Η βυζαντινή ιστορία είναι μεγάλη και ανεξάντλητη. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να συμβαίνει κάτι διαφορετικό αφού από τη μεταφορά της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους στην Κωνσταντινούπολη ως την άλωση της Πόλης από τους Τούρκους μεσολάβησαν περισσότερα από 1.100 χρόνια. Λογικά υπάρχουν σημαντικές στιγμές της μακραίωνης αυτής ιστορίας που είναι άγνωστες στο ευρύ κοινό. Μία από αυτές, που έχει ξεχωριστή σημασία είναι η μάχη στο Καπετρόν (1048-1049). Πρόκειται για την πρώτη σύγκρουση Βυζαντινών και Σελτζούκων Τούρκων και μία από τις 4 μεγάλες μάχες Βυζαντινών και Σελτζούκων.
Πριν τη μάχη στο Καπετρόν
Στις 7 Ιουνίου 2020 γράψαμε στο protothema.gr ένα άρθρο για τον Γεώργιο Μανιάκη, έναν σπουδαίο Βυζαντινό στρατηγό που σκοτώθηκε το 1043 σε σύγκρουση με τα στρατεύματα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Μονομάχου. Κατά την άποψή μας, αν ο Μανιάκης δεν είχε σκοτωθεί τότε, σε σχετικά νεαρή ηλικία μάλιστα, το μέλλον της βυζαντινής αυτοκρατορίας με αυτόν στον θρόνο θα ήταν διαφορετικό.
Βέβαια με το ‘αν’ δεν γράφεται η ιστορία. Όπως θα δούμε όμως σήμερα μόλις έξι χρόνια μετά τον θάνατο του Μανιάκη το 1049, έγινε η πρώτη μεγάλη σύγκρουση μεταξύ Βυζαντινών και Σελτζούκων Τούρκων στο Καπετρόν. Η μάχη έληξε ουσιαστικά χωρίς νικητή και με την προσωρινή Συνθήκη ειρήνης που ακολούθησε αναγνωρίστηκαν δικαιώματα στους Σελτζούκους, δείγμα της κοντόφθαλμης πολιτικής του Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου. Λίγα χρόνια αργότερα το 1071 ,η ήττα του Ρωμανού Διογένη στο Μαντζικέρτ από τους Σελτζούκους σήμανε ουσιαστικά την αρχή του τέλους για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Το 1045-1046 ο πατρίκιος και στρατηγός Στέφανος Λειχούδης, τον οποίο ο Κωνσταντίνος Θ’ είχε διορίσει διοικητή της επαρχίας Βασπρακανίας (Βασπουρακάν) στην Αρμενία αιφνιδιάστηκε και πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Σελτζούκους και τους Τουρκομάνους του φύλαρχου Κουτλουμούς χάνοντας όλες σχεδόν τις δυνάμεις του και καταλήγοντας ο ίδιος στο σκλαβοπάζαρο της Ταμπρίζ.
Όταν ο Κουτλουμούς ενημέρωσε για τη μεγάλη του νίκη τον θείο του Τογρούλ Μπέη, μεγάλο φύλαρχο των Σελτζούκων και πρώτο τους σουλτάνο, από το 1055, τον παρότρυνε να καταλάβει την περιοχή της Βασπρακανίας μίας από τις ανατολικές επαρχίες του Βυζαντίου, καθώς αυτή όχι μόνο ήταν εύφορη αλλά την υπεράσπιζαν γυναίκες! Επρόκειτο για ένα άκρως εξευτελιστικό σχόλιο για τους άνδρες του Στέφανου Λειχούδη. Ο Τογρούλ Μπέης πάντως δεν έδωσε συνέχεια στις επιχειρήσεις στην περιοχή.
Ο Κωνσταντίνος Θ’ συνειδητοποίησε έστω και με καθυστέρηση τη μεγάλη τουρκική απειλή και έδωσε εντολές για τη στρατολόγηση των υπηκόων του της Ιβηρίας/Γεωργίας (στο θέμα Ιβηρίας) για να ενισχυθούν οι Αρμένιοι σύμμαχοι της αυτοκρατορίας στους αγώνες τους κατά των σελτζουκικών και τουρκομανικών επιδρομών.
Το 1048 ο Τογρούλ που είχε εμπλακεί σε ενδομουσουλμανικές έριδες αποφάσισε να πραγματοποιήσει την εισβολή στη Βασπρακανία στέλνοντας εκεί με στρατό τον ανιψιό του Ασάν (Αρσλάν) σε μια μεγάλη εκστρατεία που ξεκίνησε από το Ταμπρίζ.
Ο Κωνσταντίνος Μονομάχος περιμένοντας αυτές τις εξελίξεις ,έστειλε στην περιοχή τον στρατηγό του Βασπουρακάν και κυβερνήτη της πόλης του Ανί, παλιάς αρμενικής πρωτεύουσας που περιήλθε στο Βυζάντιο το 1045, Ααρών Ραδομηρό (Ραντομίρ) γιο του τελευταίου Βούλγαρου τσάρου Ιβάν Βλαδισλάβ που είχε δεχθεί τη βυζαντινή κυριαρχία το 1018. Ο Ραντομίρ εξασφάλισε τη βοήθεια ενός σπουδαίου και φημισμένου πολέμαρχου της εποχής του δούκα και στρατηγού Aνί και Ιβηρίας Κατακαλών Κεκαυμένου με την αποφασιστική βοήθεια του οποίου παρέσυρε σε ενέδρα τον πολυάριθμο στρατό (τον αποτελούσαν 20.000 άνδρες) του εμίρη Αρσλάν, οποίος σκοτώθηκε στη μάχη που ακολούθησε.
Οι βυζαντινές πηγές χαρακτηρίζουν τον εμίρη «κωφό» αφού δεν αντιλήφθηκε ότι σκόπιμα οι Βυζαντινοί τον άφησαν να λεηλατήσει το στρατόπεδό τους προετοιμάζοντας με πολεμικό τέχνασμα τον αιφνιδιασμό στον οποίο ο εμίρης έπεσε.
Όταν έμαθε τα νέα για τον θάνατο του Αρσλάν και την πανωλεθρία του στρατού του, ο Τογρούλ Μπέης εξοργίστηκε. Έστειλε τον ετεροθαλή αδελφό του Ιμπραχήμ (Γ)ινάλ (τον Αβράμιο Αλείμ των βυζαντινών συγγραφέων) με 100.000 πολεμιστές εναντίον της Βασπρακανίας. Πρωταρχικός του σκοπός ήταν να επιτεθεί στο στρατόπεδο των Ραντομίρ και Κεκαυμένου στην κοιλάδα του Ουρτρού όπου οι δύο βυζαντινοί στρατηγοί ανέμεναν τις ενισχύσεις που είχε υποσχεθεί να τους στείλει ο Κωνσταντίνος Θ’.
Η μάχη στο Καπετρόν (1049)
Στην κοιλάδα του Ουρτρού είχαν αποσυρθεί τα βυζαντινά στρατεύματα με πρωτοβουλία του Ααρών Ραντομίρ. Αντίθετα ο Κεκαυμένος είχε προτείνει άμεση σύγκρουση με τους Σελτζούκους υπολογίζοντας ,σωστά κατά την άποψή μας, ότι οι βυζαντινές δυνάμεις μετά τον θρίαμβό τους επί του Αρσλάν θα είχαν υψηλό ηθικό.
Στο μεταξύ ο Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος είχε έρθει σε συνεννόηση με τον αρμενικής (κατ’ άλλους αβαζγικής ή και ιβηρικής/γεωργιανής καταγωγής) βυζαντινό τοπάρχη της Ιβηρίας και της Μεσχίας Λεπαρίτη Δ’ ο οποίος θα συναντούσε τους Ραντομίρ και Κεκαυμένο για να αντιμετωπίσουν από κοινού τους Σελτζούκους.
Στα τέλη του 1048 οι πολυάριθμες δυνάμεις του Ιμπραήμ Ινάλ εμφανίστηκαν κοντά στο βυζαντινό στρατόπεδο του Ουρτρού. Οι Ααρών και Κεκαυμένος περίμεναν τον Λιπαρίτη έχοντας λάβει ρητές εντολές να μην ξεκινήσουν τη μάχη χωρίς αυτόν. Ο Κεκαυμένος που επιθυμούσε άμεση σύγκρουση και ο μετριοπαθέστερος Ααρών αντιπαρατέθηκαν έντονα. Αποφασίστηκε τελικά οι βυζαντινές δυνάμεις να αποσυρθούν στις γύρω ορεινές τοποθεσίες της κοιλάδας Ουρτρού δίνοντας εντολή στους άμαχους χριστιανικούς πληθυσμούς της περιοχής να μεταβούν για ασφάλεια στις οχυρωμένες πόλεις και κωμοπόλεις που βρίσκονταν κοντά.
Τότε (1048-1049) ο Ιμπραχίμ Ινάλ εγκατέλειψε προσωρινά τις επιχειρήσεις του στη Βασπρακανία κατά του βυζαντινού στρατού και στράφηκε κατά της εμπορικής αρμενικής κωμόπολης Αρτζέ την οποία και λεηλάτησε. Το Αρτζέ βρισκόταν βόρεια της Θεοδοσιούπολης στην οποία κατέφυγαν οι κάτοικοί του μετά τη λεηλασία της κωμόπολής τους. Η Θεοδοσιούπολη ήταν η τελευταία σημαντική πόλη της βυζαντινοσελτζουκικής μεθορίου.
Τα σελτζουκικά στρατεύματα, λεηλάτησαν και τη Θεοδοσιούπολη (1049), αφού πρώτα σφαγίασαν, βασάνισαν ή αιχμαλώτισαν τους Χριστιανούς κατοίκους της (140.000 κατά τους Ιωάννη Σκυλίτζη και Γεώργιο Κεδρηνό, 150.000 κατά τον Ματθαίο της Έδεσσας της Συρίας). Ο αείμνηστος βυζαντινολόγος Σπυρίδων Βρυώνης, γράφει ότι η καταστροφή της Θεοδοσιούπολης την οποία οι Μουσουλμάνοι μετονόμασαν σε Ερζερούμ (ή Ερζουρούμ), σηματοδοτεί την απαρχή λεηλασιών πολλών από τα σημαντικά αστικά κέντρα της Βυζαντινής Ανατολίας.
Στα μέσα του 1049, ο Λιπαρίτης εμφανίστηκε στην περιοχή των συγκρούσεων, με μεγάλη καθυστέρηση. Ο Ααρών και ο Κεκαυμένος, βγήκαν απ’ τα ορεινά μέρη που είχαν καταφύγει και έστησαν το στρατόπεδό τους στους πρόποδες του Καπετρού Λόφου (Kaputru). Που βρισκόταν όμως τον Καπετρόν; Το Καπετρόν, βρισκόταν στην αρχαία επαρχία της Φασιανής (Πασίν), νοτιοανατολικά της Θεοδοσιούπολης. Σήμερα, λέγεται Πασινλέρ (Pasinler). Παλαιότερα λεγόταν Χασάν Καλέ. Βρίσκεται στη βορειοανατολική Τουρκία, όπως βλέπετε στον χάρτη που παραθέτουμε, κοντά στο Ερζερούμ, την αρχαία Θεοδοσιούπολη.
Εντυπωσιακό είναι το στοιχείο, ότι στο διαδίκτυο υπάρχουν ελάχιστες αναφορές σε ελληνικά σάιτ για τη μάχη στο Καπετρόν. Αντίθετα, εκτενείς αναφορές υπάρχουν στη WIKIPEDIA και σε άλλες ξένες πηγές… Ο Κεκαυμένος, είχε να αντιμετωπίσει στο Καπετρόν την επιφυλακτικότητα του Λιπαρίτη, στην πρότασή του για άμεση επίθεση εναντίον των δυνάμεων του Ιμπραχίμ Ινάλ.
Ο Λιπαρίτης ήταν προληπτικός και δεν ήθελε να πολεμήσει Σάββατο που ήταν γι’ αυτόν αποφράδα μέρα! Ήταν Παρασκευή 18 προς Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 1049.
Η αναβλητικότητα και η κωλυσιεργία των Βυζαντινών έδωσαν την ευκαιρία στον Ιμπραχίμ Ινάλ να επιτεθεί πρώτος, αργά το βράδυ της Παρασκευής 18 Σεπτεμβρίου. Η μάχη συνεχίστηκε με σφοδρότητα και την επόμενη ημέρα, Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 1049. Οι δυνάμεις του, εξαιρετικού στρατηγού Κατακαλών Κεκαυμένου και του Ααρών Ραντομίρ έτρεψαν σε φυγή τους Σελτζούκους και τους Τουρκομάνους, σκοτώνοντας μάλιστα έναν από τους αρχηγούς τους, τον εμίρη Αρσλάν, που είχε την ίδια τύχη με τον συνονόματό του που σκοτώθηκε ένα χρόνο νωρίτερα.
Δυστυχώς όμως, οι Βυζαντινοί δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν τη νίκη τους, καθώς σε άλλο μέρος του μετώπου, ο Λιπαρίτης έπεσε από το πληγωμένο άλογό του και αιχμαλωτίστηκε από τους σωματοφύλακες του Ιμπραχίμ Ινάλ, που υποχωρούσαν εκείνη την ώρα. Τελικά, κατέληξε στα σκλαβοπάζαρα του Χοραζάν.
Ο Αριστακές ο Λαστιβερτινός, παραθέτει και μία άλλη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία η υποχώρηση του Ααρών Ραντομίρ σε κρίσιμο σημείο της μάχης, έδωσε στους Σελτζούκους τη δυνατότητα να οργανωθούν και να αντεπιτεθούν.
Η μάχη στο Καπετρόν ολοκληρώθηκε χωρίς «ξεκάθαρο» νικητή. Ο Ιμπραχίμ Ινάλ, έμεινε απόλυτα ικανοποιημένος από τη σύλληψη και αιχμαλωσία του Λιπαρίτη τον οποίο αρχικά μετέφερε στο Ραγές. Με την αποχώρηση των Σελτζούκων και των Τουρκομάνων από το πεδίο της μάχης, οι Ααρών και Κεκαυμένος, πήραν αυτοκρατορικές εντολές να διαχειμάσουν στις περιοχές της Βασπρακανίας. Ο μεν Ααρών θα παρέμενε στη βασπρακανική πρωτεύουσα, την πόλη Βαν, ενώ ο Κεκαυμένος στα τέλη του 1049 επέστρεψε στο Ανί.
Η προσωρινή Συνθήκη του 1049-1050
Ακολούθησαν διπλωματικές ενέργειες. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ έστειλε στον Τογρούλ Μπέη τον «υπογραμματέα» του Γεώργιο Δρόσο ως πρέσβη, με μεγάλο ποσό ως λύτρα για την εξαγορά του Λιπαρίτη. Ο Τογρούλ, που είχε ενώσει τις δυνάμεις του με εκείνες του Ιμπραχίμ Ινάλ, συμφώνησε να απελευθερώσει τον Λιπαρίτη, μετά την υπόσχεση του τελευταίου, όπως μαρτυρούν οι Ιωάννης Σκυλίτζης και Γεώργιος Κεδρηνός, «μηδέποτε όπλα θελήσαι το από τούδε κινήσαι κατά των Τούρκων» (1049-1050).
Όταν ο απεσταλμένος του Τογρούλ Μπέη, ο Σελτζούκος αξιωματούχος Σαρίφ Νάσιρ αλ-Ντιν-ιμπν Ισμαήλ (ο «Σέριφος» των Βυζαντινών), απαίτησε την καταβολή ετήσιου φόρου, ο Κωνσταντίνος Θ’ διέκοψε τις συνομιλίες αρνούμενος την αξίωση του Τογρούλ. Ωστόσο, έκανε μια ακόμα παραχώρηση στον Σελτζούκο ηγέτη: στο εξής, το όνομά του θα αντικαθιστούσε εκείνου του σιίτη χαλίφη του Καΐρου (της δυναστείας των Φατιμιδών) κατά την καθημερινή προσευχή των μουσουλμάνων στο τζαμί της Κωνσταντινούπολης. Γράφει ο σημαντικός Τούρκος ιστορικός Ibrahim Kafesoglu, στο έργο του «History of the Seljuks» (1988):
«Κατά τη συμφωνία ο αυτοκράτορας θα επισκεύαζε το τέμενος στην Κωνσταντινούπολη, που είχε πέσει σε ερείπια. Θα φρόντιζε να κρεμαστούν λάμπες μέσα του και θα επέτρεπε στον ιμάμη που στελνόταν από τον χαλίφη να πραγματοποιεί την προσευχή πέντε φορές την ημέρα».
Επρόκειτο για ένα τεράστιο λάθος του Κωνσταντίνου Θ’, καθώς ουσιαστικά αναγνώριζε τη «διαδοχή» και την πρωτοκαθεδρία των Σελτζούκων στον μουσουλμανικό κόσμο.
Δυστυχώς, από τα μέσα του 11ου αιώνα οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν τη δυναμική των Σελτζούκων. Όπως γράφει πολύ εύστοχα ο Αλέξης Γ.Κ. Σαββίδης, το ορμητικό σουνιτικό Ισλάμ, που εξέφραζαν οι Σελτζούκοι, έπρεπε να αντιμετωπιστεί με συμμαχία με τους σιίτες Φατιμίδες της Αιγύπτου, τους οποίους οι Σελτζούκοι θεωρούσαν απ’ την αρχή ως βασικούς τους αντιπάλους στην εξάπλωσή τους στην Εγγύς και τη Μέση Ανατολή.
Πραγματικά, το 1055 ο Τογρούλ Μπέης, έγινε κύριος της Βαγδάτης, παίρνοντας από τον Αβασίδη χαλίφη της αλ-Καΐμ, τον τίτλο του «σουλτάν». Έτσι, ο Τογρούλ Μπέης έγινε ο πρώτος Τούρκος σουλτάνος στην ιστορία.
Όπως αναφέραμε στην αρχή του άρθρου, η μάχη στο Καπετρόν ήταν μία από τις 4 μεγάλες βυζαντινοσελτζουκικές μάχες. Ακολούθησαν οι καταστροφικές για το Βυζάντιο μάχες στο Μαντζικέρτ (1071) και το Μυριοκέφαλο (1176) και η, επίσης άγνωστη μάχη στην Αντιόχεια του Μαιάνδρου (1211), όπου οι Βυζαντινοί θριάμβευσαν επί των Σελτζούκων. Με τη μάχη αυτή θα ασχοληθούμε σε μελλοντικό μας άρθρο.
Πηγή για το σημερινό μας άρθρο, ήταν το βιβλίο των Αλέξιου Γ.Κ. Σαββίδη και Νικόλαου Γ. Νικολούδη, «Ο ΥΣΤΕΡΟΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ (11ος-16ος αι.)», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΡΟΔΟΤΟΣ 2007. Το Κεφάλαιο για τη μάχη στο Καπετρόν, έχει γράψει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, κορυφαίος Βυζαντινολόγος Αλέξιος Γ.Κ. Σαββίδης, τον οποίο ευχαριστούμε θερμά για τη βοήθειά του. Αξίζει να σημειώσουμε, ότι πηγές του κύριου Σαββίδη είναι οι: Ι. Σκυλίτζης, Γ. Κεδρηνός, Μ. Ατταλειάτης, Ι. Ζωναράς, Ματθαίος της Έδεσσας, Αριστακές ο Λαστιβερτινός και ο μουσουλμάνος χρονικογράφος Ιμπν αλ-Αθίρ.
Πηγή: Πρώτο Θέμα, defence-point.gr