'Ηταν Σάββατο βράδυ, φάγαμε χαλλούμι και ψωμί και διψάσαμε. Έξω έβρεχε ασταμάτητα. Οι τσίγκοι του κρησφυγέτου ήταν μεταχειρισμένοι, γεροί μεν, αλλά με αρκετές τρύπες. Από αυτές έτρεχε μέσα νερό οπόταν βάζαμε το παγούρι μας και μαζεύαμε νερό προσπαθώντας με αυτό το τρόπο να ξεδιψάσουμε.
Όταν σταμάτησε η βροχή ο Αυξεντίου ζήτησε εθελοντές να κατέβουν στο ποταμό να φέρουν νερό. Αμέσως είπα : ''Nα πάω εγώ Μάστρε;'''' Kάτσε βρε τζιαμέ που είσαι , να τζιυλήσεις τίποτε πέτρες τζιαι να μας πάρουν χαπάρι οι Εγγλέζοι! Να παν οι βουνίσιοι.'' Και διέταξε τον Φειδία και τον Αντρέα.
Ύστερα από μισή ώρα γύρισαν και μας είπαν πως δεν είδαν και δεν άκουσαν κινήσεις των Άγγλων. Εν τω μεταξύ ξανάρχισε η βροχή και ο Αυξεντίου είπε : ''Αν ακούαμε του Ματρόζου (Αυγουστής Ευσταθίου) τωρά θα είμαστε μέσα στη βροχή και θα τουρτουρούσαμεν, ενώ τωρά είμαστε μέσα το κρησφύγετο και ωχ βράζουμε.''
Είχα προτείνει πριν να μην μείνουμε στο κρησφύγετο το βράδυ αλλά μέσα σε λατζιές 500 μέτρα μακρυά για να δοκιμάσουμε αν ήταν προδομένο ή όχι.Και ο Αυξεντίου συνέχισε: '' Αν μέναμε έξω στις λατζιές σε περίπτωση έρευνας θα μας έβρισκαν , ενώ τωρά που εννά βρουν μια τρύπα μες τη γη;''
Όταν τον ρώτησα αν είναι προδομένο το κρησφύγετο τι θα κάνουμε , μου απάντησε '' Εγώ θα πολεμήσω ''.
Έτσι καταλήξαμε και μείναμε στο κρησφύγετο. Για μας ήταν η τελευταία μας μέρα ως αντάρτες και για τον Αυξεντίου ως θνητό.
Η επόμενη μέρα θα ήταν η μεγάλη μέρα της δοκιμασίας.''.
Πηγή: Pride Of Famagusta, Ιστορικές Μνήμες Ε.Ο.Κ.Α.