Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1938 στην Τσάδα της επαρχίας Πάφου, χωριό της μητέρας του. Ο πατέρας του καταγόταν από το χωριό Λάρνακας της Λαπήθου, της επαρχίας Κερύνειας. Ήταν το τέταρτο παιδί στην οικογένεια, με δύο άλλους αδελφούς και δύο αδελφές.
Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του και αποφοίτησε από το δημοτικό σχολείο του Κτήματος (1944-1950). Από την παιδική του ηλικία έδειξε τα χαρακτηριστικά που θα τον συνόδευαν σε όλη τη σύντομη ζωή του: δυναμισμό, ηγετικές ικανότητες, δημιουργικότητα, φιλοπατρία, λογοτεχνική φλέβα. Ήταν λιγόλογος, φιλομαθής, στοχαστικός, μεγαλόψυχος.
Φοίτησε στο Ελληνικό Γυμνάσιο Πάφου από το 1950 μέχρι το 1955 και ως τελειόφοιτος το πρώτο τρίμηνο του 1955-1956. Στο τέλος της τρίτης τάξης Γυμνασίου, την 1η Ιουνίου 1953, παραμονή της στέψης της νέας βασίλισσας της αγγλίας, σε ηλικία 15 χρόνων, πρωτοστάτησε στις μαχητικές αντιβρετανικές εκδηλώσεις. Κατέβασε την αγγλική σημαία από τον ιστό του σταδίου και έδωσε το έναυσμα για την πρώτη, μετά την εξέγερση του 1931, δυναμική αναμέτρηση των Ελλήνων της Κύπρου με τους Βρετανούς. Ήταν η πρώτη επαναστατική του πράξη, που σημάδεψε την περαιτέρω αγωνιστική του πορεία.
Τον Απρίλιο του 1955 εντάχθηκε στις τάξεις της ΕΟΚΑ και πρωταγωνίστησε στις διαδηλώσεις, στη διανομή προκηρύξεων, στην αναγραφή συνθημάτων και στις ανατινάξεις βρετανικών στόχων. Στις 17 Νοεμβρίου 1955, κατά τη διάρκεια μαθητικής διαδήλωσης, επιτέθηκε σε δύο Άγγλους στρατιώτες που κακοποιούσαν συμμαθητή του και τον ελευθέρωσε. Αργότερα συνελήφθηκε, κατηγορήθηκε και ορίσθηκε να δικαστεί στις 6 Δεκεμβρίου 1955. Βέβαιος ότι θα καταδικαζόταν σε φυλάκιση ή θα οδηγείτο σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, διέφυγε στα βουνά την παραμονή της δίκης του και εντάχθηκε στις πρώτες ανταρτικές ομάδες της Πάφου.
Στις 16 Δεκεμβρίου επικηρύχθηκε από τους Άγγλους. Κατά τη διάρκεια της αντάρτικής του δράσης, που κράτησε ένα χρόνο, πήρε μέρος σε επιθέσεις εναντίον βρετανικών φρουρών, αστυνομικών σταθμών και στρατοπέδων καθώς και σε ανατινάξεις και ενέδρες. Με τόλμη και αυτοθυσία, και πολλές φορές κινδυνεύοντας ο ίδιος για την ασφάλεια των συμμαχητών του, έδωσε πρότυπο αγωνιστικού φρονήματος και πράξης, δηλώνοντας πάντα πως ποτέ δεν θα παραδινόταν αλλά θα έπεφτε «στο πεδίον της μάχης».
Παράλληλα με την αγωνιστική του δράση συνέχισε την ποιητική του δημιουργία την οποία είχε αρχίσει από τα πρώτα μαθητικά του χρόνια. Το βράδυ της 18ης Δεκεμβρίου 1956, κατά τη διάρκεια μετακίνησης οπλισμού και άλλων εφοδίων από ένα κρησφύγετο σε άλλο, έπεσε σε ενέδρα αγγλικής στρατιωτικής περιπόλου, η οποία ενεργούσε «βάσει ληφθεισών πληροφοριών». Την ώρα της σύλληψής του δήλωσε στους Άγγλους: «Είμαι ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης και πολεμώ για την πατρίδα μου».
Κατά τη διάρκεια της κράτησής του στη Λίμνη, στη βόρεια ακτή της Πάφου, και στο Κτήμα, υπέστη σκληρά βασανιστήρια. Όταν έπειτα από δέκα μέρες επιτράπηκε στους δικούς του να τον επισκεφτούν, έφερε εμφανή τα σημάδια της κακοποίησης και των άθλιων συνθηκών κράτησής του. Μεταξύ άλλων, είχε επηρεαστεί σοβαρά η όραση του.
Έναν περίπου μήνα πριν τη σύλληψή του, στις 22 Νοεμβρίου 1956, ο Άγγλος Κυβερνήτης της Κύπρου στρατάρχης Χάρντιγκ, είχε θέσει σε ισχύ το «Νόμο Έκτακτης Ανάγκης», που, εκτός από άλλα, προνοούσε την ποινή του θανάτου και για όποιον απλά «έφερε ή είχε στην κατοχή του πυροβόλο όπλο».
Στις 5 Ιανουαρίου 1957 ο ήρωας κατηγορήθηκε για κατοχή και μεταφορά όπλου και 88 σφαιρών και στις 12 Ιανουαρίου μεταφέρθηκε στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας. Η δικαστική ανάκριση έγινε στις 14 Φεβρουαρίου και η υπόθεσή του παραπέμφθηκε στο «Ειδικό Δικαστήριο» για τις 25 Φεβρουαρίου. Η δίκη υπήρξε συνοπτική. Ο Παλληκαρίδης παραδέχθηκε ευθαρσώς το κατηγορητήριο και δήλωσε: «Γνωρίζω ότι το δικαστήριον θα μου επιβάλη την ποινήν του θανάτου. Εκείνο το οποίο θέλω να πω είναι τούτο: Ότι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, ο οποίος ζητεί την ελευθερία του. Τίποτε άλλο». Με τη δήλωσή του αυτή δεν άφησε στους συνηγόρους του περιθώρια υπεράσπισης. Ο δικαστής, ανακοινώνοντας την απόφασή του, είπε: «Ο νόμος προνοεί μόνον μίαν ποινήν: την ποινήν του θανάτου. Σε καταδικάζω εις θάνατον».
Στις δεκαέξι μέρες που μεσολάβησαν μέχρι τον απαγχονισμό του, εντυπωσίασε τους πάντες για την εγκαρτέρησή του, την αταλάντευτη πίστη του στο σκοπό για τον οποίο θα έδινε τη ζωή του, για την ηθική ενίσχυση που πρόσφερε στους δικούς του και τους συγκρατούμενούς του, με τη δήλωσή του: «όταν πεθάνω, θα πάω στον Θεό και θα τον παρακαλέσω να είμαι ο τελευταίος που απαγχονίζεται».
Με την υπερήφανη πορεία του οδηγήθηκε προς την αγχόνη στα 19 του χρόνια. Υπήρξε ο νεαρότερος από τους εννέα απαγχονισθέντες. Η καταδίκη και η εκτέλεσή του προκάλεσαν την παγκόσμια κινητοποίηση και κατακραυγή κατά των άγγλων αποικιοκρατών. Η κατακραυγή αυτή απέτρεψε, μεταξύ άλλων, τον απαγχονισμό 26 άλλων αγωνιστών που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο.
Η ζωή και ο θάνατος του Ευαγόρα Παλληκαρίδη εκτός του ότι τον κατέστησαν σύμβολο και πρότυπο της κυπριακής νεολαίας στο υπόλοιπο του Αγώνα, συγκινούν μέχρι σήμερα και εμπνέουν πολλούς λογοτέχνες στο έργο τους. Ο θάνατός του στέρησε το ελληνικό έθνος από έναν ιδεώδη φιλόπατρι, μια ηγετική φυσιογνωμία, ένα μέλλοντα αξιόλογο ποιητή.
Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε τον Ιούνιο του 1997 την απαλλοτρίωση της πατρικής οικίας του Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Το Συμβούλιο Ιστορικής Μνήμης Αγώνα ΕΟΚΑ 1955-1959 ανέλαβε την ευθύνη για την αναπαλαίωση της οικίας και τη μετατροπή της σε Μουσείο, αφιερωμένο στον ήρωα του εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα. Το έργο ολοκληρώθηκε και εγκαινιάστηκε από τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού κ. Ουράνιο Ιωαννίδη στις 9 Ιουνίου 2001. Στο πρώτο δωμάτιο της οικίας παρουσιάζεται η εικόνα της παραδοσιακής αγροτικής οικίας των μέσων του 20ου αιώνα, εποχή κατά την οποία έζησε ο ήρωας. Στο δεύτερο δωμάτιο παρουσιάζονται η ζωή και οι αγώνες του έφηβου-ήρωα της κυπριακής ελευθερίας.
Μέσα από φωτογραφίες, επιστολές και κείμενα του ήρωα-ποιητή σκιαγραφείται το όλο ηθικό και ψυχικό μεγαλείο της προσωπικότητάς του. Επιδίωξη του ΣΙΜΑΕ είναι όπως ο χώρος της Οικίας-Μουσείου του Ευαγόρα Παλληκαρίδη αποτελέσει και κέντρο πολιτιστικής δραστηριότητας. Για το λόγο αυτό κατασκευάστηκε αμφιθέατρο, το οποίο μπορεί να φιλοξενήσει μέχρι 250 άτομα. Τη λειτουργία του Μουσείου έχει αναλάβει η Διαχειριστική Επιτροπή Οικίας-Μουσείου Ευαγόρα Παλληκαρίδη, της οποίας προεδρεύει ο πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου της Τσάδας και μετέχουν οι συγγενείς και συναγωνιστές του ήρωα.
Πηγή: lekythos.library.ucy.ac.cy