Η διαμάχη - πολιτική αρχικά, σχεδόν αποκλειστικά ιστορικής μορφής στη συνέχεια - σχετικά με τα πεπραγμένα του Βενιζέλου και με το προβάδισμα της θετικής ή αρνητικής «προσφοράς» του στη χώρα κατά τα πολυτάραχα είκοσι πέντε περίπου χρόνια της ανάμειξής του στη κεντρική (αθηναϊκή) πολιτική σκηνή θα ήταν περίεργο, αν δεν κάλυπτε το θέμα της οικογενειακής του καταγωγής. Και αυτή, όπως ακριβώς και η προσωπικότητά του και το έργο του, στάθηκε αμφιλεγόμενη, αφού υποστηρίχτηκαν απόψεις, ετερόκλητες, συγκρουόμενες, και με σημαντική απόσταση η μία από την άλλη[1] καθώς δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία.
Είναι, πάντως, βέβαιο, πως ήρθε στο κόσμο μήνα Αύγουστο, στο χωριό Μουρνιές, σε σχετικά μικρή απόσταση από τα Χανιά. Πιθανολογείται, ακόμα, ότι το μικρό του όνομα συνδέεται με τάμα της μητέρας του, η οποία είχε ήδη «χάσει» κατά τον τοκετό, τρία τέκνα της και είχε προσευχηθεί να «ελευθερωθεί» ομαλά αυτή τη φορά και να επιβιώσει το μελλογέννητο. Αν γίνει πιστευτή δική του, κατά πολύ μεταγενέστερη αφήγηση, οι γονείς του τον τοποθέτησαν, αμέσως μετά τον τοκετό, φασκιωμένο στο κατώφλι του σπιτιού τους - υποτίθεται ότι αυτό απαιτούσε κάποιο τοπικό έθιμο - και τον «υιοθέτησαν», μόλις τον μετέφεραν μέσα, οι ειδοποιημένοι οικογενειακοί φίλοι, που τον βρήκαν δήθεν «τυχαία» στα σκαλοπάτια…
Ποιοι ήταν οι γονείς του και από πού κατάγονταν;
Για τη μητέρα του δεν υπάρχουν αμφιβολίες ή αμφισβητήσεις: Επρόκειτο για τη Στυλιανή Πλουμιδάκη, απλή και αγράμματη χωρική, που δεν είχε φοιτήσει ούτε στην πρώτη τάξη της στοιχειώδους εκπαίδευσης και μέχρι το τέλος της ζωής της φορούσε τη γνωστή ενδυμασία των γυναικών της κρητικής υπαίθρου.
Σχετικά με τον πατέρα του Κυριάκο τα πράγματα αλλάζουν. Ο ίδιος απέφευγε να αναφέρεται στην καταγωγή του και άφηνε να αιωρείται ένας πυκνός και αδιαπέραστος πέπλος μυστηρίου γύρω από αυτήν. Παραχωρούσε με τον τρόπο αυτό την ευχέρεια στους προσωπολάτρες θαυμαστές του γιού του να καταφύγουν αργότερα στο χώρο της φαντασίας, για να καλλιεργήσουν συναρπαστικούς - και, φυσικά, ιστορικά αστήρικτους - μύθους για να μεταφέρουν τις πατρικές ρίζες μακριά από το πραγματικό φυτώριο και από την αυθεντική αλήθεια.
Η σημαντικότερη από τις ωραιοποιητικές εκδοχές που υποστηρίχτηκαν επιχειρεί να συνδέσει τον Κυριάκο Βενιζέλο με την αρχοντική μανιάτικη οικογένεια των Κρεββατάδων, που κατάγονταν από το Μυστρά[2]. Σύμφωνα με τη σχετική παραμυθολογία οι πρόγονοι του «εθνάρχη» ζούσαν κατά το δέκατο έβδομο ή δέκατο όγδοο (διαλέγετε και παίρνετε…) αιώνα στο Μυστρά, αλλά μετά το κίνημα του Ορλόφ (1770) και την εισβολή Τουρκαλβανών στο Μοριά, ο νεότερος της οικογένειας «Μπενιζέλος» Κρεββατάς διέφυγε στα Κύθηρα και από κει στα Χανιά για μόνιμη εγκατάσταση. Αργότερα επικράτησε - γιατί; - το βαφτιστικό του όνομα και ο γιός του ο Πέτρος Μπενιζέλος απέκτησε πέντε τέκνα, ένα από τα οποία ήταν (1810) ο Κυριάκος.
Η ιστορική πραγματικότητα δεν έχει την παραμικρή σχέση με την παραπάνω εκδοχή. Οι Κρεββατάδες αποτελούσαν επιφανή οικογένεια της Λακεδαιμόνος και ο «γενάρχης» Παναγιώτης, που πήρε μέρος στα ορλοφικά (1769) κατέφυγε, μετά την αποτυχία της εξέγερσης, διαδοχικά στην Ύδρα και στα Κύθηρα, όπου και πέθανε. Ο εγγονός του Παναγιώτης μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και οργάνωσε την εθνεγερσία (1821) στο Μυστρά, για να εκλεγεί αργότερα γερουσιαστής και να δολοφονηθεί (1822) από τους Γιατράκους. Η οικογενειακή ιστορία των Κρεββατάδων του Μυστρά δε αναφέρει πουθενά κανέναν… «Μπενιζέλο» και ο μύθος έχει τόση σχέση με την αλήθεια όση και ο πίνακας ευφάνταστου ζωγράφου της εποχής του διχασμού, που απεικόνιζε τον «εθνάρχη» να αναδύεται - φορώντας τα γυαλιά του - από την αφρισμένη θάλασσα («δίκην» Αφροδίτης…) και να ευλογεί («δίκην» Ιησού Χριστού) μια πολυπρόσωπη ομάδα παιδιών, τα οποία είχαν συγκεντρωθεί στην ακτή(!)
Άλλοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο Ελ. Βενιζέλος κατάγεται από τα Κύθηρα, μπερδεύοντας τον τόπο γέννησης της πρώτης του συζύγου Μαρίας Ελευθερίου με το δικό του. Όσοι επιθυμούν να αποφύγουν το σκόπελο, καταφεύγουν στο βολικό «ήταν άγνωστης οικογενειακής προέλευσης». Ωστόσο, δε βρέθηκε ούτε ένας που να κατονομάζει κάποιο συγγενή «εξ αίματος» του πατέρα του, είτε στην Κρήτη, είτε οπουδήποτε αλλού.
Ο Μ. Α. Παπαδάκης παραθέτει, στο βιβλίο του Βιογραφία Ελευθερίου Βενιζέλου, τη δική του άποψη, η οποία στηρίζεται σε σχολαστική έρευνα και δεν επιδιώκει να υπηρετήσει σκοπιμότητες. Ενώ, παράλληλα, εξηγεί, με πολύ πειστικότερο τρόπο την προέλευση του επωνύμου Βενιζέλος. Κατά τον Μ.Α. Παπαδάκη, στις αρχές του δεκάτου ένατου αιώνα ταξίδεψε στη Νύφη του Θερμαϊκού μια ορφανή Εβραία από τη Κέρκυρα. Στη Θεσσαλονίκη γνώρισε τους εκεί εγκαταστημένους συγγενείς της, ένας από τους οποίους ήταν ο -δεύτερος- ξάδελφός της Μπενύ Σελόν, γυρολόγος στο επάγγελμα. Τα δύο ξαδέλφια παντρεύτηκαν και απέκτησαν (1810) ένα γιο, που κληρονόμησε τη φιλάσθενη πατρική κράση. Ο Μπενύ έφυγε για το χωρίς γυρισμό ταξίδι το 1816 και η χήρα του δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα, με συνέπεια ο γιος της να συνεχίσει το πατρικό επάγγελμα από την ηλικία των δέκα ετών. Ωστόσο, μετά από λίγο έχασε και τη μητέρα του και μολονότι δε σταμάτησε να «γυρολογεί», εξαιτίας της μεγάλης του αγάπης για τη θάλασσα, αλλά και της επιθυμίας του να αποφύγει τη μελλοντική στράτευση, αποφάσισε να μπαρκάρει.
Του πρόσφερε την ευκαιρία ο θάνατος σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης του μούτσου ενός βατικιώτικου καϊκιού, που βρισκόταν στο λιμάνι της. Ο νεαρός έπεισε τον καπετάνιο να τον προσλάβει στη θέση του μούτσου Κυριάκου, επιβιβάστηκε νύχτα και έφυγε λαθραία και χωρίς πιστοποιητικά. Στη διάρκεια του ταξιδιού τον φώναζαν με το όνομα του πεθαμένου – Κυριάκος-, αυτός το δέχτηκε και το συνήθισε και όλοι ήταν ενθουσιασμένοι με τη φιλεργία και την ευφυΐα του.
Όταν έφτασαν στον Πειραιά, ο πλοίαρχος δήλωσε το θάνατο του μούτσου στο Λιμεναρχείο και, ύστερα από συνεννόηση με τον Εβραίο αντικαταστάτη του Κυριάκου, τον καταχώρισε στα λιμεναρχικά βιβλία με το βαφτιστικό που «απέκτησε» στο σκάφος και με παραποιημένο το επώνυμό του: «Κυριάκος Μπενυσέλος»
Ο νέος εξακολούθησε να εργάζεται στο σκάφος μέχρι τη συμπλήρωση του δέκατου ένατου έτους της ηλικίας του, αλλά μετά το θάνατο του καπετάνιου μετακινήθηκε ως ναύτης σε άλλο -μικρό- καράβι, παίρνοντας πιστοποιητικό ταυτότητας από το Λιμεναρχείο του Πειραιά με το παραπάνω όνομα. Στα Χανιά, όπου ταξίδεψαν, βούλιαξε το καΐκι και ο «Κυριάκος» έμεινε άνεργος στη στεριά. Θυμήθηκε αμέσως την προηγούμενη γυρολογική του απασχόληση και άρχισε να γυρίζει με την πραμάτειά του τα γειτονικά χωριά και τα τουρκικά μετόχια. Απέφυγε να αποκαλύψει την εβραϊκή καταγωγή του και, με βάση το πιστοποιητικό του Λιμεναρχείου του Πειραιά, πέτυχε να αναγνωριστεί από το ελληνικό προξενείο στα Χανιά ως «Έλληνας υπήκοος». Πράγμα εξαιρετικά ευνοϊκό για το επάγγελμά του, αφού όλοι οι άλλοι γυρολόγοι ήταν Εβραίοι, ενώ ο ίδιος εμφανιζόταν σαν Έλληνας, με συνέπεια να τον προτιμούν χωρικοί και χωρικές. Επειδή συχνά αντί για χρήματα του έδιναν κοτόπουλα και αβγά, ο «Κυριάκος» τα πουλούσε, επιστρέφοντας στα Χανιά, στο μεγαλέμπορο Μαρκαντωνάκη, ο οποίος τον πίστωνε με το αντίτιμό τους, ώσπου να μαζευτεί κάποιο ποσό που θα επέτρεπε στο γυρολόγο να ανοίξει δικό του μαγαζάκι.
Σύντομα ο «Μπενυσέλος» επεξέτεινε το πεδίο της εμπορικής του δραστηριότητας και σε ορεινά χωριά, στα οποία φοβόνταν να μεταβούν οι Εβραίοι γυρολόγοι. Σε ένα από αυτά, το Θέρισο, γνώρισε μια Κρητικοπούλα, τη μεγαλύτερη από τις δύο κόρες από το πρώτο γάμο του Βασίλειου Χάλη, που την έλεγαν Στυλιανή. Ο πατέρας της είχε τελέσει δεύτερο γάμο, με χήρα μητέρα δύο γιων και μιας κόρης, για να αποκτήσει με τη νέα σύζυγό του άλλα τρία τέκνα. επρόκειτο για μια περίεργη και πολύπλοκη οικογένεια με ποικίλα επώνυμα. Ο «Κυριάκος» μετέβαινε στο Θέρισο τις Κυριακές, κοιμόταν στο καφενείο του χωριού και το πρωί της Δευτέρας άρχιζε το γύρο του στα κοντινά χωριά.
Ένα χρόνο αργότερα, αποφασισμένος να ζητήσει σε γάμο τη Στυλιανή, προχώρησε στην υλοποίηση του σχεδίου του για απόκτηση δικού του μαγαζιού, με αρχικό κεφάλαιο είκοσι λίρες. Ωστόσο, δε σταμάτησε να πηγαίνει το Σαββατοκύριακο στο Θέρισο και μετά από ένα έτος ζήτησε τη χωριατοπούλα σε γάμο. Ο Β. Χάλης δεν ενθουσιάστηκε: η πρόταση προερχόταν από ένα ξένο γυρολόγο, για τον οποίο αγνοούσε «από πού κρατούσε η σκούφια του» - κατά τη δική του έκφραση.
Τότε ο «Μπενυσέλος» κατέφυγε στις καλές υπηρεσίες του προστάτη του Μαρκαντωνάκη, ο οποίος δεν δυσκολεύτηκε, με τη συνηγορία του ιερέα του χωριού, να πείσει τον Χάλη να δεχτεί για γαμπρό του τον ουρανοκατέβατο στην Κρήτη εμπορευόμενο. Η προίκα περιλάμβανε μια μικρή ισόγεια οικία - κληρονομιά από τη μητέρα της - στο χωριό Μουρνιές[3], σε απόσταση τριάμισι περίπου χιλιομέτρων από τα Χανιά. Εκεί εγκατέστησε την οικογένειά του ο Κυριάκος μέχρι το 1865. Η Στυλιανή του χάρισε τέσσερις κόρες και δύο γιους. Ο πρώτος ήταν παράλυτος και υδροκέφαλος - πέθανε σε ηλικία δεκαέξι ετών – και ο δεύτερος πήρε το όνομα Ελευθέριος κάτω από συνθήκες δραματικές. Τον Αύγουστο του 1864 άρχισαν οι ωδίνες, που κρατούσαν δύο μέρες χωρίς να πραγματοποιείται ο τοκετός. Επειδή είχε προηγηθεί ο υδροκέφαλος, οι χωρικοί, φοβισμένοι μήπως επαναληφθεί το κακό, έπεισαν τον «Κυριάκο» να ζητήσει από τον ηγούμενο της μονής Χρυσοπηγή Ιερόθεο να διαβάσει σχετική «απελευθερωτική» ευχή, ενώ από την πλευρά τους οι Τούρκοι του χωριού μετακάλεσαν από τις Ψίρες της Κυδωνίας το χατζή Σακίρ.
Την εσπέρα της τρίτης ημέρας Ιερόθεος και Σακίρ άρχισαν να διαβάζουν πλάι στο κρεβάτι της ετοιμόγεννης ο πρώτος τη φυλλάδα του Αγίου Ελευθερίου και ο δεύτερος μουσουλμανικές φυλλάδες με ευχές γραμμένες στα τουρκικά. Η ανάγνωση κράτησε πέντε ολόκληρες ώρες, με μικρά διαλείμματα κι ενώ η υπνηλία βάραινε τα βλέφαρα και των δύο τους ο Ιερόθεος στράφηκε στον άλλον κουνώντας το κεφάλι:
«Μωρέ, χατζή, ένα διάβολο θωρώ…»
Ο Τούρκος αναστέναξε:
«Και εγώ, μπρέ παπά, θωρώ ένα φουρόγατο και ο Ραμπής να σπλαγχνιστεί την κακομοίρα να το ξεγεννήσει»
«Πράγματι», συμπληρώνει ο Μ.Α. Παπαδάκης, «περί τα εξημερώματα της τετάρτης ημέρας εγεννήθη ο διάβολος Ελευθέριος!...»
Αλλά η αφήγησή του δεν σταματά στο σημείο αυτό: Μόλις το νεογέννητο σαράντισε μητέρα και μαμμή πήγαν στο μοναστήρι και ζήτησαν από τον Ιερόθεο να το βαφτίσει. Εκείνος δέχτηκε ευχαρίστως, αλλά ενώ σήκωνε το μωρό από την κολυμβήθρα για να το τυλίξει με τα μυρόπανα, ο Ελευθέριος κόπρισε μέσα σε αυτήν και ο ηγούμενος τον παρέδωσε στη μαμμή προβλέποντας αγανακτισμένος: «Αυτός είναι σατανάς και θα κάνει κακό στην Εκκλησία!». Αρνήθηκε να ολοκληρώσει τη βάφτιση, που τη συνέχισε ο Γεννάδιος, ενώ ο πρώτος καταχώρισε το περιστατικό στο ημερολόγιό του…
Ο «Κυριάκος» απελάθηκε, μαζί με πολυάριθμους Κρητικούς, από το νησί, γύρισε το 1871, βρήκε άθικτο το κατάστημά του και συνέχισε το εμπόριο με βοηθούς τους Ανδρέα Νοστράκη και Γ. Γιαννακουδάκη. Το 1879 η τρίτη κόρη του Κατίγκω παντρευόταν τον - επικεφαλής του Κομιτάτου των Χανίων- τριανταπεντάχρονο δικηγόρο Κωστή Μητσοτάκη[4], που θεωρήθηκε μεταθανάτια «ο κορυφαίος των πολιτικών της αιματοβρέκτου νήσου ανδρών», προερχόταν από τους Ανδρεαδάκηδες του Χορδακιού και τον Απρίλιο του 1881 εξέδωσε την εφημερίδα Λευκά Όρη (αργότερα ο Ελ. Βενιζέλος θα διεκδικούσε για τον εαυτό του την πατρότητά της…) (……)
__________________________________
[1] Ερίζεται ακόμα και το έτος της γέννησής του: Ο Ι. Δαμβέργης υποστηρίζει πως επρόκειτο για το 1862. ο Ν. Τωμαδάκης υιοθετεί το 1864. ο ίδιος ο Βενιζέλος δήλωσε, πριν τις εκλογές του 1912, ότι είχε γεννηθεί το 1866 - πράγμα ανακριβές…
[2] Βλέπε, Ν. Τωμαδάκη, ο Βενιζέλος έφηβος (1964). Είναι εξαιρετικά περίεργο το ότι ο Σπ. Β. Μαρκεζίνης έσπευσε να προσχωρήσει (Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, τόμος 2) σε αυτόν τον ισχυρισμό, για τον οποίο δεν προσκομίζεται κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο και ο οποίος δεν επιβεβαιώνεται από καμιά επίσημη ιστορική πηγή - πολύ περισσότερο όταν ούτε ο ίδιος ο Κυρ. Βενιζέλος δεν το υποστήριξε ποτέ…
[3] Ήταν τουρκοχώρι, με ελάχιστες χριστιανικές οικογένειες
[4] Το 1878 είχε ιδρύσει, μετά τη Σύμβαση της Χαλέπας, το Κόμμα των Φιλελευθέρων (ή Ξυπολύτων), εκλέχτηκε βουλευτής και αργότερα παραιτήθηκε για να διοριστεί εφέτης.
Η ενδιαφέρουσα συνέχεια ΕΔΩ...
Πηγή: (Κώστα Ν. Μπαρμπή, Ελευθέριος Βενιζέλος. «Εθνάρχης» ή εθνικός ολετήρας; Εκδόσεις Πελασγός)
Σχετικά άρθρα:
1. Να ποιός ήταν ο πραγματικός δικτάτορας... ο Ελευθέριος Βενιζέλος
2. Ο μέγας Μασόνος Ελευθέριος Βενιζέλος ...