Στις 6 Απριλίου 1453 ο τουρκικός στρατός πλησίασε στα τείχη της Βασιλίδος των Πόλεων και έλαβε θέσεις σε απόσταση όχι μεγαλύτερη των 1.200 μέτρων από αυτά. Πριν την έναρξη των επιθέσεων ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’, όπως αναφέρει ο τουρκόφιλος Κριτόβουλος ο Ίμβριος, ζήτησε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο να του παραδώσει την Πόλη, αλλά έλαβε την πρώτη αρνητική απάντηση. Κατόπιν τούτου διέταξε την πλήρη περίσχεση της Πόλεως. Ο Αλβανός εξωμότης Ζαγανός πασάς ανέλαβε την διοίκηση των στρατευμάτων στο Πέραν και κατασκεύασε μάλιστα μια γέφυρα ενώνοντας τις ακτές του Βοσπόρου. Τον βόρειο τομέα, από τις ακτές του Κερατίου έως την πύλη του Χαρισίου ανέλαβε ο Καρατζά πασάς.
Στο κέντρο τάχθηκε ο Μωάμεθ, μαζί με τους 15.000 επίλεκτους γενιτσάρους και σπαχήδες φρουρούς του και στα δεξιά του ο Χαλίλ πασάς. Το μέτωπο δε από την κοιλάδα του ποταμού Λύκου έως και την Χρυσή πύλη ανέλαβε ο διοικητής των ασιατικών στρατευμάτων Ισαάκ πασάς μαζί με τον ομοιόβαθμο του της Ευρώπης Μαχμούτ. Με αυτή τη διάταξη οι Τούρκοι πλησίασαν ακόμα περισσότερο τα τείχη. Ο Μωάμεθ έστησε την πολυτελή σκηνή του σε απόσταση 350 μέτρων από την τάφρο. Το Θεοδοσιανό τείχος της Πόλης διέθετε τρεις οχυρωματικούς περιβόλους. Ο δεύτερος, το μεσοτείχιο, ήταν ο περίβολος που επάνδρωσαν οι αμυνόμενοι. Το μήκος των χερσαίων τειχών έφτανε τα 6.808 μέτρα.
Έχοντας ολοκληρώσει την περίσχεση της Πόλεως, ο Μωάμεθ, διέταξε το πυροβολικό του να ανοίξει πυρ κατά των τειχών. Επί 12 συνεχείς ημέρας τα πυροβόλα των Τούρκων δεν έπαυσαν να βομβαρδίζουν τα αρχαία τείχη της Πόλεως, προκαλώντας τους μεγάλες ζημιές. Ο Δούκας μάλιστα αναφέρει ότι ένας Ούγγρος δίδαξε στους Τούρκους τον απαραίτητο κανονισμό βολής. Χάρη στις συμβουλές του κατόρθωσαν οι Τούρκοι πυροβολητές να γκρεμίσουν έναν πύργο και το τείχος πλάι από αυτόν. Μάταια ο πολιορκημένοι προσπαθούσαν να ελαχιστοποιήσουν τα καταστρεπτικά αποτελέσματα των βολών, κρεμώντας σάκους γεμισμένους με μαλλί από τα τείχη.
Ιδιαιτέρως καταστροφικά ήταν τα αποτελέσματα των βολών της «βομβάρδας του Ουρβανού». Ευτυχώς το τεράστιο εκείνο πυροβόλο ανατινάχθηκε, από υπερβολική γόμωση πυρίτιδας, ύστερα από μερικές βολές, σκοτώνοντας όλους τους υπηρέτες του. Επισκευάσθηκε όμως και κατόπιν έβαλε επτά βολές κάθε μέρα. Βλέποντας τη βλάβη του τείχους ο Μωάμεθ αποπειράθηκε, στις 18 Απριλίου, μια πρώτη έφοδο εναντίον της. Στο μεταξύ οι πολιορκημένοι είχαν λάβει θέσεις στα τείχη και τον περίμεναν. Οι Ενετοί και οι Κρήτες είχαν αναλάβει την φρούρηση των θαλασσίων τειχών και του τείχους των Βλαχερνών.
Από εκεί έως την Κερκόπορτα την ευθύνη της αμύνης είχε αναλάβει ο επίσκοπος Λεονάρδος, με 200 Ιταλούς μισθοφόρους και μερικούς Γενουάτες. Οι υπόλοιποι έλαβαν θέσεις κατά μήκος του χερσαίου τείχους, με τους επίλεκτους Έλληνες και Γενουάτες στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Το δε θαλάσσιο τείχος της Προποντίδας επιτηρούσαν 50 τοξότες. Επίσης είχε συγκροτηθεί και ένα εφεδρικό σώμα, υπό τον Λουκά Νοταρά, δυνάμεως 500 ή κατ’ άλλους 700 ανδρών, αποστολή του οποίου ήταν να σπεύδει να ενισχύει τον απειλούμενο κάθε φορά τομέα των τειχών.
Η πρώτη μεγάλη έφοδος
Τη νύκτα της 18ης προς 19η Απριλίου ο Μωάμεθ διέταξε τα στίφη του να επιτεθούν. Στόχος τους ήταν το λεγόμενο «σταύρωμα», το προχείρως επισκευασθέν δηλαδή σημείο του τείχους, το οποίο είχε υποστεί σοβαρές ζημιές από τον βομβαρδισμό. Το ρήγμα είχε επετεύχθη πλησίον της πύλης του Αγίου Ρωμανού, στο πλέον δηλαδή ευαίσθητο σημείο του αμυντικού περιβόλου. Ξαφνικά η νυκτερινή ησυχία διακόπηκε υπό των ήχων εκατοντάδων τυμπάνων. Χιλιάδες άνδρες εξόρμησαν με φρικτούς αλαλαγμούς κατά των ελαχίστων αμυντόρων. Οι τελευταίοι όμως αμέσως εγέρθηκαν και προετοιμάστηκαν να αντιμετωπίσουν τα μαινόμενα στίφη.
Και τότε άρχισε μάχη κραταιά, σώμα με σώμα. Οι Τούρκοι, εφοδιασμένοι με άγκιστρα επιχειρούσαν να γκρεμίσουν τα πρόχειρα οχυρώματα των Ελλήνων για να εισέλθουν μέσω του ρήγματος στην Πόλη. Άλλοι τοποθετούσαν κλίμακες στα ερείπια του τείχους και μέσω αυτών προσπαθούσαν να εισβάλουν εντός. Αμέσως στο σημείο της προσβολής έσπευσε ο Κωνσταντίνος και ο Ιουστινιάνης με τους επίλεκτους μαχητές του και τις εφεδρικές δυνάμεις. Τότε η μάχη γενικεύτηκε.
Οι βαριά θωρακισμένοι άνδρες του Ιουστινιάνη συνεπλάκησαν εκ του συστάδην με τους Τούρκους. Χάρη στην ισχυρή τους θωράκιση δεν πάθαιναν τίποτα από τα τουρκικά βλήματα. Αντιθέτως οι ίδιοι σώριαζαν ενώπιον τους πλήθος πτωμάτων εχθρών. Όταν μάλιστα έφτασε και το ελληνικό εφεδρικό σώμα όλοι μαζί αντεπετέθησαν και έτρεψαν τους Τούρκους σε επαίσχυντο φυγή, καταδιώκοντάς τους και έξωθεν του «σταυρώματος». Σε λίγο ξημέρωσε. Η μάχη αυτή, η πρώτη σοβαρή απόπειρα των Τούρκων να εισβάλουν, είχε διαρκέσει καθόλη τη διάρκεια της νύκτας και είχε λήξει με πλήρη ήττα τους.
Ο Ενετός Μπάρμαρο αναφέρει ότι οι Τούρκοι άφησαν πίσω τους τουλάχιστον 200 νεκρούς. Προφανώς οι απώλειες τους, περιλαμβανομένων και των τραυματιών θα ήσαν πολύ μεγαλύτερες. Αντιθέτως οι αμύντορες δεν υπέστησαν καμία απώλεια! Αντιθέτως πάντως με την διήγηση του Μπάρμπαρο, με την οποία λίγο πολύ συμφωνούν και οι διηγήσεις των λοιπών χρονικογράφων, ο Ανώνυμος Μοσχοβίτης, ο συγγραφέας του Σλαβονικού Χρονικού, δίδει μια εντελώς διαφορετική περιγραφή της μάχης.
Το Σλαβονικό Χρονικό
Γράφει: «Κατά τη μεσημβρία οι Τούρκοι έβαλαν δια του πυροβόλου το δεύτερον, αλλά ο Ιουστινιάνης, ο οποίος είχε ομοίως ετοιμάσει το πυροβόλο αυτού, έβαλε κατά του τουρκικού πυροβόλου, και δει μετά τοιαύτης επιτυχίας, ώστε το μέρος το περιέχον την πυρίτιδα διερράγη. Τότε οργίστηκε ο Μωάμεθ και κραύγασε γιάγμα-γίαγμα, δηλαδή έφοδος, έφοδος. Σύμπασα η στρατιά αυτού επανέλαβε ταύτη την κραυγή και όρμησε εις την κατά γη και κατά θάλασσαν έφοδο. Άπαντες οι πολιορκούμενοι εξ ετέρου έσπευσαν εις τα τείχη ούτως, ώστε μόνον ο πατριάρχης, οι επίσκοποι και ο κλήρος έμειναν στην Πόλη για να δεηθούν στις εκκλησίες.
“Ο αυτοκράτορας αδιακόπως διέτρεξε όλη την Πόλη θρηνών, εξορκίζων τους αρχηγούς και σύμπαντα τον λαό να αντέξουν με ανδρεία, να μην χάσουν τον ζήλο και τις ελπίδες τους, και διέταξε να σημάνουν οι κώδωνες καθόλη την Πόλη. Εκατέρωθεν οι νεκροί έπεφταν από τα τείχη σαν τα στάχια, και το αίμα έρρεε ποταμηδόν. Οι δε νεκροί των Τούρκων χρησίμευαν σε αυτούς ως γέφυρες και κλίμακες». Το Σλαβονικό Χρονικό αναφέρει επίσης ότι στην πρώτη αυτή επίθεση οι νεκροί των Τούρκων ξεπέρασαν τις 35.000, αριθμός μάλλον υπερβολικός, ενώ των Ελλήνων και των συμμάχων τους έφτασαν τους 2.000 περίπου.
Ωστόσο η ακρίβεια των πληροφοριών ελέγχεται με αφορμή ένα σοβαρό λάθος που αναφέρει. Την περίοδο της πολιορκίας δεν υπήρχε πατριάρχης στον Οικουμενικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Μερικές μέρες αργότερα ο Τούρκοι, αφού πρώτα κατέλαβαν την νήσο Πρίγκηπο και κατέστρεψαν ότι έμψυχο και άψυχο βρήκαν, επετέθησαν κατά του θαλασσίου τείχους, γνωρίζοντας ότι οι αμυνόμενοι, λόγω του μικρού αριθμού τους, αδυνατούσαν να καλύψουν το σύνολο του αμυντικού περιβόλου. Και εκεί όμως οι Τούρκοι αποκρούστηκαν με σοβαρές απώλειες.
Πηγή: history-point.gr