Μια μάνα τέθκιον ήρωαν εν προσβολή να κλάψει
Χαλάλιν της πατρίδας μου το φως μου, η ζωή μου
Τζι αφού ένε παραδόθηκεν ας έσιη την ευτζιή μου.
Λόγια της μητέρας του Γρηγόρη Αυξεντίου στην κηδεία του
Η EΠITYXIA του Aπελευθερωτικού Αγώνα στηρίχτηκε στον ανταρτοπόλεμο που «απαιτεί κυρίως μυστικότητα, ευελιξία, πανουργίαν, δόλον και ευψυχίαν» (Απομνημονεύματα σ. VI). Η Γυναίκα αποδείχθηκε να διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά που στήριξαν αυτήν την επιτυχία: ποτέ δεν πρόδωσε, γεγονός που αναφέρει με θαυμασμό ο στρατηγός Διγενής, λέγοντας ότι «δεν υπήρξε γυναίκα καταδότης», αποδεικνύοντας έτσι ότι ήξερε να κινείται με μυστικότητα, φίλευε τους Aγγλους στρατιώτες που περιπολούσαν έξω από το σπίτι της με φρούτα από το δενδρόκηπό της για να μην τους αφήσει να μπουν στο σπίτι όπου έκρυβε το κρησφύγετο του αντάρτη, χρησιμοποιώντας πανουργία και δόλο και μένοντας ελεύθερη μέσα στα κρατητήρια, όπου βασανίστηκε απάνθρωπα, χωρίς κλάμα στο άκουσμα του θανάτου του παιδιού της, δείχνοντας ότι είχε το σθένος και την ευψυχία που στήριξαν τον αγώνα.
Η προσφορά της γυναίκας στον αγώνα έχει ήδη αποτιμηθεί από τον αρχηγό Διγενή στα Απομνημονεύματά του και στο Χρονικόν με τρόπο πια αδιαμφισβήτητο. Γράφει στα Απομνημονεύματά του αποτιμώντας τη συμβολή της γυναίκας: «Η Ελληνίς Κύπρια εφάνη αξία των ωραιοτέρων ελληνικών παραδόσεων» (σ. 227). «Εις πολύ εμπιστευτικάς αποστολάς εχρησιμοποίουν το γυναικείον φύλον» (σ. 226). «Oταν ομιλώ περί νεολαίας περιλαμβάνω τόσον τους νέους, όσον και τας νεάνιδας. Αι νεάνιδες της Κύπρου όχι μόνον δεν υστέρησαν εις τόλμην και αυτοθυσίαν, αλλά και εφάνησαν πραγματικαί Σπαρτιάτισσες, Σουλιώτισσες και Μεσολογγίτισσες» (σ. 40). Στο Χρονικόν Αγώνος ΕΟΚΑ, ο στρατηγός Γρίβας Διγενής αναφέρει: «Η συμβολή της Ελληνίδας Κυπρίας εις τον Aπελευθερωτικόν Aγώνα υπήρξε εξόχως σημαντική. Με βαθείαν συγκίνησιν αναλογίζομαι την πολύτιμον συνεισφοράν της εις τον αγώνα. Με παραδειγματικήν αυταπάρνησιν ανέλαβε και εξετέλεσε κατά τρόπον αξιοθαύμαστον πάσαν αποστολήν, μη ορρωδήσασα προ ουδενός κινδύνου. Oλαι αι Eλληνίδες των πόλεων και των χωριών της Κύπρου δεν υστέρησαν ουδενός εις πράξεις ηρωισμού και αυτοθυσίας. Και εις αυτόν τον ένοπλον αγώνα έλαβον αύται μέρος» (σ. 59). Ο πολιτικός αρχηγός του Αγώνα Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αναφέρεται με τον ίδιο θαυμασμό στην προσφορά της Γυναίκας στον Αγώνα.
..Η μικρή Μύρια, νήπιο ακόμη, την οποία αναφέρει στα Απομνημονεύματά του ο Διγενής ως τον καλύτερο φρουρό, μια και κάθε φορά που έβλεπε Aγγλο στρατιώτη φώναζε εναντίον του, οι μικρές μαθήτριες με την μπλε ποδιά και την αλατζιά που κουβαλούσαν όπλα, πέτρες και αλληλογραφία κάτω από τις ποδιές τους, οι γυναίκες που ύφαναν 5.317 πήχεις αλατζιάς για να υλοποιήσουν την παθητική αντίσταση και το μποϊκοτάζ των αγγλικών προϊόντων, οι κρατούμενες νέες με την ελεύθερη ψυχή που έραβαν κρυφά ελληνικές σημαίες και υπέμεναν τα βασανιστήρια, οι αγωνίστριες γυναίκες με όπλα και χειροβομβίδες που συγκρούονταν με τον βρετανικό στρατό, για να διευκολύνουν τη διαφυγή των ανταρτών, οι γυναίκες της ΠΕΚΑ, της ΑΝΕ και της ΟΧΕΝ που πολυγραφούσαν φυλλάδια, αναρτούσαν πανό, διαδήλωναν, προμήθευαν τους αντάρτες με τρόφιμα και ρούχα, και έριχναν βόμβες, οι Σύνδεσμοι και οι ομάδες κρούσεως, οι γυναίκες που κράτησαν τη μάχη των σημαιών και των συνθημάτων, οι δασκάλες και καθηγήτριες στα σχολεία και στο κρυφό σχολειό, οι οικοκυρές που μετέτρεψαν τα σπίτια τους σε κρησφύγετα και δεν έκλαψαν στα συντρίμμια τους μετά την ανατίναξή τους από τους Aγγλους, η τομεάρχης γυναίκα του αγώνα, και οι εκατοντάδες μάνες, γυναίκες και αρραβωνιαστικιές που ενθάρρυναν τους αγωνιστές στον αγώνα της λευτεριάς δεν ήλθαν από το πουθενά: ήταν ψυχές χαλυβδωμένες από την Ιστορία του τόπου και παρουσίες που τις ύφανε από γενιά σε γενιά η προσήλωση στον σκοπό της ζωής που δεν ήταν άλλος από τη θυσία για τη λευτεριά, την Eνωση, την Ελλάδα.
Η Αρίστη Ρωσσίδου αφηγείται περιγράφοντας τη σύμπνοια της οικογένειας στον Αγώνα: «Eμυήθην Νοέμβριον 1954, εις ηλικίαν 17 ετών. Με υπερηφάνειαν αναφέρω ότι στο σπίτι μου κατασκευάσθησαν οι πρώτες βόμβες της 1/4/1955… Αντιμετώπισα πολλούς κινδύνους, ανακρίσεις, έρευνες και δίκες. Εις μίαν και μόνον περίπτωσιν Aγγλος αξιωματικός με ανέκρινε εις την οικίαν μου ενώπιον των γονέων μου επί πέντε ολοκλήρους ώρας. Σημειωτέον ότι η οικία μου ηρευνάτο πέντε και έξι φοράς τον μήνα υπό Aγγλων και επικουρικών. Και η μητέρα μου, Ελένη Ρωσσίδου, παρ’ όλην την πίκραν που εδοκίμασε, εκ της θανατικής καταδίκης, του αδελφού μου, παρά την ηλικίαν της (56 ετών), δεν παρέλειψε ούτε στιγμήν να προσφέρει υπηρεσίας εις τον Αγώνα… πηγαινοερχομένη στας διαφόρους πόλεις, μεταφέρουσα τα επείγοντα υλικά, φυλλάδια και άλλα εμπιστευτικής φύσεως έγγραφα» (Χρονικόν, σ. 375-76).
Ο λόγος τους μνημείο της ψυχής τους και σ’ αυτόν χρειάζεται να σπουδάσουν οι επόμενες γενιές: «Δε θα παραδιδόταν ποτέ ο Γρηγόρης. Μια και το ζήτησε η πατρίδα δεν μπορούσε παρά να την υπηρετήσει. Δεν μπορούσε παρά να την ελευθερώσει ή να πεθάνει. Είμαι περήφανη για τη θυσία του…», θα πει η αρραβωνιαστικιά του υπαρχηγού της ΕΟΚΑ (σελίδες, 136). Η μάνα του Ανδρέα Δημητρίου, όταν τον αποχαιρετά για τελευταία φορά πριν απαγχονιστεί το 1956 θεμελιώνει με τα λόγια της τη συνέχιση του αγώνα: «Στην ευχή μου, γιε μου. Πρόσεχε να έχεις θάρρος ώς το τέλος. Καλύτερα ο θάνατος παρά προδότης». Μπροστά στο νεκρό σώμα του αγωνιστή Πετράκη Κυπριανού η μάνα του θα δείξει πώς γεννιούνται οι ήρωες, λέγοντας «Eτσι σε ήθελα, γιε μου, νάρτεις ήρωας» και η μάνα του Παλληκαρίδη, όταν έμαθε ότι ζητούσαν από τον γιο της να καταδώσει για να τον αφήσουν ελεύθερο είπε: «Εγιώ εν εγέννησα παιδί, που να γενεί προδότης. Χαλάλι της πατρίδας μου το γαίμα του παιδκιού μου».
Η Γυναίκα της Κύπρου έζησε, έδρασε και απέθανε ως Ελληνίδα που μάχεται για Λευτεριά, συνώνυμη στα χρόνια του Αγώνα με την Eνωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Πηγή: Αντέχουμε...