Απονομή δικαιοσύνης στα βυζαντινά διοικητικά πλαίσια
"Quod principi placuit legis habet vigorem"
«όπερ αρέσει τω βασιλεί νόμος εστίν»
"Princeps legibus solutus est"
«ο βασιλεύς τοις νόμοις ουχ υπόκειται»
Η απονομή δικαιοσύνης στο Βυζάντιο στηρίχθηκε στο ρωμαϊκό δίκαιο και δέχθηκε την επιρροή της ελληνιστικής φιλοσοφίας και του χριστιανισμού. Στη παρούσα έρευνα θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τη δικαιοσύνη στα πλαίσια της κυρίαρχης ιδεολογίας που συνδέεται άμεσα με τον αυτοκράτορα, ως αποκλειστικό νομοθέτη και ερμηνευτή των νόμων, την κωδικοποίηση του δικαίου, ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα των βυζαντινών αυτοκρατόρων, τα συνήθη εγκλήματα και τις ποινές που επιβάλλονταν. Τέλος, θα ανιχνεύσουμε την παρέμβαση της Εκκλησίας στην κοσμική δικαιοσύνη, μέσω των επισκόπων της, για υποθέσεις, κυρίως, του οικογενειακού δικαίου, που οδήγησε τελικά στον πλήρη έλεγχο αυτής.
Γιώτα Μαδούρα, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Ο Αυτοκράτορας και οι νόμοι
όπερ αρέσει τω βασιλεί νόμος εστίν
«Κυριαρχία χωρίς ιδεολογία είναι σχεδόν αδιανόητη»[1]. Οι μονάρχες, όλων των εποχών, προσπαθώντας να στηρίξουν την απόλυτη εξουσία τους τοποθετούν τον εαυτό τους έξω από τα πλαίσια της συνταγματικής πραγματικότητας ενδύοντάς τον με γνωρίσματα και χαρίσματα ξεχωριστά. Η ελληνιστική πολιτική φιλοσοφία, ο χριστιανισμός και η ιδέα του θείου ανδρός διαμόρφωσαν την κυρίαρχη ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τρία συμπλέγματα ιδεών οριοθετούν αυτή την ιδεολογία: οι αρετές και η χαρισματική προσωπικότητα του ηγεμόνα, η μεταφυσική κάλυψη της απόλυτης μοναρχίας (θείος άνδρας) και η αξίωση του αυτοκράτορα να ενσαρκώνει τον νόμο και να είναι υπεράνω αυτού[2]. Το αίσθημα της δικαιοσύνης που χαρακτηρίζει τον ηγεμόνα συμβάλλει στην παγίωση της αντίληψης ότι είναι ανώτερος και ξεχωριστός και ενσαρκώνει τον νόμο γιατί τον κουβαλά μέσα του. Η αξίωση του αυτοκράτορα να ασκεί απόλυτη εξουσία και να μην δεσμεύεται από κανένα θεσμό θεωρείται επακόλουθο της θείας εύνοιας[3].
Στο κείμενο των Πανδεκτών και αργότερα στα Βασιλικά (βλ. σ. 6) δηλώνεται για πρώτη φορά ότι ο αυτοκράτορας είναι ο αποκλειστικός νομοθέτης του κράτους και συγχρόνως ότι εξαιρείται των νόμων, με συνέπεια την εδραίωση της απολυταρχίας. Στο πρωτότυπο λατινικό κείμενο αναφέρεται: quod principi placuit legis habet vigorem = όπερ αρέσει τω βασιλεί νόμος εστίν. Αυτό, βέβαια δεν μεταφράζεται «ότι επιθυμεί ο ηγεμών» ή «ότι αρέσει στον βασιλέα», αλλά «ότι εντέλλεται ή αποφασίζει ή ορίζει ή επιτάσσει ο ηγεμών έχει ισχύ νόμου»[4]. Ο αυτοκράτορας είναι δικαστής, νομοθέτης και ερμηνευτής του νόμου. Οι νόμοι δεν τον δεσμεύουν, γιατί έχει το δικαίωμα να τους καταργήσει, να τους τροποποιήσει ή να συντάξει καινούριους. Στους Πανδέκτες, επίσης, καταγράφεται: princeps legibus solutus est = ο βασιλεύς τοις νόμοις ουχ υπόκειται, και στο Στρατηγικό του Κεκαυμένου[5] αναφέρεται: «Κάποιοι λένε ότι ο αυτοκράτορας δεν υπόκειται στον νόμο, αλλά είναι νόμος ο ίδιος … [όμως] ο αυτοκράτορας καθώς είναι άνθρωπος, υπόκειται στους ευσεβείς νόμους»[6]. Πρόκειται, λοιπόν, για μια αρχή καθολικά αναγνωρισμένη που μοιάζει, όμως, να μεταχειρίστηκαν οι αυτοκράτορες με σύνεση και αυτοσυγκράτηση. Οι αρχές του χριστιανισμού και το κοινό αίσθημα του δικαίου αποτελούν ηθικούς φραγμούς στην απόλυτη εξουσία του αυτοκράτορα, ο οποίος οφείλει να προσεγγίζει τους νόμους με πνεύμα φιλάνθρωπο και επιεικές. «Το κύρος του δικαίου, αποτελεί προϋπόθεση για το κύρος της αυτοκρατορικής εξουσίας»[7].
Η συμμόρφωση του αυτοκράτορα με τους νόμους δεν σημαίνει άρνηση της απόλυτης εξουσίας του. Είναι πρέπον να διακηρύσσει ότι υπόκειται στους νόμους και θαυμάσια προβολή της αυτοκρατορικής πολιτικής, αλλά το πράττει εκ του ασφαλούς. Το δημόσιο δίκαιο τον τοποθετεί στην κορυφή της εξουσίας και έχει τη δυνατότητα να τροποποιήσει και να θεσπίσει νέους νόμους ή να ερμηνεύσει τους ήδη υπάρχοντες κατά το δοκούν, γιατί είναι ο μόνος που έχει την εξουσία να το κάνει[8]. «Έχει επιλεγεί από το Θεό να κυβερνά ως έμψυχος νόμος»[9].
Ο κοινός πολίτης δεν έχει το δικαίωμα να επιλέξει αν θα υπακούσει στους νόμους ή όχι. Η συνειδητή ή ακούσια παράβαση των αυτοκρατορικών εντολών ή νόμων ισοδυναμεί με ιεροσυλία. Ας μην ξεχνάμε, ότι, όλα όσα ήταν συνδεδεμένα με τον αυτοκράτορα είχαν τον μανδύα του θρησκευτικού κύρους: το παλάτι, η αυλή, η διοίκηση, η νομισματοκοπεία και οι νόμοι του (ιερόν παλάτιον, ιερόν κουβούκλειον, ιερόν κονσιστώριο, θεία οφφίκια, θείοι θησαυροί κ.ο.κ.). Αυτή όμως η ιδεολογία «υποχρεώνει τον αυτοκράτορα , αν θέλει να την κάνει αποδεκτή, να συμβιβάζεται αδιάκοπα με την κοινωνία που τον περιβάλλει»10.
Corpus juris civilis
Ήδη από τον 4ο αι., ούτε οι δικαστές ούτε οι συνήγοροι ήταν σε θέση να γνωρίζουν με βεβαιότητα ποιοι νόμοι ίσχυαν ή πως έπρεπε να εφαρμόζονται. Ο Ιουστινιανός αποφάσισε να εξαλείψει κάθε αμφιβολία, συγκροτώντας ένα corpus (σώμα) υλικού, το οποίο θα διατύπωνε με κάθε σαφήνεια τους κανόνες του δικαίου που θα έπρεπε να εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση. Έτσι το ρωμαϊκό δίκαιο κωδικοποιήθηκε στο corpus juris civilis[11] (Σώμα, πλήρης συλλογή, του Αστικού Δικαίου)[12]. Το τεράστιο αυτό έργο χωρίστηκε σε τέσσερα μέρη: τον Κώδικα (Codex Iustianius)[13], τους Πανδέκτες (Digesta)[14], τις Εισηγήσεις (Instituta)[15] και τις Νεαρές (Novellae)[16]. Στις τελευταίες γίνεται προσπάθεια προσαρμογής του δικαίου στις χριστιανικές αρχές με τα πολυάριθμα χωρία που αναφέρονται ειδικά στην χριστιανική Εκκλησία, αλλά και τους νόμους που απέβλεπαν στην προστασία των γυναικών, των αδυνάτων και των φτωχών[17]. Το Corpus Iuris Civilis καταργείται οριστικά και αντικαθίσταται από τα Βασιλικά[18] τον 12 αι., κυρίως, λόγω της αδυναμίας των νομικών, που δεν γνώριζαν πια λατινικά, να το χρησιμοποιήσουν.
Σημαντικό βήμα στην εξέλιξη του δικαίου αποτελεί η έκδοση της Εκλογής των Νόμων[19], που περιγράφεται ως ο πρώτος χριστιανικός κώδικας νόμων[20]. Η αντικατάσταση της θανατικής ποινής με τον ακρωτηριασμό, για τα ποινικά αδικήματα, ωστόσο, συνιστά οπισθοδρόμηση ως προς την ιουστινιάνεια νομοθεσία η οποία προέβλεπε, αντίστοιχα, χρηματικές ποινές. Διακρίνουμε, σ’ αυτή τη στροφή, την επίδραση της Ανατολής και του είδους των ποινών που ήταν εκεί συνηθισμένες[21]. Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η έκδοση της συλλογής νόμων γνωστής ως Μικρά Σύνοψις[22], μέρη της οποίας διαπνέονται από πνεύμα φιλανθρωπίας και φιλελευθερισμού: η αρχή του ρωμαϊκού δικαίου «εν τοις αμφιβόλοις το φιλάνθρωπον επικρατεί», οι δηλώσεις «η ελευθερία πράγμα εστίν αδιατίμητον» και, «πλέον παντός πράγματος θάλπομεν την ελευθερίαν» και η ρήση του Ευαγγελίου «μην κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνετε» (Ιωάννης Ζ΄, 24). Σε αυτή την τελευταία βυζαντινή περίοδο το νομοθετικό έργο επικεντρώνεται σε θέματα, όπως η απονομή δικαιοσύνης ή οργάνωση δικαστηρίων[23].
Η δικαιοσύνη στα διοικητικά πλαίσια: oι λειτουργοί του δικαίου
Όπως ήδη αναφέραμε, ο αυτοκράτορας, είναι ο αποκλειστικός νομοθέτης και ερμηνευτής των νόμων, αλλά ως κύριος ρυθμιστής των πάντων είναι και ο μοναδικός αρμόδιος για την απονομή δικαίου. Διορίζει τους δικαστές αλλά δικάζει και ο ίδιος. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων εφεσιβάλλονται στον αυτοκράτορα και μπορούν να επικυρωθούν, τροποποιηθούν αλλά και να ακυρωθούν. Έτσι ο αυτοκράτορας και δικάζει αυτοπροσώπως υποθέσεις σε πρώτη εκδίκαση (εγκλήματα εσχάτης προδοσίας και ανώτατων αξιωματούχων) και δέχεται εφέσεις εναντίον αποφάσεων άλλων δικαστηρίων. Εκδικάζει στο consistorium principis, μέλη του οποίου είναι ανώτατοι αξιωματούχοι του κράτους[24].
Οι δικαστές απονέμουν δικαιοσύνη αποκλειστικά και μόνο γιατί ο αυτοκράτορας δεν μπορεί να παραβρίσκεται σε όλες τις περιπτώσεις και σε όλη την επικράτεια. Δικάζουν, όμως, έπειτα από ρητή εντολή και εξουσιοδότησή του και απονέμουν δίκαιο εξ ονόματός του και σύμφωνα με τους νόμους του[25]. Οι τακτικοί δικαστές (judices ordinarii) έχουν την γενική δικαιοδοσία (βοηθούμενοι από νομομαθείς συνεργάτες) και ο καθορισμός τους έχει ως βάση την υποδιαίρεση του κράτους σε επαρχίες, διοικήσεις και υπαρχίες[26]. Ανώτατος δικαστικός λειτουργός του κράτους (και ένα είδος υπουργού της δικαιοσύνης συγχρόνως) ήταν ο κοιαίστωρ του ιερού παλατίου (quaestor sacri palatii). Είχε δικαιοδοσία σε θέματα οικογενειακού δικαίου και συνέτασσε τις αυτοκρατορικές απαντήσεις σε κάθε είδους προσφυγή προς τον αυτοκράτορα. Δικαστική αρμοδιότητα για δίκες αστικού και ποινικού περιεχομένου στην πρωτεύουσα και στην γύρω περιοχή είχε ο έπαρχος της πόλεως (praefectus urbi), που δίκαζε πρωτοβάθμια και εκτελούσε τις επιβαλλόμενες ποινές και του οποίου οι αποφάσεις μπορούσαν να προσβληθούν μόνο ενώπιον του αυτοκράτορα[27]. Στην πρωτοβυζαντινή Κωνσταντινούπολη μνημονεύονται ακόμη οι curators regeonum, αστυνομικοί δηλαδή επιτηρητές των συνοικιών της Κωνσταντινούπολης, με μικρή δικαστική αρμοδιότητα και ο ερευνάς (quaesitor), αξίωμα που ίδρυσε ο Ιουστινιανός (539), με αποστολή την παρακολούθηση των υποθέσεων των επαρχιωτών που έρχονταν στην πρωτεύουσα[28].
Οι διοικητές των επαρχιών (ηγεμόνες, άρχοντες), των διοικήσεων (βικάριοι) και των υπαρχιών (ύπαρχοι) διορίζονταν από τον αυτοκράτορα για ένα χρόνο με δυνατότητα παράτασης της θητείας τους, ως τακτικοί δικαστές. Ως κατώτεροι δικαστές στις πόλεις κάθε επαρχίας χρησίμευαν οι άρχοντες της πόλεως (αστικές μικροδιαφορές) και οι έκδικοι (φορολογικά), που με το πέρασμα του χρόνου απέκτησαν και δικαστικές αρμοδιότητες. Λόγω του όγκου των υποθέσεων οι άρχοντες των επαρχιών αλλά και της πρωτεύουσας, ανέθεταν την εκδίκασή τους σε εντεταλμένους δικηγόρους (pedanei = κατώτεροι δικαστές)[29]. Αρμόδιοι για την εκδίκαση των εφέσεων ήταν είτε ο βικάριος (που σταδιακά καταργήθηκε) είτε ο ύπαρχος. Οι αποφάσεις των βικαρίων ήταν εφέσιμες προς το αυτοκρατορικό δικαστήριο, όχι όμως και οι αποφάσεις του υπάρχου γιατί θεωρούνταν ισοδύναμες με του αυτοκράτορα[30].
Οι δικαστές, όπως και όλοι οι δικαστικοί υπάλληλοι μισθοδοτούνταν από το κράτος, αλλά τα κύρια έσοδά τους προέρχονταν από τα έξοδα της δίκης, που πλήρωναν οι διάδικοι και δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα. Αντίθετα οι χαμαιδικασταί (judices pedanei), δικηγόροι - συνήγοροι, κατά κανόνα, δεν είχαν υπαλληλική ιδιότητα. Ενίοτε, λόγω του φόρτου των δικαστηρίων, οι διοικητές των επαρχιών τους διαβίβαζαν ορισμένες υποθέσεις για εκδίκαση[31]. Εφέσεις στις αποφάσεις τους δίκαζαν οι θεματικοί κριτές. Οι συνήγοροι που ονομάζονταν αβοκάτοι (και στην Κύπρο επί Φραγκοκρατίας αβανπαρλιέρηδες ‘avan parleurs’ και φαρμπαλιέροι) έπρεπε να είναι τουλάχιστον 17 χρονών και χριστιανοί. Συχνά παράπονα εναντίον τους εξέφραζαν οι δικαστές για την πολυλογία τους και οι κατηγορούμενοι για την υψηλή αμοιβή τους - τα σπόρτουλα - , το ανώτατο όριο των οποίων ρυθμίστηκε τελικά με νόμο[32]. Οι τακτικοί δικαστές συνήθως δεν είχαν ειδικές νομικές γνώσεις. Το κενό κάλυπταν οι πάρεδροι (adsessores), που είχαν συμβουλευτική ψήφο και ενίοτε αναπλήρωναν τον δικαστή σε διαδικαστικά θέματα. Επί Ζήνωνος (474-475, 476-491), έγινε κάποια προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν νομικοί στην απονομή της δικαιοσύνης (ορίζονταν με παραπομπή συνήγοροι για εκδίκαση υποθέσεων) που δεν απέδωσε γι αυτό και ο Ιουστινιανός (539) κατάρτισε ένα σώμα από 12 δικαστές (4 ανώτατους λειτουργούς και οκτώ δικηγόρους) και έναν πάρεδρο και τους έθεσε στη διάθεση όλων των δικαστηρίων της χώρας, στα οποία δίκαζαν ο καθένας ιδιαίτερα και όχι σαν συλλογικό σώμα[33].
Οι αλλαγές που παρατηρούνται ήδη από τον 6ο αι., είχαν αντίκτυπο και στον τομέα της απονομής δικαιοσύνης. Ο αυτοκράτορας αποτελεί πάντα το κέντρο της δικαιοσύνης. Παρατηρείται μεγάλη ανάπτυξη των δικαστηρίων που αντικατοπτρίζει τις αυξημένες ανάγκες (κοινωνικές, οικονομικές) αυτής της περιόδου που αποσκοπεί στην βελτίωση και την απονομής του δικαίου και ισχύει και μέχρι την κατάλυση του Βυζαντίου. Το δικαστήριό του μετονομάζεται σε αυτοκρατορικό και βασιλικό κριτήριον ή βήμα, και προεδρεύεται, όταν απουσιάζει ο αυτοκράτορας, από τον έπαρχο ή το δρουγγάριο της βίγλης. Τέσσερα είναι τα κύρια δικαστήρια της πρωτεύουσας: του δρουγγαρίου της βίγλης, του επάρχου, του κοιαίστωρος και του επί των κρίσεων[34]. Κατ’ εξοχήν δικαστής της πρωτεύουσας αναδεικνύεται, κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο, ο έπαρχος της πόλεως (διάδοχος του επάρχου του πραιτωρίου), η δικαστική αρμοδιότητα του οποίου θα περιοριστεί με τη σειρά της τους επόμενους αιώνες[35]. Ο δρουγγάριος της βίγλης αντικαθιστά τον αυτοκράτορα στην προεδρία του βασιλικού κριτηρίου και προάγεται σε μέγα δρουγγάριο[36]. Στην Κωνσταντινούπολη έδρευε και ο κοιαίστωρ[37], οι αποφάσεις του οποίου μπορούσαν να προσβληθούν μόνο στο αυτοκρατορικό δικαστήριο. Υπήρχαν επίσης και πολλοί κριταί (οι οποίοι διορίζονταν και στην επαρχία για περιορισμένο χρόνο) και διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες: οι κριταί του βήλου (αυτοκρατορικό δικαστήριο) και οι κριταί του ιπποδρόμου (δικαστήριο σκεπαστού ιπποδρόμου)[38]. Το δικαστήριο του επάρχου περιορίζεται σε υποθέσεις των συντεχνιών εξαιτίας, ίσως, της αύξησης των εμπορικών δραστηριοτήτων. Τον 11ο και 12ο αι., παρατηρούνται συνεχείς αναβολές δικών[39] αλλά και δυστοκία στην εκτέλεση του έργου των δικαστών. Έτσι ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός δημιουργεί τέσσερα νέα δικαστήρια για να επιταχύνει τη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης: το δικαστήριο του μεγάλου δρουγγαρίου της βίγλης, το δικαστήριο του προκαθημένου (ποινικό εφετείο), το δικαστήριο του πρωτασκρήτου (γραμματεία του αυτοκρατορικού ‘βήματος’) και τέλος το δικαστήριο του δικαιοδότου (πολιτικό εφετείο)[40]. Το 1296 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος[41] θα αναδιοργανώσει τα δικαστήρια της Βασιλεύουσας ιδρύοντας 12μελές ανώτατο δικαστήριο από κληρικούς (σημαντικός νεωτερισμός) και λαϊκούς της συγκλητικής τάξης και το 1329 ο εγγονός του Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος προχωρεί στον σχηματισμό ενός ανώτατου δικαστικού οργάνου που το αποτελούσαν οι τέσσερις καθολικοί κριταί των Ρωμαίων[42]. Γύρω στα μέσα του 14ου αι., λόγω των αυξημένων αναγκών, εμφανίστηκε και ο θεσμός των τοπικών καθολικών κριτών[43]. Την δικαστική αρμοδιότητα στα κάστρα και τις μικρές περιφέρειες είχαν οι κεφαλικεύοντες βοηθούμενοι από κατάλληλα πρόσωπα που ασκούσαν χρέη κριτών.
Στα πλαίσια του κράτους δικαίου
Μην κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε
Όπως ήδη αναφέραμε ο αυτοκράτορας θεωρείται ο εκλεκτός του Θεού και οι αρετές του απορρέουν από την προσπάθεια μίμησις Θεού. Εξ ορισμού, λοιπόν, έπρεπε να είναι, δίκαιος, φιλάνθρωπος, γενναιόδωρος, αγνός, φιλαλήθης, ευσεβής και πρώτιστα να διαπνέεται από ευνομία. Επομένως, η θέσπιση νόμων δεσμευόταν από την αρχή της δικαιοσύνης, καθώς, και από πνεύμα επιείκειας και φιλανθρωπίας. Οφείλει, όμως, να φροντίζει και για τη σωστή και δίκαιη εφαρμογή αυτών των νόμων[44]. Στην πρώτη περίοδο της αυτοκρατορίας «οι αυτοκράτορες είχαν τη διπλή φροντίδα να ασκείται η δικαιοσύνη τακτικά και εκ μέρους ικανών και ακέραιων δικαστών»[45]. Σε όλες τις περιόδους της βυζαντινής αυτοκρατορίας καταγράφονται προσπάθειες για τη δίκαιη απονομή δικαιοσύνης, είτε με τους ανάλογους νόμους, είτε με μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση, αλλά κυρίως με την δυνατότητα που είχε ο κάθε πολίτης - ανεξάρτητα από κοινωνική ή οικονομική κατάσταση - να προσφύγει στον ίδιο τον αυτοκράτορα[46]. Οι αποφάσεις όλων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων της επικράτειας ήταν εφέσιμες και μόνο η απόφαση του αυτοκράτορα ήταν μη αναστρέψιμη. Επίσης, αν οι διάδικοι θεωρούσαν ότι οι δικαστές θα μεροληπτήσουν εναντίον τους ή ανησυχούσαν για τον ισχυρό αντίπαλό τους, μπορούσαν πριν τη δίκη να ζητήσουν από τον αυτοκράτορα να επιληφθεί της υπόθεσής τους.
Οι εφέσεις υποβάλλονταν στο αυτοκρατορικό δικαστήριο με αναφορά ή υπόμνηση (relatio) των ενδιαφερομένων, με έκκληση (apellatio) ή με δέηση (supplicatio). Εκεί «μπορούσαν να επικυρωθούν, να τροποποιηθούν αλλά και να ακυρωθούν»[47] από τον αυτοκράτορα. Οι πολίτες παρέδιδαν την έγγραφη δέησιν ή το υπομνηστικόν σε έναν από τους δύο ιππείς που συνόδευαν τον αυτοκράτορα στις εξόδους του, ακριβώς για να συλλέγουν αυτά τα έγγραφα. Τα έγγραφα παράπονα κατέληγαν στον επί των δεήσεων ο οποίος τα μελετούσε και τα προωθούσε στον αυτοκράτορα ή απαντούσε απευθείας. «Με τον τρόπο αυτό εξασφαλιζόταν ένας ανεξάρτητος έλεγχος στις πράξεις της διοικήσεως και της τακτικής δικαιοσύνης»[48]. O Λέοντας Γ΄ (726), στην Εκλογή Νόμων, δίνει εντολή στους λειτουργούς της δικαιοσύνης να αποβάλλουν κάθε ανθρώπινο πάθος και να εκδίδουν δίκαιες αποφάσεις και για διασφαλίσει την ακεραιότητά τους, τους επιδοτεί με επαρκείς μισθούς, ώστε να τους προφυλάξει από δωροδοκίες και άλλους πειρασμούς. Τέλος παραπέμπει στη ρήση του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου: μην κρίνετε κατ΄όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε[49]. Ο Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος εγκαινίασε το 1047 την επίσημη διδασκαλία του δικαίου από τον νομοφύλακα, ο οποίος έλεγχε την νομιμότητα των αποφάσεων των δικαστηρίων, είτε είχε υποβληθεί έφεση είτε όχι, έλεγχος που προστάτευε κυρίως τους πένητες, για τους οποίους μια μετακίνηση στην πρωτεύουσα ήταν συχνά αδύνατη[50].
Οι συχνές αναδιοργανώσεις του δικαστικού συστήματος, πέρα από τις κοινωνικές εξελίξεις, δηλώνουν και τη δυστοκία στην άσκηση δίκαιης απονομής του δικαίου. Σ΄ αυτό συνηγορούν και οι νόμοι που συχνά εκδίδονταν με παραινέσεις προς τους λειτουργούς. Όπως, ήδη, αναφέρθηκε, ακόμη και φυσικές καταστροφές ή πολεμικές ήττες, αποδίδονταν στην διαφθορά των δικαστών. Ιδιαίτερα στην υστεροβυζαντινή περίοδο «η αστική δικαιοσύνη βρισκόταν σε πλήρη παρακμή, εφόσον οι κριτές δεν στέκονταν στο ύψος του έργου τους και γενικά πωλούσαν τη δικαιοσύνη. Οι δικηγόροι άπληστοι, αφήνονταν να αγοραστούν, έτοιμοι να προδώσουν τους πελάτες τους»[51]. Στα νέα δικαστήρια που ίδρυσαν οι Παλαιολόγοι, σε μια προσπάθεια αναδιάρθρωσης του συστήματος, «οι δικαστές κρίθηκαν ένοχοι κατάχρησης, αφού δέχονταν δώρα χωρίς ντροπή και από τα δύο μέρη»[52].
Έγκλημα και τιμωρία
Εγκλήματα
Με δεδομένη την έκταση της αυτοκρατορίας, την πολυφυλετικότητα, την πολυπολιτισμικότητα, τις κοινωνικές ανισότητες και τις εκτεταμένες εμπορικές συναλλαγές, δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να υποθέσουμε ότι η εγκληματικότητα, σε όλες τις μορφές της, ανθούσε. Σ’ αυτό συνηγορεί και η θέσπιση πάμπολλων νόμων που κατέγραφαν τα εγκλήματα και τις επιβαλλόμενες ποινές. Ιδιαίτερα τη νύχτα οι βυζαντινές πόλεις δεν ήταν ασφαλείς, λόγω της ανεπαρκούς αστυνόμευσης, του ελλιπή φωτισμού, αλλά και του πλήθους των κλεφτών, επαιτών και δολοφόνων. Η μεγαλύτερη, ίσως, κατηγορία εγκληματιών, που την συναντάμε στις πόλεις, την ύπαιθρο και το στρατό, είναι αυτή των κλεφτών. «Θα πρέπει να συμπεράνουμε, ότι μιας και είναι δεδομένος ο πολύ μεγάλος αριθμός των φτωχών στο Βυζάντιο, ο αριθμός των κλεφτών θα πρέπει να είναι εξίσου μεγάλος»[53]. Η μεγάλη αυτή «κοινότητα» αποτελείτο από πολλές συντεχνίες. Χοντρικά διαιρούνταν σε κλέπτας, γενικά, και νυχτοκλέπτας[54], αυτοί, δηλαδή, που έκλεβαν τη νύχτα και τιμωρούνταν αυστηρότερα. Έκλεβαν τα πάντα: χρήματα, ρούχα (που για να μην τα γνωρίσουν τα φορούσαν ανάποδα), οικιακά σκεύη, κοσμήματα, αλλά και κότες, αιγοπρόβατα, αγελάδες, άλογα και μουλάρια (μερικοί τα χρωμάτιζαν για να αποφύγουν τη σύλληψη), όπλα από τα στρατόπεδα, δεμάτια σταχυών και σταφύλια[55]. Δίπλα τους ανθούσαν οι κλεπταποδόχοι (που επίσης τιμωρούνταν αυστηρά από το νόμο). Οι ιδιώτες χρησιμοποιούσαν σκυλιά-φύλακες για να προστατευτούν και το κράτος προσπαθούσε να μειώσει την εγκληματικότητα με επαρκή φωτισμό των δρόμων, αλλά και με περιπολίες στρατιωτικών σωμάτων (εξέρκετον, κέρκετον ή βίγλα)[56], τα οποία συλλάμβαναν και μαστίγωναν όσους δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παρουσία τους[57]. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο επιφορτισμένος με τη νυχτερινή ασφάλεια ήταν ο praefectus vigilum (ο λαμπρότατος της αγρυπνίας άρχων), τον οποίο αντικατέστησε ο νυκτέπαρχος, που επί Ιουστινιανού ονομάστηκε πραίτορας των δήμων. Προσλάμβανε στην υπηρεσία του «ληστογνώμονας τε και βενιφικαλίους και βαλαντιονόμους»[58], οι δε πολιτικοί και στρατιωτικοί άρχοντες «ληστοδιώκτας ή βωκολύτας ή τριβούνους»[59]. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στις πηγές για τους εμπρηστές από πρόθεση - κλέφτες συνήθως - που απειλούσαν με καταστροφή ολόκληρες συνοικίες και οι οποίοι, μέσα στη σύγχυση, προσπαθούσαν να αρπάξουν όσα περισσότερα μπορούσαν από τα φλεγόμενα νοικοκυριά.
Πλήθος εγκλημάτων καταγράφεται στις πηγές εκτός από την κλοπή, τη ληστεία και τον εμπρησμό. Ανθρωποκτονία, παραχάραξη, στάση, νοθεία, καταπάτηση, συκοφαντία, απαγωγή, μοιχεία, πορνεία, ομοφυλοφιλία, ιεροσυλία, αιμομιξία, ασέλγεια, φαρμακεία (δηλητηριασμός), μαγεία, λιποταξία, κτηνοβασία, αποπλάνηση, ψευδορκία, βασκανία κ.α. Ακόμη θεωρούνταν εγκληματίες οι οπαδοί αιρέσεων όπως ο Μανιχαϊσμός και ο Μοντανισμός. Για όλα αυτά τα εγκλήματα υπήρχαν και οι ανάλογες, κατά περίπτωση, ποινές.
Οι ποινές
«Χωρίς αμφιβολία πρωταρχικός σκοπός της ποινής ήταν η αποκατάσταση της διαταραγμένης έννομης τάξης»[60]. Η ποινή επιβάλλεται για να σωφρονίσει, αλλά και να παραδειγματίσει. Ενδεικτική της ποινικής φιλοσοφίας ήταν η ρήση του επισκόπου Καισαρείας Βασιλείου: «τιμωρούμε αυτούς… για να γίνουν οι ίδιοι από εδώ και πέρα καλύτεροι ή για να είναι σε άλλους παραδείγματα για αυτοσυγκράτηση». Δεν είναι σίγουρο, όμως, ότι αυτό το πνεύμα επιβολής των ποινών είχε και τα αναμενόμενα αποτελέσματα, γιατί δεν παρατηρούμε με το πέρασμα των χρόνων μείωση της εγκληματικότητας, το αντίθετο μάλλον. Θα έπρεπε μάλλον να συνδέσουμε αυτή την επίδραση - στο ποινικό δίκαιο-, στα πρώτα χρόνια της αυτοκρατορίας, με τον χριστιανισμό και την ιδέα της φιλανθρωπίας που επικρατούσε τότε. Αργότερα «ο σκοπός της ποινής περιλαμβάνει την κάθαρση, την βελτίωση και τον εκφοβισμό»[61]. Τα παιδιά, χωρίς να είναι προσδιορισμένη ακριβής ηλικία, συνήθως απαλλάσσονταν από ποινές.
Οι ποινές διακρίνονταν σε κεφαλικές (έσχατες τιμωρίες για τους Βυζαντινούς) και μη. Στις πρώτες συμπεριλαμβάνονταν ο θάνατος (αποκεφαλισμός, λιθοβολισμός, πνίξιμο ή κάψιμο), η εξορία, ο μεταλλισμός (εξορία σε μεταλλεία) και η δουλεία, ενώ αργότερα προστέθηκαν η τύφλωση και ο ακρωτηριασμός. Στις δεύτερες περιλαμβάνονταν το χρηματικό πρόστιμο ή η σωματική τιμωρία[62]. Παρά το γεγονός ότι στην ιουστινιάνεια νομοθεσία έγιναν προσπάθειες περιορισμού της θανατικής ποινής, αυτή εξακολούθησε να ισχύει καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής ιστορίας. « Η σταύρωση, η ρίψη στη θάλασσα ή σε ποταμό μέσα σε σάκο με φίδια και άλλα ζώα, η θηριομαχία, ο διαμελισμός από άλογα, το γδάρσιμο με σιδερένιους όνυχες, ο ενταφιασμός (εν ζωή)»[63] ήταν μερικές από τις μεθόδους που επιβάλλονταν συχνά. Οι Ίσαυροι (8ος αι.) προχώρησαν σε ποινική μεταρρύθμιση (η οποία έγινε αποδεκτή και από τη δυναστεία των Μακεδόνων) για τον καθορισμό του ύψους της ποινής για κάθε μεμονωμένη πράξη[64]. Η Εκλογή προέβλεπε την ποινή του θανάτου για μεγάλο αριθμό εγκλημάτων: αιμομιξία, ασέλγεια (ομοφυλοφιλία), δηλητηριασμό, μαγεία, ανθρωποκτονία κ.ά.
Παρά το γεγονός ότι ο Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος στην Εκλογή καυχάται ότι αναθεώρησε τους προγενέστερους νόμους «εις το φιλανθρωπότερον», εισήγαγε πολλές ποινές ακρωτηριασμού (ως υποκατάστατα της θανατικής ποινής) , που δεν απαντώνται στο ρωμαϊκό δίκαιο[65] και, μάλλον, οφείλουν την προέλευσή τους σε ανατολικές επιδράσεις. «Η αποκοπή της γλώσσας για ψευδορκία, η τύφλωση για κλοπή πραγμάτων αφιερωμένων στη λατρεία, η αποκοπή του ενός χεριού για παραχάραξη και μερικές άλλες μορφές ‘διακεκριμένης’ κλοπής, τη ρινότμηση για αποπλάνηση μοναχής… μοιχεία ή αιμομιξία και αποκοπή του γεννητικού μορίου για κτηνοβασία»[66]. Οι ερμηνείες που δίνονται για την επιβολή ακρωτηριασμών ποικίλουν: ανταποδοτική αφαίρεση του μέλους με το οποίο διαπράχθηκε το αδίκημα, μέτρο ειδικής πρόληψης για την μείωση της επικινδυνότητας του δράστη, οφθαλμοφανής στιγματισμός για συνεχή τιμωρία του ενόχου και παραδειγματισμό των υπολοίπων. Ίσως ίσχυαν όλα τα ανωτέρω, το σημαντικό, όμως, είναι ότι γινόταν εκτεταμένη χρήση των ποινών ακρωτηριασμού μέσα και έξω από τα δικαστήρια και «έξω από τα προβλεπόμενα από τους νόμους πλαίσια»[67].
Η ποινή του σωματικού κολασμού εφαρμοζόταν ως κύρια τιμωρία ή ως συμπληρωματική άλλων ποινών. Ήταν ο ροπαλισμός (fuctis) για τους ελεύθερους και το μαστίγωμα (fragelum) για τους δούλους[68]. Το κούρεμα επιβαλλόταν ως συμπληρωματικό του σωματικού κολασμού και θεωρείτο ιδιαίτερα ταπεινωτικό. Συχνά συναντάμε την ποινή της εξορίας, κατάλοιπο του ρωμαϊκού δικαίου[69], με παρεπόμενες ποινές, αυτές του σωματικού κολασμού και του κουρέματος. Διακρινόταν σε πρόσκαιρη και μόνιμη εξορία και στον περιορισμό (ο περιοριζόμενος έχανε την περιουσία του και τα πολιτικά του δικαιώματα, αλλά δεν στερείτο της ελευθερίας του και του δικαιώματος να συναλλάσσεται οικονομικά)[70]. Στις κεφαλικές ποινές περιλαμβάνονταν τα καταναγκαστικά δημόσια έργα και ο μεταλλισμός, η δια παντός εξορία σε μεταλλεία ο οποίος είχε δύο διαβαθμίσεις: α) εις μέταλλον και β) εις έργον μεταλλείου και επιβαλλόταν σε ελεύθερους και δούλους, ακόμη και σε γυναίκες. Ιδιαίτερα αυστηρές ποινές μιας και οι ένοχοι μετατρέπονταν σε δούλους, στιγματίζονταν (στην αρχή στο πρόσωπο και αργότερα στα χέρια ή στα πόδια), αλυσοδένονταν και με τη συνοδεία των μαστιγίων των μεταλλαρχών δούλευαν όλη μέρα σε σκοτεινές σήραγγες[71]. Η ποινή της δήμευσης (εισκομίζεσθαι) αφορούσε την αφαίρεση ολόκληρης της περιουσίας του ενόχου ή τα συγκεκριμένα είδη που συνδέονταν με την κολάσιμη πράξη και περιορίζεται, κατά την ύστερη περίοδο, στους υψηλόβαθμους κρατικούς αξιωματούχους.
Στερητικές ποινές της ελευθερίας, ουσιαστικά, δεν υπήρχαν στο Βυζάντιο. Ο εγκλεισμός ήταν υπαρκτός, αλλά δεν χρησιμοποιείτο ως τιμωρία. Τα οικήματα στα οποία περιορίζονταν οι παραβάτες ονομάζονταν: φυλακαί, δεσμωτήρια, δεσμά, δεσμοφυλακεία και ειρκταί. Διακρίνονταν σε δημόσιες (όπου φυλακίζονταν οι καταδικασθέντες από τα δικαστήρια και τους άρχοντες) και σε ιδιωτικές (όπου ιδιώτες φυλάκιζαν όσους θεωρούσαν ένοχους για πράξεις εναντίον τους) και οι οποίες απαγορεύονταν από τους νόμους και επέσυραν αυστηρές ποινές στους παραβάτες. Εκτός από αυτές αναφέρονται και οι σακέλλαι ή αφορίστριαι για παραβάτες κληρικούς και μοναχούς. Τέλος σαν γυναικείες φυλακές χρησιμοποιούντο τα μοναστήρια. Στις ενδότερες και εξώτερες φυλακές περιορίζονταν οι ένοχοι μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής τους και οι τιμωρημένοι μέχρι την εφαρμογή της ποινής τους. Κοινό τους γνώρισμα το βαθύ σκοτάδι και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης[72] με συνέπεια τη μεγάλη θνησιμότητα των φυλακισμένων[73].
Στην μακραίωνη βυζαντινή ιστορία πάμπολλες ήταν οι φορές που το σωφρονιστικό σύστημα χρησιμοποιήθηκε για πολιτικούς και θρησκευτικούς σκοπούς. Για λόγους προνοίας η εξορία χρησιμοποιείτο για την αποδυνάμωση ατόμων θεωρούμενων επικίνδυνων λόγω της πολιτικής ή θρησκευτικής δραστηριότητάς τους. Αναφέρεται συχνά η απομάκρυνση υψηλά ιστάμενων προσώπων, διαδόχων επίδοξων διαδόχων αλλά και πατριαρχών, ανώτερων κληρικών ή κρατικών λειτουργών[74], όπως και ακρωτηριασμοί αυτών[75]. Οφείλουμε, τέλος, να επισημάνουμε τον ταξικό χαρακτήρα επιβολής των ποινών. Για το ίδιο έγκλημα ή αδίκημα οι τιμωρίες ήταν διαφορετικές για τους ευτελείς (humiliores) και διαφορετικές για του έντιμους (honestiores). Παρότι στην Εκλογή γίνεται προσπάθεια κατάργησης των ταξικών ανισοτήτων, τέτοιες διακρίσεις διατηρήθηκαν μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας[76].
Ο ρόλος της Εκκλησίας
Οι επίσκοποι στα πλαίσια του ρόλου τους, ως καθοδηγητές και προστάτες του ποιμνίου της περιοχής τους, καλούνται από πολύ νωρίς να διευθετούν τα μικροπροβλήματα και τις διαφορές τους, για να περάσουν αργότερα (με απόφαση του Μεγάλου Κωνσταντίνου) στην εκδίκαση υποθέσεων του ιδιωτικού δικαίου (οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο)[77]. Στα πλαίσια, λοιπόν, της audientia episcopalis (επισκοπικής ακροάσεως), θεσμού με καθαρά διαιτητικό χαρακτήρα στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής του εξέλιξης, επιλύονταν ιδιωτικές διαφορές και μάλιστα ο λαός τους εμπιστευόταν περισσότερο από τους πολιτικούς άρχοντες. Επί Ιουστινιανού (6ος αι.), διευρύνεται ο πολιτικός ρόλος των επισκόπων και καθιερώνεται μια, κατά κάποιο τρόπο, εποπτεία τους για την αμεροληπτική εκδίκαση των υποθέσεων στα άλλα δικαστήρια[78]. Ο Αλέξιος Α΄ (1081-1118) διευρύνει την ανάμιξη της εκκλησίας στην κοσμική δικαιοσύνη προσδιορίζοντας το πατριαρχικό δικαστήριο ως ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο του οικογενειακού δικαίου. Έτσι όταν το 1329 καθιερώθηκε ο θεσμός των καθολικών κριτών των Ρωμαίων, υπήρχε και το ανώτατο δικαστήριο της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης που εκδίκαζε υποθέσεις κληρικών αλλά και λαϊκών (ακόμη και υποθέσεις τοκογλυφίας, ερμηνείας συμβολαίων κ.α.)[79].
Από την έλλειψη σχετικής νομοθεσίας συνάγεται ότι ουδέποτε οι αυτοκράτορες ενοχλήθηκαν από την εθιμική αυτή επέκταση της δικαιοδοσίας των εκκλησιαστικών δικαστηρίων (η οποία μεταβαλλόταν όσο παράκμαζε το κράτος και η κοσμική δικαιοσύνη). Επί πλέον η αποσυμφόρηση που δημιουργούσαν στα κοσμικά δικαστήρια ήταν ευνοϊκά αποδεκτή. Οι ποινές που επέβαλαν τα εκκλησιαστικά δικαστήρια (αφορισμός, αποχή από τη μετάληψη, επιτιμία κ.ά) λειτουργούσαν περισσότερο ανασταλτικά από τις ποινές των κοσμικών, με δεδομένη τη θρησκευτικότητα και ευλάβεια του βυζαντινού ανθρώπου[80]. Η εμπέδωση της εκκλησιαστικής δικαστικής αρμοδιότητας επέτρεψε ώστε η εκκλησία να βρεθεί προετοιμασμένη για τον εθναρχικό ρόλο της, μετά την κατάλυση του Βυζαντίου.
Η απονομή της δικαιοσύνης στα διοικητικά πλαίσια του Βυζαντίου συναρτάται όχι μόνο από τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της κάθε περιόδου, αλλά και από την κυρίαρχη πολιτειακή ιδεολογία , που φέρνει στην κορυφή της εξουσίας τον αυτοκράτορα και τον αποδέχεται ως έμψυχον νόμον. Μέσω της θείας εύνοιας ενσαρκώνει το νόμο και μόνο αυτός έχει δικαίωμα να τον καταρτίσει, τροποποιήσει και ερμηνεύσει. Παρότι εξαιρείται των νόμων και δεν δεσμεύεται από αυτούς υπόκειται σ’ αυτούς και οφείλει κατά μίμησιν θεού να είναι φιλάνθρωπος και δίκαιος, ενισχύοντας έτσι το κύρος της εξουσίας του. Ακόμη και σήμερα η κωδικοποίηση του ρωμαϊκού δικαίου, στην οποία προχώρησαν μια σειρά αυτοκρατόρων με κορυφαίο τον Ιουστινιανό, θεωρείται μεγαλειώδες επίτευγμα. Με μία σειρά νόμων, αποφάσεων και διατάξεων επηρεασμένων από την ελληνιστική φιλοσοφία, τον χριστιανισμό και την Ανατολή, γίνεται προσπάθεια να περιληφθούν όλα τα σύγχρονα αδικήματα και να ορισθούν οι ανάλογες, κατά περίπτωση, ποινές. Οι ποινές, πολλές από τις οποίες θεωρούνται αρκετά σκληρές (θανατική, ακρωτηριασμός), επιβάλλονται αρχικά για να συνετίσουν και να παραδειγματίσουν ενόχους και μη και στη συνέχεια με σκοπό την κάθαρση, τη βελτίωση και τον εκφοβισμό. Η στέρηση της ελευθερίας δεν υφίσταται ως ποινή και οι φυλακές χρησιμοποιούνται για την κράτηση των ενόχων πριν τη δίκη τους ή μέχρι την εκτέλεση της ποινής τους. Η απονομή δικαίου χρησιμοποιείται σε αρκετές περιπτώσεις για να εξυπηρετήσει πολιτικούς ή θρησκευτικούς σκοπούς και διακρίνεται για τις «ταξικές» διακρίσεις της. Η Εκκλησία συμμετέχει στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης (το οποίο σε όλες τις περιόδους χαρακτηρίζεται από ανεπάρκεια των λειτουργών του), ως υποκατάστατο ή συμπλήρωμα των λαϊκών δικαστηρίων, προετοιμαζόμενη έτσι για την αποκλειστική διαχείριση του δικαίου, των υπόδουλων Ελλήνων, στα χρόνια της Οθωμανικής κατάκτησης.
Βιβλιογραφία
Ανάστος Μ. «Πνευματικός βίος και πολιτισμός», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμ. Ζ΄ και Η’ Αθήνα: 1978.
------------- «Δίκαιο», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμ. Θ΄. Αθήνα: 1978.
Beck, H.G., Η Βυζαντινή χιλιετία, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ (Αθήνα 1990)
Ευθυμιάδης Σ. «Ο βυζαντινός θρησκευτικός βίος», στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια. Τόμ. ΙΙ. Πάτρα: 2001.
Gerar, W., Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο. Στον αιώνα των Κομνηνών, μτφρ. Κ. Παναγιώτου (Αθήνα 1970)
Gillou, A. Ο Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. P. Odorito, Σ. Τσοχανταρίδου (Αθήνα 19982) Καραγιαννόπουλος Γ. Το Βυζαντινό κράτος. Αθήνα: 1993.
Κεκαυμένος. Στρατηγικόν,μτφρ. Τσαγκαράκης Δ. Αθήνα: 1993.
Κουκουλές Φ. Βυζαντινών βίος και πολιτισμός. Τόμ. Γ΄. Αθήνα 1957.
----------------. Βυζαντινών βίος και πολιτισμός. Τόμ. ΣΤ΄. Αθήνα 1957.
Οικονομίδης Ν. «Πολιτεία – Οικονομία – Κοινωνία. Το νέος κράτος της Μέσης Βυζαντινής περιόδου», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμ. Η΄. Αθήνα: 1978.
Πέννα Β. «Βυζαντινοί θεσμοί», στο Ελληνική Ιστορία. Βυζάντιο και Ελληνισμός. Τόμ. Β΄. Πάτρα: 1999.
------------ «Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός βίος των Βυζαντινών», στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια. Τόμ. ΙΙ. Πάτρα: 2001.
Τρωϊανός Σ. (επιμ.). Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο. Αθήνα 20012.
Χριστοφιλοπούλου Α. «Πολιτεία – Κοινωνία – Οικονομία κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (324-610)», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμ. Ζ΄. Αθήνα: 1978.
Παραπομπές-σημειώσεις
[1] H.G. Beck, Η Βυζαντινή χιλιετία, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ (Αθήνα 1990): 106.
[2] Στο ίδιο: 108-109.
[3] Στο ίδιο: 109.
[4]. Μ. Ανάστος, «Πνευματικός βίος και πολιτισμός», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ζ’ (Αθήνα 1978): 317.
[5] Συμβουλευτικό εγχειρίδιο πατέρα προς τα παιδιά του με νουθεσίες και προς τον αυτοκράτορα. Γραμμένο ανάμεσα στα 1075 – 1078, χωρίς να είναι ιστορική πηγή, αποτελεί ένα γνήσιο πορτρέτο της βυζαντινής κοινωνίας.
[6] Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, μτφρ. Δ. Τσαγκαράκης (Αθήνα 1993): 262.
[7] Γ. Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό κράτος, (Αθήνα 1983): 26.
[8] Ανάστος: 320.
[9] Στο ίδιο: 321.
[10] Beck: 109.
[11] Η κωδικοποιημένη αυτή εκδοχή του ρωμαϊκού δικαίου παραμένει η βάση των νομικών συστημάτων της Ελλάδας, του μεγαλύτερου μέρους της Ηπειρωτικής Ευρώπης, της Σκωτίας, τμημάτων της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής, της καναδικής επαρχίας του Quebec και της πολιτείας της Λουϊζιάνας των Η.Π.Α. (Ανάστος: 324)
[12] Ανάστος: 324, 325.
[13] Αναδιατύπωση, σύντμηση και ανάπτυξη των ρωμαϊκών νόμων, ώστε να προσαρμοστούν στο πνεύμα της εποχής. Περιελάμβανε νόμους διατάγματα, αντιγραφές, αποφάσεις κ.α, που είχαν εκδώσει οι αυτοκράτορες. (Στο ίδιο: 325)
[14] Συλλογή ανθολογημένων αποσπασμάτων από έργα νομικών. Διαφέρει από τον Κώδικα ο οποίος περιελάμβανε αποκλειστικά αυτοκρατορικές διατάξεις. Λειτούργησε ως εγκυκλοπαίδεια της ρωμαϊκής νομολογίας και αποτελείτο από 20 τόμους και 20.000 περίπου σελίδες. (Στο ίδιο: 326)
[15] Εγχειρίδιο που συνόψιζε τους κυριότερους θεσμούς της αυτοκρατορίας, αλλά είχε και καθαυτό ισχύ νόμου. Αποτελούσε βασικό εγχειρίδιο των σπουδαστών των σχολών νομικής (Στο ίδιο: 326)
[16] Αυτό το όνομα έλαβε η νομοθεσία που εκδόθηκε μετά τη δημοσίευση του Κώδικα. Οι Νεαρές (Νέες Διατάξεις) γράφτηκαν στην ελληνική, σε αντίθεση με τα τρία προηγούμενα που είχαν γραφτεί στη λατινική, καταδεικνύοντας έτσι το βαθμό εξελληνισμού της βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά τον 6ο αι. (Στο ίδιο: 327)
[17] Στο ίδιο: 327.
[18] Νομοθετικό έργο των Μακεδόνων που αντικατέστησε την Εκλογή και επανέφερε την ιουστινιάνεια νομοθεσία, επεξεργασμένη γλωσσικά και νοηματικά, και εισήγαγε την έννοια των δύο εξουσιών: ο αυτοκράτορας θα είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια του κράτους και ο Πατριάρχης για την περιφρούρηση της ορθοδοξίας. (Β. Πέννα, «Βυζαντινοί θεσμοί», στο: Ελληνική ιστορία. Βυζάντιο και Ελληνισμός, τ. Β΄ (Πάτρα 1999): 56)
[19] Εκδόθηκε πιθανόν το 741 από τον εικονομάχο αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄.
[20] Κυρίως γιατί αναφέρεται στον πρόλογο, ότι γίνεται προσπάθεια να διαμορφωθούν οι υπάρχοντες νόμοι προς το φιλανθρωπότερον και γιατί παρατίθενται πολλά χωρία από την Παλαιά Διαθήκη. (Στο ίδιο: 55).
[21] Στο ίδιο: 55.
[22] Εκδόθηκε στην επικράτεια της αυτοκρατορίας της Νίκαιας επί βασιλείας του Ιωάννη Γ΄Βατάτζη (1222-1254).
[23] Πέννα: 58.
[24] Καραγιαννόπουλος: 104.
[25] Στο ίδιο: 104.
[26] Β. Πέννα, «Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός βίος των βυζαντινών», στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι: Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια, τ. ΙΙ (Πάτρα 2001):94.
[27] Α. Χριστοφιλοπούλου, «Πολιτεία-Κοινωνία-Οικονομία κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (324-610), στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ζ΄ (Αθήνα 1978): 269.
[28] Καραγιαννόπουλος: 105.
[29] Στο ίδιο: 105.
[30] Χριστοφιλοπούλου: 269.
[31] Στο ίδιο: 269.
[32] Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, τ. ΣΤ΄ (Αθήνα 1957): 50.
[33] Χριστοφιλοπούλου: 270.
[34] Ν. Οικονομίδης, «Πολιτεία-Οικονομία-Κοινωνία. Το νέο κράτος της Μέσης Βυζαντινής περιόδου», στο υποσ. 27 , τ. Η΄ (Αθήνα 1978): 162.
[35] Καραγιαννόπουλος: 106.
[36] Η αρμοδιότητά του , κατά τον 12ο αι., περιορίζεται σε ζητήματα συντεχνιών και άλλα και αργότερα χάνει κάθε αρμοδιότητα και πέφτει στην αφάνεια. (Στο ίδιο: 106)
[37] Μαζί με τους συνεργάτες του αντιγραφείς, σκρίβας κ.α. ασχολούνταν γενικότερα με θέματα οικογενειακού δικαίου, είχε ειδική δικαιοδοσία σε θέματα πλαστογραφίας και γνησιότητας εγγράφων, επέβλεπε τις δραστηριότητες των επαρχιωτών που έρχονταν στην πρωτεύουσα και ήταν ένας από τους κύριους συντάκτες των νόμων. (Οικονομίδης: 162).
[38]. Στα δικαστήρια αυτά υπηρετούν , από τον 10 αι., διάφοροι υπάλληλοι του δικαστικού: ο μυστικός (που από έμπιστος σύμβουλος του αυτοκράτορα κατέληξε να γίνει δικαστής), οι μυθογράφοι, ο ύπατος, ο κένσωρ, ο θεσμοφύλαξ και από τον 11ο αι., οι μυστολέκτες και οι θεσμογράφοι. (Στο ίδιο: 164).
[39] Τα βυζαντινά δικαστήρια αργούσαν τις Κυριακές και τις άπρακτες ημέρες που τελικά πολλαπλασιάστηκαν τόσο πολύ, που ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός εξέδωσε Νεαρά, με την οποία ορίσθηκαν ακριβώς οι μέρες αργίας και ημιαργίας και πολλές άπρακται ημέρες (όπως οι σχετικές με τον αυτοκράτορα) ορίσθηκαν ως έμπρακτες. (Πέννα: 94).
[40] Ανάστος, «Δίκαιο», στο υποσ. 27, τ. Θ΄: 344.
[41] Τη χρονιά εκείνη μεγάλος σεισμός έπληξε την πρωτεύουσα προκαλώντας σοβαρές ζημιές. Ο ευσεβής αυτοκράτορας ερμήνευσε το γεγονός σαν εκδήλωση της θείας οργής για την αδικία που επικρατούσε στην αυτοκρατορία και ιδιαίτερα για τη διαφθορά των δικαστών. Λίγα χρόνια αργότερα ο εγγονός του Ανδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος θα δώσει την ίδια ερμηνεία για τις στρατιωτικές συμφορές της αυτοκρατορίας. (Στο ίδιο: 345).
[42] Είχαν αρμοδιότητα σε όλα τα κάστρα και τις περιοχές της αυτοκρατορίας. Αρχικά δίκαζαν όλοι μαζί και εξέδιδαν τις αποφάσεις τους από κοινού. Λόγω των αυξημένων αναγκών, όμως, δόθηκε στον καθένα το δικαίωμα να εκδικάζει μόνος του, αλλά η απόφαση εκδιδόταν το όνομα και των τεσσάρων. (Καραγιαννόπουλος: 107).
[43] Αναφέρονται καθολικοί κριταί Θεσσαλλονίκης, Λήμνου, Μορέως, Τραπεζούντος.
[44] Πέννα, υποσ. 26: 45-52.
[45] A. Gillou, Ο Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. P. Odorito, Σ. Τσοχανταρίδου (Αθήνα 19982): 176.
[46] Αυτή η απόφαση δημοσιεύθηκε σε μία Νεαρά του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού (842-867) και θα παραμείνει σε ισχύ μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας. (Στο ίδιο: 175).
[47] Πέννα.: 94.
[48] Οικονομίδης: 163.
[49] Ανάστος: 216.
[50] Οικονομίδης: 164.
[51]. Gillou: 181.
[52] Στο ίδιο: 181, 182.
[53] W. Gerar, Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο. Στον αιώνα των Κομνηνών, μτφρ. Κ. Παναγιώτου (Αθήνα 1970): 163.
[54] Ονομάζονταν, ακόμη, περσικάριοι, βαρτόβαροι αλλά και σκωπτικά «παιδιά του αρχιερέως». (Κουκουλές: 210).
[55] Στο ίδιο: 210-212.
[56] Οι νυχτοφρουροί είχαν άμεσου σχέση με τους Ρωμαίους vigiles που απέτρεπαν τις κλοπές αλλά φρόντιζαν και για την κατάσβεση των πυρκαγιών. (Στο ίδιο: 214).
[57] Στο ίδιο: 212-214.
[58] Στο ίδιο: 216.
[59] Στο ίδιο: 216.
[60] Πέννα: 98.
[61] Κουκουλές: 63.
[62] Τρωϊανός (επιμ.), Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο (Αθήνα 20012): 27,28.
[63] Στο ίδιο: 29,30.
[64] Αν και στο βιβλίο Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο (βλ. παραπ.:62: 32) διατυπώνεται η άποψη ότι αυτές οι ποινές δεν αποτελούν νεωτερισμό μιας και απαντώνται συχνά στα χρόνια του Ιουστινιανού.
[65] Ανάστος: 217.
[66] Τρωϊανός: 33-35.
[67] Στο ίδιο: 36.
[68] Εμφανιζόταν με δύο μορφές: ως relegatio (ελαφρά με συνέπεια την αναγκαστική παραμονή του ενόχου σε συγκεκριμένο τόπο) και ως deportatio (βαριά που περιελάμβανε δήμευση της περιουσίας του και απώλεια της ιδιότητας του πολίτη). (Στο ίδιο: 39).
[69] Κουκουλές: 57, 58.
[70] Η ζωή τους ήταν τόσο σκληρή που οι ¶γιοι Απόστολοι προτρέπουν τους φιλεύσπλαχνους χριστιανούς να τους επισκέπτονται και να τους στέλνουν χρήματα για τη διατροφή τους ή τους μισθούς των φυλάκων τους. (Στο ίδιο: 66-68).
[71] Πέννα: 98.
[72] Στον αιώνα των Κομνηνών εμφανίζεται η τάση εξανθρωπισμού των φυλακών. Επιτρέπονται οι καθημερινοί περίπατοι στο φως της ημέρας, επιθεωρητές (ένα είδος κοινωνικών λειτουργών) επισκέπτονται τις φυλακές κάθε Κυριακή και ελέγχουν την σίτιση των κρατουμένων και ακόμα επιτρεπόταν η προσωρινή απόλυση του κρατουμένου όταν η δίκη αργούσε πολύ και δεν κατηγορείτο για φόνο. ( Gerar: 167).
[73] Στο ίδιο: 224-232.
[74] Τα Πριγκιποννήσια έγιναν έτσι γνωστά γιατί χρησιμοποιούντο ως σωφρονιστήριο για εκθρονισμένους αυτοκράτορες ή πρίγκιπες. (Guillou: 184).
[75] Για παράδειγμα ο ακρωτηριασμός του Μαξίμου του Ομολογητή και δύο μαθητών του (662), η ρινότμηση του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Β΄ (695) ή η τύφλωση του Κωνσταντίνου ΣΤ΄ από την μητέρα του Ειρήνη (797), γιατί ήθελε να κυβερνήσει μόνη της. (Ανάστος: 217).
[76] Τρωϊανός: 39.
[77] Σ. Ευθυμιάδης, «Ο βυζαντινός θρησκευτικός βίος», στο υποσ. 26: 243, 244.
[78] Χριστοφιλοπούλου: 270, 271.
[79] Ανάστος: 345.
[80] Στο ίδιο: 345.
© Γιώτα Μαδούρα 2006