Το 312 μ.Χ. η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συγκλονιζόταν από την σύγκρουση του Κωνσταντίνου (κατοπινού Μεγάλου) με τον Μαξέντιο. Ο Κωνσταντίνος αν και διέθετε μικρότερες του αντιπάλου του δυνάμεις είχε αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων και είχε εισβάλει στην Ιταλία. Ο Κωνσταντίνος πήρε το Μιλάνο αλλά αδυνατούσε να κινηθεί προς τη Ρώμη καθώς στη Βερόνα στάθμευε μεγάλη αντίπαλη δύναμη υπό τον καλύτερο στρατηγό του Μαξεντίου τον Ρουρίκιο Πομπιανό.
Ο τελευταίος προσπάθησε αρχικά να καθυστερήσει τον Κωνσταντίνο με το ιππικό του αλλά απέτυχε και υποχώρησε στη Βερόνα. Η πόλη ήταν κτισμένη σε τέτοιο σημείο που ο ποταμός Αδίγης την δύο πλευρές και επέτρεπε τον εφοδιασμό της από τα ανατολικά. Ο Κωνσταντίνος πέρασε πάντως τον ποταμό και στρατοπέδευσε στην ανατολική πλευρά της πόλης με σκοπό να την αποκόψει και να την πολιορκήσει.
Ο Πομπιανός επιχείρησε έξοδο αλλά ηττήθηκε. Κατόπιν αυτού ο στρατηγός έφυγε κρυφά από την πόλη αλλά σύντομα επέστρεψε επικεφαλής ενός μεγάλου στρατού. Με τον τρόπο αυτό ήταν ο Κωνσταντίνος που βρέθηκε μεταξύ δύο πυρών, ουσιαστικά πολιορκημένος, έχοντας από τη μια την εχθρική Βερόνα κι από την άλλη την πολυάριθμη στρατιά του Πομπιανού.
Στο σημείο αυτό ο Κωνσταντίνος έδειξε την αξία του ως στρατιωτικός ηγέτης. Αντί να πτοηθεί από την απελπιστική κατάσταση στην οποία βρέθηκε αντίθετα αποφάσισε να επιτεθεί! Άφησε ένα μικρό τμήμα των δυνάμεών του απέναντι από τα τείχη της Βερόνα και με τους υπόλοιπους άνδρες κινήθηκε προς συνάντηση του εχθρού. Για να αντιμετωπίσει την αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου του ο Κωνσταντίνος υποχρεώθηκε να διαθέσει στην πρώτη γραμμή το σύνολο των δυνάμεων του μένοντας, ουσιαστικά, χωρίς καμία εφεδρεία. Μόνο με τον τρόπο αυτό το μπόρεσε το μέτωπο του να καλύψει διάστημα ίσο με το μέτωπο του αντιπάλου του.
Ήταν απόγευμα όταν ξεκίνησε η μάχη η οποία συνεχίστηκε και όταν έπεσε η νύκτα. Το σκοτάδι βοήθησε τον Κωνσταντίνο καθώς σύντομα επικράτησε χάος και ο Πομπιανός δεν μπορούσε να εκμεταλλευτεί την αριθμητική υπεροχή του. Η μάχη όμως κερδήθηκε προσωπικά από τον Κωνσταντίνο. Ως άλλος Αλέξανδρος όρμησε έφιππος κατά των εχθρών με το σπαθί στο χέρι ακολουθούμενος από τους ενθουσιασμένους από το παράδειγμά του άνδρες του.
Σπαθιά και κοντάρια χτυπούσαν γύρω του, βέλη και ακόντια σφύριζαν πάνω από το κεφάλι του αλλά τίποτε δεν τον έβλαψε. Αντίθετα με τα μάτια κόκκινα από τη αϋπνία και την κόπωση ο ίδιος έκοβε με το σπαθί. Ήταν μια νύκτα τρόμου. Η άγρια σφαγή συνεχίστηκε ως το πρωί. Όταν οι πρώτες ακτίνες τοτ ήλιου ρόδισαν τη μέρα φάνηκε η εικόνα της καταστροφής.Από τον στρατό του Πομπιανού τίποτα δεν είχε απομείνει. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ήταν μέσα στα αίματα μαζί με τους άνδρες του, αλλά ήταν νικητής.
Ο ίδιος ο γενναίος Πομπιανός είχε σκοτωθεί στη μάχη. Χωρίς να ξεκουραστεί καθόλου ο ίδιος και οι άνδρες του, ο Κωνσταντίνος στράφηκε αμέσως και πάλι προς τη Βερόνα. Όταν οι αμυνόμενοι είδαν ενώπιόν τους τον νικητή στρατηγό και τους άνδρες του απλώς παραδόθηκαν. Η νίκη ήταν μεγάλη και σημαντική. Ο δρόμος προς τη Ρώμη και την συνάντηση με τη μοίρα, ήταν πλέον ανοικτός για τον Κωνσταντίνο. Ο θηλυπρεπής, σύμφωνα με το Epitome de Caesaribus, Μαξέντιος έμαθε με τρόμο τα νέα αλλά αποφάσισε να παραμείνει και να περιμένει στη Ρώμη. Σύντομα θα αντιμετώπιζε τον Κωνσταντίνο στη Μιλβία γέφυρα…
Πηγή: history-point.gr