Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του ‘βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του − αν σώζονται ακόμη. Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μια ανεμόσκαλα και του ‘σπασαν ένα-δυο κόκαλα. Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε. Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι. Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους οι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτήν τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στον Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε μ’ ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δεν σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό, αλλά και να διδαχτούμε από τον λαό». Έτσι περιγράφει τον βίο και την πολιτεία του Θεόφιλου ο Γιώργος Σεφέρης στην ομιλία του στην Αλεξάνδρεια το 1943 για τον Μακρυγιάννη. «Θυμούμαι πάντα τον Θεόφιλο, όταν συλλογίζομαι τον Μακρυγιάννη» θα πει ο ποιητής. Τη φουστανέλα του την απαρνιόταν μόνο για να ντυθεί Μεγαλέξανδρος τις Απόκριες, ενώ συνήθιζε να οργανώνει λαϊκές παραστάσεις κατά τη διάρκεια των εθνικών γιορτών, φτιάχνοντας τα σκηνικά και τα κουστούμια.
Ο «ζερβοκουτάλας», καθότι αριστερόχειρας, ο «μισακάτης», ο «αχμάκης», όπως τον κορόιδευαν όσο ζούσε, έμελλε να αφήσει ισχυρό αποτύπωμα στην ιστορία της ελληνικής και όχι μόνο τέχνης. Ο «ταξιδιώτης από τα Παρίσια», ο Στρατής Ελευθεριάδης, γνωστός ως Τεριάντ, ήταν εκείνος που, μετά από παρότρυνση του ζωγράφου Γιώργου Γουναρόπουλου, επισκέφθηκε το 1929 τη Μυτιλήνη, αγόρασε έργα του Θεόφιλου και ανέλαβε την προώθησή του – ο Θεόφιλος όμως δεν έζησε αρκετά για να χαρεί την αναγνώρισή του, καθώς πέθανε πέντε χρόνια αργότερα. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Κώστας Ουράνης: «Ο Θεόφιλος δεν είναι πια σήμερα στη ζωή για να χαρεί την άξαφνη αυτή δόξα ή για να εκπλαγεί από αυτήν». Το 1936, ο Τεριάντ οργανώνει στο Παρίσι έκθεση με έργα του ζωγράφου, για τον οποίο ο σπουδαίος αρχιτέκτονας Λε Κορμπιζιέ θα γράψει: «Είναι ζωγράφος γεννημένος από το ελληνικό τοπίο. Μέσω του Θεόφιλου, ιδού το τοπίο και οι άνθρωποι της Ελλάδας: κοκκινόχωμα, πευκότοπος και ελαιώνας, θάλασσα και βουνά των θεών, άνθρωποι που λούονται σε μια τολμηρά επικίνδυνη ηρεμία». «Αληθινοί ελαιώνες επιτέλους, αληθινοί άνθρωποι, αληθινά πράγματα. Γι’ αυτόν, ισότιμα με το σώμα του Χριστού, υπάρχουν τα λιβάδια με τις ανεμώνες και τα λιόδεντρα που αφήνουν ανάμεσα στα δάχτυλά τους να περάσει η θάλασσα» θα αναφωνήσει χρόνια αργότερα ο Ελύτης. Στις 3 Ιουνίου του 1961, οι γοργόνες, οι θεοί του Ολύμπου και οι ήρωες της Επανάστασης του ’21 διαβαίνουν τις πύλες του Λούβρου και ο ποιητής θα γράψει: «Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι και, καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήταν, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, τη μεγάλη αφίσα της έκθεσης του Θεόφιλου, που είχε ανοίξει ακριβώς εκείνη την εβδομάδα στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε, λοιπόν, ναι. Υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο». Όταν ο Ελύτης θα εξομολογηθεί στον Τεριάντ τη σκέψη του ότι «τα περισσότερα απ’ αυτά (τα έργα του Θεόφιλου) θα σκόρπιζαν μια μέρα στις συλλογές της Ευρώπης ή της Αμερικής», ο μεγάλος τεχνοκριτικός και συλλέκτης θα αποφασίσει να χρηματοδοτήσει το Μουσείο Θεόφιλου, που εγκαινιάζεται στη Βαρειά της Μυτιλήνης, τη γενέτειρα του ζωγράφου, τον Ιούλιο του 1965 και στεγάζει 86 έργα του – έργα που τα τελευταία χρόνια έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές εξαιτίας της έκθεσής τους στον ήλιο, την υγρασία και τη σκόνη. Μουσείο είναι σήμερα και το αρχοντικό του Γιάννη Κοντού στην Ανακασιά, ο οποίος φιλοξένησε τον ζωγράφο, ώστε να δημιουργήσει εκεί, γύρω στο 1912, μερικά από τα ωραιότερα έργα του. Έλεγε για τον Θεόφιλο ο γαιοκτήμονας: «Αυτός, παιδί μου, ήταν τρελός στο μυαλό και σοφός στα χέρια». Η εικόνα, άλλωστε, του ζωγράφου όπως την περιγράφει ο Τσαρούχης, δεν παραπέμπει σε ιδιαίτερα σε γνωστικό: «Φορούσε πάντα φουστανέλα, που δεν ήταν η φορεσιά της πατρίδας του. Μα, για τον Θεόφιλο, αυτό δεν ήταν μόνο μια καλλιτεχνική παραξενιά ή επίδειξη. Ήταν κάτι παραπάνω: μια ένδειξη πίστεως αυτή η λατρεία της φουστανέλας, λατρεία οφειλόμενη στην ποιητική της σημασία. (…) Ο Θεόφιλος, άλλωστε, ήθελε να ‘ναι σαν παλιός οπλαρχηγός, σαν κι αυτά τα άστατα είδωλά του που τόσο συχνά ζωγράφιζε». Τη φουστανέλα του την απαρνιόταν μόνο για να ντυθεί Μεγαλέξανδρος τις Απόκριες, ενώ συνήθιζε να οργανώνει λαϊκές παραστάσεις κατά τη διάρκεια των εθνικών γιορτών, φτιάχνοντας τα σκηνικά και τα κουστούμια.
Ο Γιάννης Τσαρούχης θαύμαζε τον Θεόφιλο και μελέτησε ιδιαίτερα το έργο του, ενώ δεν τον συμπεριέλαβε, όπως άλλοι, στην κατηγορία των «Ναΐφ ζωγράφων». «Τον Θεόφιλο τον παίρνω σαν ζωγράφο που με τη ζωγραφική του είπε αυτά ακριβώς που παρέλειψαν να πουν οι ανακαινιστές της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνος, των οποίων το έμβλημα υπήρξε το “εφάμιλλον των ευρωπαϊκών”» θα γράψει. «Ο Θεόφιλος ανήκει στην αντίθετη παράταξη απ’ αυτή στην οποία ανήκουν οι δάσκαλοι, οι καθαρευουσιάνοι κι οι δημοτικιστές, οι ακαδημαϊκοί κι οι μοντέρνοι, οι συντηρητικοί κι οι εξ επαγγέλματος επαναστάτες. Είναι απ’ τη μεριά των σοφών και των τρελών, παρέα με τον Σολωμό, τον παγωμένο-θερμότατο Κάλβο, τον Παπαδιαμάντη, τον αναρχικό και άκρως πειθαρχημένο Καβάφη, τον τρελό Χαλεπά, κι όλους αυτούς τους φυσικά επαναστατημένους Έλληνες, μα εξίσου φυσικά συντηρητικούς, τους Έλληνες των οποίων η ευλογημένη μεγαλομανία έσπασε τα κλουβιά του διδασκαλισμού. Δεν είναι, λοιπόν, να απορεί κανείς ότι αιώνια θα σκανδαλίζει αυτούς που θέλησαν πάντα να βολευτούν» τονίζει. Σύμφωνα με τον ζωγράφο, «τη δουλειά του Θεόφιλου μπορούμε να τη χωρίσουμε σε τρεις μεγάλες περιόδους, που ξεχωρίζουν αρκετά μεταξύ τους. Πρώτη είναι η περίοδος της Θεσσαλίας. Όπως είπαμε και στην αρχή, τα έργα τα καμωμένα στη Θεσσαλία, αν εξαιρέσουμε τα πετυχημένα κι αριστουργηματικά του, είναι τις περισσότερες φορές σφιγμένα, με μια τάση για σχέδιο, που σπάνια φτάνει σε αποτέλεσμα, ενώ στο χρώμα έχουν μια περιορισμένη κλίμακα που, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις −έχω υπ’ όψιν μου μερικά θαυμάσια έργα− έχουν κάτι το σχεδιαστικό και συγχρόνως το σκληρό. Η εποχή της επανόδου του στη Μυτιλήνη αποτελεί τη δεύτερη περίοδο της ζωγραφικής του. Ένα είδος δισταγμού μαζί κι επιμέλειας που υπάρχει στα έργα του Βόλου εξαφανίζεται εδώ για να δώσει τη θέση του σε μια χρωματική ευφορία, με πλήθος σπάνιους τόνους, λεπτότατους μα και συγχρόνως γεμάτους ευδαιμονία. Τα έργα αυτά επιζητούν λιγότερο το σχέδιο, μα ίσως στο βάθος να είναι πιο σχεδιασμένα. Το χρώμα τους φτάνει σε μια λάμψη που εκφράζει ευτυχία, ξενοιασιά και, συγχρόνως, εκστασιακή αυτοσυγκέντρωση. Έχουν μια απίστευτη ποιότητα στην ύλη τους, μια δυνατή συνείδηση των κανόνων του έργου τέχνης, με την ανατολίτικη και βυζαντινή σημασία του όρου. Εκεί γύρω στην εποχή που θα συναντήσει τον Τεριάντ, ίσως όμως και λίγα χρόνια πριν, η ζωγραφική του αλλάζει. Αυτή είναι η τρίτη περίοδός του. Εδώ τα εντυπωσιακά και πολύτιμα χρώματα αρχίζουν να υποχωρούν κάπως, για να δώσουν τη θέση τους σε χρώματα πιο σωστά, πιο ζωγραφικά. Ό,τι ήθελε να κάνει στον Βόλο με το επιμελημένο και σφιχτό σχέδιο, το καταφέρνει τώρα με τα δικά του μέσα: με το χρώμα».
Η προοπτική δεν ενδιέφερε καθόλου τον Θεόφιλο, την «είχε στείλει περίπατο», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Κώστας Ουράνης. Ο λαογράφος Κίτσος Μακρής, στο βιβλίο του «Ο ζωγράφος Θεόφιλος στο Πήλιο», διασώζει μια αποκαλυπτική ιστορία: «Πήρε παραγγελία από κάποιον φούρναρη να του ζωγραφίσει στον τοίχο το πορτρέτο. Ο Θεόφιλος άρχισε να τον ζωγραφίζει τη στιγμή που έβαζε στον φούρνο τα ψωμιά του. Αλλά αντί να τοποθετήσει το φουρνιστήρι οριζόντιο −όπως είναι φυσικό−, έτσι που στην τοιχογραφία να φαίνεται σαν μια γραμμή, το γύρισε κάθετα, να δείχνει όλο του το πλάτος κι επάνω του τοποθέτησε το ψωμί. Όταν του παρατηρήθηκε ότι έτσι το ψωμί θα έπεφτε, απάντησε: “Έννοια σου και μόνον τα αληθινά ψωμιά πέφτουν, τα ζωγραφισμένα στέκονται, στη ζωγραφιά πρέπει όλα να φαίνονται”. Με την τελευταία του κυρίως φράση έκανε τον απολογισμό της τέχνης του. Ο ορθολογισμός δεν έχει τη θέση του εκεί όπου μια πλούσια καρδιά θέλει να εκφραστεί. Στην αντίληψη τη λαϊκή δεν μπορούσε να χωρέσει πως η λεπτή γραμμή της σωστής προοπτικής απόδοσης αντιπροσωπεύει το πλατύτατο φουρνιστήρι. Κι ο Θεόφιλος, ποτισμένος βαθύτατα με την αντίληψη αυτή, την απέδωσε ζωγραφικά. Την έλλειψη προοπτικής, ειδικά στις τοιχογραφίες, πρέπει να την αποδώσουμε στην καλλιτεχνική αντίληψή του γι’ αυτές. Η τοιχογραφία πρέπει να διακοσμεί την επιφάνεια και όχι να την κομματιάζει. Μια τοιχογραφία με προοπτική δημιουργεί και τρίτη διάσταση που καταστρέφει την ενότητα της επιφάνειας. Ο ίδιος επιγραμματικά έδωσε την εξήγηση. Κάποτε εικονογραφούσε στον τοίχο ενός μανάβικου τον Αθανάσιο Διάκο. Όταν του παρατηρήθηκε η έλλειψη προοπτικής απάντησε: “Δύο πιθαμές τοίχος, δέκα μέτρα βάθος στην εικόνα, δεν ταιριάζει. Θα βρεθεί ο Αθανάσιος Διάκος στο κουρείο” (που βρισκόταν στην άλλη πλευρά του τοίχου)».
Ο «Παπαδιαμάντης της ζωγραφικής», όπως τον αποκάλεσε ο Τάκης Μπαρλάς, έζησε όλη του τη ζωή πάμφτωχος, ζωγραφίζοντας συχνά «αντί πινακίου φακής», κάτι που ποτέ δεν σταμάτησε να κάνει – σε πείσμα κάποιων μάλλον ωραιοποιημένων αφηγήσεων σχετικά με τα τελευταία του χρόνια στη Μυτιλήνη. Πολύ μετά τον θάνατό του, η μικρότερη από τα επτά αδέλφια του, Φώτω, περιέγραψε στον Βασίλη Πλάτανο το πικρότατο τέλος του μοναδικού καλλιτέχνη που το σύνολο του έργου του έχει κηρυχθεί εθνική πολιτιστική κληρονομιά: «Τον φώναξε ένας πλούσιος να του ζουγραφίση μερικά “κάντρα”, σαν είδε πως η τέχνη του είχε αξία και του ‘δωσε μπαγιάτικο φαγί από ψάρια και κρέας. O καϋμένος τα πήρε, γιατί στη χάση και στη φέξη έτρωγε τέτοια φαγητά, και σαν πήγε στο δωμάτιό του, που το είχε νοικιασμένο στο Bουνάρι της Mυτιλήνης, τα έφαγε με όρεξη κι άφησε τα μισά να τα γιοματίση και ταχιά. Αλλά δεν πρόλαβε. Ήταν χαλασμένα, ούτε του σκυλιού τους δεν τα δίνανε, τον πειράξανε και τη νύχτα της παραμονής του Bαγγελισμού του 1934 πέθανε από δηλητηρίαση. Tονέ βρήκανε πεθαμένο στερνά από τρεις μέρες που είχε πια βρομίσει και τονέ πήρε ο δήμος άρον-άρον και τον έθαψε. Δεν προκάναμε ούτε να τον ασπαστούμε, ούτε να τον δούμε».
Πηγή: Infognomon Politics