικούς στόχους καθώς οι διώκτες τους δεν μπορούσαν να διαπιστώσουν πριν την συμπλοκή την κατάσταση της υγείας τους.
Το δεύτερο αποτέλεσμα που προκάλεσε η λανθασμένη γερμανική τακτική ρίψεων, ήταν ένα πρωτοφανές ανακάτεμα εχθρών και φίλων στο έδαφος. Κατά τις πρώτες μέρες, πριν δηλαδή τη μαζική άφιξη των Ορεινών Κυνηγών, η Μάχη ήταν περισσότερο ένα σύνολο εκ του σύνεγγυς μικροσυμπλοκών και εκκαθαρίσεων παρά κλασικός τακτικός αγώνας. Αυτό που επικρατούσε ήταν το ένστικτό της ατομικής επιβίωσης μέσω άμεσης εξόντωσης του αντιπάλου. Τα αντανακλαστικά επιβίωσης των μαχητών οξύνθηκαν καθώς ο εχθρός μπορούσε να προβάλει από παντού, ενώ κανείς δεν ήταν σίγουρος για το ποιον αντιμετώπιζε μέχρι που πλησίαζε πάρα πολύ κοντά –με ελάχιστον χρόνο αντίδρασης. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα περισσότερα περιστατικά παραβιάσεων της Κοινοπολιτείας που αναφέρονται αφορούν τις ζώνες ρίψης του Νομού Χανίων, όπου το πιο διακεκομμένο-καλυμμένο έδαφος έκανε το κυνήγι των Γερμανών πιο βίαιο από ότι ανατολικά.
Ο Ρίχτερ εξηγεί πολύ λίγο το είδος αυτό της συχνά απεγνωσμένης μάχης όπου «δεν υπήρχε χώρος να υποχωρήσεις» αλλά οι αγγλόφωνοι συγγραφείς είναι πιο κατατοπιστικοί. Ο Μπήβορ γράφει ρητά στο βιβλίο του πως «μέσα στην ταχύτητα, την αβεβαιότητα και τον φόβο της μάχης καμιά πλευρά δεν σεβάστηκε ιδιαίτερα την Συνθήκη της Γενεύης» και λέει επίσης ρητά πως «υπήρξαν πολλά περιστατικά που αξιωματικοί και οπλίτες των δύο αντιπάλων σκότωσαν αιχμαλώτους». Παρόμοια είναι επίσης και η σχετική αποτίμηση του συγγραφέα Στιούαρτ (Ian Stewart)[7] . Όπως τονίζει, σε αυτήν την πρώτη φάση της μάχης (20-21 Μαΐου) που τα αντίπαλα στρατεύματα γενικά ανακατεύτηκαν χωρίς γραμμές και διατάξεις, «Συνειδητοποίησαν όλοι ότι στις συγκρούσεις στην Κρήτη, οι ανθρωπιστικές συμβάσεις θα είχαν λίγη σημασία». Επίσης ο Στιούαρτ γράφει ότι «σε κάθε μέρος μαχητές έψαχναν να βρουν όπλα και πολλοί εφοδιάζονταν ολοκληρωτικά από τα πτώματα[8] των νεκρών εχθρών τους».
Τα περιστατικά
Εν συνεχεία αναφέρονται ορισμένα από τα πιο γνωστά και σημαντικά περιστατικά παραβιάσεων Συνθηκών, με κρίσεις έγκυρων ιστορικών[9] και μαρτυρίες που απηχούν τις συνθήκες μάχης, ξεκινώντας από τα στρατεύματα της Κοινοπολιτείας.
Την 20η Μαΐου στα Χανιά ο Διοικητής της 10ης Νεοζηλανδικής Ταξιαρχίας κατέγραψε ότι: «το 19 Τάγμα μας ανέφερε ότι σκότωσε 155 αλεξιπτωτιστές και, σα να ζητούσαν συγγνώμη, μας είπαν ότι έπιασαν και εννέα αιχμαλώτους». Εύλογη η απορία για τυχόν τραυματίες.
Στις βρετανικές Στρατιωτικές Φυλακές του Μοδίου δόθηκαν τυφέκια σε 60 κρατούμενους με την υπόσχεση να τους δώσουν χάρη αν πολεμούσαν «καλά» και τους εξαπέλυσαν στο κυνήγι. Μέσα σε λιγότερο από μια ώρα οι κρατούμενοι σκότωσαν 110 αλεξιπτωτιστές. Τραυματίες πάλι δεν αναφέρονται, παρ’ όλο που τα πεδία αυτών των μαχών, όπως άλλωστε και τα περισσότερα, παρέμειναν στον έλεγχο των συμμαχικών μονάδων κατά τις πρώτες ημέρες της Μάχης.
Στην περιοχή αμέσως ανατολικά του Μάλεμε όπου αποδεκατίστηκε το ΙΙΙο Τάγμα Εφόδου Αλεξιπτωτιστών, πολλά γερμανικά πτώματα που βρέθηκαν αργότερα έφεραν μια σφαίρα στο κεφάλι, δείγμα -κατά τον Μπήβορ- θανάτωσης μετά από την παράδοση τους.
Στις συγκρούσεις στα Χανιά, ένας από τους πρωταγωνιστές, ο υπίλαρχος RoyFarran του Βασιλικού Συντάγματος Ουσάρων ξεκίνησε την 20η Μαΐου μια επιχείρηση εκκαθάρισης των Αλεξιπτωτιστών με τα ελαφρά του άρματα. Όταν μια ομάδα πέντε Γερμανών πλησίασε με ψηλά τα χέρια, ο Φάραν έδωσε εντολή για πυρ φοβούμενος παγίδα, με αποτέλεσμα τρείς Γερμανοί να σκοτωθούν και δύο να ξεφύγουν. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του για το συμβάν: «Δεν συνηθίζω να πυροβολώ αιχμαλώτους, αλλά η Κρήτη ήταν διαφορετική περίπτωση»(αναφορά στο βιβλίο του Μπήβορ).[11] Ο τελευταίος συμφωνεί με την φράση του Φάραν γράφοντας στην ίδια παράγραφο: «Η Κρήτη ήταν όντως διαφορετική περίπτωση».
Ο Μπήβορ αναφέρει επίσης κυνικές μαρτυρίες για εκτελέσεις Γερμανών τραυματιών με χαριστικές βολές. «Η πρώτη βολή [στον Γερμανό αλεξιπτωτιστή] τον πλήγωσε μόνο. Έσκουζε σα γουρούνι που του κόβουν το λαιμό και εκλιπαρούσε για έλεος κι εμείς του το δώσαμε: μια βολή στο καρύδι» (20 Μαΐου, δεκανέας του 19ου Nεοζηλανδικού Τάγματος).
Ο Στιούαρτ αναφέρει και την επομένη μέρα, 21η Μαΐου, παρόμοιες περιπτώσεις εκτέλεσης Αλεξιπτωτιστών ενώ αυτοί παραδίνονταν. Ο ταγματάρχης Dyer αφηγείται τις εκκαθαρίσεις των νέων ρίψεων αλεξιπτωτιστών που έπεσαν στο Μάλεμε, από το 28 Τάγμα των Μαορί: «Μερικοί προσπαθούσαν να διαφύγουν έρποντας. Ένας μεγαλόσωμος αλεξιπτωτιστής σηκώθηκε πάνω με τα χέρια ψηλά σαν γορίλλας, φωνάζοντας με σπασμένα αγγλικά «ψηλά χέρια» (σ.σ. προφανώς για να τονίσει ότι παραδίνεται). Ο Dyerόμως διέταξε «σκοτώστε τον μπάσταρδο» και οι Μαορί τον σκότωσαν.» H διαταγή κατά τον Dyer δόθηκε «γιατί πολλοί άλλοι μας πυροβολούσαν και ένα πολυβόλο έβαλε πιο πέρα, σφαίρες σφύριξαν στα πόδια μου».
Σε κάθε περίπτωση, από τις συμμαχικές αναφορές επιβεβαιώνεται η περιγραφή του Μπήβορ για «σφαγή» πολλών μονάδων των Αλεξιπτωτιστών και φανερώνεται ότι πάρα πολλοί «αβοήθητοι» Γερμανοί, τραυματίες καθώς και άλλοι που απλώς προσπαθούσαν να παραδοθούν, τελικά θανατώθηκαν από δυνάμεις της Κοινοπολιτείας περισσότερο εξ αιτίας της ιδιαίτερης φύσης αυτής της Μάχης. Αυτό δείχνει και η αφύσικη αναλογία νεκρών προς τραυματίες. Συνολικά στην Κρήτη οι απώλειες των Γερμανών Αλεξιπτωτιστών έφτασαν τους 3.000 νεκρούς (1.500 βεβαιωμένοι, 1.500 αγνοούμενοι που θεωρούνται νεκροί) και μόλις 1.500 τραυματίες, δηλαδή δύο νεκροί για ένα τραυματία, έναντι του στατιστικά συνήθους του ενός νεκρού για τρεις τραυματίες. Οι περισσότερες από αυτές τις απώλειες σημειώθηκαν τις πρώτες δύο-τρεις μέρες της Μάχης (65% περίπου μόνο την πρώτη μέρα!), περίοδος κατά την οποία έδρασαν ουσιαστικά μόνο Αλεξιπτωτιστές και εξ αιτίας, όπως είπαμε, της καταστροφικής τακτικής των ρίψεων πάνω και δίπλα σε ισχυρά οχυρωμένους στρατηγικούς στόχους της Κρήτης.
Περνώντας τώρα στις παραβιάσεις του Δικαίου εν Πολέμω από την πλευρά των Γερμανικών στρατευμάτων εις βάρος του στρατού της Κοινοπολιτείας κατά τη χερσαία Μάχη, έχουμε τα εξής:
Στην περιοχή των Χανίων οι επιχειρήσεις ξεκινούν μαζί με εγκλήματα πολέμου από γερμανικής πλευράς. Ήδη από τις 19 Μαΐου σημειώνονται επιθέσεις κατά του 7ου Γενικού Νοσοκομείου των Βρετανών δυτικά των Χανίων. Γερμανικά βομβαρδιστικά βομβάρδισαν τις νοσοκομειακές εγκαταστάσεις προκαλώντας νεκρούς, παρά τα εμφανή σήματα του Ερυθρού Σταυρού στις στέγες των κτηρίων και στο έδαφος. Τα σήματα αυτά μάλιστα είχαν εντοπιστεί και από την ανάλυση των φωτογραφιών που είχαν προηγουμένωςτραβήξει τα γερμανικά αναγνωριστικά αεροσκάφη.
Την επομένη ημέρα, στις 20 Μαΐου, ο βομβαρδισμός επαναλήφθηκε και γερμανικός λόχος αλεξιπτωτιστών[12] που προσγειώθηκε εκεί κοντά επιτέθηκε αμέσως κατά του στρατιωτικού νοσοκομείου. Ένας άοπλος Νεοζηλανδός ανώτερος αξιωματικός ιατρός που πλησίασε τους Γερμανούς, ο αντισυνταγματάρχης Plimmer, εκτελέστηκε εν ψυχρώ παρότι έφερε το περιβραχιόνιο του Ερυθρού Σταυρού, ενώ και οι ασθενείς έτυχαν «ανάρμοστης» συμπεριφοράς[13]. Στην συνέχεια το προσωπικό του νοσοκομείου και οι ασθενείς, 500 άτομα, θεωρήθηκαν αιχμάλωτοι που -αντί προστασίας- έπρεπε τώρα να ακολουθήσουν τους δεσμώτες τους στη συνέχεια των επιχειρήσεων τους η οποία προέβλεπε τη συνένωσή τους με το 3ο Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών νοτιότερα. Η μακρά αυτή φάλαγγα «αιχμαλώτων» και Γερμανών φρουρών κινήθηκε εντός τουπεδίου μάχης καθώς στην πορεία τους παρεμβάλλονταν συμμαχικές μονάδες, κάτι που ήταν βέβαια γενικά γνωστό αφού ο γερμανικός λόχος βρισκόταν μακριά από τη μονάδα του και στην περιοχή βρίσκονταν Συμμαχικές μονάδες. Όπως ήταν αναμενόμενο, η φάλαγγα δέχτηκε βρετανικά πυρά και τελικά οι Γερμανοί αλλά και πολλοί ασθενείς σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν σε αυτές τις ενέργειες.
Παρότι συνολικά η γερμανική αυτή επίθεση κατά του βρετανικού νοσοκομείου δεν ήταν μια μόνον πράξη αλλά μία αλληλουχία εγκληματικών ενεργειών για σημαντικό χρονικό διάστημα και με ευθύνη πολλών[14] , ο Ρίχτερ στο βιβλίο του σπεύδει -πάντα σε σαφώς υπερασπιστική γραμμή- να κρίνει το περιστατικό ως «μεμονωμένο» (!) και οφειλόμενο αποκλειστικά στον επικεφαλής Υπολοχαγό Paggels. Επικαλείται μια φράση από μεταπολεμική κατάθεση του Βρετανού επικεφαλής αξιωματικού στην περιοχή σύμφωνα με την οποία «φαίνεται ότι δεν υπήρχε προσχεδιασμένη καταστρατήγηση των Συνθηκών της Γενεύης συνολικά από τους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές στην περιοχή Χανίων και σε άλλες περιπτώσεις υπήρξε σεβασμός των σημάτων του Ερυθρού Σταυρού» (sic). Εκτός του ότι η μια κατηγορία περιπτώσεων δεν ακυρώνει την άλλη, ο Ρίχτερ αποφεύγει να παραθέσει την άποψη ενός άλλου Βρετανού αξιωματικού που έδρασε στην περιοχή, του υπιλάρχου Farran που δήλωσε σχετικά ότι «εξεπλάγη με την σκληρότητα που επέδειξαν οι Γερμανοί απέναντι στον Ερυθρό Σταυρό την περίοδο αυτή του πολέμου«. Σε κάθε περίπτωση τα γεγονότα δεν αλλάζουν από τις απόψεις και η σαφής προκατάληψη του Ρίχτερ στην υπεράσπιση των κατάφωρα εγκληματικών ενεργειών των αλεξιπτωτιστών είναι και εδώ προφανής.
Συνεχίζοντας με τις γερμανικές παραβιάσεις, με την έναρξη της Μάχης οι Αλεξιπτωτιστές του Συντάγματος Εφόδου στο αεροδρόμιο Μάλεμε ήρθαν σε επαφή με το εκεί προσωπικό της RAF που ήταν γενικά άοπλοι. Σύμφωνα με τον Μπήβορ, αλεξιπτωτιστές (πιθανολογώ του IV Τάγματος/Σύνταγμα Εφόδου) σε μια κίνηση αντίστοιχη με τις βρετανικές περιγραφές που προαναφέρθηκαν, σκότωσαν μερικούς σμηνίτες που βγήκαν από το όρυγμα για να παραδοθούν, αλλά δεν σταμάτησαν σε αυτό. Έστησαν σε μια γραμμή και οκτώ άνδρες της RAF και ετοιμάστηκαν να τους εκτελέσουν ότανένας αιχμάλωτος (ο σμηνίτης Lawrence), από μια έμπνευση της στιγμής, τους έβαλε τις φωνές λέγοντας ότι δεν μπορούσαν να εκτελέσουν αιχμαλώτους χωρίς εντολή αξιωματικού! Οι Αλεξιπτωτιστές δίστασαν, καιλίγο αργότερα ένας αξιωματικός πράγματι χάρισε την ζωή στους Βρετανούς. Τελικά όμως οι τελευταίοι δεν χάρηκαν πολύ. Οι δεσμώτες τους τους ανάγκασαν να βαδίσουν παράλληλα με αυτούς ως ανθρώπινη ασπίδα ώστε οι Γερμανοί να προστατευτούν από τα νεοζηλανδικά πυρά του δεσπόζοντος Υψώματος 107 –κατάφωρη παραβίαση της Συνθήκης της Γενεύης και, στην πράξη, περίπου ισοδύναμο με εκτέλεση. Όπως ήταν αναμενόμενο, πολλοί Βρετανοί χτυπήθηκαν από φίλια πυρά.
Παραβιάσεις της Συνθήκης της Γενεύης περί Αιχμαλώτων συνέβησαν και την 22α Μαΐου 1941 στο αεροδρόμιο του Μάλεμε, όπου γερμανικές μονάδες του 11ου Αεροπορικού Σώματος[15] χρησιμοποίησαν Βρετανούς αιχμαλώτους για εργασίες διαμόρφωσης εδάφους και εκφόρτωσης πυρομαχικών από μεταγωγικά αεροσκάφη ενώ οι μάχες στην περιοχή συνεχίζονταν, μια σαφής παραβίαση της Συνθήκης της Γενεύης. Οι αιχμάλωτοι που αρνήθηκαν να εργαστούν καταναγκαστικά υπό τέτοιες επικίνδυνες συνθήκες εκτελέστηκαν από τους Αλεξιπτωτιστές. Στο Μάλεμε λοιπόν, η Συνθήκη της Γενεύης είχε περιορισμένη σημασία όταν τα προβλήματα ήταν πιεστικά για τους Γερμανούς.
Γενικά η Συνθήκη της Γενεύης για τους αιχμαλώτους πολέμου παραβιάστηκε συστηματικά από τους Γερμανούς με τη χρήση των αιχμαλώτων ως ανθρώπινων ασπίδων[16] . Μερικά ακόμα τέτοια περιστατικά περιγράφονται και από τον Ρίχτερ επίσης στην περιοχή Μάλεμε και μάλιστα αυτά αναφέρονταν -χωρίς ντροπή- σε πολεμικές εκθέσεις γερμανικών μονάδων. Επειδή με τέτοιες ενέργειες παραβιαζόταν κατάφωρα το Δίκαιο του Πολέμου, είναι μάλλον απίθανο να μην υπήρξαν και άλλα παρόμοια περιστατικά που οι διοικητές των γερμανικών μονάδων απέφυγαν να αναφέρουν στις επίσημες εκθέσεις τους.
Άλλωστε τη χρήση αιχμαλώτων ως ανθρωπίνων ασπίδων από τους Αλεξιπτωτιστές αναφέρει και η Ελληνική Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ) στην περιοχή Ηρακλείου. Την 23η Μαΐου ο Φρούραρχος Ηρακλείου Ταγματάρχης Τσαγκαράκης, μετά από αναφορές για την αιχμαλωσία γυναικοπαίδων[17] στην ύπαιθρο του Ηρακλείου ως «ασπίδα κατά τις επιχειρήσεις», απαίτησε από τον Γερμανό Ταγματάρχη Σουλτς (Schulz, ΙΙΙο Τάγμα/1ο Σύνταγμα) την απελευθέρωση των γυναικόπαιδων διότι «εν εναντία περιπτώσει θα επεβάλλοντο αντίποινα επί των (γερμανών) αιχμαλώτων«. Ομοίως η ΔΙΣ αναφέρει τέτοια περιστατικά ομηρίας γυναικόπαιδων στο Ρέθυμνο (Περιβόλια) και αλλού. Τα θέματα πάντως των παραβιάσεων Συνθηκών και εγκλημάτων των γερμανικών δυνάμεων κατά των Κρητικών, θα παρουσιαστούν και στο τελευταίο (6ο) Σημείο της εργασίας μας. Σε κάθε περίπτωση, η πρακτική της χρήσης αιχμαλώτων στρατιωτικών και Κρητών αμάχων ως «ανθρώπινων ασπίδων» υπήρξε μάλλον η πιο διαδεδομένη παράβαση του Δικαίου του Πολέμου από πλευράς των Αλεξιπτωτιστών και η πρακτική αυτή υπήρξε συστηματική.
Τέλος, αντίθετη με τις Συνθήκες ήταν η συμπεριφορά των Γερμανών στους αιχμαλώτους αμέσως μόλις τέλειωσε η μάχη. Κατά τον Μπήβορ, «οι συνθήκες στα στρατόπεδα αιχμαλώτων δυτικά των Χανίων ήταν άθλιες, κατά κύριο λόγο εξ αιτίας έλλειψης ενδιαφέροντος από τις γερμανικές αρχές». Η ανυπαρξία ειδικά τροφής επισημαίνεται και από ελληνικές πηγές[18] . Ευτυχώς κάποια τρόφιμα εξασφαλίζονταν από χωρικούς, παρά τις δικές τους μεγάλες ελλείψεις, ώστε οι αιχμάλωτοι να μην λιμοκτονήσουν.
Συνολικά για τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Γερμανοί εις βάρος των Βρετανών στο πλαίσιο του μεταξύ τους «ιπποτικού» κατά τον συγγραφέα πολέμου, σημειώνονται τα εξής:
Οι Γερμανοί Αλεξιπτωτιστές φαίνεται να διέπραξαν μάλλον λιγότερα σε έκταση εγκλήματα εις βάρος των δυνάμεων της Κοινοπολιτείας απ’ ότι οι Αγγλοσάξονες εις βάρος των Γερμανών. Αυτό είναι εύκολο να εξηγηθεί από το γεγονός ότι τα περισσότερα εγκλήματα των δύο πλευρών έγιναν κυρίως στις συγκεχυμένες μάχες της 20ης-22ας Μαΐου 1941, οπότε κύριοι του πεδίου της μάχης ήταν οι Βρετανοί. Οι Γερμανοί ήταν κυρίως αμυνόμενοι και κατά το μεγαλύτερο μέρος θηράματα, πλην τηςπεριοχής του Μάλεμε όπου ακριβώς διέπραξαν αυτοί τα περισσότερα των εγκλημάτων με αιχμαλώτους εις βάρος των Αγγλοσαξόνων. Οι Γερμανοί δηλαδή είχαν πολύ λιγότερες ευκαιρίες από τους Βρετανούς, αλλά στο Μάλεμε όπου τις είχαν, τις «αξιοποίησαν» με μεγάλη σκληρότητα.
Μεμονωμένα περιστατικά και η σημασία τους
Πέραν των εξακριβωμένων παραβιάσεων του Δικαίου του Πολέμου από τους Γερμανούς, υπήρξε ένας αριθμός παραβιάσεων που είτε τελικώς δεν ίσχυαν, είτε ήταν μικρότερης έκτασης ή βαρύτητας από ότι αρχικά νομιζόταν, είτε απλώς στο τέλος αγνοήθηκαν. Η σημασία τους έγκειται στο ότι τέτοιου είδους ελλιπώς τεκμηριωμένες μαρτυρίες στάθηκαν αφορμή για να εξαπολυθούν από τους Γερμανούς σκληρά «αντίποινα» κατά των Κρητών πολιτών και ατάκτων από τις πρώτες μέρες της Μάχης, πριν γίνουν δηλαδή σχετικές έρευνες για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε η χρήση νεοζηλανδικών στολών από Γερμανούς αλεξιπτωτιστές. Η παραβίαση αυτή καταγγέλθηκε ήδη από πρώτο βράδυ της Μάχης στο Αγγλικό Κοινοβούλιο από τον Τσώρτσιλ, με βάση βρετανικές αναφορές από την Κρήτη, ενώ η καταγγελία επανελήφθη και την επομένη ημέρα. Η χρήση τέτοιων στολών επιβεβαιώνεται από τον αρμόδιο ανώτατο Γερμανό αξιωματικό για τον εφοδιασμό των αλεξιπτωτιστών. Ο Υποστράτηγος Conrad Seibt, Διοικητής Εφοδιασμού και Υποστήριξης του 11ου Αεροπορικού Σώματος της Γερμανικής Αεροπορίας αναφέρει[19] σχετικά:
«….Αφού κανονίστηκαν όλες αυτές οι λεπτομέρειες, με απασχόλησαν οι στολές που θα φοριόταν (σ.σ. από τους αλεξιπτωτιστές) κατά την επιχείρηση. Όλο το προσωπικό είχε φτάσει στην Ελλάδα με στολές κατάλληλες για το κλίμα της Κεντρικής Ευρώπης και δεν υπήρχε αρκετός χρόνος για τον εφοδιασμό με τροπικό ρουχισμό. Για να μην βρεθούν στην ανάγκη να πολεμήσουν με χοντρές χειμωνιάτικες στολές, πολλοί στρατιώτες χρησιμοποίησαν τις ελαφρές στολές που άφησαν οι Βρετανοί φεύγοντας. Οι αλεξιπτωτιστές τις θεωρούσαν σαν ευπρόσδεκτα λάφυρα πολέμου. Περνώντας με το αεροπλάνο πάνω από συγκεντρώσεις στρατευμάτων για πρώτη φορά, δεν μπορούσα να διακρίνω μεταξύ Γερμανών και αιχμαλώτων Βρετανών παρά μόνο από το γεγονός πως οι τελευταίου ήταν άοπλοι».
Ο Ρίχτερ αναφέροντας τις καταγγελίες του Τσώρτσιλ, παραδέχεται μεν την χρήση νεοζηλανδικών στολών από «μερικούς αλεξιπτωτιστές», αλλά αναφέρει ότι εν τούτοις έφεραν τα χαρακτηριστικά γερμανικά κράνη που τους καθιστούσαν ευδιάκριτους ως Γερμανούς. Παρ’ όλα αυτά, στη φωτογραφία υπ’ αριθ. 61 του… δικού του βιβλίου, είναι ευδιάκριτοι εν ώρα μάχης Γερμανοί Αλεξιπτωτιστές με συμμαχικές στολές ΚΑΙ συμμαχικά κράνη. Οτροπικός γερμανικός εξοπλισμός δεν έφτασε[20] ποτέ στους αλεξιπτωτιστές.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι αλεξιπτωτιστές ακολουθούσαν ως γενικευμένη τακτική την υιοθέτηση των στολών του αντιπάλου ώστε να τον ξεγελάσουν, αλλά δείχνει το γιατί «αρχικές αναφορές» δεν θα έπρεπε -επιπλέον των άλλων λόγων- να προκαλούν γενικά μέτρα αντεκδίκησης όπως ακριβώς έκαναν, όπως θα δούμε, οι Γερμανοί με τους Κρήτες ατάκτους και γενικά με τον κρητικό πληθυσμό.
Στις 20 Μαΐου, στην περιοχή των Χανίων, Βρετανοί χειριστές πυροβόλων 3,7 ιντσών που αιχμαλωτίστηκαν από μικρό γερμανικό τμήμα, εκτελέστηκαν αμέσως από αυτούς, πιθανόν γιατί ήταν δύσκολο να τους πάρουν μαζί τους ως αιχμαλώτους. Το περιστατικό περιγράφηκε αμέσως μετά τη μάχη από επιζώντα της συμπλοκής στον μετέπειτα ιστορικό Στιούαρτ που υπηρετούσε σε διπλανή μονάδα (Ουαλικό Τάγμα) και διαδόθηκε στις μονάδες της περιοχής. Αν και ο Στιούαρτ δεν αναφέρει ποιό γερμανικό τμήμα συμμετείχε σε αυτή η δράση, τα στοιχεία παραπέμπουν στο Απόσπασμα Αλεξιπτωτιστών Γκεντζ (επικεφαλής ο Υποσμηναγός Alfred Gentz του Συντάγματος Εφόδου) που προσγειώθηκε με ανεμοπλάνα για να εξουδετερώσει τα αντιαεροπορικά πυροβόλα της περιοχής νοτίως Χανίων. Πράγματι,αυτό το γερμανικό απόσπασμα μεταξύ άλλων προσέβαλε ΒΑ Μουρνιών την 234η Μοίρα Βαρέως Α/Α Πυροβολικού που διέθετε πυροβόλα 3,7 ιντσών και για την οποία γνωρίζουμε ότι «το προσωπικό εφονεύθη πλην 8 αιχμαλωτισθέντων«, απώλειες ούτως ή άλλως δυσεξήγητες ως προς την έκταση τους, αφού το μεγαλύτερο μέρος των βρετανών πυροβολητών στερούνταν ατομικού οπλισμού. Το περιστατικό διαδόθηκε στις συμμαχικές μονάδες της περιοχής Χανίων.
Παρόμοια με τα προηγούμενα, γερμανικές αναφορές από την μάχη στον Γαλατά Χανίων ανέφεραν ότι Νεοζηλανδοί αυτή την φορά, έκαναν χρήση στολών αλεξιπτωτιστών. Η αναφορές είχαν μια δόση αλήθειας καθώς όντως[21] τουλάχιστον ένας Νεοζηλανδός λοχίας πολέμησε στην περιοχή ως ελεύθερος «κυνηγός» πλησιάζοντας τα θύματά του φορώντας στολή αλεξιπτωτιστή. Το περιστατικό ήταν μάλλον μεμονωμένο.
Δε μπορεί να αγνοηθεί λοιπόν ότι οι Γερμανοί, προφασιζόμενοι αρχικές αναφορές, φήμες και ανεξακρίβωτες κατηγορίες (του είδους που υπήρξαν απ’ όλες τις πλευρές) και πριν ελέγξουν την ισχύ και έκτασή τους, προέβησαν οργανωμένα και διατεταγμένα σε λουτρό αίματος εις βάρος των Κρητών αμάχων, ήδη από τις 23 Μαΐου όπως θα δούμε, δηλαδή πολύ πριν ξεκινήσουν τις «έρευνες» που διεξήγαγε η γερμανική πλευρά για παραβιάσεις Συνθηκών.
Μετά το τέλος του Πολέμου, ο στρατηγός Στούντεντ –τον οποίον ο συγγραφέας προσπαθεί επίμονα και συστηματικά να υπερασπιστεί- είχε τη δυνατότητα να υποστεί μια δίκαιη δίκη από τους Βρετανούς και να απαλλαγεί προσωπικά από κάποιες κατηγορίες[22] για εγκλήματα όταν σε αυτές δεν τεκμηριώθηκε ικανοποιητικά η προσωπική του ευθύνη ή γενικά δεν αποδείχτηκαν. Ο Στούντεντ δεν δικάστηκεγια τα εγκλήματα κατά των Κρητικών καθώς η Μ. Βρετανία δεν ενέκρινε[23] το 1947 την έκδοσή του στην Ελλάδα. Αναρωτιέται κανείς πως διέφυγε από τον συγγραφέα ότι ο Στούντεντ δεν έδωσε ποτέ στους πολλές εκατοντάδες Κρήτες θύματά του (που, όπως θα δούμε, εκτελέστηκαν με προσωπική διαταγή του) τη δυνατότητα να απολογηθούν για τις κατηγορίες που τους αποδόθηκαν πριν ερευνηθούν. Αρκεί επίσης να αντιπαραβάλει κανείς τα… παράπονα του Στούντεντ (που ο συγγραφέας εμφανώς συμμερίζεται) για την μεταχείρισή του από τους Άγγλους αμέσως μετά τον Πόλεμο με την αιμοσταγή διαταγή[24] του εναντίον των Κρητικών, για να καταλάβει τα διαφορετικά μέτρα και σταθμά που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί κατά βούληση.
Καταλήγοντας σε ότι αφορά το θέμα των εγκλημάτων πολέμου που διεπράχθησαν μεταξύ Γερμανών και Αγγλοσαξόνων κατά τη διάρκεια της Μάχης, είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι ενώ τα εγκλήματα διεπράχθησαν και μάλιστα σε ευρεία κλίμακα, και οι δύο πλευρές απέφυγαν την προσφυγή σε «αντίποινα». Ο προφανής λόγος είναι ότι ήταν εμπλεγμένες σε έναν πολύ μεγαλύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η εφαρμογή αντιποίνων θα οδηγούσε προφανώς σε άμεση ανταπόδοση και σε συνεχή κλιμάκωση. Αυτό ακριβώς συνέβη π.χ. με την κλιμάκωση των ανταποδόσεων μεταξύ Γερμανών και Καναδών μετά την επιδρομή της νήσου Σάρκ το 1942, έως ότου οι δύο πλευρές συμφώνησαν να επιστρέψουν στην πλήρη και κανονική τήρηση της Σύμβασης της Γενεύης. Οι Γερμανοί όμως δεν ένοιθαντην ίδια ανησυχία για αντίποινα από πλευράς του πληθυσμού της Κρήτης, έναντι του οποίου αισθάνονταν ότι μπορούν ατιμώρητα να επιβάλουν όποια εκδίκηση επιθυμούσαν.
Σημείο 5: Τα αίτια των Γερμανικών εγκλημάτων πολέμου στην Κρήτη
Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι για τα εκτεταμένα εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν οι Γερμανοί στην Κρήτη εις βάρος του τοπικού πληθυσμού από τον Μάιο μέχρι τον Σεπτέμβριο[25] του 1941, δηλαδή για τα εγκλήματα που διέπραξαν στο πλαίσιο της Μάχης της Κρήτης (και όχι σε σχέση με τη μεταγενέστερη Αντίσταση), η αιτία ήταν εγκλήματα που προηγουμένως είχαν διαπράξει οι ίδιοι οι Κρήτες άτακτοι εις βάρος των Γερμανικών στρατευμάτων. Επί λέξει, ο συγγραφέας αναφέρει[26]:
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εκτέλεση ανταρτών (από τους Γερμανούς) χωρίς δικαστική εξέταση δεν παραβαίνει μόνον το Διεθνές Δίκαιο της εποχής αλλά και τον γερμανικό στρατιωτικό νόμο 3/13, σύμφωνα με τον οποίον αλλοδαποί οι οποίοι προβαίνουν σε αξιόποινες πράξεις κατά του γερμανικού στρατού δεν είναι δυνατόν να τιμωρηθούν χωρίς την προηγούμενη σύσταση στρατιωτικού δικαστηρίου. Από την άλλη, είναι εξ ίσου αδιαμφισβήτητο ότι και οι πράξεις των ανταρτών παρέβαιναν το δίκαιο του πολέμου. Τα δύο εγκλήματα είναι αλληλένδετα. Χωρίς τις παραβιάσεις των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου από τους αντάρτες δε θα υπήρχαν αντίποινα. Η αντίληψη σύμφωνα με την οποία η γερμανική πλευρά επιτέθηκε εναντίον άκακων φιλειρηνικών Κρητικών με μοναδικό κίνητρο την επιθυμία να σκοτώσει είναι εσφαλμένη. Η προσπάθεια να παραγνωριστούν ή και να αγνοηθούν εντελώς οι επιθέσεις των ανταρτών, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, με ισχυρισμούς όπως για παράδειγμα ότι για τους ακρωτηριασμούς ευθύνονται τα κρητικά γεράκια ή ότι τα ασυνήθιστα τραύματα (πχ. από μαχαίρι) οφείλονται στη χρήση ασυνήθιστων όπλων, είναι μεν κατανοητή και έχει ως στόχο την αθώωση της μίας πλευράς, δεν ανταποκρίνεται όμως στην πραγματικότητα. Το ίδιο ισχύει και για τα «αποκαλούμενα» αντίποινα, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο αναιρείται η σχέση αιτίου-αιτιατού. Και οι δύο πλευρές παρέβησαν το δίκαιο του πολέμου και διέπραξαν εγκλήματα.
Πόρρω απέχει από την πραγματικότητα ο ισχυρισμός του MartinSeckendorf, ο οποίος στις 20 Μαΐου του 2003 υποστήριξε τα εξής σε μια διάλεξή του στην Ιένα: «Οι Γερμανοί εξεπλάγησαν ιδιαίτερα από το γεγονός ότι ο άμαχος πληθυσμός συμμετείχε ενεργά στην άμυνα – μία αντίδραση που καλύπτεται από τη Σύμβαση της Χάγης για το δίκαιο του κατά ξηράν πολέμου. Για τους Γερμανούς στρατιώτες η ένοπλη αντίσταση του λαού ήταν μια εγκληματική πράξη που επέσυρε την ποινή του θανάτου. Στην Κρήτη ο γερμανικός στρατός αντιμετώπισε για πρώτη φορά στον Β’ ΠΠ έναν λαϊκό πόλεμο.» Με τους ισχυρισμούς αυτούς ο Seckendorfπροσπαθεί, με τάση εξωραϊσμού της πραγματικότητας, να χαρακτηρίσει την αντίσταση των Κρητών ως λαϊκό πόλεμο. Όμως, ο ισχυρισμός του σύμφωνα με τον οποίον κάτι τέτοιο καλύπτεται από τη Σύμβαση της Χάγης για το δίκαιο του κατά ξηράν πολέμου είναι υπερβολικός.[27] «
Πρόκειται για παντελώς ανυπόστατο και εξαιρετικά προκλητικό ισχυρισμό του συγγραφέα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, κατά τον Ρίχτερ οι Γερμανοί απλώς ανταπέδωσαν στην Κρήτη εγκλήματα στα οποία πρώτοι υπέπεσαν οι Κρήτες άτακτοι – συνεπώς ο αναγνώστης συμπεραίνει πώς υπάρχει μια «ηθική ισοτιμία» των δύο πλευρών. Αυτό μάλιστα που δεν λέει ρητώς ο συγγραφέας αλλά μάλλον συνάγει ο αναγνώστης είναι ότι, αφού σύμφωνα με τη θέση του οι Κρήτες «ήρξαντο χειρών αδίκων», οι Γερμανοί έχουν κι ένα «ηθικό πλεονέκτημα» καθώςδεν ξεκίνησαν πρώτοι και έτσι ίσως οι Κρήτες άτακτοι να όφειλαν μία συγγνώμη προς τους εισβολείς.
Παρενθετικά, στο απόσπασμα Ρίχτερ που παρατίθεται φαίνεται η σχεδόν… ανησυχία του συγγραφέα να μην χαρακτηριστεί η Μάχη της Κρήτης «Λαϊκός Πόλεμος» («είναι μια τάση εξωραϊσμού της πραγματικότητας»), παρ’ όλο που μία βασική κατηγορία που ο ίδιος διατυπώνει στο βιβλίο του είναι η εκτεταμένη συμμετοχή του πληθυσμού στη Μάχη.
Εν πάση περιπτώσει, στο μυαλότου συγγραφέα φαίνεται να υπάρχει το εξής σκεπτικό: Όταν οι Γερμανοί εισβάλουν στην Κρήτη, διαπράχθηκανεις βάρος τους δύο διακριτά εγκλήματα πολέμου :
- Κρήτες πολίτες που δεν ήτανοργανωμένοι στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις ή έστω σε κάποιου είδους πολιτοφυλακή, συμμετείχαν στις μάχες και μάλιστα μαζικά,κι αυτό από μόνο του αποτέλεσε παραβίαση του Δικαίου του Πολέμου εις βάρος των Γερμανών. Εξ αιτίας του «εγκλήματος» αυτού, οι Γερμανοί για να προστατευθούν οδηγήθηκαν αναπόφευκτα σε «αντίποινα». Είναι μία κατηγορία που ο Ρίχτερ στο βιβλίο αποφεύγει πολύ προσεκτικά να διατυπώσει ρητά, τη διατυπώνει όμως εμμέσως αλλά σαφώς π.χ. στην υποενότητα: «Οι αντάρτες και το δίκαιο του πολέμου»[28] όπου γράφει τα εξής: «Οι Έλληνες υπερασπιστές της Κρήτης προέρχονταν από διαφόρους χώρους. Οι περισσότεροι προέρχονταν από τις τάξεις του Στρατού και της Χωροφυλακής. Θεωρούνταν εμπόλεμοι από το δίκαιο του πολέμου, τη Σύμβαση της Χάγης για το δίκαιο του κατά ξηράν πολέμου και τη Σύμβαση της Γενεύης. Επιπροσθέτως, υπήρχαν οργανωμένοι και μη αντάρτες, καθώς και λιγοστοί πολιτοφύλακες. Σύμφωνα με μαρτυρία του πρώην αλεξιπτωτιστή Poeppel, μερικοί πολιτοφύλακες φορούσαν μπλε περιβραχιόνια. [..]«.
Χωρίς να το αναφέρει ρητώς, ο συγγραφέας υπονοεί ότι οι Κρήτες πολίτες που δεν ανήκαν «στις τάξεις του Στρατού και της Χωροφυλακής» και που τελικά ήταν και οι περισσότεροι, δεν θεωρούνται εμπόλεμοι σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χάγης και της Γενεύης. Επιπλέον, στο απόσπασμα που παρατέθηκε πιο πριν, ο συγγραφέας αναφέρει: «Όμως, ο ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίον κάτι τέτοιο (δηλ., όπως προαναφέρεται: «ότι ο άμαχος πληθυσμός συμμετείχε ενεργά στην άμυνα») καλύπτεται από τη Σύμβαση της Χάγης για το δίκαιο του κατά ξηράν πολέμου είναι υπερβολικός.» Πέραν των δύο αυτών σαφών αναφορών, σε πλειάδα αποσπασμάτων γερμανικών εκθέσεων, διαταγών και εγγράφων με τα οποία ο συγγραφέας προσπαθεί να τεκμηριώσει την τέλεση εγκλημάτων πολέμου εκ μέρους των Κρητών πολιτών, η συμμετοχή τους αναφέρεται (ή υπονοείται εμφανώς) ως έγκλημα πολέμου καθ’ εαυτό – ανεξάρτητα του τι συγκεκριμένα μπορεί να έχουν πράξει πέραν αυτού.
- Επίσης, ασχέτως με τη νόμιμη ή παράνομη συμμετοχή τους στις μάχες, οι Κρήτες πολίτες που λαμβάνουν μέρος στη Μάχη χωρίς να ανήκουν στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις ή στην Πολιτοφυλακή, κατά τον Ρίχτερ διαπράττουν μαζικά εγκλήματα πολέμου εις βάρος των Γερμανών στρατιωτών, εγκλήματα που συνίσταται στον ακρωτηριασμό των πτωμάτων των νεκρών στρατιωτών, στη θανάτωση -αναφέρεται σποραδικά και δευτερευόντως- «αβοήθητων» αλεξιπτωτιστών και στην εξόντωση αιχμαλώτων.
Αυτές είναι οι δύο κατηγορίες «εγκλημάτων» που στερεότυπα επικαλέσθηκαν οι Ένοπλες Δυνάμεις της χιτλερικής Γερμανίας στις αναφορές τους κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά από τη Μάχη της Κρήτης, και αυτοί είναι οι ισχυρισμοί που ο συγγραφέας υιοθετεί προκειμένου να δικαιολογήσει τις συστηματικές εκτελέσεις Κρητών πολιτών από το τέλος Μαΐου 1941 έως τον Σεπτέμβριο του 1941.
Όπως θα δείξουμε αμέσως, η μεν πρώτη κατηγορία για την «παράνομη» συμμετοχή των Κρητών στη Μάχη είναι απολύτως ανυπόστατη, η δε δεύτερη κατηγορία αφορά περιστατικά που -στη χειρότερη περίπτωση- ήταν ελάχιστα και μεμονωμένα, κάτι δηλαδή που είναι αναμενόμενο σε οποιαδήποτε μάχη. Ο συγγραφέας αναγκάζεται να αποδώσει παραπειστικά τις ίδιες τις γερμανικές εκθέσεις που ο ίδιος θεωρεί αποδείξεις του ισχυρισμού του, μιας και ακόμη κι αυτές, στην καλύτερη περίπτωση δε υποστηρίζουν τον ισχυρισμό του σχετικά με την έκταση των κατηγοριών που διατυπώνει, ενώ στη χειρότερη περίπτωση τον διαψεύδουν.
Ας εξετάσουμε τις δύο γερμανικές κατηγορίες αναλυτικά:
α. περί της νομιμότητας της συμμετοχής των Κρητών πολιτών στη Μάχη της Κρήτης:
Το Δίκαιο του Πολέμου κατά τη διάρκεια της Μάχης και κατά τον Β’ ΠΠ συνολικά, και ειδικότερα το Δίκαιου που διέπει τη Διεξαγωγή του Πολέμου ορίζεται από ένα πλέγμα συμβάσεων που κανονίζουν ένα πλήθος ζητημάτων που ανακύπτουν κατά τον πόλεμο. Η κεντρική σύμβαση στο πλέγμα αυτό είναι η Σύμβαση IV της Χάγης του 1907, «Περί του Σεβασμού των Νόμων και των Εθίμων του κατά Ξηράν Πολέμου» και το Παράρτημά της: Κανόνες σχετικά με τους Νόμους και τα Έθιμα του κατά Ξηράν Πολέμου, του 1907 (HagueConvention(IV) respectingtheLawsandCustomsofWaronLandanditsannex: RegulationsconcerningtheLawsandCustomsofWaronLand). Η αναφερόμενη Σύμβαση της Γενεύης του 1929 είναι μια από τις επί μέρους συμβάσεις που ρυθμίζει το ειδικότερο θέμα της μεταχείρισης των αιχμαλώτων πολέμου.
Το πρώτο ζήτημα που η Σύμβαση της Χάγης καθορίζει, στα Άρθρα 1, 2 και 3 του Παραρτήματος (σημ.: το Παράρτημα είναι αυτό που περιλαμβάνει τους κανόνες) είναι το ποιους αφορά το Δίκαιο του Πολέμου, δηλαδή ποιοι κατά τον νόμο έχουν το καθεστώς του εμπολέμου.
Τα άρθρα αυτά είναι τα εξής:
Article 1. The laws, rights, and duties of war apply not only to armies, but also to militia and volunteer corps fulfilling the following conditions:
- To be commanded by a person responsible for his subordinates;
- To have a fixed distinctive emblem recognizable at a distance;
- To carry arms openly; and
- To conduct their operations in accordance with the laws and customs of war.
In countries where militia or volunteer corps constitute the army, or form part of it, they are included under the denomination «army.»
Art. 2. The inhabitants of a territory which has not been occupied, who, on the approach of the enemy, spontaneously take up arms to resist the invading troops without having had time to organize themselves in accordance with Article 1 [ Link ] , shall be regarded as belligerents if they carry arms openly and if they respect the laws and customs of war.
Art. 3. The armed forces of the belligerent parties may consist of combatants and non-combatants. In the case of capture by the enemy, both have a right to be treated as prisoners of war.
Στα ελληνικά, τα άρθρα αυτά έχουν ως εξής:
Άρθρο 1: Οι νόμοι, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του πολέμου εφαρμόζονται όχι μόνον σε στρατούς αλλά επίσης και σε πολιτοφυλακές και σε εθελοντικά σώματα που πληρούν τις ακόλουθες συνθήκες:
- Διοικούνται από ένα πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τους υφισταμένους του.
- Έχουν ένα σταθερό χαρακτηριστικό έμβλημα, ευδιάκριτο από απόσταση
- Φέρουν τα όπλα εμφανώς
- Διεξάγουν τις επιχειρήσεις τους σύμφωνα με τους νόμους και τα έθιμα του πολέμου.
Σε χώρες όπου η πολιτοφυλακή ή εθελοντικά σώματα συγκροτούν τον στρατό ή αποτελούν μέρος του, αυτά συμπεριλαμβάνονται στον όρο «στρατός».
Άρθρο 2: Οι κάτοικοι μιας περιοχής που δεν κατέχεται και οι οποίοι, κατά την προσέγγιση του εχθρού, αυθορμήτως λαμβάνουν τα όπλα για να αντισταθούν στα εισβάλλοντα στρατεύματα χωρίς να έχουν χρόνο να οργανωθούν σύμφωνα με το Άρθρο 1, θα θεωρούνται εμπόλεμοι εάν φέρουν τα όπλα εμφανώς και εάν σέβονται τους νόμους και τα έθιμα του πολέμου.
Άρθρο 3: Οι ένοπλες δυνάμεις των εμπολέμων μερών μπορεί να απαρτίζονται από μαχίμους και μη μαχίμους. Σε περίπτωση συλλήψεώς τους από τον εχθρό, και οι δύο κατηγορίες έχουν το δικαίωμα να αντιμετωπίζονται ως αιχμάλωτοι πολέμου.
Οι ορισμοί αυτοί των εμπολέμων είναι οι ισχύοντες κατά τον Β’ ΠΠ και κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης. Όλες ανεξαιρέτως οι λοιπές συνθήκες σχετικά με το Δίκαιο του Πολέμου μέχρι και την έναρξη του Β’ ΠΠ, για τον καθορισμό των εμπολέμων δεν επαναλαμβάνουν απλώς τα τρία αυτά άρθρα, αλλά παραπέμπουν ρητώς στα Άρθρα 1, 2 και 3 της Σύμβασης της Χάγης του 1907.
Το προαναφερθέν άρθρο 2 είναι ΑΚΡΙΒΩΣ η περιγραφή των ατάκτων της Μάχης της Κρήτης. Καμία απαίτηση για περιβραχιόνια, εμβλήματα και λοιπά. Δε χρειάζεται καμία νομική εμβρίθεια για να καταλάβει κανείς τι λέει το κείμενο, το λέει σε πολύ απλή γλώσσα.
Για να προληφθούν πιθανές παρατηρήσεις που θα θολώσουν τα νερά:
α. Η βασική πρόβλεψη περί ανοικτής οπλοφορίας που επαναλαμβάνεται, αφορά το ενδεχόμενο να εμφανιστούν οι πολίτες ως «φιλικοί» σε στρατιώτες του αντιπάλου, και μόλις αυτός επαναπαυθεί, βγάλουν τα όπλα και τον φονεύσουν δολίως. Απ’ όσο γνωρίζω, τέτοιο περιστατικό δεν έχει αναφερθεί κατά τη Μάχη της Κρήτης. Ουδείς Κρης άμαχος μπέρδεψε τους Γερμανούς Αλεξιπτωτιστές ως προς τα αισθήματα του και τις προθέσεις του.
β. Η πρόβλεψη για μη τέλεση εγκλημάτων πολέμου τίθεται διευκρινιστικά και για όλους: το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τα μέλη τακτικού στρατού και πολιτοφυλακής και ατάκτων: έχουν το καθεστώς εμπολέμου «εάν σέβονται τους νόμους και τα έθιμα του πολέμου», δηλαδή όσο δεν κατηγορούνται και δεν καταδικάζονται για (συγκεκριμένο) έγκλημα πολέμου. Και τα μέλη του τακτικού στρατού και της πολιτοφυλακής και των ατάκτων, εφ’ όσον τελούν εγκλήματα πολέμου, χάνουν το προστατευτικό καθεστώς του αιχμαλώτου πολέμου και γίνονται ποινικοί υπόδικοι ή κατάδικοι. Εφ’ όσον υπάρχει υπόνοια για τέλεση εγκλημάτων, ακολουθείται η σχετική ποινική διαδικασία.
γ. Αναφέρεται μερικές φορές από τους Γερμανούς και τους υπερασπιστές τους, ότι η ανωτέρω αναφερθείσα τέταρτη Σύμβαση της Χάγης του 1907 (HagueConvention(IV) onWaronLandanditsAnnexedRegulations, 1907) είχε μεν υπογραφεί τόσο από την Ελλάδα όσο και από τη Γερμανία, δεν είχε όμως κυρωθεί από την Ελλάδα ως όφειλε και προβλεπόταν, κι ως εκ τούτου δεν δέσμευε τη Γερμανική πλευρά. Αυτό είναι ακριβές ως γεγονός αλλά αστείο ώς προς την ουσία του θέματος και αδιάφορο νομικά. Η προαναφερθείσα Σύμβαση της Χάγης του 1907 «Περί του Σεβασμού των Νόμων και των Εθίμων του κατά Ξηράν Πολέμου και το Παράρτημά της» που κυρώθηκε από 38 κράτη και υπεγράφη από 15 κράτη τα οποία τελικώς δεν την κύρωσαν, ήταν η επικαιροποίηση της δεύτερης Σύμβασης της Χάγης του 1899 «Σχετικά με τους Νόμους και τα Έθιμα του κατά Ξηράν Πολέμου». Η Σύμβαση αυτή του 1899 είχε υπογραφεί και κυρωθεί από 51 χώρες, μεταξύ των οποίων η Ελλάς και η Γερμανία. Όσες χώρες δεν είχαν κυρώσει (ή υπογράψει) τη Σύμβαση του 1907, δεσμεύονταν από τη Σύμβαση του 1899 – εφ’ όσον την είχαν κυρώσει. Συνεπώς, ακόμη κι αν κανείς δεχτεί ότι η Γερμανία δεν δεσμευόταν από τη Συνθήκη του 1907 έναντι της Ελλάδος, προφανώς δεσμευόταν από τη Συνθήκη του 1899, που είχαν υπογράψει και κυρώσει και τα δύο μέρη – αλλιώς, ο Ελληνο-γερμανικός πόλεμος θα λάμβανε χώρα εν κενώ δικαίου, και συνεπώς δε θα ίσχυε κανένας κανόνας σε αυτόν, κάτι που βέβαια ούτε οι Γερμανοί δε διανοήθηκαν ποτέ να υποστηρίξουν.
Στη Σύμβαση αυτή της Χάγης του 1899, ο ορισμός των εμπολέμων, που γίνεται στα άρθρα 1, 2 και 3 του Παραρτήματος αυτής, είναι ταυτόσημος και κατά λέξη ίδιος με αυτόν της Χάγης του 1907 και ειδικότερα των άρθρων 1, 2 και 3 του παραρτήματός της.
Απλό το συμπέρασμα: Οι Κρήτες πολίτες που συμμετέχουν στη Μάχη της Κρήτης, το κάνουν σύννομα και σύμφωνα με το τότε ισχύον Δίκαιο του Πολέμου. Η επίκληση «παρατυπίας» σε ότι αφορά τη συμμετοχή τους (περιβραχιόνια, πολιτοφυλακές κλπ) είναι ανυπόστατη και χρησιμοποιείται παραπειστικά για να παράσχει δικαιολόγηση για τέλεση εγκλημάτων πολέμου από τα Γερμανικά στρατεύματα. Κι η Σύμβαση δεσμεύει τη Γερμανία, αφού αυτή έχει υπογράψει τη Σύμβαση της Χάγης. Επιπλέον, η Σύμβαση της Χάγης του 1907 είναι τόσο κεντρική για το Δίκαιο του Πολέμου (για την ακρίβεια: είναι η βασική ρύθμιση για το Δίκαιο εν Πολέμω) που είναι βέβαιο ότι κανένας Γερμανός αξιωματικός δεν αγνοεί τα τρία πρώτα άρθρα της Σύμβασης.
Αν, λοιπόν -για να έρθουμε τώρα στην δεύτερη κατηγορία κατά των Κρητικών- αγνοήσει κανείς τις αναφορές για συμμετοχή πολιτών στη Μάχη ως «λόγο» για τα γερμανικά εγκλήματα, τότε απομένουν οι γερμανικοί ισχυρισμοί περί εγκλημάτων των Κρητών ατάκτων, όπως θανατώσεις και βασανισμοί αιχμαλώτων και παραβιάσεων κανόνων του πολέμου όπως οι ακρωτηριασμοί νεκρών (που συνιστούν περιύβριση μνήμης νεκρού) και η αφαίρεση ειδών από νεκρούς. Κατά τις Γερμανικές Ένοπλες Δυνάμεις, αυτά τα «εγκλήματα» ήταν που προκάλεσαν τις μαζικές εκδικητικές ενέργειες, δηλαδή τις μαζικές και αδιάκριτες εκτελέσεις αμάχων της περιόδου τέλους Μαΐου-αρχών Σεπτεμβρίου 1941, θέση που υιοθετεί και ο Ρίχτερ. Ποια ήταν λοιπόν αυτά τα επανερχόμενα «εγκλήματα» των Κρητών ατάκτων;
Κατά τον Ρίχτερ, οι άτακτοι προέβησαν σε «έκτροπα» σε μαζική κλίμακα και όχι σε μεμονωμένες περιπτώσεις, που οι στοιχειωδώς ασχολούμενοι γνωρίζουν ότι συμβαίνουν αναπόφευκτα σε όλους τους πολέμους. Όμως αυτή η μαζική έκταση του φαινομένου δεν τεκμηριώνεται στο βιβλίο. Η «μαζική κλίμακα» επαναλαμβάνεται ως ισχυρισμός, αλλά δεν παρατίθεται κανένα στοιχείο π.χ. αριθμητικό ή στατιστικό που να την αποδεικνύει, έστω και προσεγγιστικά.
Ο συγγραφέας βασίζει τους ισχυρισμούς του περί «μαζικών εγκλημάτων» των Κρητών ατάκτων σε τρεις από τις τέσσερις γερμανικές στρατιωτικές εκθέσεις για το θέμα των Παραβιάσεων που συντάχθηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ ΠΠ. Αφήνοντας προς στιγμήν το εύλογο ερώτημα του κατά πόσον οι γερμανικές εκθέσεις του 1941 μπορούν να θεωρηθούν «αντικειμενικές», θα τις παρουσιάσουμε εν συντομία για να φανούν τα σοβαρά προβλήματα τεκμηρίωσης των γερμανικών ισχυρισμών που υιοθετεί ο Ρίχτερ.
Η πρώτη έκθεση είναι η έκθεση του 11ου Αεροπορικού Σώματος, του Σχηματισμού της Γερμανικής Αεροπορίας που συμμετείχε με τους Αλεξιπτωτιστές στη Μάχη της Κρήτης και που υπεβλήθη ως πόρισμα στις 14 Ιουλίου του 1941. Σημειωτέον ότι οι μαζικές εκτελέσεις Κρητών ως «αντίποινα» είχαν αρχίσει τρεις εβδομάδες νωρίτερα και πριν καν αρχίσουν οι σχετικές έρευνες,όπως θα δούμε,δηλαδή η πρακτική των Αλεξιπτωτιστών ήταν πρώτα να εκτελούν και μετά να ερευνούν.
Αφού ο συγγραφέας αναφέρει πως κατά το πόρισμα της 14ης Ιουλίου «στις εχθροπραξίες είχαν συμμετάσχει αστυνομικοί και πολίτες» ως εάν αυτό να αποτελεί κάποια παραβίαση του Δικαίου του Πολέμου, συνεχίζει: «Ως επί το πλείστον οι πολίτες ήταν αυτοί που δε σεβάστηκαν τους πεσόντες και τους τραυματίες και τους έκλεβαν τα ρούχα. Οι σοροί των Γερμανών στρατιωτών ακρωτηριάζονταν – κομμένα γεννητικά όργανα, βγαλμένα μάτια, κομμένα αυτιά και μύτες, μαχαιριές στο πρόσωπο, στο στέρνο, στην κοιλιά και την πλάτη, τομές στο λάρυγγα και κομμένα χέρια. Στους πιστοποιηθέντες ακρωτηριασμούς επρόκειτο για σκύλευση νεκρού. Σε μεμονωμένες[29] περιπτώσεις, τα στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι και τραυματίες έτυχαν κακομεταχείρισης και βασανίστηκαν μέχρι θανάτου«.
Στην ανωτέρω περικοπή, αναφέρεται κακοποίηση πτωμάτων και ότι «σε μεμονωμένες περιπτώσεις [..] τραυματίες έτυχαν κακομεταχείρισης και βασανίστηκαν μέχρι θανάτου». Ο Ρίχτερ αποφεύγει επιμελώς να δώσει στοιχεία για το πόσες ήταν αυτές οι καταγεγραμμένες από την έρευνα παραβιάσεις, ενώ η σχοινοτενής παράθεση του είδους των τραυμάτων δημιουργεί την εντύπωση (απίθανο η τεχνική αυτή να χρησιμοποιείται «τυχαία» από έναν έμπειρο συγγραφέα) ότι το φαινόμενο έλαβε μεγάλες διαστάσεις. Είναι δύσκολο ο μέσος αναγνώστης να διαβάσει την ανωτέρω αναφορά και να μην νομίσει ότι αναφέρεται σε εκατοντάδες περιστατικά σε όλη την Κρήτη. Καθώς οι περισσότερες από τις δεκαπέντε μονάδες των Γερμανών Αλεξιπτωτιστών, πολλές χωρισμένες σε μικρότερα τμήματα, συνεπλάκησαν με πολλές δεκάδες ομάδες ατάκτων σε όλη την Κρήτη και για πολλές ημέρες, ο συνολικός αριθμός συμπλοκών Γερμανών και ατάκτων ανερχόταν σε πολλές εκατοντάδες. Πλην όμως, η γερμανική έκθεση δηλώνει συγκεκριμένα σε πόσα περιστατικά αναφέρεται – απλώς ο Ρίχτερ ξεχνάει να το πει: από τον Μπήβορ γνωρίζουμε ότι η έκθεση του 11ου Αεροπορικού Σώματος αναφέρει συγκεκριμένα 25 περιστατικά ακρωτηριασμών σε όλο το νησί, «από τα οποία σχεδόν όλα είχαν γίνει σχεδόν με βεβαιότητα -κατά την έκθεση-μεταθανάτια«. Παραθέτοντας την ίδια έκθεση, ο Μπήβορ αναφέρει ρητά αυτό που ο Ρίχτερ γνωρίζει αλλά μάλλον σκόπιμα αποφεύγει να πει και ταυτόχρονα αόριστα διογκώνει: τα εγκλήματα που κατέγραψαν οι Γερμανοί και αποδίδονται στους Κρήτες ατάκτους και με τα οποία «δικαιολογούνται» οι μαζικές εκτελέσεις αμάχων ήταν: λιγότεροι από 25 ακρωτηριασμοί πτωμάτων (ήσσονος σημασίας έγκλημα πολέμου που αντιστοιχεί στην περιύβριση μνήμης νεκρού του ποινικού δικαίου) και «μεμονωμένοι» βασανισμοί τραυματιών. Από το γεγονός ότι οι «βασανισμοί τραυματιών» -για την ακρίβεια: προθανάτιοι ακρωτηριασμοί- ήταν «μεμονωμένοι» επί συνόλου 25 ακρωτηριασμών, δε μπορεί να ήταν πάνω από 3-4 περιπτώσεις.
Φυσικά, εδώ προκύπτει και ένα άλλο ερώτημα, πώς ένας (προθανάτιος) ακρωτηριασμός ενός στρατιώτη που προέρχεται π.χ. από επίθεση με τσεκούρι ή τσάπα που ήταν μερικά από τα κρητικά όπλα είναι «βασανισμός» και όχι νόμιμη επίθεση από ένα μαχητή που δεν διαθέτει άλλο όπλο. Ένας ακρωτηριασμός είναι νόμιμος όταν προέρχεται από βλήμα όλμου ή βόμβα, αλλά «έγκλημα» όταν επέρχεται στο πεδίο της μάχης από σκαπάνη ή πέλεκυ;
Η δεύτερη έκθεση πάνω στην οποία βασίστηκε ο ισχυρισμός του συγγραφέα περί «μαζικών εγκλημάτων» των Κρητών ατάκτων είναι η έκθεση της 12ης Στρατιάς, δηλαδή του μείζονος σχηματισμού του Γερμανικού Στρατού (και όχι της Αεροπορίας στην οποία ανήκαν οι Αλεξιπτωτιστές) που μετείχε στη Μάχη της Κρήτης. Η έκθεση αυτή υπεβλήθη στις 4 Ιουλίου του 1941, δηλαδή δέκα ημέρες πριν από την έκθεση του 11ου Αεροπορικού Σώματος και πολλές μέρες αφού είχαν αρχίσει οι μαζικές εκτελέσεις, και η οποία επικεντρώθηκε στη δράση της 5ης Ορεινής Μεραρχίας. Όπως αναφέρει σχετικά με την έκθεση ο Ρίχτερ, «τα δύο από τα τρία συντάγματα της Μεραρχίας, το 85ο και το 95ο δεν αντιμετώπισαν στους τομείς τους «τέτοιου είδους περιστατικά». Όμως το 1ο Τάγμα του 141ου Ορεινού Συντάγματος ανέφερε ένα μείζον «τέτοιο» (sic) περιστατικό στις 27 Μαΐου. «Την ημέρα εκείνη το τάγμα αναγκάστηκε να υποχωρήσει έπειτα από εχθροπραξίες στη Σούδα και να εγκαταλείψει τους τραυματίες. Την επομένη βρήκαν 124 νεκρούς και κανέναν τραυματία. Πολλοί νεκροί ήταν ακρωτηριασμένοι.» Αμέσως μετά, αναφέρεται ότι «οι Άγγλοι μεταχειρίστηκαν καλά τους αιχμαλώτους. [..] Ένας Άγγλος αξιωματικός σκότωσε έναν πολίτη, επειδή ο τελευταίος ήθελε να κακομεταχειριστεί βίαια κάποιον Γερμανό αιχμάλωτο«.
Στην περικοπή αυτή, είναι εντυπωσιακή η παραπειστική χρήση του λόγου από τον συγγραφέα προκειμένου να δημιουργήσει λανθασμένη εντύπωση χωρίς να πει ευθέως ψέμματα. Ξεκινά λέγοντας ότι τα δύο συντάγματα «δεν αντιμετώπισαν τέτοιου είδους περιστατικά«, δηλαδή, υπονοείται, «εγκλήματα πολέμου από Κρήτες ατάκτους». Το I/141 όμως ανέφερε ένα «τέτοιο» περιστατικό –υπονοείται «έγκλημα Κρητών ατάκτων», αλλά δε λέγεται ρητά. Η μονάδα αυτή αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να εγκαταλείψει τους τραυματίες, και την επόμενη μέρα που κατέλαβε την περιοχή, βρήκε 124 νεκρούς και κανέναν τραυματία. Υπονοείται: τους τραυματίες τους σκότωσαν οι Κρήτες άμαχοι. Το υπονοούμενο για την ευθύνη των Κρητικών επιτείνεται προσεκτικά από την φράση που ακολουθεί αμέσως μετά: «Οι Άγγλοι μεταχειρίστηκαν καλά τους αιχμαλώτους» ως αντιδιαστολή μεταξύ των υπονοούμενων Κρητών και των ρητώς αναφερομένων Άγγλων. Παρατηρεί κανείς ότι η ίδια η έκθεση δεν αποδίδει το περιστατικό σε Κρήτες ατάκτους˙ αλλιώς θα το ανέφερε ο Ρίχτερ, ο όποιος όμως επιρρίπτει σε αυτούς την ευθύνη εμμέσως αλλά σαφώς και πολύ προσεκτικά.
Ας δούμε τώρα τα πραγματικά στοιχεία του περιστατικού που ο συγγραφέας δεν αναφέρει. Από την εμπλεκόμενη γερμανική μονάδα, την ημερομηνία καθώς και τα υπόλοιπα στοιχεία, το περιστατικό είναι εύκολα ταυτοποιήσιμο. Πρόκειται για ένα διάσημο περιστατικό της Μάχης της Κρήτης, ιδίως μεταξύ των Αυστραλών και των Νεοζηλανδών: είναι η «Μάχη της 42ας Οδού», νοτίως της Σούδας, περιστατικό που ο ίδιος ο Ρίχτερ περιγράφει στη σελίδα 336 του βιβλίου του ως εξής: «[..]Το 1ο Τάγμα (σ.σ. του 141 Συντάγματος των Ορεινών Κυνηγών) έφθασε γύρω στις 09:00 στο χωριό Κατσιφαριανά και, αφού βγήκε από τους ελαιώνες που βρίσκονταν απέναντι από τη γραμμή άμυνας της 42ας Οδού, την ύπαρξη της οποίας αγνοούσε, κατευθύνθηκε προς βορράν, παράλληλα προς τις αμυντικές θέσεις των Νεοζηλανδών. Αυτοί επιτέθηκαν μαζί με τους Αυστραλούς στους ορεινούς κυνηγούς. Ακολούθησε μια άγρια σύγκρουση, στην οποία διακρίθηκαν προπάντων οι Μαορί. Επρόκειτο κατ’ αρχήν για μία επανάληψη των εχθροπραξιών που είχαν λάβει χώρα στο Γαλατά την 25η Μαΐου, σε μεγαλύτερη όμως κλίμακα. Η αντεπίθεση επέτρεψε στους Νεοζηλανδούς και τους Αυστραλούς να προωθηθούν περίπου 500 μέτρα προς δυσμάς. Η επίθεση ήταν τόσο σφοδρή, ώστε προκάλεσε πανικό σε πολλούς ορεινούς κυνηγούς, οι οποίοι τράπηκαν σε φυγή. Οι απώλειες των επιτιθεμένων ήταν πολύ περιορισμένες, σε αντίθεση με τους 300 νεκρούς των ορεινών κυνηγών. Το 1ο Τάγμα είχε εξολοθρευτεί.«
Η επίσημη ιστορία του Νεοζηλανδικού Στρατού πιστώνει τη νίκη στο 28ο Τάγμα Μαορί, αναφέροντας τα εξής:
«We were openly fired on by Enemy Infantry at close quarters. However, no time was lost in replying with fire and in a few minutes our forward Coys had fixed bayonets and were charging the enemy with full vocal accompaniment[.] [M]any of the enemy after firing for a bit turned and fled, those that stayed were bayonetted; Our men shooting them in the back as they ran.»
Οι Γερμανοί θα κατηγορήσουν τους μετάσχοντες Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς για έγκλημα πολέμου στη συγκεκριμένη συμπλοκή[30] , και συγκεκριμένα ότι: α) όλοι οι τραυματίες που δεν μπόρεσαν να μεταφερθούν από τα υποχωρούντα γερμανικά τμήματα (δηλαδή όλοι οι τραυματίες, αφού τα γερμανικά τμήματα είχαν τραπεί σε άτακτη φυγή) δολοφονήθηκαν και β) πολλά από τα πτώματα που βρέθηκαν την επόμενη μέρα είχαν ακρωτηριαστεί[31]. Φυσικά, ο συγγραφέας αποφεύγει να περιγράψει τον τρόπο καταδίωξης των Γερμανών από τους Μαορί και να κάνει την παραμικρή αναφορά σε κατηγορίες των Γερμανών εις βάρος των Αυστραλών και των Νεοζηλανδών για έγκλημα πολέμου στη Μάχη της 42ας Οδού, μάλλον γιατί αυτό θα δημιουργούσε πρόβλημα στη θεωρία περί «ιπποτικού πολέμου» μεταξύ των »πολιτισμένων» Γερμανών και Αγγλοσαξόνων.
Μια αμυδρή γεύση του πολεμικού μένους των Αυστραλιανών και Νεοζηλανδικών μονάδων μπορεί να πάρει κανείς ακόμη και σήμερα παρακολουθώντας τον πολεμικό χορό «χάκα» που χόρεψαν στις 20 Μαΐου 2016 τα μέλη των Νεοζηλανδικών Ενόπλων Δυνάμεων επ’ ευκαιρία της επετείου της συγκεκριμένης στην Τσικαλαριά, στον χώρο της Μάχης της 42ας Οδού, ενώ τμήμα των Δυνάμεων Καταδρομών του Ελληνικού Στρατού απέδιδε τιμές[32] .
Καμία πλευρά, ούτε η γερμανική, ούτε η αυστραλιανή ή η νεοζηλανδική δεν κάνει αναφορά σε εμπλοκή «Κρητών ατάκτων» στη Μάχη της 42ας Οδού, κάτι που ασφαλώς, κανείς που διαβάζει το βιβλίο δεν υποπτεύεται.
Η τρίτη έκθεση στην οποία βασίζει ο συγγραφέας τον ισχυρισμό του περί των υποτιθέμενων «μαζικών εγκλημάτων των Κρητών ατάκτων» είναι Έκθεση των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων και ειδικότερα της Υπηρεσίας Ερευνών για Παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου η οποία υπεβλήθη τον Ιούλιο του 1941, και η οποία επανεκδόθηκε, πιθανότατα όχι με απόλυτη πιστότητα, από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών το 1942 ως «Λευκή Βίβλος». Στην έκθεση αυτή κατά τον Ρίχτερ αναφέρεται ότι «οι συμμετέχοντες στις εχθροπραξίες αντάρτες της Κρήτης δε σεβάστηκαν ούτε κατ’ ελάχιστον τους νόμους και τους κανόνες του πολέμου ξηράς, αλλά προέβησαν σε πράξεις πρωτόγνωρης ωμότητας εις βάρος ανυπεράσπιστων και σε ακρωτηριασμούς νεκρών«. Και πάλι, καμία αναφορά σε μια ποσοτική εκτίμηση του πόσες (και ποιες) ήταν οι «πράξεις πρωτόγνωρης ωμότητας» και πόσοι οι ακρωτηριασμοί νεκρών, ώστε να υποστηριχθεί η άποψη Ρίχτερ ότι το φαινόμενο ήταν συστηματικό.
Περιέργως, το βασικό βιβλίο που έχει εκδοθεί σχετικά με το έργο αυτής της «Υπηρεσίας Ερευνών για Παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου»[33] αποδίδει το συμπέρασμα της εκθέσεως αυτής διαφορετικά: «Βρετανοί και Έλληνες στρατιώτες καθώς και οι κάτοικοι ενδεχομένως να είναι όλοι ένοχοι.» [..] Πολλοί αλεξιπτωτιστές υπέστησαν απάνθρωπη μεταχείριση ή ακρωτηριάστηκαν. Έλληνες πολίτες συμμετείχαν στις μάχες ως άτακτοι«.[34] Όπως φαίνεται, το βιβλίο του Ντε Ζάγιας δίνει διαφορετική εικόνα για τους υπευθύνους «εγκλημάτων» της γερμανικής Υπηρεσίας Ερευνών από αυτήν που μεταφέρει ο Ρίχτερ. Επιπλέον, τουλάχιστον η γερμανική Λευκή Βίβλος του 1942 αναφέρει ότι «οι Μαορί φορούσαν αλυσίδες από κομμένα αυτιά. Λέγεται ότι κάποιοι άλλοι είχαν στολίσει με αυτά το φορτηγό τους.» Το σχόλιο του συγγραφέως επί του θέματος αυτού είναι ότι: «Οι εκθέσεις αυτές (σ.σ. για τους Μαορί) προφανώς εξυπηρετούσαν τον μηχανισμό προπαγάνδας του τρόμου.» Ό,τι λοιπόν είναι προφανές για τους Μαορί, δεν είναι προφανές για τους Κρήτες ατάκτους.
Η τέταρτη έκθεση γερμανικής προελεύσεως σχετικά με τα «εγκλήματα των Κρητών ατάκτων» αποδίδεται, με χαρακτηριστική ασάφεια, στον συντάκτη Χέλμουτ Ούνγκερ (Hellmuth Unger). Αν και προφανώς η έκθεση δεν είναι ιδιωτική, είναι ασαφές για λογαριασμό ποιας υπηρεσίας συνετάχθη η έκθεση αυτή, καθώς δεν αναφέρεται υπηρεσία ενώ ο ίδιος ο Unger ήταν γιατρός, μέλος του ναζιστικού κόμματος και εκπρόσωπος τύπου της Υπηρεσίας Φυλετικών Διακρίσεων του κόμματος. Υπάρχουν δύο ενδείξεις για την προέλευση της εκθέσεως αυτής: Η μεν πρώτη είναι ότι εντολέας της εκθέσεως, ή τουλάχιστον της συλλογής στοιχείων από τον Ούνγκερ, ήταν ο Στρατάρχης της Γερμανικής Αεροπορίας Έρχαρντ Μιλχ (Erhard Milch). Ο Μιλχ κατά την περίοδο εκείνη ήταν Γενικός Επιθεωρητής της Αεροπορίας, και συχνά αντικαθιστούσε τον Γκαίριγκ στα καθήκοντά του επικεφαλής της Γερμ. Αεροπορίας. Επιπλέον, για τα συμπεράσματα της έκθεσης, ο Ρίχτερ στις σημειώσεις του βιβλίου παραπέμπει σε επιστολή του Ούνγκερ της 19ης Ιουνίου προς τον Επιθεωρητή Υγειονομικού της Γερμ. Αεροπορίας. Έτσι, μπορεί να συναγάγει κανείς ότι η έκθεση Ούνγκερ αποτελούσε πιθανότατα την έκθεση της Γερμανικής Αεροπορίας σχετικά με το ζήτημα των «εγκλημάτων» της Κρήτης.
Καθώς τα συμπεράσματα της έκθεσης αυτής είναι ελάχιστα βολικά για τον συγγραφέα, το άγχος του να την υποβαθμίσει είναι καταφανές. Αρχικά ο συγγραφέας μας πληροφορεί ότι συντάκτης της έκθεσης είναι «κάποιος δρ. HellmuthUnger«. Περιέργως, αν και ο Ούνγκερ δεν είναι λιγότερο γνωστός από γερμανούς δικαστές που αναφέρει ο Ρίχτερ όπως τον ταγματάρχη Μποκ, τον στρατοδίκη Ρούντελ ή τον στρατοδίκη Σουλτς, είναι ο μόνος που εισάγεται υποτιμητικά ως «κάποιος δρ. Ούνγκερ» και όχι ως «ο δρ. Ούνγκερ«. Βέβαια, μια απλή έρευνα σε βιογραφικές πληροφορίες δείχνει ότι ο Ούνγκερ, καλώς ή κακώς, ήταν σαφώς πιο γνωστό πρόσωπο του Β’ ΠΠ από τους προαναφερθέντες. Ο συγγραφέας εν συνεχεία σπεύδει να μας πληροφορήσει για τη συμμετοχή και τη θέση του Ούνγκερ στο Ναζιστικό Κόμμα, σε μια προφανή προσπάθεια να υποσκάψει το κύρος του «άβολου» μάρτυρα. Αναρωτιέται κανείς αν οι υπόλοιποι Γερμανοί εμπλεκόμενοι στη Μάχη και τις έρευνες που έχουν προαναφερθεί δεν έχουν καμία σχέση με το ναζιστικό κόμμα (πράγμα που με τα δεδομένα του 1941, θα ήταν αξιοσημείωτο, ειδικά για τη Γερμανική Αεροπορία), ή αν απλά μόνον για τον Ούνγκερ έγινε η σχετική ρητή αναφορά. Κυρίως όμως, αναρωτιέται κανείς γιατί, εν προκειμένω, η συμμετοχή στο ναζιστικό κόμμα είναι επιβαρυντικό στοιχείο για τη μαρτυρία του Ούνγκερ. Στην πραγματικότητα, ακριβώς το γεγονός ότι ο Ούνγκερ είναι στρατευμένος ναζί, είναι από τα στοιχεία που προσδίδουν μεγαλύτερη αξιοπιστία στην έκθεσή του: ο ναζί Ούνγκερ θα είχε έναν λόγο περισσότερον από τον μέσο ερευνητή να είναι εχθρικός προς τους «αμφιβόλου» φυλετικής ποιότητας Έλληνες (και δη άξεστους Κρήτες χωρικούς).
Παρ’ όλα αυτά ο ναζί Ούνγκερ αμφισβητεί τις κατηγορίες κατά των Κρητών μετά το ταξείδι του στην Κρήτη, αναφέροντας στον Μιλχ ότι τα περί εγκλημάτων κατά των Γερμανών ήταν «υπερβολές μερικών δημοσιογράφων»[35] και τα ασυνήθη πλήγματα κατά των αλεξιπτωτιστών οφείλονταν απλώς στα ασυνήθη όπλα (γεωργικά εργαλεία) που είχαν αρχικά οι Κρήτες. Ο Ρίχτερ, λες και αυτή η αμφισβήτηση του Ούνγκερ ήταν ντε φάκτο ύποπτη, γράφει ότι αδυνατεί να προσδιορίσει «τα πραγματικά κίνητρά του» για την αθώωση των Κρητών – «τα πραγματικά κίνητρα παραμένουν άγνωστα«. Ενδεχομένως κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια, ο συγγραφέας αδυνατεί να πιστέψει ότι ο Ούνγκερ δεν είχε κάποιο βαθύτερο κίνητρο αλλά απλώς ήρθε στην Κρήτη, ερεύνησε τις καταγγελίες και διαπίστωσε ότι δεν ευσταθούν. Παρ’ όλα αυτά, ο Ρίχτερ επιμένει στην ύπαρξη δόλιων κινήτρων και προτείνει δυο πιθανούς λόγους για τα συμπεράσματα του Ούνγκερ. Ο πρώτος πιθανός λόγος είναι ότι «οι επιθυμίες του ήταν επιφανειακές και εσφαλμένες, καθώς δε μίλησε με τους σωστούς ανθρώπους» και «δεν αντιλήφθηκε την έκταση που πήραν τα έκτροπα«. Το πώς ένας εντεταλμένος του Γενικού Επιθεωρητή (και ντε φάκτο Νο 2 της Γερμανικής Αεροπορίας) και μέλος του πολιτικού καθεστώτος, δε μπορεί να «μιλήσει με τους σωστούς ανθρώπους» για ένα θέμα που ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι είχε πάρει μαζική έκταση, είναι αξιοθαύμαστο. Ο Ούνγκερ έπρεπε να αναζητήσει μάρτυρες σε δύο αποδεκατισμένες μεραρχίες στην Κρήτη, όχι σε… τρεις Ομάδες Στρατιών στο Ανατολικό Μέτωπο, ενώ μάλιστα διεξάγονταν στο Νησί και άλλες τέτοιες έρευνες. Ο Ούνγκερ μάλλον πράγματι δε «μίλησε με τους σωστούς ανθρώπους«, δηλαδή πιθανόν δεν του «εξήγησε» ο Στούντεντ και ορισμένοι αλεξιπτωτιστές τι όφειλε να γράψει στην έκθεσή του, μιας και δεν ήταν υφιστάμενος του Στούντεντ.
Ο δεύτερος λόγος που προτείνει ο Ρίχτερ ως κίνητρο για το πόρισμα του Ούνγκερ είναι ότι «ενδεχομένως προσπάθησε να συγκαλύψει τα έκτροπα προκειμένου να αποτρέψει τις αρνητικές αντιδράσεις της κοινής γνώμης«. Όμως, οι τυχόν αρνητικές αντιδράσεις της κοινής γνώμης θα ήταν μέλημα του Χίτλερ ή του Γκαίμπελς, δηλαδή των καθ’ ύλην αρμοδίων, αλλά δεν προκύπτει από κάπου ότι απασχόλησαν τον εντολέα του Ούνγκερ, δηλαδή τον Μιλχ -που ήταν Στρατάρχης της Γερμανικής Αεροπορίας.
Με απλά λόγια: ο συγγραφέας, παρ’ όλο που έχει την έκθεση του Ούνγκερ στα χέρια του, δεν είναι σε θέση να αντιπαραθέσει ούτε ένα επιχείρημα επί της ουσίας της. Μάλιστα, αποφεύγεται να σχολιαστεί το γεγονός ότι ο Ούνγκερ, ως γιατρός και απευθυνόμενος στον Επιθεωρητή Υγειονομικού είναι σε κατάλληλη θέση να αξιολογήσει τους αναφερόμενους ακρωτηριασμούς, και πράγματι τους αποδίδει σε «ασυνήθιστα όπλα» –δηλαδή σε γεωργικά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν κατά την περίοδο της Μάχης[36] .
Αφού εξετάστηκαν οι εκθέσεις κατά μόνας, έχει ενδιαφέρον να εξεταστεί συνολικά το θέμα των «κρητικών εγκλημάτων» που επικαλείται ο συγγραφέας.
Κατ’ αρχάς, είναι εντυπωσιακό ότι ο συγγραφέας για να αποδείξει την τέλεση «εγκλημάτων των Κρητών ατάκτων», επικαλείται αποκλειστικά εκθέσεις που έχει συντάξει το ένα από τα δύο αντίπαλα μέρη μιας πολεμικής συρράξεως και με τα οποία κατηγορεί τον αντίπαλό του. Ο Ρίχτερ δεν θέτει καθόλου το προφανές ζήτημα της αντικειμενικότητας που τίθεται: Από πότε ο κατήγορος είναι αξιόπιστος ως δικαστής; Υπό ποία έννοια οι αναφορές των γερμανών κατακτητών είναι «αξιόπιστες» ως κύρια ιστορική πηγή επί των πράξεών τους;
Η στοιχειώδης εντιμότητα υπαγορεύει ότι βαρύνοντα λόγο σε τέτοια περίσταση θα έπαιζε η διερεύνηση από κάποιο τρίτο, κατά τεκμήριο ουδέτερο μέρος, όμως καμία τέτοια διερεύνηση δεν έγινε ποτέ. Είναι ενδεικτικό ότι για τη γνωστή σφαγή του Δάσους του Κατύν, για την οποία οι Γερμανοί ήθελαν αξιόπιστα να αποδείξουν στον κόσμο ότι την είχαν διαπράξει οι Σοβιετικοί, είχαν καλέσει επιτροπή εμπειρογνωμόνων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού για να διερευνήσει το έγκλημα και να εξετάσει τα (ήδη δύο ετών) πτώματα. Πιθανόν, στην περίπτωση της Κρήτης ήταν λιγότερο σίγουροι για τα πορίσματα μιας τέτοιας Επιτροπής. Επιπλέον και σε κάθε περίπτωση, το βασικό συγγραφικό καθήκον ενός ιστορικού συγγραφέα θα επέβαλε να γίνει μνεία και των αντιστοίχων εκθέσεων του ετέρου αντιπάλου, δηλαδή της Ελληνικής πλευράς. Τέτοια όμως μνεία δε γίνεται, παρ’ όλο που αντίστοιχη έκθεση υπάρχει (περί αυτής εν συνεχεία). Ο Ρίχτερ όχι απλώς δεν την παραθέτει κατ’ αντιστοιχία με τις γερμανικές αλλά ούτε καν την μνημονεύει. Αναρωτιέται κανείς συνολικά με ποιο κριτήριο ο Ρίχτερ θεωρεί πιο αξιόπιστες τις γερμανικές εκθέσεις και αναφορές του 1941 από τις ελληνικές.
Το δεύτερο στοιχείο, που είναι αξιοσημείωτο, είναι ότι όλη η αναφορά του Ρίχτερ στις γερμανικές εκθέσεις είναι όπως περιγράψαμε παραπειστική. Στην αναφορά του 11ου Αεροπορικού Σώματος (Αλεξιπτωτιστές), με μεθόδους που προσιδιάζουν περισσότερο σε ταμπλόιντ,[37] παραθέτει το γλαφυρό κομμάτι με την περιγραφή των μεταθανάτιων τραυμάτων ενώ αποφεύγεται η -απογοητευτική για τον στόχο της δικαιολόγησης των γερμανικών εγκλημάτων- παρουσίαση συγκεκριμένων ποσοτικών στοιχείων που περιέχει η έκθεση. Στην αναφορά της 12ης Στρατιάς που δεν επιβαρύνει κατά τίποτα τους Κρήτες ατάκτους, ο συγγραφέας «φορτώνει» πλαγίως αλλά σαφώς ένα «έγκλημα» στους Κρήτες ατάκτους, παρ’ όλο που στην μάχη της 42ας Οδού οι Γερμανοί αντιμετώπισαν Νεοζηλανδούς και Αυστραλούς και παρ’ όλο που κανένα από τα εμπλεκόμενα μέρη δεν αναφέρει τίποτα για εμπλοκή Κρητών ατάκτων. Στην έκθεση επίσης της Ειδικής Υπηρεσίας των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων αποκρύπτει τα -προφανώς πενιχρά- ποσοτικά στοιχεία της έκθεσης και πιθανότατα ότι η έκθεση κατηγορεί γενικά όλους τους αντιπάλους των Γερμανών για εγκλήματα πολέμου. Τέλος, η έκθεση Ούνγκερ της Γερμανικής Αεροπορίας που είναι ρητώς και ευθέως αντίθετη με τους ισχυρισμούς των αλεξιπτωτιστών και του Ρίχτερ, επιχειρεί να την αποδυναμώσει με πρόχειρο τρόπο, χωρίς να αντιπαραθέτει ούτε ένα συγκεκριμένο επιχείρημα.
Το τρίτο σημείο που κάνει εντύπωση ως προς τo τρόπο που ο Ρίχτερ ασχολείται με τα υποτιθέμενα κρητικά εγκλήματα είναι η προσπάθειά του να αναζητήσει τα «αίτια» με βάση…. πολιτισμικά στοιχεία. Κατά τον συγγραφέα οι Κρήτες άτακτοι ακρωτηρίαζαν συστηματικά τους νεκρούς Γερμανούς και σκότωναν τους τραυματίες λόγω μιας «αρχαίας κρητικής παράδοσης της περιφρόνησης του θανάτου» που δεν εξηγεί περαιτέρω. Στην πραγματικότητα η μόνη σχετική κρητική παράδοση είναι η γενναιότητα στο πεδίο της μάχης, την οποία επισημαίνουν και οι πιο έγκυροι συγγραφείς της Μάχης. Επειδή ο συγγραφέας εκφράζεται γενικότερα με υποτιμητικό τρόπο για τον τρόπο που πολεμούσαν οι Κρητικοί (»πόλεμος στην πιο άγρια και πρωτόγονη μορφή του») πρέπει να διευκρινιστεί:
- Από ιστορικής απόψεως, δεν είναι γνωστή καμία ιδιαίτερη κρητική πρακτική κακοποίησης των πτωμάτων των νεκρών -πλην ίσως του διαδεδομένου σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο (και όχι μόνον) αποκεφαλισμού. Π.χ. ουδέποτε υπήρξε στην Κρήτη κάποια συνήθεια, συμβολικής μάλιστα σημασίας, όπως εξόρυξη των οφθαλμών των νεκρών αντιπάλων ή απότμηση των μελών. Αλλά στην Κρήτη δεν αναφέρονται αποκεφαλισμοί.
- Από ανθρωπολογικής-πολιτισμικής απόψεως, η σύνδεση της βεβήλωσης του πτώματος του νεκρού αντιπάλου με κάποια «περιφρόνηση θανάτου» δεν είναι απλώς επιστημονικά ανυπόστατη αλλά στερείται παντελώς νοήματος.
- Ο συγγραφέας αρνείται να αποδεχθεί το προφανές – που το επισήμανε το 1941 και ο Χ. Ούνγκερ στην έκθεσή του προς τη Γερμανική Αεροπορία: όταν σε καταστάσεις ζωής και θανάτου κάποιος επιτίθεται σε έναν αντίπαλο με φτυάρι, με δρεπάνι, με αξίνα ή με οποιοδήποτε από τα αγροτικά εργαλεία με τα οποία ήταν εξοπλισμένοι αρχικά οι περισσότεροι Κρήτες άμαχοι, τότε τα τραύματα που προκαλεί στον αντίπαλο δεν είναι καθόλου «πολιτισμένα» όπως αυτά που προκαλεί μια σφαίρα: τα τραύματα των αγροτικών εργαλείων είναι άγρια, τρομακτικά – και καθ’ όλα νόμιμα. Όσο νόμιμα και τρομακτικά ήταν και αυτά που προκαλούσαν στους μαχητές και αμάχους οι γερμανικές βόμβες και βλήματα όταν εκρήγνυντο δίπλα τους.
Με τη νοοτροπία αυτή, δεν είναι περίεργο το ότι ο Ρίχτερ δεν βρήκε πηγές για να σημειώσει περιστατικά περίθαλψης Γερμανών τραυματιών αλεξιπτωτιστών από Κρήτες παρ’ όλο που οι τελευταίοι δεν διέθεταν υγειονομικούς σχηματισμούς και γενικά Διοικητική Μέριμνα. Ο λοχίας G. Pohlig (2ο Τάγμα/1ο Σύνταγμα) που πολέμησε έξω από το Ηράκλειο ανέφερε[38] μεταπολεμικά πως πολλοί τραυματίες της μονάδας του μεταφέρθηκαν και προφυλάχθηκαν σε σπηλιές όπου διαβιούσε ο σκληρά δοκιμαζόμενος πληθυσμός της περιοχής που βομβαρδιζόταν άγρια από την Γερμανική Αεροπορία. Τον ίδιο πολιτισμό μοιράζονταν με τους ατάκτους, συγγενείς τους ήταν.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι είναι εύκολο να συναγάγει κανείς τον λόγο για τον οποίον οι Γερμανοί ήταν τόσο επιθετικοί και εκδικητικοί προς τους Κρήτες ατάκτους. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πλέον επιθετικοί τόσο στις κατηγορίες όσο και στα αντίποινα είναι οι Αλεξιπτωτιστές. Οι Αλεξιπτωτιστές είναι αυτοί που λόγω της διασποράς τους κατά τις πρώτες ημέρες είναι εκτεθειμένοι στον εκνευρισμό και τον φόβο που συνήθως προκαλεί στα τακτικά στρατεύματα η δράση ατάκτων που ξέρουν άριστα το πεδίο και δρουν συνήθως αιφνιδιαστικά.[39] Επιπλέον στις συγκρούσεις των πρώτων ημερών στη Μάχη της Κρήτης, οι απώλειές των αλεξιπτωτιστών-μέρος των οποίων οφείλεται στους Κρήτες ατάκτους-ήταν βαρύτατες ενώ οι πρώτοι απέτυχαν στις μάχες που έδωσαν, πλην ενός τομέα, του Μάλεμε, όπου οι Νεοζηλανδοί έκαναν τραγικά λάθη. Η επίθεση λοιπόν των αλεξιπτωτιστών την 20η Μαΐου στην Κρήτη γενικά απέτυχε και την λύση για τους Γερμανούς έδωσαν τα μεγάλα λάθη των Νεοζηλανδών στο Μάλεμε και οι δυνάμεις της 5ης Ορεινής Μεραρχίας που ακολούθησαν. Το μένος των Αλεξιπτωτιστών στρέφεται εναντίον των Κρητών ατάκτων. Είναι ο παράγοντας που όχι μόνο δεν περίμεναν οι αλλά αντιθέτως είχαν προβλέψει ότι θα ήταν ουδέτεροι ή ευμενείς[40] έναντι τους. Η συμμετοχή των πολιτών σε μάχη ήταν επίσης ακατανόητη για τις γερμανικές αντιλήψεις και οι μέθοδοι μάχης τους σχετικά ανορθόδοξοι˙κατά τον Μπήβορ οι Γερμανοί «φοβόνταν και απεχθάνονταν» τους Κρήτες ατάκτους. Επιπλέον οι Γερμανοί δεν είχαν να φοβηθούν αντίποινα από τους Κρήτες. Οι Κρήτες ήταν το εύκολο θύμα για να πληρώσει τις βαρύτατες απώλειες και την αποτυχία στις πρώτες μάχες των Γερμανών αλεξιπτωτιστών, ιδανικός αποδιοπομπαίος τράγος.
Η πλέον επιθετική διοικητική ενέργεια είναι η διαβόητη διαταγή του αντιπτεράρχου Στούντεντ την 31η Μαΐου για την καταστροφή χωριών και την εξόντωση πληθυσμού, παρόλο που η Μάχη είχε τελειώσει. Ο Στούντεντ είχε τους λόγους του να είναι τόσο επιθετικός. Ήταν αυτός που τον Απρίλιο του 1941 πίεσε και τελικά έπεισε τον Χίτλερ για την κατάληψη της Κρήτης, και μάλιστα κυρίως από αερομεταφερόμενες δυνάμεις, παρά την αρχική δυσπιστία του Χίτλερ. Ο Στούντεντ ήταν επίσης αυτός που υπέπεσε σε σοβαρά σχεδιαστικά λάθη με την πολυδιάσπαση των ρίψεων και των προσπαθειών των αλεξιπτωτιστών, σε αντίθεση με τη γερμανική έντονη πεποίθηση περί «Schwerpunkt» και τη γενική αρχή της συγκέντρωσης και οικονομίας δυνάμεων. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι ο Στούντεντ αρχικά επιθυμούσε τη διεξαγωγή της επιχείρησης χωρίς προπαρασκευαστικούς βομβαρδισμούς και χωρίς… εγγύς αεροπορική υποστήριξη – σημείο στο οποίο όμως επέμεινε ο αντιπτέραρχος Ρίχτχόφεν, επί κεφαλής του 8ου Αεροπορικού Σώματος που υποστήριξε την επιχείρηση. Με άλλα λόγια, είναι εύκολο να συναγάγει κανείς ότι ο Στούντεντ είχε υποτιμήσει δραματικά τη δυσκολία της επιχείρησης και ήταν υπεύθυνος τόσο για τις πολύ υψηλές απώλειες των αλεξιπτωτιστών όσο και για την παρ’ ολίγον αποτυχία της επιχειρήσεως. Ο ίδιος γράφει δέκα χρόνια αργότερα:
«Η Κρήτη φέρνει πικρές αναμνήσεις. Έκανα λανθασμένο υπολογισμό όταν πρότεινα την επίθεση, και τα λάθη μου προκάλεσαν όχι μόνον τον θάνατο πάρα πολλών αλεξιπτωτιστών, αλλά μακροπρόθεσμα οδήγησαν στον θάνατο του Γερμανικού αερομεταφερόμενου Όπλου που είχα δημιουργήσει.«[41]
Εύλογα υποπτεύεται κανείς ότι ο Στούντεντ αναζητούσε κάποιο εξιλαστήριο θύμα για το πάθημα και τη διαφαινόμενη ευθύνη του, κι αυτό το βρήκε βολικότατα στους «Κρήτες αμάχους». Παρά τις πολλαπλές διαπιστωμένες παραβιάσεις των κανόνων από τα στρατεύματα της Κοινοπολιτείας, όπως εκτέθηκαν στο Σημείο 4, για λόγους «πολιτιστικούς» (για την ακρίβεια: ρατσιστικούς) αλλά και για λόγους συμφέροντος, οι παραβιάσεις Συνθηκών ήταν πολύ ευκολότερο να αποδοθούν στους… εξωτικούς Κρήτες άτακτους που πολεμούσαν »πρωτόγονα και άγρια» όπως λέει ο Ρίχτερ, παρά στους αγγλοσάξονες «εξαδέλφους» με τους οποίους άλλωστε ο πόλεμος συνεχιζόταν. Επιπλέον, όταν διεξάγει έρευνα το 11ο Αεροπορικό Σώμα (δηλαδή αυτό του οποίου προΐσταται ο ίδιος ο Στούντεντ) σχετικά με τα «εγκλήματα των Κρητών ατάκτων», και υποβάλλει την έκθεσή του στις 14 Ιουλίου, τα γερμανικά εγκλήματα «εξιλασμού» λαμβάνουν ήδη χώρα επί ενάμιση μήνα. Θα ήταν εξαιρετικά… άβολο για τον Στούντεντ και τους αλεξιπτωτιστές του να διαπιστωθεί κατόπιν εορτής ότι δεν είχαν σημειωθεί σοβαρές παραβάσεις του Δικαίου του Πολέμου. Εξ ου η μεταγενέστερη παραδοχή του Σμηνάρχου Μπρόιερ (Bruno Bräuer), επικεφαλής του 1ου Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών κατά τη Μάχη της Κρήτης, ότι οι ιστορίες για τους ακρωτηριασμούς στη Μάχη διογκώθηκαν, ενώ κατά τον Μπήβορ ο Μπρόιερ επίσης χλεύασε τις κατηγορίες περί βασανισμών.
Τέλος, ως προς την μέθοδο με την οποία ερευνά το ζήτημα ο Ρίχτερ, δε μπορεί κανείς παρά να δεχτεί ότι εφ’ όσον παρατίθεται η άποψη της μίας πλευράς για το επίδικο ζήτημα, θα ήταν λογικό να παρατεθεί και η άποψη της άλλης πλευράς. Ο συγγραφέας, περιέργως, αμελεί να παραθέσει την άποψη των Ελλήνων επί του θέματος, και όχι γιατί αυτή δεν υφίσταται. Όπως υπήρξαν επίσημες γερμανικές εκθέσεις για το τι συνέβη κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης, υπήρξαν και από ελληνικής πλευράς. Στο σημείο αυτό θα αναφερθεί η έκθεση που σχετίζεται με τους ισχυρισμούς του συγγραφέα περί «εγκλημάτων πολέμου» των πολιτών. Πρόκειται για την «Κεντρική Επιτροπή Διαπιστώσεως Ωμοτητών εν Κρήτη» που συνέταξε επιτροπή που συνεστήθη για τον σκοπό αυτόν στις 17/6/1945 κατόπιν ειδικής εντολής (ΑΠ: 11159) του Προέδρου της Κυβερνήσεως αντιναυάρχου Π. Βούλγαρη, γνωστού μετριοπαθούς πολιτικού, και η οποία αποτελούταν από τους καθηγητές πανεπιστημίου Ιωάννη Καλλιτσουνάκη και Ιωάννη Κακριδή, καθώς και από τον λογοτέχνη Νικόλαο Καζαντζάκη. Σημειώνεται ότι τόσο ο Καλλιτσουνάκης όσο και ο Κακριδής ήταν διακεκριμένοι φιλόλογοι με μακρές σπουδές και στενές σχέσεις με τη Γερμανία και τα πλέον διακεκριμένα πανεπιστήμιά της – συνεπώς δεν υφίσταται υποψία «αντιγερμανικού» πνεύματος στα δύο αυτά μέλη. Ο Νικόλαος Καζαντζάκης είναι ο γνωστός συγγραφέας. Η έκθεση συντάχθηκε κατόπιν περιηγήσεως σαράντα (40) ημερών σε όλο το νησί, κατά τη διάρκεια της οποίας οι συντάκτες της ακολούθησαν συγκεκριμένη μεθοδολογία και συνομίλησαν με πολλές εκατοντάδες αυτόπτεις μάρτυρες.
Αξίζει να παρατεθεί η σχετική με το θέμα μας αναφορά της εκθέσεως αυτούσια:
«Το διαδοθέν εξ άλλου υπό της γερμανικής προπαγάνδας, προφανώς προς κάλυψιν των ιδίων των ωμοτήτων, ότι οι Κρήτες προέβησαν εις ακρωτηρισμούς Γερμανών Αλεξιπτωτιστών, είναι ανάξιον αναιρέσεως. Είναι αληθές ότι ο πόλεμος εξαγριώνει τον άνθρωπον και ότι οι Κρήτες συναισθανόμενοι το άδικον της κατ’ αυτών επιθέσεως δεν θα ήταν ανεξήγητον, αν προέβαιναν εις παρομοίας ενεργείας˙ όπως εν τούτοις εβεβαιώθημεν, καμμία τοιαύτη ακρωτηρίασις[42] δεν έγινε από Κρήτας.»
Αναρωτιέται τώρα κανείς, τι ακριβώς καθιστά τους καθηγητές Καλλιτσουνάκη και Κακριδή λιγότερο αξιόπιστους από «κάποιον» ταγματάρχη Σουλτς και «κάποιον» στρατοδίκη Ρούντελ που παραθέτει το βιβλίο, και επίσης γιατί ο Ρίχτερ δεν παρουσιάζει αντίστοιχα την ελληνική θέση στο ζήτημα.
Σημείο 6: Η έκταση των Γερμανικών Εγκλημάτων στην Κρήτη
Oπως αναφέρθηκε στην αρχή, οι απώλειες των Κρητών από την γερμανική επίθεση ξεκίνησαν πριν από την έναρξη των ρίψεων των αλεξιπτωτιστών, εξ αιτίας των σφοδρών βομβαρδισμών της Γερμανικής Αεροπορίας από τις 14 Μαΐου 1941. Οι απώλειες αυξήθηκαν από τις 20 Μαΐου λόγω της συμμετοχής του πληθυσμού σε μάχες. Ωστόσο, το αργότερο από το πρωί της 23ης Μαΐου οι γερμανικές ενέργειες κατά των Κρητών άρχισαν να παίρνουν την μορφή εγκλήματος πολέμου καθώς τότε εκδόθηκε ειδική διαταγή εξόντωσης. Ο -αυστριακός- διοικητής της 5ης Ορεινής Μεραρχίας υποστράτηγος Ρίγκελ (Julius Ringel) που μόλις το προηγούμενο βράδυ είχε φτάσει στο Νησί ως ανώτερος διοικητής των εκεί γερμανικών στρατευμάτων, εξέδωσε την 10η πρωινή την ακόλουθη διαταγή[43] :
«Η δολοφονία ενός Γερμανού αεροπόρου στις 22 Μαΐου απέδειξε[44] ότι ο ελληνικός πληθυσμός, με πολιτική περιβολή- ή με γερμανικές στρατιωτικές στολές, παίρνει μέρος στη μάχη. Πυροβολούν ή μαχαιρώνουν τραυματίες θανατώνοντας τους και τους παίρνουν τα δαχτυλίδια και επίσης ακρωτηριάζουν και απογυμνώνουν πτώματα νεκρών.
Κάθε Έλληνας πολίτης συλλαμβανόμενος με πυροβόλο όπλο στα χέρια του θα εκτελείται αμέσως όπως θα εκτελείται επίσης και οποιοσδήποτε συλλαμβάνεται να επιτίθεται εναντίον τραυματιών. Όμηροι (άντρες μεταξύ 18 και 55 ετών) πρέπει να συλληφθούν αμέσως από τα χωριά, και οι άμαχοι πρέπει να πληροφορηθούν αμέσως ότι εάν λάβουν χώρα εχθρικές πράξεις εναντίον του Γερμανικού Στρατού οι όμηροι θα εκτελεστούν αμέσως. Οι χωρικοί της περιοχής πρέπει να πληροφορηθούν ότι 10 «Έλληνες θα θανατώνονται για κάθε Γερμανό».
Δύο βασικά σχόλια επί της σημαντικής αυτής διαταγής: Κατ’ αρχάς η διαταγή εκδίδεται το πρωί της 23ης Μαΐου, κατά τις πρώτες μέρες της Μάχης της Κρήτης και αυτό έχει σημασία. Οι Γερμανοί δεν έχουν μέχρι τότε, όχι απλώς ξεκινήσει έρευνες για παραβιάσεις Συνθηκών (ξεκίνησαν 4 μέρες αργότερα), αλλά δεν έχουν καν σαφή εικόνα των συμβάντων. Δεν ξέρουν ακόμα τι συνέβη στην μάχη στο Καστέλι, του οποίου οι κάτοικοι συγκέντρωσαν αργότερα σημαντικό μέρος των γερμανικών κατηγοριών. Επίσης, είχαν μόλις ξεκινήσει να καταλαμβάνουν το πεδίο μάχης ανατολικά του Μάλεμε όπου αφανίστηκε σχεδόν το 3ο Τάγμα Εφόδου, ενώ δεν είχε ακόμη εξοντωθεί το γερμανικό απόσπάσμα στην Κάνδανο, συγκρούσεις δηλαδή που επίσης προκάλεσαν τη διατύπωση κατηγοριών εις βάρος των Κρητών ατάκτων. Με άλλα λόγια, η διαταγή του Ρίγκελ στηρίζεται όχι σε -απαραίτητες για τόσο σοβαρό θέμα- έρευνες και στοιχεία αλλά το πολύ σε «αρχικές αναφορές» από κάποιες μάχες, όπως άλλωστε δείχνει και η φράση της παραπάνω διαταγής για τους Κρητικούς που υποτίθεται πολεμούν με γερμανικές στολές. Η έλλειψη έρευνας σχετικά με τα υποτιθέμενα κρητικά «εγκλήματα» που αναφέρονται στη διαταγή δεν εμποδίζει βέβαια την γερμανική ηγεσία να κατηγορήσει συλλήβδην τον κρητικό πληθυσμό ότι διαπράττει εγκλήματα. Επιπλέον από τη διαταγή αυτή της 23ης Μαΐου συνάγεται ότι οι Γερμανοί βασικά αντιδρούσαν στην εκδήλωση αντίστασης από τον πληθυσμό, όπως δείχνει η αναφορά για εκτέλεση ομήρων «εάν λάβουν χώρα εχθρικές πράξεις εναντίον του Γερμανικού Στρατού». Διαψεύδεται εδώ, δηλαδή, η βασική θέση του Ρίχτερ ότι τα γερμανικά εγκλήματα δεν θα είχαν γίνει χωρίς τα «κρητικά».
Το αποτέλεσμα της προαναφερθείσας διαταγής της 23ης Μαΐου στον Κρητικό πληθυσμό ήταν το αναμενόμενο. Την εικόνα τη δίνει ο Ρίχτερ με βάση βέβαια γερμανικές πηγές: «Στη μονάδα του Bender[45] είχαν σκοτωθεί όλοι οι αξιωματικοί και ο λοχίας επιθυμούσε να εκδικηθεί τον άμαχο πληθυσμό. Διέταξε τον Benderνα εκτελέσει τριάντα δύο ανθρώπους, ανάμεσά τους γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους που είχαν παραμείνει στην περιοχή (σ.σ. Περιβόλια Ρεθύμνου) που είχε περιέλθει στον έλεγχο των Γερμανών. «Αυθόρμητα απάντησα (λέει ο Bender): “Αυτό δε Θα το κάνω”. [0 λοχίας] τράβηξε το πιστόλι του και είπε: «άρνηση εκτέλεσης διαταγής»… Όμως ο συστρατιώτης μου, από το Βερολίνο, είχε ήδη τραβήξει το δικό του όπλο και τον απειλούσε. Δε θα ξεχάσω ποτέ τη βερολινέζικη διάλεκτο του Καrl καθώς του φώναζε: “Αν πατήσεις τη σκανδάλη, θα πεθάνεις, κατάλαβες;” [Ο λοχίας] χωρίς να πει λέξη εξαφανίστηκε». Σύμφωνα με όσα διηγήθηκε ο Bender στο συγγραφέα του παρόντος βιβλίου (Ρίχτερ), αυτοί[46] οι άμαχοι εκτελέστηκαν αργότερα από κάποιους άλλους που δεν είχαν ενδοιασμούς και τύψεις. Αυτό συνέβη σε πολλά μέρη. Πράγματι σύμφωνα με την έκθεση του στρατοδίκη Rudel, στον οποίο θα αναφερθούμε εκτενέστερα, τα στρατεύματα που έδρασαν σε μέρη όπου οι πολίτες πρόβαλλαν ισχυρή αντίσταση σκότωσαν ένα μεγάλο μέρος του άμαχου πληθυσμού.«
Από τα παραπάνω προκύπτει με σαφήνεια ότι τα γερμανικά στρατεύματα κατά το μεγαλύτερο μέρος της Μάχης της Κρήτης ενήργησαν εναντίον των Κρητών ατάκτων και μέρους του πληθυσμού εκτός κάθε κανόνα δικαίου, μια εγκληματική δράση που είχε μάλιστα την ρητή έγκριση της ηγεσίας τους όπως είδαμε. Βασική κατηγορία δε, όπως δείχνει η διαταγή της 23ης Μαΐου, ήταν η ίδια η συμμετοχή των Κρητών στη Μάχη. Κατά συνέπεια η θέση του Ρίχτερ ότι «χωρίς τα εγκλήματα των Κρητών, δεν θα υπήρχαν τα γερμανικά» ούτε ανταποκρίνεται στα γεγονότα, ούτε δικαιολογεί στο ελάχιστο τη γερμανική βία κατά του πληθυσμού.
Στο βιβλίο του Ρίχτερ η κρίσιμη διαταγή της 23ης Μαΐου δεν αναφέρεται στο σχετικό κεφάλαιο για τον «Ανταρτοπόλεμο και τις συνέπειές του» όπου λογικά ανήκει, αλλά δίνεται περιγραφικά στην εξιστόρηση των επιχειρήσεων στην περιοχή Χανίων-Κανδάνου, χωρίς παράθεση της διαταγής. Εκεί ο Ρίχτερ ισχυρίζεται ότι η διαταγή αυτή εκδόθηκε λόγω της εξόντωσης ενός αποσπάσματος Ορεινών Κυνηγών κατά την ημέρα εκείνη στην περιοχή της Κανδάνου και στην οποία ενεπλάκησαν άτακτοι διαπράττοντας-υποτίθεται- εγκλήματα. Όμως η σύγκρουση αυτή έλαβε χώρα το απόγευμα της μέρας αυτής και είναι απίθανο ότι η σύγκρουση και, κυρίως, οι λεπτομέρειες της να είχαν γίνει γνωστές στη γερμανική διοίκηση στην Κρήτη πριν το σούρουπο της 23ης Μαΐου -το νωρίτερο. Η διαβόητη διαταγή του Ρίγκελ εξεδόθη όμως το πρωί της 23ης Μαΐου, συνεπώς δεν έχει προφανώς καμία σχέση με το περιστατικό της Κανδάνου. Η δικαιολόγηση λοιπόν του Ρίχτερ είναι παραπειστική.
Εκτός από τις δολοφονίες Κρητών από στρατεύματα, οι γερμανικές πρακτικές εκδίκησης και εκφοβισμού κατά την διάρκεια της Μάχης περιελάμβαναν και τους σφοδρούς βομβαρδισμούς πόλεων και χωρίων από αέρος. Σεαυτούς τους βομβαρδισμούς έχουμε αναφερθεί και στο Α’ Μέρος. Εδώ μπορεί εύλογα να συνδεθεί η ένταση των βομβαρδισμών των κρητικών πόλεων που παρατηρήθηκε από το απόγευμα της 23ης Μαΐου, ιδίως των Χανίων και Ηρακλείου, με την έκδοση της προαναφερθείσας απειλητικής διαταγής το πρωί της μέρας αυτής, όταν γενικά επισημοποιείται η σκλήρυνση της γερμανικής στάσης έναντι του πληθυσμού που αντιστεκόταν. Αν και οι κρητικές πόλεις δεν είχαν κηρυχθεί ανοχύρωτες, εν τούτοις οι σφοδροί βομβαρδισμοί τους μεταξύ 23-26 Μαΐου δεν δικαιολογούνται από επιχειρησιακούς λόγους. Δεν υπήρχαν σοβαρές συμμαχικές δυνάμεις εντός των πόλεων και επιπλέον από τις 22-23 Μαΐου η κατάληψη των πόλεων δεν ήταν σημαντική για την γερμανική πλευρά: με την καταστροφή των 2 γερμανικών στολίσκων καϊκιών στο Αιγαίο, ήταν φανερό πως μόνο η κατάληψη των αεροδρομίων -και όχι λιμανιών- θα έδινε ουσιαστικό πλεονέκτημα. Σε κάθε περίπτωση το Καστέλι και η Σούδα ήταν καταλληλότερα σημεία αποβίβασης. Επιπλέον η γερμανική χερσαία επίθεση εκδηλωνόταν πλέον μέσω του Μάλεμε προς τα ανατολικά και ο ελιγμός γινόταν με υπερκέραση από νότο ώστε να παρακάμπτονται οι κύριες συμμαχικές θέσεις κοντά στην ακτή. Η σημασία πλέον των πόλεων για την εξέλιξη της Μάχης ήταν μικρή και κυρίως συμβολική, και οι εντατικοί βομβαρδισμοί τους μετά την 23 Μαΐου 1941 δείχνουν περισσότερο την εκδικητική σκληρότητα των Γερμανών έναντι του πληθυσμού.
Πράγματι οι βομβαρδισμοί του πολεοδομικού ιστού του Ηρακλείου εντάθηκαν από το απόγευμα της 23 Μαΐου, κατόπιν τελεσίγραφου του Γερμανού Επισμηναγού Σουλτς (Schulz, ΙΙΙο Τάγμα/1ου Συντάγματος[47] ) στον Έλληνα Φρούραρχο Ηρακλείου να παραδώσει την πόλη, αλλιώς θα καταστρεφόταν από αέρος. Μετά την άρνηση των Ελληνικών αρχών να παραδώσουν το Ηράκλειο, γερμανικά βομβαρδιστικά έπληξαν την πόλη το ίδιο απόγευμα, όλη την επόμενη μέρα και το πρωί της 25 Μαΐου. Οι καταστροφές ήταν τεράστιες, σύμφωνα π.χ. με γερμανική περιγραφή που αναφέραμε στο Α’ Μέρος, «Ολόκληρες σειρές σπιτιών έχουν γκρεμιστεί και συντρίμμια πάχους αρκετών μέτρων καλύπτουν τον δρόμο. Υπάρχει μια εικόνα καταστροφής…». Σύμφωνα με τη ΔΙΣ, κατά την εκκένωση δια θαλάσσης του Ηρακλείου την νύκτα της 28/29ης Μαΐου, οι συμμαχικές δυνάμεις διέσχιζαν την πόλη προς το λιμάνι «εις φάλαγγα κατ’ άνδρα λόγω των ερειπίων άτινα επλήρουν τας οδούς». Σύμφωνα με την επίσημη καταγραφή του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας το 1946, («Καταστραφείσαι πόλεις και χωρία συνεπεία του πολέμου 1940-1945″) 2.000 σπίτια επί συνόλου 7.500 του Ηρακλείου βρέθηκαν τελείως κατεστραμμένα, χωρίς να υπολογιστούν όσα ήταν «μερικώς κατεστραμμένα» δηλ. επιδέχονταν επισκευής και τα οποία ήταν συνήθως περισσότερα. Δεν καταμετρήθηκαν οι ελαφρές ζημιές.
Στα Χανιά οι καταγραφές του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας ανέφεραν 1.200 «τελείως» και 1.500 «μερικώς» κατεστραμμένα επί 7.000 οικιών συνολικά. Στο Ρέθυμνο οι καταστροφές ήταν μικρότερες, με 920 σπίτια πληγέντα σοβαρά επί συνόλου 3.500. Επιπλέον, σύμφωνα με τη ΔΙΣ επλήγη από τη Γερμανική Αεροπορία και το νοσοκομείο Ρεθύμνου, παρά την ύπαρξη σημάτων του Ερυθρού Σταυρού. Εκτός από την καταστροφή των σπιτιών τους, οι κάτοικοι των πόλεων υπέφεραν από την καταστροφή δικτύων και την παύση παραγωγής άρτου από τους φούρνους. Μεγάλες ήταν και οι καταστροφές από βομβαρδισμούς των κωμοπόλεων όπως το Καστέλι και πολυάριθμων χωριών.
Άλλο έγκλημα πολέμου εκ μέρους των Γερμανών ήταν η σύλληψη και χρήση αθώων αμάχων ομήρων ως ανθρώπινων ασπίδων, κυρίως από τους Αλεξιπτωτιστές. Η ελληνική Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού αναφέρει επανειλημμένως ομηρίες γυναικόπαιδων -κατά παράβαση ακόμα και της διαταγής της 23ης Μαΐου που όριζε άνδρες 18-55 ετών- στο Καστέλι, το Ηράκλειο και το Ρέθυμνο[48] , προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως ανθρώπινες ασπίδες. Ο Ρίχτερ αποφεύγει να αναφέρει αυτά τα γεγονότα, έστω και επικριτικά. (Να σημειώσουμε εδώ ότι η ΔΙΣ στο βιβλίο της για τη Μάχη της Κρήτης δεν καλύπτει παρά μόνο παρεμπιπτόντως τη δράση των Γερμανών εις βάρος του πληθυσμού, καθώς αντικείμενό της είναι η πολεμική δράση των αντιπάλων στρατών).
Tην 30η Μαΐου τελείωσε η Μάχη της Κρήτης αλλά όχι και το μένος των Γερμανών κατά του πληθυσμού που αντιστάθηκε, παρά τις βαρύτατες καταστροφές και απώλειες που ο κρητικός πληθυσμός είχε ήδη υποστεί από τη 14η Μαΐου και κατά τη 10ήμερη μάχη έως την 30η Μαΐου. Ενώ η επίσημη εξέταση από τους Γερμανούς για τη διάπραξη παραβιάσεων του Δικαίου του Πολέμου είχε μόλις ξεκινήσει (από την 26η Μαΐου έως τις αρχές Ιουλίου), ο Πτέραρχος Στούντεντ εξέδωσε ήδη την 31η Μαΐου 1941 μια νέα διαταγή εκτέλεσης «αντιποίνων» εναντίον του πληθυσμού για τη συμμετοχή πολιτών στην Μάχη και διάπραξη εγκλημάτων πολέμου. Την παραθέτουμε από το βιβλίο του Ρίχτερ:
«Έχει αναμφίβολα διαπιστωθεί ότι:
α) ο πληθυσμός της Κρήτης (συμπεριλαμβανομένων των γυναικών και των παιδιών) διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στις εχθροπραξίες,
β) προσπάθησαν κυρίως ως ελεύθεροι σκοπευτές (francs tireurs) να παρεμποδίσουν την επικοινωνία μας στήνοντας ενέδρες,
γ) μεταχειρίστηκαν βάναυσα τους τραυματίες μας,
δ) θανάτωσαν με τον πλέον σκληρό τρόπο αιχμαλώτους,
ε) και τέλος ακρωτηρίασαν ακόμη και πτώματα με τρόπο εκδικητικό και κτηνώδη.
Ο στρατός, στο μέτρο του δυνατού, αμύνθηκε κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών.
Είναι πλέον καιρός να ασχοληθούμε συστηματικά με τα περιστατικά αυτά, να επιβάλουμε αντίποινα και να δικάσουμε τους υπευθύνους. Στόχος μας είναι να λάβουμε μέτρα τα οποία θα λειτουργήσουν αποτρεπτικά στο μέλλον.
Σκοπεύω να κινηθώ προς την κατεύθυνση αυτήν με αποφασιστικότητα. Γι’ αυτό διατάζω τα εξής:
- Όλες τις κτηνωδίες (κυρίως στον τομέα Μάλεμε-Καστέλι) που γνωρίζω προσωπικά, θα τις τιμωρήσω εγώ ο ίδιος.
Υπό την επίβλεψη των διοικητών των στρατευμάτων του ανατολικού (Υποστράτηγος Ρίγκελ) και του δυτικού (Συνταγματάρχης Ράμκε) τομέα, επιβάλλεται να οριστούν χωρίς καθυστέρηση στα συντάγματα ή στα μέχρι τούδε αυτοδιοικούμενα συγκροτήματα μάχης οι κατάλληλοι αρχαιότεροι αξιωματικοί, οι οποίοι θα επιληφθούν αμέσως τέτοιων υποθέσεων, θα τις εξιχνιάσουν και θα επιβάλουν τις απαραίτητες κυρώσεις.
Ιδιαίτερη σημασία δίνω στην επιβολή της τιμωρίας, στο βαθμό του δυνατού, από εκείνο το στρατιωτικό τμήμα, το οποίο υπήρξε θύματων κτηνωδιών.
Ως υπεύθυνος γενικού διοικητηρίου για τα αντίποινα ορίζεται ο Ταγματάρχης Μποκ. Αυτή θα είναι η βασική αποστολή του στο εξής.
Πιθανά αντίποινα:
- Εκτελέσεις
- Χρηματικές ποινές
- Πυρπόληση χωριών (προηγουμένως πρέπει να εντοπίζονται τα μετρητά και να αποδίδονται[49] στους συγγενείς),
- Εξανδραποδισμός ολόκληρων περιοχών
Έγκριση για τα αντίποινα 3) και 4) θα παρέχω εγώ ο ίδιος. Η έγκριση αυτή θα παρέχεται με συνοπτικές διαδικασίες (με σύντομη αιτιολόγηση).
Όλα τα μέτρα πρέπει να ληφθούν το συντομότερο δυνατόν, παρακάμπτοντας κάθε είδους τυπικότητες και αποφεύγοντας εκουσίως τη συγκρότηση ειδικών δικαστηρίων. Δεδομένων των συνθηκών, αυτός που πρέπει να επιληφθεί της υποθέσεως είναι ο Στρατός και όχι τα τακτικά δικαστήρια τα οποία δεν είναι αρμόδια για κτήνη και δολοφόνους».
Τρία πράγματα είναι ξεκάθαρα από την διαταγή αυτή του αρχηγού των αλεξιπτωτιστών:
Πρώτον, από τις πρώτες προτάσεις της είναι και πάλι φανερό ότι για τους Γερμανούς, η ίδια η συμμετοχή των Κρητών πολιτών στην Μάχη είναι αδίκημα που επισύρει τιμωρίες. Όπως και από την προηγούμενη διαταγή της 23ης Μαΐου, έτσι και από αυτή εδώ αλλά και από αλλού[50] , αποδεικνύεται πλήρως ότι τα γερμανικά εγκλήματα δεν έγιναν απλώς λόγω αντίστοιχων κρητικών όπως ισχυρίζεται ο Ρίχτερ και είναι παράξενο που δεν το παρατηρεί, ακόμη και στις γερμανικές διαταγές που παραθέτει αυτούσιες. Βασική γερμανική κατηγορία αποτέλεσε η αντίσταση των πολιτών. Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι η διαταγή Στούντεντ, αν και μακροσκελής, μεγάλης σημασίας και απευθυνόμενη σε επαγγελματίες, «ξεχνά» να αναφέρει ποιά διάταξη ποιάς Συνθήκης παραβιάζει αυτή η συμμετοχή πολιτών.
Δεύτερον, από τη διαταγή Στούντεντ καθίσταται σαφής η ευθύνη της ηγεσίας των Αλεξιπτωτιστών για τις εγκληματικές πράξεις των ανδρών της μετά από την 31ηΜαΐου. Οι μονάδες διατάσσονται από τον Στούντεντ, μάλιστα με ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα, να παρακάμψουν κάθε «τυπική» διαδικασία που όμως θα διευκόλυνε την εξέταση των περιστατικών και των όποιων ενόχων, με σκοπό «τα μέτρα» να εφαρμοστούν το ταχύτερο δυνατόν. Μαζί με την ασυνήθη για στρατιωτική διαταγή γλώσσα που χρησιμοποιείται («κτήνη και δολοφόνοι»), η διαταγή Στούντεντ, ως ουσία και ύφος, προφανώς φανατίζει τους Αλεξιπτωτιστές.
Ο σκοπός της διαταγής είναι προφανής. Η ιδιαίτερη σημασία που αποδίδει στο να προβούν στις τιμωρητικές βιαιότητες τα τμήματα που υπήρξαν «θύματα», μαζί με όσα αναφέρθηκαν για άμεση βία χωρίς «τυπικότητες κάθε είδους», δείχνουν ότι σκοπός ήταν βασικά η άμεση εκδίκηση και όχι η απόδοση οποιουδήποτε είδους δικαιοσύνης. Αυτό εξηγεί και γιατί ο Στούντεντ δεν περιμένει καν το πέρας της σχετικής έρευνας που οι Αλεξιπτωτιστές (και άλλοι Κλάδοι) έχει μόλις ξεκινήσει (προ 4 ημερών) και τελικά θα περατωθεί μετά από 6 εβδομάδες. Το βασικό για τον Στούντεντ είναι να ικανοποιηθεί άμεσα το αίσθημα εκδίκησης των ανδρών του που εντός του Ιουνίου θα αναχωρούσαν από την Κρήτη. Άλλωστε και ο αρχικά υπεύθυνος για τις βιαιότητες που όριζε η διαταγή για την περιοχή Χανίων, ο συνταγματάρχης Ramke, χαρακτήρισε τα «μέτρα» ως «εκστρατεία τιμωρίας».
Το τρίτο που είναι σαφές είναι ότι η διαταγή Στούντεντ, ειδικά από τα μέτρα 3 και 4 αλλά και τον τρόπο που σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε το μέτρο 1 (εκτελέσεις), παραβιάζει πλήρως τη Σύμβαση της Χάγης του 1907 που αναφέρει πως, μετά την κατάληψη μιας περιοχής, ο κατακτητής υποχρεούται να σεβαστεί την ζωή και την περιουσία των κατοίκων. Ακριβώς το αντίθετο συνέβη, υπό το πρόσχημα ενός ανύπαρκτου εγκλήματος, της συμμετοχής στην Μάχη της Κρήτης.
Παρόλα αυτά ο Ρίχτερ καταβάλλει έντονες προσπάθειες στο βιβλίο του να απαλλάξει τον Στούντεντ από την βαριά ευθύνη αυτής της διαταγής και το κάνει με επιχειρήματα που -για να το πω κομψά- δεν έχουν θέση σε σοβαρό πόνημα. Επιχειρήματα όπως αυτά: «ο Στούντεντ με το να διατηρήσει για τον εαυτό του το δικαίωμα της απαιτούμενης έγκρισης (σ.σ. των μέτρων 3 και 4) μπορούσε να αποτρέψει την λήψη πιο δραστικών μέτρων χωρίς να οξύνει τα πνεύματα.» Ακατανόητο επιχείρημα καθώς, παραδείγματος χάριν, το μέτρο 4 αναφερόταν στον εξανδραποδισμό ολόκληρων περιοχών, δηλαδή παρέπεμπε στον Μεσαίωνα. Ποιά ήταν τα ακόμα «πιο δραστικά μέτρα» που απέτρεπε η ανάγκη έγκρισης για εξανδραποδισμό; Θυμίζω ότι οι Αλεξιπτωτιστές θεωρούνταν στρατιωτικό τμήμα που θα πειθαρχούσε σε διαταγές και όχι ορδή νομάδων.
Επίσης ο Ρίχτερ αναφέρει για το ίδιο θέμα ότι «Ο Στούντεντ επιβάλλοντας τον περιορισμό (σ.σ. των μέτρων 3 και 4) ήθελε πιθανότατα να αποτρέψει την κλιμάκωση των φόνων«. Μα οι εκτελέσεις δεν χρειάζονταν έγκριση ανεξαρτήτως αριθμού τους και αυτές είχαν αφεθεί στην κρίση τοπικών διοικητών. Πως υποτίθεται θα αποτρεπόταν η κλιμάκωση των φόνων; Επίσης γράφει ο Ρίχτερ πως «Το γεγονός ότι ο Στούντεντ ήταν υπεύθυνος για την έγκριση καταστροφών και εκτελέσεων, εξηγεί τον μικρό αριθμό τους». Είναι απίστευτη εδώ η «αβλεψία» του συγγραφέα, οι εκτελέσεις ήταν το μέτρο 1 το οποίο ΔΕΝ χρειαζόταντην έγκριση του Στούντεντ.
Ακόμα και για το περιβόητο έγκλημα της εκτέλεσης[51] των αρρένων στο Κοντομαρί Χανίων την 2α Ιουνίου 1941, ο Ρίχτερ προσπαθεί να απαλλάξει τον Στούντεντ από την ευθύνη. Ισχυρίζεται πως δεν μπορεί να αποδειχτεί ότι ο δήμιος του Κοντομαρίου, υπολοχαγός Trebes είχε λάβει την 2α Ιουνίουτην εκδοθείσα την 31η Μαΐου διαταγή Στούντεντ, άρα μάλλον έδρασε με δική του πρωτοβουλία. Γράφει λοιπόν ο Ρίχτερ ότι: «Σε κάθε περίπτωση λείπουν οι απαραίτητες ενδείξεις (!) προκειμένου να υποστηριχθεί ότι οι εκτελέσεις στο Κοντομαρί είχαν την έγκριση του Στούντεντ«. Το επιχείρημα στερείται κάθε ουσίας. Ο συγγραφέας επιλέγει να καταφύγει σε δικολαβικά επιχειρήματα προκειμένου να μην κατηγορηθεί ο διοικητής των Αλεξιπτωτιστών για ένα έγκλημα που σαφώς ήταν στο πλαίσιο της διαταγής του.
Τα αποτελέσματα της διαταγής του Στούντεντ ήταν τραγικά για τον πληθυσμό. Η ζωή του κάθε Κρητικού ήταν πρακτικά στο χέρι του κάθε Γερμανού στρατιώτη που υποτίθεται ότι θυμόταν ένα πρόσωπο ή άκουγε κάπου μια κουβέντα για συμμετοχή στην Μάχη, όπως αναφέρει η Επιτροπή Διαπιστώσεως Ωμοτήτων και επιβεβαιώνουν οι μαρτυρίες. Οι διαδικασίες απόδειξης κάποιας ενοχής ήταν ανύπαρκτες. Όταν γινόταν κάποια «ανάκριση», η βασική ερώτηση[52] αφορούσε τη συμμετοχή στην Μάχη της Κρήτης. Για πολλοστή φορά, η κεντρική θέση του Ρίχτερ ότι οι Γερμανοί εγκληματούσαν λόγω κρητικών εγκλημάτων, αποδεικνύεται ανυπόστατη.
Μέχρι τις 14 Σεπτεμβρίου 1941, οπότε ο διοικητής Κρήτης στρατηγός Αντρέ έδωσε αμνηστία για τα γεγονότα της Μάχης, περίπου 2.000 Κρητικοί εκτελέστηκαν[53] στα χωριά του νησιού από τα κατά τόπους γερμανικά αποσπάσματα. Ο αριθμός προέρχεται[54] από το «Ελληνικό Εθνικό Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου» (Ε.Ε.Γ.Ε.Π.), την επίσημη Ελληνική Αρχή (Αν.Ν/384/1945) που διερεύνησε αμέσως μετά τον πόλεμο την τέλεση εγκλημάτων πολέμου υπό την εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Το Γραφείο αποτελούσαν δικαστικοί υπό έναν Εισαγγελέα Εφετών και μετείχαν ανακριτικοί υπάλληλοι με βάση τις διατάξεις της ποινικής δικονομίας. Μετά από τη σύνταξη σχετικών δικογραφιών, εκδιδόταν αντίστοιχο βούλευμα.
Σχετικά με τους αριθμούς των νεκρών, η προαναφερθείσα «Κεντρική Επιτροπή Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη» υπολογίζει σε «πολλές εκατοντάδες» τα θύματα των Γερμανών μετά την Μάχη και έως τον Σεπτέμβριο του 1941. Η Επιτροπή τονίζει όμως ότι, όχι απλώς δεν μπόρεσε να καταγράψει τα περιστατικά από όλη την Κρήτη αλλά δεν μπόρεσε καν να επισκεφτεί πολλά δυσπρόσιτα χωρία που είχαν ειδικά υποδειχθεί λόγω των καταστροφών που υπέστησαν. Επομένως οι αριθμοί που παραδίδει υπολείπονται των πραγματικών.
Τέλος ο Μπήβορ με βάση γερμανικές πηγές της περιόδου αναφέρει για την περιοχή νοτίως Χανίων μόνον, την εκτέλεση 878 ανδρών, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν κατηγορηθεί ως άτακτοι.
Οι εκτελέσεις έγιναν σε πολλές περιοχές και χωριά στην Κρήτη. Εκτός από τις γνωστές περιπτώσεις ομαδικών εκτελέσεων, υπήρξαν πάρα πολλές περιπτώσεις ατομικών εκτελέσεων, με βάση μια απλή αναφορά συμμετοχής στην Μάχη.
Οι καταστροφές των σπιτιών και περιουσίας συνεχίστηκαν και μετά τη λήξη της Μάχης, όπως άλλωστε όριζε η διαταγή Στούντεντ αλλά και λόγω των αυθαιρεσιών των γερμανικών τμημάτων κατοχής. Διατάγματα του Ιουνίου του 1941[55] όριζαν επίσης την υποχρέωση αναγκαστικής εργασίας για ολόκληρο τον πληθυσμό με επαχθέστατους όρους, ενώ οι επίσημες ελληνικές πηγές αναφέρουν ακόμα συστηματικές λεηλασίες, εξευτελισμούς και εκτοπίσεις πληθυσμών[56].
Ο Ρίχτερ αναφέρεται στο θέμα των γερμανικών εγκλημάτων αμέσως μετά την Μάχη με χαρακτηριστική συντομία και ασάφεια, σε αντίθεση με τις μακροσκελείς αναφορές του στα κρητικά «εγκλήματα». Δεν αναφέρει τίποτα για τις λεηλασίες και τις κακουχίες του πληθυσμού από την συμπεριφορά των γερμανικών μονάδων και αρχών. Με την γνωστή καταστροφή της Κανδάνου ασχολείται περισσότερο για το τι έγραφαν οι διαδοχικές πινακίδες. Δεν αναφέρει ότι τα μετά την 31η Μαΐου γερμανικά εγκλήματα απλώς συνέχιζαν και προστίθεντο στα πολυάριθμα που είχαν λάβει χώρα από την 23ηΜαΐου, και ότι η βία οφείλονταν στους ίδιους θύτες για τους ίδιους λόγους και με παρόμοιες διαταγές. Παραλείπει τις απαραίτητες αναφορές στη διερεύνηση των γερμανικών εγκλημάτων από τις Ελληνικές Αρχές που ασχολήθηκαν με το θέμα, τα στοιχεία που αυτές συνέλεξαν και στο ότι πολλά από αυτά τελικά κατέληξαν στη… Γερμανία -φυσικά χωρίς αποτέλεσμα. Περιορίζεται στο ασαφές και τελικά αδιάφορο «οι επίσημες ελληνικές πηγές δεν διαχωρίζουν τις εκτελέσεις κατά την διάρκεια της Μάχης και αμέσως μετά την λήξη της, από αυτές που προέκυψαν ως συνέπεια της διαταγής Στούντεντ», λες και το ζήτημα που ενδιαφέρει είναι η προσωπική ευθύνη του Στούντεντ. Ο Ρίχτερ δεν αναφέρει επίσης τα στοιχεία που παρουσιάζει ο Μπήβορ για τους 878 εκτελεσθέντες. Ούτε εξηγεί ότι σε πολλές περιπτώσεις κάτοικοι «ένοχων χωριών» όπως η Κάνδανος γλύτωσαν απλώς επειδή διέφυγαν στα βουνά, αλλιώς οι Γερμανοί θα σκότωναν πολύ περισσότερους. Σχετικά με αυτό, οι επίσημες ελληνικές πηγές που προαναφέρθηκαν αναφέρουν πολλά περιστατικά για τον δόλιο τρόπο με τον οποίο οι Γερμανοί προσπαθούσαν να ξεγελάσουν τον πληθυσμό ώστε να μην διαφύγει έγκαιρα στα βουνά.
Τον αριθμό των 2.000 θυμάτων αμέσως μετά την Μάχη στο σχετικό βιβλίο του συγγραφέα Παναγιωτάκη, ο Ρίχτερ τον απορρίπτει με δύο μόνο λέξεις: ο ισχυρισμός αυτός κατά τον συγγραφέα «στερείται βάσης», και δεν δίνει καμιά αιτιολόγηση γι αυτό.
Αντιθέτως με την πλήρη παράβλεψη των ευρημάτων των Ελληνικών αρχών και πηγών και των άβολων γι’ αυτόν αναφορών του Μπήβορ, ο Ρίχτερ αναφέρει και σε αυτή την περίπτωση γερμανικές πηγές τις οποίες προφανώς αποδέχεται. Έτσι αναφέρει, με αποσπασματικό και ασαφή τρόπο, ότι η… Εισαγγελία του Μπόχουμ στη Γερμανία που «ήταν αρμόδια για διερεύνηση τέτοιων υποθέσεων» υπολόγισε το 1963 πως «στην πρώτη φάση δολοφονήθηκαν το πολύ 200 άνθρωποι». Τα εύλογα ερωτήματα της αρμοδιότητας, της αντικειμενικότητας και του ποιά ήταν η αποστολή του γερμανικού δικαστηρίου, δεν σχολιάζονται από τον συγγραφέα. Πιθανότατα πρόκειται για κάποια στοιχεία από το σύνολο που είχαν εξαχθεί και που διαβιβάστηκαν στις γερμανικές αρχές στα τέλη του ’50 ώστε να αναζητηθούν ένοχοι εγκλημάτων που διέφευγαν, στο πλαίσιο των νέων σχέσεων[57] με τη Δυτική Γερμανία και φυσικά δεν επρόκειτο για γενική καταμέτρηση των γερμανικών εγκλημάτων. Εμείς να υπενθυμίσουμε σχετικά ότι οι γερμανικές αρχές και κοινωνία της μεταπολεμικής Γερμανίας κατά κανόνα κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες να απαλλάξουν τις Γερμανικές Ένοπλες Δυνάμεις από την κατηγορία διάπραξης εγκλημάτων πολέμου, ρίχνοντας τις ευθύνες αλλού και κυρίως σε όργανα του Ναζιστικού Κόμματος όπως τα Ες-Ες, ή της Αστυνομίας όπως η Γκεστάπο. Η ταχεία οικονομική ανασυγκρότηση της Δ. Γερμανίας και κυρίως οι απαιτήσεις του Ψυχρού Πολέμου βοήθησαν πολύ στην επιτυχία αυτού του σκοπού που πολλές περιπτώσεις απείχε παρασάγγας από την αλήθεια.
Τελικά, το σπουδαιότερο για το βιβλίο του Ρίχτερ επί του θέματος των γερμανικών εγκλημάτων, είναι η τελική αποτίμηση του συγγραφέα. Παρά τις εκατοντάδες θυμάτων και τις καταστροφές, σε πολυάριθμα περιστατικά σε όλη την Κρήτη, επί τρείς και πλέον μήνες, από πολλούς φυσικούς αυτουργούς και με βάση μια σκληρή κεντρική διαταγή της ηγεσίας τους, ο συγγραφέας καταλήγει στο εξωφρενικό συμπέρασμα ότι «οι επιχειρήσεις αντιποίνων ήταν μεμονωμένες»[58] και πως «σχηματίζουμε την εντύπωση πως η γερμανική πλευρά δίσταζε να εφαρμόσει αντίποινα».
Τα συμπεράσματα στην κρίση του αναγνώστη…
Επίλογος
Το βιβλίο του Χ. Ρίχτερ για την Μάχη της Κρήτης αφιερώνει ένα μέρος του στη σημαντική για την ιστορία της Χώρας μας σύγκρουση μεταξύ Γερμανών αλεξιπτωτιστών και μεγάλου μέρους του κρητικού πληθυσμού. Η εξέταση του θέματος από τον συγγραφέα δυστυχώς γίνεται με ιδιαίτερα μεροληπτικό τρόπο υπέρ των πρώτων και δεν είναι ιστορικά ακριβής. Όπως δείξαμε στο κείμενό μας, στο βιβλίο του Ρίχτερ η συμμετοχή των Κρητών στην Μάχη συνολικά υποτιμάται, ενώ προβάλλεται επίμονα μια -υποτίθεται- εγκληματική αγριότητα κατά των αλεξιπτωτιστών από τους Κρήτες ατάκτους που αντιπροσώπευαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Κατά τον συγγραφέα οι Γερμανοί αντέδρασαν διστακτικά στις κρητικές «βιαιότητες» και τα όποια εγκλήματα τους ήταν λίγα, μεμονωμένα και μόνο εξ αιτίας των κρητικών εγκλημάτων. Είναι σαφές από όσα δείξαμε στο κείμενο, ότι ο συγγραφέας δεν παραθέτει αντικειμενικά γεγονότα, έγκυρες κρίσεις και τελικά την δική του αποτίμηση αλλά καταβάλλει συστηματική προσπάθεια να απαλλαγούν όσο γίνεται οι εισβολείς της Κρήτης από κατηγορίες εγκλημάτων πολέμου, μέσω της υποβάθμισης των τελευταίων και μετάθεσης των κύριων ευθυνών κατ’ αρχάς στους Κρήτες ατάκτους. Η προσπάθεια αυτή γίνεται με προσεκτική παρουσίαση των πηγών ώστε να προβληθούν εν εκτάσει και με θετικό τρόπο αυτές της Χιτλερικής Γερμανίας, σε βάρος των Ελληνικών και γενικά των αντιθέτων στοιχείων που παρουσιάζονται ελλιπώς, αποσπασματικά και που τελικά απορρίπτονται. Η δε τεκμηρίωση των σχετικών απόψεών και κρίσεων του συγγραφέα είναι, όπως δείξαμε στο κείμενο, γενικά ελλιπής ή και ανύπαρκτη.
Τελικά η σαφώς μεροληπτική ματιά του Ρίχτερ υπέρ των Γερμανών αλεξιπτωτιστών ομολογείται στην τελευταία παράγραφο του επιλόγου του που είναι άλλωστε αφιερωμένη μόνο σε αυτούς. Εκεί ο αναγνώστης διαβάζει ότι οι αλεξιπτωτιστές «στερούνται μέχρι σήμερα της αναγνώρισης στην πατρίδα τους»και καλείται «να αντιληφθεί» ότι αυτοί ήταν θύματα μιας ειδικής παιδείας, ήταν ιδεαλιστές, γεμάτοι ενθουσιασμό και «έδωσαν το καλύτερο που μπορούσαν και ρίσκαραν την ζωή τους χωρίς να έχουν συνείδηση των κινήτρων«. Τίποτα ανάλογο ή έστω κάτι ουσιαστικό δεν καλούμαστε στο βιβλίο να αντιληφθούμε για τους Κρήτες ατάκτους˙ η μεροληπτική οπτική του συγγραφέα είναι ολοφάνερη.
Ως ακροτελεύτια επισήμανση στο βιβλίο του Ρίχτερ αφήσαμε την παράλειψη που αφορά την γενική ευθύνη για τη Μάχη της Κρήτης. Από το βιβλίο αυτό που ασχολείται σε μεγάλη έκταση με την διπλωματική ιστορία της ελληνογερμανικής σύγκρουσης και ταυτόχρονα αφιερώνει σημαντικό μέρος του στις ευθύνες των εμπολέμων, απουσιάζει η απόδοση της συνολικής ευθύνης για τα γεγονότα, μια παράλειψη πραγματική ηχηρή. Αποσιωπάται πως για ό,τι συνέβη στη Μάχη της Κρήτης, ηκαίρια ευθύνη βαρύνει την χιτλερική Γερμανία που επιτέθηκε απρόκλητα εναντίον της Ελλάδας και ειδικότερα εδώ εναντίον της Κρήτης. Η χιτλερική Γερμανία υπήρξε και για την Ελλάδα και ειδικά για την Κρήτη ένας απρόκλητος και εγκληματικός θύτης-εισβολέας που προκάλεσε αναίτια στον ελληνικό πληθυσμό αφάνταστη δυστυχία. Οι δικαιολογίες για τη γερμανική επίθεση στην Ελλάδα είναι αδιάφορες στους Έλληνες και, σε ένα βιβλίο που ασχολείται ιδιαιτέρα με τις ευθύνες, η αποφυγή της καταδίκη των σχετικών γερμανικών αποφάσεων, πράξεων και των προσώπων που τις υποστήριξαν, όπως π.χ. του Στούντεντ, είναι θλιβερή. Η Κρήτη δεν ήταν ένα άδειο οικόπεδο, ούτε μια αρένα αγώνων στην οποία απλώς αποφάσισαν να μονομαχήσουν ξένοι «ιππότες» -κατά τον Ρίχτερ- Άγγλοι και Γερμανοί. Η Κρήτη ήταν πάνω από όλα ένας τόπος με κατοίκους, στις αυλές των οποίων έφτασε ένας καταστρεπτικός πόλεμος και μία κατοχή, με ευθύνη της γερμανικής πλευράς. Η αποσιώπηση αυτού ακριβώς του κυρίαρχου πλαισίου των ευθυνών προσώπων και θεσμών της χιτλερικής Γερμανίας στο βιβλίο και η αποσπασματική και βολική αναζήτηση ευθύνης μόνο στο τι έγινε στη τάδε σύγκρουση, είναι συνολικά απαράδεκτη. Ακόμα και στο επίπεδο των ηγεσιών, στο βιβλίο υπάρχει χώρος για την «υπαιτιότητα» του Τσώρτσιλ (διότι «φαίνεται να επιδίωξε αυτή την αχρείαστη μάχη μόνο για λόγους γοήτρου») ή για μομφή προς τον Μεταξά (διότι«ακολουθώντας ένα εύκολο δρόμο στηρίχθηκε μόνο στους Βρετανούς» και δεν ενέδωσε στις προτάσεις φιλίας της Ιταλίας το 1939). Αλλά για την κατ’ αρχήν βαρύτατη και θεμελιώδη ευθύνη της πολιτικοστρατιωτικής ηγεσίας της Γερμανίας και της διοίκησης των αλεξιπτωτιστών για την αναίτια και καταστροφική επίθεση τους στην Ελλάδα και ειδικά στην Κρήτη, το βιβλίο «σιωπά» εκκωφαντικά. Οι ευθύνες φτάνουν βέβαια μέχρι και την ηγεσία των αλεξιπτωτιστών. Ο Κούρτ Στούντεντ, δημιουργός των Γερμανών Αλεξιπτωτιστών και διοικητής τους στην Μάχη της Κρήτης, ήταν ο κύριος εισηγητής[59] της επίθεσης κατά της Κρήτης, υπερνικώντας τους δισταγμούς του Χίτλερ και παρά το ότι η επίθεση αυτή δεν προβλεπόταν στην επιχείρηση κατάληψης της Ελλάδος και δεν ήταν απαραίτητη στον γερμανικό στρατηγικό σχεδιασμό του 1941. Όμως δεν διατυπώνεται ούτε η παραμικρή μομφή προς τον Στούντεντ για την επίθεση στην Κρήτη και τα δεινά που αυτή προκάλεσε στον πληθυσμό της. Στο βιβλίο του Ρίχτερ, το δάσος των γερμανικών ευθυνών της εποχής είναι αθέατο.
Σημειώσεις
[1] Οι «αβοήθητοι» είναι έκφραση του Ρίχτερ για μερικούς αλεξιπτωτιστές, αλλά την -υπονοείται αμφίβολης ηθικής- εξόντωσή τους, αποδίδει μόνο στους «άγριους», όπως τους χαρακτηρίζει, Κρήτες ατάκτους.
[2] Ο Μπήβορ από τον οποίο προέρχεται η πληροφορία δεν διευκρινίζει ποιοι Bρετανοί διέσπειραν αυτή την επιβαρυντική εκδοχή. Μπορεί να υποτεθεί ότι προέρχεται από μαρτυρίες Bρετανών ναυτικών.
[3] Από την Επίσημη Νεοζηλανδική Ιστορία της περιόδου.
[4] Αντιναυάρχου Δ. Φωκά «Έκθεσις επί της Δράσεως του Β. Ναυτικού 1940-1944».
[5] Καμιά αναφορά π.χ. δεν κάνει στις προηγηθείσες και επανειλημμένες παραβιάσεις Συνθηκών των γερμανών χειριστώντου 8ου Αεροπορικού Σώματος εναντίον ελληνικών και βρετανικών νοσοκομειακών πλοίων, παραβιάσεις που προηγήθηκαν της Μάχης, παρά την επισήμανση του Μπήβορ.
[6] De Zayas, THE WEHRMACHT BUREAU ON WAR CRIMES, The Historical Journal 35, 2 (1992), σ. 389.
[7] Ο Στιούαρτ έλαβε μέρος στην Μάχη της Κρήτης και αργότερα έγραψε ένα εξαιρετικό βιβλίο για αυτή(The struggle for Crete, 20 May-1 June 1941). Tόσο για το βιβλίο του Στιούαρτ όσο και του Μπήβορ, ο Ρίχτερ εκφράζεται πολύ κολακευτικά στο βιβλιογραφικό σημείωμα του βιβλίου του.
[8] Η αφαίρεση αντικειμένων από τα πτώματα ονομάζεται σκύλευση και όπως σημειώνει εδώ ο Στιούαρτ αλλά και ο Μπήβορ στο δικό του βιβλίο, συνέβαινε από τα συμμαχικά στρατεύματα για ορισμένους λόγους. Ο Ρίχτερ όμως την «διαπιστώνει» μόνο στους Κρήτες ατάκτους, χωρίς μάλιστα να διευκρινίσει τον όρο «σκύλευση» που είναι ασυνήθης και για πολλούς ταυτίζεται λανθασμένα με μεταθανάτια κακοποίηση. Είναι προφανές ότι αποσκοπεί στην δημιουργία εντυπώσεων.
[9] Πρόκειται βασικά για τους Α. Beevorκαι I. Stewart που προαναφέρθηκαν.
[10] Η αφαίρεση αντικειμένων από τα πτώματα ονομάζεται σκύλευση και όπως σημειώνει εδώ ο Στιούαρτ αλλά και ο Μπήβορ στο δικό του βιβλίο, συνέβαινε από τα συμμαχικά στρατεύματα για ορισμένους λόγους. Ο Ρίχτερ όμως την «διαπιστώνει» μόνο στους Κρήτες ατάκτους, χωρίς μάλιστα να διευκρινίσει τον όρο «σκύλευση» που είναι ασυνήθης και για πολλούς ταυτίζεται λανθασμένα με μεταθανάτια κακοποίηση. Είναι προφανές ότι αποσκοπεί στην δημιουργία εντυπώσεων.
[11] σ. 177 της ελληνικής έκδοσης.
[12] 10ος Λόχος/Σύνταγμα Εφόδου, διοικητής ο υπολοχαγός W. Paggels
[13] Ρίχτερ, σ. 195. Δεν διευκρινίζεται περισσότερο η «ανάρμοστη» συμπεριφορά.
[14] Όπως για τον αεροπορικό βομβαρδισμό του Νοσοκομείου. Ακόμα και η Έκθεση δράσης του Σώματος Αλεξιπτωτιστών που συντάχθηκε μετά την Μάχη της Κρήτης, δεν ανέφερε ότι επρόκειτο για επίθεση εναντίον νοσοκομείου και του προσωπικού του.
[15] Διοικητής ο Ταγματάρχης Α. Snowatski
[16] Όπως είπαμε, η πρακτική αυτή εν μέσω μάχης ισοδυναμούσε με εκτέλεση αιχμαλώτων.
[17] Αυτή η γερμανική πρακτική επιβεβαιώθηκε -για τα γυναικόπαιδα- και από ένορκες καταθέσεις μαρτύρων στο Ειδικό Στρατοδικείο εγκληματιών πολέμου το 1946-47.
[18] Ημερολόγιο αντισυνταγματάρχη Μπετεινάκη, «Μαρτυρίες Κρήτη 1941». Ακόμα χειρότερες καταγγελίες για συμπεριφορά στους συμμάχους αιχμαλώτους υπάρχουν σε άλλες μαρτυρίες στο βιβλίο αυτό.
[19] Historical DivisionHeadquarters, USA, στο »Μαρτυρίες- Κρήτη 1941», Συλλογικό.
[20] Αναφορά στον Ρίχτερ
[21] Αναφορά στον Στιούαρτ
[22] Καταδικάστηκε σε φυλάκιση για άλλες κατηγορίες. Αποφυλακίστηκε μετά από 4 χρόνια.
[23] Προβλήθηκε η πρόφαση ότι το ταξίδι του στην Ελλάδα θα επιβάρυνε την υγεία του (πολεμικό τραύμα στο κεφάλι).
[24] Ρίχτερ σελ. 412, θα αναφερθεί αναλυτικά στη συνέχεια.
[25] Τότε δόθηκε από τους Γερμανούς μια αμνηστία για τα γεγονότα της Μάχης
[26] Ρίχτερ σελ.413-414
[27] Εντύπωση προκαλεί και εδώ η μη τεκμηρίωση αυτής της θέσης του συγγραφέα για ένα τόσο σημαντικό θέμα.
[28] Σελ. 409
[29] Υπογράμμιση δική μου.
[30] http://www.abc.net.au/radionational/programs/saturdayextra/the-battle-of-42nd-street-crete-and-captain-reg/2954664
[31] de Zayas «The Wehrmacht War Crimes Bureau, 1939-1945», University of Nebraska Press, 1989, σελ. 155.
[32] Η τελετή έγινε κατά την αποκάλυψη μνημείου προς τιμήν των πεσόντων της Μάχης, που ανηγέρθη μετά από πρωτοβουλία της οικογένειας του πεσόντος RegSaunders και έγινε δυνατή με τις δωρεές, μεταξύ άλλων, της οικογένειας Ανδριωτάκη από το Σίδνεϊ, της Κρητικής Αδελφότητας Σίδνεϊ και Ν.Ν. Ουαλίας, της Κρητικής Αδελφότητας Καμπέρας, της Κρητικής Αδελφότητας Μελβούρνης και Βικτωρίας, της Παγκρήτιας Αδελφότητας Μελβούρνης και της Κρητικής Ομοσπονδίας Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας.
[33] de Zayas «The Wehrmacht War Crimes Bureau, 1939-1945», University of Nebraska Press, 1989
[34] σελ. 155-156
[35] Ρίχτερ, σελ. 420
[36] «Die ‘kriegsuntypischen’ Verletzungen dürften teilweise durch die unüblichen Waffen verursacht gewesen sein.» (τα «ασυνήθη για πόλεμο» τραύματα θα μπορούσαν εν μέρει να έχουν προκληθεί από τα ασυνήθη όπλα)
[37] Παρομοίως χρησιμοποιεί περιγραφή γερμανού επιζήσαντα προφανώς για εντυπώσεις, παρά την ρητή αναφορά του στην εισαγωγή του βιβλίου του ότι «προσωπικές αφηγήσεις στρατιωτών δεν εξυπηρετούν την ιστορική αλήθεια».
[38] Αναφορά στο «Γερμανοί Αλεξιπτωτιστές, 1936-1945» του Μάνου Μαστοράκου.
[39] Χαρακτηριστική η μαρτυρία του ταγματάρχη Flecker(Φλέκερ) για τις κατοπινές μάχες κατάληψης του Καστελίου: «Ο πληθυσμός ήταν οπλισμένος. Από παντού αόρατος εχθρός μας πυροβολεί.»
[40] Επρόκειτο για ένα σοβαρότατο λάθος των γερμανικών υπηρεσιών πληροφοριών.
[41] Kühn, German Paratroops in World War II, σελ.131
[42] Ομοίως Κρήτες πολίτες αρνήθηκαν την τέλεση τέτοιων πράξεων και μετά την Μάχη και στον ιστορικό Στιούαρτ το 1961.
[43] Το κείμενο της διαταγής υπάρχει στον Στιούαρτ.
[44] Ο Ρίγκελ και τα πρώτα στρατεύματα της5ης Ορεινής Μεραρχίας μόλις είχαν φτάσει στο νησί. Οι αναφορές για τις μέχρι τότε μάχες προέρχονταν προφανώς από τους Aλεξιπτωτιστές.
[45] Πιθανότατα πρόκειται για Λόχο του 3ου Τάγματος/2ου Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών που ρίφθηκε λίγο ανατολικά του Ρεθύμνου. Το τάγμα αυτό νικήθηκε την 20 Μαΐου από τη Σχολή Χωροφυλακής βοηθουμένης και από πολυάριθμες ομάδες ατάκτων από την περιοχή.
[46] Υπογράμμιση της παραγράφου δική μου.
[47] Οι γερμανικές αυτές δυνάμεις δυτικά του Ηρακλείου, παρέμειναν καθηλωμένες στην περιοχή Σταυρωμένου έως την εγκατάλειψη της πόλης και του νησιού από τους Βρετανούς στο τέλος της Μάχης.
[48] ΔΙΣ «Η Μάχη της Κρήτης 1941».
[49] Εκπλήσσει η τυπικότητα τέτοιων θεμάτων εν μέσω διαταγής διάπραξης ωμών εγκλημάτων.
[50] Ο Διοικητής της Κρήτης στρατηγός Αντρέ (Alexander Andrae) αυτό τόνιζε στους Κρήτες κοινοτάρχες και επισήμους το καλοκαίρι του 1941, καθώς οι γερμανικές βιαιότητες συνεχιζόταν. Η δικαιολόγηση εκτελέσεων «δι’ αποδειχθείσαν συμμετοχήν εις τας εναντίον των Γερμανικών στρατευμάτων επιχειρήσεις κατά τον μήνα Μάιον» υπάρχει και σε ανακοινώσεις της γερμανικής Αν. Στρατ. Διοικήσεως Κρήτης.
[51] Φωτ. υλικό και περιγραφή στο διαδίκτυο
[52] Πόρισμα της «Κεντρικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη»
[53] Η έκταση των καταστροφών και φόνων στην Κρήτη μετά την Μάχη προκάλεσε και δημόσιες δηλώσεις του Τσώρτσιλ τον Οκτώβριο του 1941.
[54] Αναφορά στο «Θυσίαι της Ελλάδος και Εγκλήματα Κατοχής» Δημ. Μαγκριώτη όπου αναφέρονται συγκεκριμένα βουλεύματα.
[55] «Μαρτυρίες Κρήτη 1941»
[56] Πόρισμα της «Κεντρικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη»
[57] Το ζήτημα είναι μεγάλο και χρήζει ειδικής ανάλυσης.
[58] Ρίχτερ σελ. 439
[59] Ο Martin von Creveld στο βιβλίο του«Στρατηγική του Χίτλερ, 1940-1941»διατυπώνει την άποψη ότι ο Στούντεντ εισηγήθηκε επίμονα στον Χίτλερ την επίθεση εναντίον της Κρήτης γιατί πιθανόν «επιθυμούσε διακαώς να ανατεθούν στον επίλεκτο σχηματισμό του πιο σημαντικές αποστολές από αυτές που είχε εκτελέσει μέχρι τότε», με άλλα λόγια για λόγους γοήτρου.