Το 1045/46 ο πατρίκιος και στρατηγός Στέφανος Λειχούδης, που είχε διοριστεί από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ’ Μονομάχο διοικητής της επαρχίας Βασπουρακάν στην Αρμενία, αιφνιδιάστηκε και συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Τουρκομάνους του σελτζούκου φύλαρχου Κουτουλμούς, χάνοντας όλες του τις δυνάμεις και καταλήγοντας στην σελτζουκική πόλη Ταμπρίζ όπου γδάρθηκε ζωντανός.
Ενθαρρυμένος από το αποτέλεσμα αυτής της πρώτης ελληνο-τουρκικής σύγκρουσης, ο Σελτζούκος σουλτάνος Τογρούλ μπέης έστειλε το 1048 τον ανιψιό του εμίρη Ασάν επικεφαλής 20.000 ανδρών να καταλάβει την πλούσια και ευάλωτη, όπως φαινόταν, βυζαντινή επαρχία.
Από την άλλη πλευρά, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’, συνειδητοποιώντας το μέγεθος της απειλής, έδωσε εντολές για πολεμική ετοιμότητα στις διοικήσεις της Ανατολής. Στο “ορφανό” πλέον κατεπανάτο (διοίκηση) του Βασπουρακάν στάλθηκε ο στρατηγός Ααρών Ραντομίρ, γιος του τελευταίου Βούλγαρου τσάρου που είχε υποταχτεί στον Βασίλειο Β’ Βουλγαροκτόνο το 1018. Καθώς ο Ραντομίρ δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει με τις δυνάμεις του μόνο την μεγάλη σελτζουκική στρατιά, έσπευσε σε βοήθειά του ο δουξ Ιβηρίας και Ανίου, Κατακαλών Κεκαυμένος.
Ο δούκας είχε ήδη πίσω του μια λαμπρή σταδιοδρομία. Γόνος στρατιωτικής οικογένειας από την Κολώνεια, διακρίθηκε για πρώτη φορά στην σικελική εκστρατεία του Γεωργίου Μανιάκη, όπου, με το βαθμό του πρωτοσπαθάριου, διοικούσε ένα στρατιωτικό απόσπασμα από το Θέμα Αρμενιακών, ενώ υπερασπίστηκε επιτυχώς την σικελική πόλη Μεσσήνη από την αραβική αντεπίθεση του 1040, μετά την ανάκληση του Μανιάκη από την Σικελία. Το 1043 νίκησε τους Ρως στην επιδρομή τους κατά της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας και ονομάστηκε βέστης και άρχοντας των παραδουνάβιων πόλεων, ενώ λίγο αργότερα κατέκτησε για λογαριασμό της αυτοκρατορίας την αρμενική πόλη Άνιον, εκδιώκοντας τον ηγεμόνα της Γκακίκ Β’ το 1044.
Επιβεβαιώνοντας την φήμη του ως στρατιωτική μορφή πρώτου βεληνεκούς, ο Κεκαυμένος παρέσυρε με τέχνασμα τον σελτζουκικό στρατό, που στο μεταξύ ισοπέδωνε και έκαιγε στο πέρασμά του τα πάντα, σε ενέδρα. Αφήνοντάς τους σκόπιμα να λεηλατήσουν το στρατόπεδό τους, οι δύο στρατηγοί επέπεσαν αιφνιδιαστικά πάνω στους ανυποψίαστους Τούρκους στρατιώτες σφαγιάζοντάς τους όλους ανηλεώς. Την ίδια τύχη είχε και ο εμίρης Ασάν, ο οποίος απέκτησε μετά θάνατον το προσωνύμιο “Κωφός”, λόγω της ανικανότητάς του να αντιληφθεί την παγίδα των Βυζαντινών.
Ο σουλτάνος Τογρούλ, έξαλλος από την σφαγή των στρατιωτών του, έστειλε τον επόμενο χρόνο νέα εκστρατευτική δύναμη 100.000 ανδρών υπό τον ετεροθαλή αδερφό του Ιμπραήμ Ινάλ. Παρά το αμφίρροπο αποτέλεσμα αυτής της νέας σύγκρουσης, καθώς πριν αναγκαστούν σε υποχώρηση οι Σελτζούκοι κατάφεραν να καταστρέψουν τις πόλεις Άρτζε και Θεοδοσιούπολη, ήταν σαφές πως το ρωμαϊκό σύνορο στην ανατολή άντεχε και πως ο βυζαντινός στρατός εξακολουθούσε να είναι πανίσχυρος. Τις πρώτες αυτές μάχες θα ακολουθούσαν πολλές άλλες.
Δυστυχώς για τον ελληνισμό η νέα λαίλαπα από την ανατολή συνέπεσε με μια εποχή δυναστικής και οικονομικής κρίσης για την αυτοκρατορία, με αλλεπάλληλα στασιαστικά κινήματα από φιλόδοξους πολέμαρχους και την ανάδυση νέων θανάσιμων απειλών σε κάθε σημείο του ορίζοντα, των νομάδων Πετσενέγκων στον βορρά και των σκληροτράχηλων Νορμανδών στην δύση. Η αυτοκρατορία θα περιερχόταν σε μια περίοδο βραδείας και επώδυνης παρακμής, με την σύντομη αναλαμπή της λαμπρής βασιλείας των Κομνηνών αυτοκρατόρων να καθυστερεί απλά το μοιραίο, που ήρθε τελικά περίπου τέσσερεις αιώνες αργότερα…
Πηγή: Cognosco Team