Οι Έλληνες της μυκηναϊκής εποχής είχαν οργανώσει την τελειότερη στρατιωτική μηχανή στον τότε γνωστό κόσμο. Ο Μυκηναϊκός Στρατός απαρτιζόταν από τα όπλα του πεζικού και του ιππικού. Το δεύτερο περιελάμβανε στις τάξεις του άρματα μάχης και αργότερα και ιππείς, με τη κλασική έννοια του όρου. Το πεζικό διακρινόταν σε ελαφρύ και βαρύ. Στο βαρύ πεζικό θα πρέπει να ενταχθούν και τα τμήματα τοξοτών, τα οποία δεν πολεμούσαν σε διάταξη ακροβολισμού, αλλά σε πυκνή τάξη, εξαπολύοντας «ομοβροντίες» βελών.
Όλοι οι πολίτες ελάμβαναν στρατιωτική εκπαίδευση και ήταν υπόχρεοι παροχής στρατιωτικής υπηρεσίας. Κάθε ηγεμόνας διέθετε έναν πυρήνα μονίμων «επαγγελματιών» στρατιωτών, κυρίως «αρματιστών», οι οποίοι αποτελούσαν τον σκληρό πυρήνα του στρατού. Τον πυρήνα αυτό πλαισίωναν μονάδες επιστράτων. Η ύπαρξη μόνιμου τακτικού στρατού σε εκείνους του τόσο πρώιμους χρόνους, προκαλεί ασφαλώς κατάπληξη. Καταπληκτικότερο όμως αυτού είναι το γεγονός ότι και οι επιστρατευόμενες μονάδες ήταν οργανωμένες σε τακτικά συγκροτήματα, με ορισμένους ηγέτες και συγκεκριμένη αποστολή.
Επικεφαλής κάθε τοπικής στρατιωτικής δύναμης ήταν ο τοπικός βασιλιάς-διοικητής. Δεύτερος στην ιεραρχία ήταν ο «Λαφαγέτας», ο αρχιστράτηγος, ο ηγέτης του λαού, του στρατού. Ακολουθούσαν οι Επέτες, οι πρόμαχοι, οι καλύτεροι πολεμιστές του στρατού. Αυτοί στην πρωτομυκηναϊκή περίοδο φαίνεται ότι πολεμούσαν κυρίως έφιπποι, επί αρμάτων. Αργότερα πολεμούσαν και πεζοί. Ακολουθούσαν οι βαριά οπλισμένοι πεζοί, οι δορυφόροι, οι οποίοι συγκροτούσαν την πρώιμη φάλαγγα (φάλαγγα ονομάζεται κάθε βαθύς σχηματισμός). Οι πλέον φτωχοί πολεμούσαν ως ψιλοί.
Ο Μυκηναϊκός Στρατός σχημάτιζε τριπλή γραμμή μάχης. Αναλόγως του εδάφους, της ισχύος και της συνθέσεως του αντιπάλου στρατού, και των αναλόγων φίλιων στοιχείων, ο στρατός τάσσονταν με τα άρματα, το ελαφρύ και το βαρύ πεζικό, σε ξεχωριστές γραμμές. Ωστόσο και τα τρία διαφορετικά «όπλα» του στρατού, συνεργάζονταν αρμονικά μεταξύ τους και συνδύαζαν τη δράση τους.
Κύρια όργανα κρίσης του αγώνα δεν ήταν τα άρματα ή το βαρύ πεζικό. Η αποστολή που το κάθε τμήμα θα αναλάμβανε να φέρει σε πέρας εξαρτάτο αποκλειστικά από τις επικρατούσες στο πεδίο της μάχης συνθήκες και μόνο. Στις πινακίδες Γραμμικής Β’ της Πύλου, αναφέρονται και άλλες στρατιωτικές μονάδες (ο-κα), οι οποίες όμως δεν γνωρίζουμε τι αντιπροσώπευαν. Κάθε υπομονάδα είχε έναν επικεφαλής, υπαξιωματικό θα λέγαμε σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα. Έχοντας ως οργανωτική βάση τη δεκαρχία, θα μπορούσαμε παρακινδυνευμένα να υποθέσουμε, ότι η κάθε δεκαρχία θα αποτελούσε έναν στοίχο της φάλαγγας ή πιο απλά ότι η μυκηναϊκή φάλαγγα του βαρέως πεζικού τασσόταν σε βάθος 10 ζυγών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και στους κλασικούς και στους αλεξανδρινούς χρόνους, ο στοίχος της φάλαγγας αποτελούσε την μικρότερη της τακτική υπομονάδα.
Οι Μυκηναίοι, όπως και οι Κυκλαδίτες ή οι Μινωίτες δορυφόροι, αρχικά τουλάχιστον, δεν είχαν τη δυνατότητα χρήσης της τακτικής του ωθισμού. Η αδυναμία τους αυτή προέρχονταν από τον τύπο ασπίδας που χρησιμοποιούσαν, την ποδήρη. Η ασπίδα αυτή αναρτάτο, με τη βοήθεια δερμάτινου ιμάντα, από τον ώμο του πολεμιστή. Δεν διέθετε λαβή, παρόμοια με τον πόρπακα της αργολικής ασπίδας, του «όπλου», ώστε να είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί και επιθετικά, ως όπλο διάσπασης του εχθρικού τείχους ασπίδων.
Η ποδήρης ασπίδα περιόριζε τους δορυφόρους. Χάρη όμως στον ιμάντα ανάρτησής της, η ποδήρης ασπίδα επέτρεπε στον πολεμιστή να χειρίζεται το μακρύ του δόρυ (έγχος μήκους 3-3,5 μ.) και με τα δύο του χέρια, προσδίδοντας ισχύ και ακρίβεια στο πλήγμα του. Απέναντι στην πρώιμη αυτή «μακεδονική φάλαγγα» κανείς ελαφρύτερος σχηματισμός δεν είχε ελπίδες επικράτησης. Οι μεγάλες ασπίδες καθιστούσαν τους δορυφόρους άτρωτους, σχεδόν, από τα εχθρικά βλήματα, ενώ κανένα μη αναλόγως οπλισμένο τμήμα δεν μπορούσε να πλησιάσει το δάσος λογχών της πρωτομυκηναϊκής φάλαγγας, χωρίς να υποστεί συντριπτικές απώλειες. Τα βαριά και ισχυρά μακρά δόρατα έφεραν ορυχάλκινη αιχμή μήκους ως και 60 εκατοστών.
Η διατρητική του ικανότητα ήταν τέτοια ώστε να του εξασφαλίζει τη διάτρηση δερμάτινων ασπίδων αμορριτικού τύπου, οι οποίες ήταν κυρίως σε χρήση στους ανατολικούς στρατούς. Οι ασπίδες των ανδρών συνάπτονταν, σχηματίζοντας ένα πραγματικό κινούμενο τείχος. Σε πολύ πυκνό σχηματισμό (διάστημα ανά άνδρα της τάξης των 60 περίπου εκατοστών) οι άνδρες των δύο πρώτων ζυγών της φάλαγγας είχαν τη δυνατότητα να προτάξουν τα δόρατα τους κατευθείαν εμπρός. Οι άνδρες των υπολοίπων ζυγών κρατούσαν τα δόρατα τους υπό γωνία. Στα κενά διαστήματα μεταξύ δύο ανδρών εισχωρούσε ένας τοξότης, ο οποίος έβαλε καλυμμένος από τις ασπίδες των δορυφόρων (Βλ. φωτό).
Όλα άλλαξαν με την, άγνωστο πότε ακριβώς, υιοθέτηση από του Μυκηναίους φαλαγγίτες, της οκτήσχημης ασπίδας. Το όπλο αυτό ήταν επίσης πρωτοποριακής σύλληψης για την εποχή του και προσέδωσε ακόμα μεγαλύτερη ισχύ στους άνδρες που το χρησιμοποιούσαν. Η οκτώσχημη ασπίδα είχε το ίδιο σχεδόν μέγεθος με την πυργόσχημη ποδήρη ασπίδα ήταν όμως κοίλη. Ήταν επίσης κατασκευασμένη από στρώσεις δερμάτων επί πλεγμένου με ξύλο λυγαριάς σκελετού. Διέθετε όμως λαβή και σχήμα, με κεντρική ισχυρή ξύλινη νεύρωση, που της επέτρεπε να ωθήσει τον αντίπαλο πολεμιστή και να ανοίξει πέρασμα στο εχθρικό τείχος ασπίδων. Ήταν η πρώτη ασπίδα παγκοσμίως που όχι μόνο επέτρεπε στον μαχητή να τη χρησιμοποιήσει σε τακτικές ωθισμού, αλλά μάλλον του το επέβαλε.
Το πρόβλημα όμως ήταν ότι και πάλι μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τους άνδρες του πρώτου ζυγού της φάλαγγας, ως επιθετικό όπλο. Η οκτώσχημη ασπίδα, για κάποιους λόγους άγνωστους σε εμάς, έφτασε να θεωρείτε ακόμα και λατρευτικό σύμβολο. Ίσως η λατρεία αυτή των Μυκηναίων να πήγαζε από τη χρησιμότητα της ως όπλου και από τις νίκες που τυχόν τους είχε χαρίσει. Πέρα από τη χρήση της οκτώσχημης ασπίδας πάντως η τακτική μάχης της μυκηναϊκής φάλαγγας δεν μεταβλήθηκε καταλυτικά, σε σχέση με τα όσα προηγουμένως ίσχυαν.
Ένα άλλο ερώτημα που γεννάτε είναι το γιατί οι Μυκηναίοι δορυφόροι έφτασαν να χρησιμοποιούν τόσο μακρά δόρατα ,τη στιγμή που κανένα αντίπαλό τους έθνος δεν χρησιμοποιούσε παρόμοια όπλα. Η υιοθέτηση των μακρών δοράτων έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει με τον ρόλο των αρμάτων στο πεδίο μάχης της εποχής. Οι Χετταίοι, οι Μινωίτες, οι Μυκηναίοι και σε μικρότερο βαθμό οι Σουμέριοι, παλαιότερα, ήταν οι μόνοι που χρησιμοποίησαν τα άρματα τους ως όργανα κρούσης και κρίσης του αγώνα. Η επέλαση των αρμάτων ήταν ένα τρομακτικό θέαμα και σπάνια υπήρχαν πεζοί αρκετά ψύχραιμοι και αναλόγως οπλισμένοι ώστε να ανταπεξέλθουν σε αυτήν. Συνήθως το πεζικό έχανε την ψυχραιμία του και «έσπαγε» τους ζυγούς του λίγο πριν την επαφή. Συνέπεια τούτου ήταν να κατακόπτονται οι πεζοί, κυριολεκτικά ως στάχια, από τα αντίπαλα άρματα.
Έπρεπε να εξοπλιστεί το πεζικό με ένα όπλο που θα επέτρεπε στον πεζό να διατηρεί την ψυχραιμία του, απέναντι στα εχθρικά άρματα, ένα όπλο στο οποίο ο πεζός θα μπορούσε να εναποθέσει τις ελπίδες επιβίωσης του. Ο πόλεμος άλλωστε από τότε ήταν και παραμένει πρωτίστως ένα ψυχολογικό «παιγνίδι». Χάρη στο μακρύ έγχος λοιπόν, ο Μυκηναίος πεζός είχε και την πρακτική αλλά και την ψυχολογική ικανότητα να αντισταθεί στην επέλαση των εχθρικών αρμάτων κρούσης. Με καλυμμένα τα πλευρά της η μυκηναϊκή φάλαγγα ήταν σχεδόν αδύνατο να διασπαστεί ακόμα και από τέτοια επέλαση.
Εξάλλου οι ίπποι των εχθρικών αρμάτων ήταν βέβαιο ότι θα αρνούνταν κατηγορηματικά – χάρη στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης- να επελάσουν κατά του δάσους λογχών που παρουσίαζε η φάλαγγα. Κατά πάσα πιθανότητα λοιπόν το μακρύ έγχος υιοθετήθηκε ως αντίδοτο απέναντι στην πληγή των εχθρικών αρμάτων κρούσης. Παράλληλα όμως προσέδιδε στον Μινωίτη και στον Μυκηναίο πεζό ένα εξίσου σημαντικό πλεονέκτημα στον αγώνα του κατά του εχθρικού πεζικού, τα αγχέμαχα όπλα του οποίου ήταν σαφώς μικρότερου μήκους. Ακόμα και η επίλεκτη βασιλική φρουρά του Χετταίου αυτοκράτορα δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει, επί ίσοις όροις, ένα κοινό τμήμα Μυκηναίων φαλαγγιτών. Ακόμα χειρότερα ήταν τα πράγματα για τους λοιπούς αντιπάλους των Μυκηναίων σε Ευρώπη και Ασία.
Πηγή: history-point.gr