Ο θάνατος –κοινός κλήρος όλων των ανθρώπων– υπήρξε για πάντα το πιο τραγικό γεγονός στην ιστορία του κόσμου. Ήταν «ο παγκόσμιος αντίπαλος» και «ο σαβανωμένος μονάρχης του τρόμου».
Με την έλευση του Κυρίου και το κήρυγμα του Ευαγγελίου έχασε πια την τραγικότητά του ο θάνατος. Τώρα, αυτός που πιστεύει στον Αναστάντα Κύριο, «μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν». Τώρα, «ουκ έστι θάνατος ο θάνατος, αλλ’ ύπνος και κοίμησις πρόσκαιρος», καθώς λέγει ο ιερός Χρυσόστομος.
Για τους μάρτυρες η μνήμη θανάτου γίνεται χαρούμενη αδολεσχία και ευφρόσυνη φιλοσοφία. Χωρίς αμφιβολία, τα γραπτά κείμενα των απαγχονισθέντων εθνομαρτύρων της Κυπραϊκής εποποιίας του 1955-1959 –και προπάντων οι επιστολές τους– αποτελούν έξοχα και ηρωικά κείμενα της χριστιανικής φιλοσοφίας του θανάτου.
Με την ευκαιρία των 50 χρόνων του απαγχονισμού τους από τους Άγγλους δυνάστες (οι 8 απαγχονίστηκαν το 1956, εκτός του Ευαγόρα Παλληκαρίδη το 1957), επιβάλλεται μια ματιά στα εξαίρετα κείμενά τους, που ευωδιάζουν πίστη, χαρά και προσδοκία του «μέλλοντος αιώνος».
Ο Μιχαλάκης Καραολής γράφει στον αδελφό του Ανδρέα και αυτά: «Εάν ο Παντοκράτωρ Κύριος δεν ματαιώση τα σχέδιά τους, τότε την ερχομένην Πέμπτην την αυγήν, θα ανέλθωμεν εις το φονικόν ικρίωμα διά να υποστούμεν το μαρτύριον που από τόσους μήνες δολίως εμελέτησαν άνδρες άδικοι και πονηρότατοι παρά πάσαν την γην. Ο Θεός όμως, «ο ετάζων νεφρούς και καρδίας» ας αποδώση «εκάστω κατά τα έργα αυτού»… Και στον θείον του Δαμιανόν σημειώνει: «Εμένα δεν πρέπει να με λυπάστε, διότι και εγώ δεν βλέπω να είμαι τόσον αξιόκλαυστος, και εφ’ όσον εγώ δεν βρίσκω λόγον για να κλαίω τον εαυτόν μου, τότε ούτε και οι δικοί μου δεν πρέπει να με κλαιν… Ο Θεός ας είναι γι’ αυτούς και για όλους σας βοηθός και υπερασπιστής, κραταιός προστάτης και πονετικός Πατήρ… Ο μέγας Παρηγορητής όλων των πονεμένων θα χύση βάλσαμο παρηγορίας εις τας καρδίας των… Χαίρετε λοιπόν, και είθε ο Πανάγαθος να χαρίση εις όλους σας κάθε ευτυχίαν».
Ο Ιάκωβος Πατατσος, ο «άγιος του αγώνα», όπως τον αποκαλέσανε, εκφράζεται με πολύ πιο έντονο και διαυγή τρόπο για την προσδοκία των αιωνίων αγαθών της βασιλείας του Θεού. Σε κάποιο φίλο του, απαντώντας σε επιστολή του, του γράφει: «Ναι, αδελφέ μου, χαίρω. Ο Θεός με κάμνει να χαίρω. Η συναίσθησις, ότι σύντομα η ψυχή μου θα φτερουγίζει γύρω από τον ένδοξον θρόνον Του, με κάμνει να χαίρω. Ο Θεός με αγαπά, γι’ αυτό θα με πάρη κοντά Του… Ιδού, επλησίασεν η ημέρα της Αναστάσεως»… Και στη μητέρα του θα γράψει –ανοίγοντας την καρδιά του– το κύκνειό του άσμα, λες και τραγουδούσε τον επινίκιο ύμνο του προφήτη Ησαΐα. Της γράφει λοιπόν: «Αγαπημένη μου μητέρα, Χαίρε. Ευρίσκομαι μεταξύ αγγέλων… Θέλω να χαίρης, όπως κι εγώ… Χαίρε, αγαπημένη μου μητέρα. Μη κλαίης για ν’ ακούσης την αγγελικήν φωνήν μου, που ψάλλει, Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ. Ψάλλε και συ μαζί μου»…
Πλησιάζει η στιγμή να ανέβει στο ικρίωμα της αγχόνης και ο ίδιος χαίρει και αγάλλεται, έχοντας την αίσθηση της μετοχής του στη βασιλεία του Θεού. Γι’ αυτόν ο θάνατος είναι αθανασία. Προγεύεται την «πανήγυριν των πρωτοτόκων των εν ουρανοίς απογεγραμμένων» (Εβρ. ιβ΄ 23).
Με την ελπίδα της μακάριας και αιώνιας ζωής εκφράζονται και ζουν όλοι οι ηρωικοί και άγιοι μελλοθάνατοι των Κεντρικών Φυλακών της Λευκωσίας. Ο Ανδρέας Ζάκος αντιμετωπίζει το θάνατο με αληθινή χριστιανική φιλοσοφία: «Αγαπητέ μου πατέρα», του γράφει, «αφού είμαστε χριστιανοί, πιστεύουμε στην ουράνια βασιλεία και δεν πρέπει να μας φοβίζει ο θάνατος. Εξ άλλου εμείς έχουμε το πλεονέκτημα να ξέρουμε την ώρα του θανάτου μας και έτσι να προπαρασκευαστούμε. Σας παρακαλώ λοιπόν, μη θλίβεσθε. Τα 25 και τα 100 χρόνια που μπορεί να ζήσει κανένας, είναι ένα μικρό κλασματάκι, μπροστά στο άπειρο»… Όλη, ωστόσο, η φιλοσοφία του θανάτου βρίσκεται στην επιστολή του Ζάκου προς τον αδελφό του, παραμονή της εκτέλεσής του: «Αγαπητέ αδελφέ, όταν θα πάρης το γράμμα μου αυτό θα έχω φύγει για πάντα. (Υπάρχει κανείς που θα μείνει;). Η ώρα του θανάτου πλησιάζει, μα στην ψυχή μου φωλιάζει η ηρεμία. Τη στιγμή αυτή ακούμε την ηρωική συμφωνία του Μπετόβεν. Στη θέση που βρισκόμαστε τώρα, ούτε με το μικροσκόπιο δεν μπορούμε ν’ ανακαλύψουμε πού υπάρχει τραγωδία στο θάνατο. Τότε μόνο θα αισθανόμουνα λύπη, αν ήξερα ότι μπορούσα να μείνω για πάντα νέος κι αθάνατος, αν απέφευγα την εκτέλεση… Πρώτα ή ύστερα έπρεπε να διαθέσω την ζωή μου. Δεν βλέπω πιο κατάλληλη περίσταση από την τωρινή για να το κάνω»…
Ο Στέλιος Μαυρομμάτης θα γράψει και τούτα τα λόγια στον αδελφό του: «Νοιώθω τον εαυτόν μου ισχυρόν και γαλήνιον και είμαι έτοιμος να τα αντιμετωπίσω όλα με θάρρος και υπομονή, γιατί έχω τον Χριστό μέσα μου και με βοηθά. Μήπως δεν μας είπε ο Ιησούς «μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτειναι;». Από τι λοιπόν να φοβηθώμε εφ’ όσον η ψυχή μας θα ζη αιωνίως;».
Μονάχα στη χριστιανική πίστη υπάρχει η αληθινή φιλοσοφία του θανάτου.