Ο Ξέρξης, μετά τη «μεγαλειώδη» νίκη του στις Θερμοπύλες, συγκέντρωσε το στρατό του και κινήθηκε νότια. Στόχος του ήταν η κατάκτηση της Αθήνας, σε πρώτη φάση και της Πελοποννήσου κατόπιν. Η Αθήνα ήταν η δεύτερη σε ισχύ ελληνική πόλη και δικαίως ο Πέρσης βασιλιάς πίστευε ότι η υποταγή της θα εξασθενούσε κατά πολύ την κοινή ελληνική προσπάθεια. Με προτροπή του Θεμιστοκλή εκκενώθηκε και η Αθήνα. Οι άμαχοι στάλθηκαν στην Τροιζήνα, στην Αίγινα και στη Σαλαμίνα, ενώ οι στρατιώτες και τα πλοία συγκεντρώθηκαν επίσης στον Ισθμό.
Η στρατιά του Ξέρξη εισέβαλε στην Αττική και τη λεηλάτησε άγρια. Ύστερα εισέβαλε και στην πόλη των Αθηνών και με ευκολία εξουδετέρωσε τους λιγοστούς υπερασπιστές της Ακρόπολης που προτίμησαν να πεθάνουν στην πόλη τους. Κατόπιν ισοπέδωσε την πόλη και έστειλε αγγελιαφόρο στα Σούσα για να αναγγείλει το «χαρμόσυνο» γεγονός. Η πτώση της Αθήνας προκάλεσε πάντως κρίση και στο ελληνικό στρατόπεδο. Οι Πελοποννήσιοι άρχισαν να οχυρώνουν τον Ισθμό, προετοιμαζόμενοι να αντιμετωπίσουν εκεί τους εχθρούς. Ο ελληνικός στόλος, αποτελούμενος από 378 τριήρεις, εκ των οποίων οι 180 αθηναϊκές, είχε συγκεντρωθεί στη Σαλαμίνα. Ο περσικός στόλος συγκεντρώθηκε επίσης στα ανατολικά παράλια της Αττικής. Οι δύο αντίπαλοι παρέμειναν στις θέσεις τους για τρεις εβδομάδες. Ο Ξέρξης περίμενε οι Έλληνες να διασπαστούν και οι μεν Πελοποννήσιοι να αποχωρήσουν πίσω από τον Ισθμό, αφήνοντας τους Αθηναίους στην τύχη τους.
Στο ελληνικό στρατόπεδο επικρατούσε ένταση. Ο Θεμιστοκλής επέμενε να ναυμαχήσει ο ελληνικός στόλος στο στενό της Σαλαμίνας, εκεί όπου η περσική αριθμητική υπεροχή μπορούσε να εξουδετερωθεί. Οι Σπαρτιάτες και οι Κορίνθιοι όμως αντιδρούσαν, κατηγορώντας τον ότι ενδιαφερόταν απλώς για τα συμφέροντα της πόλης του. Στο θυελλώδες πολεμικό συμβούλιο που ακολούθησε υπήρξε μεγάλος εκνευρισμός και ο αρχηγός του συμμαχικού ελληνικού στόλου, ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης, σήκωσε το μπαστούνι του να χτυπήσει το Θεμιστοκλή. Εκείνος τότε του είπε το περίφημο «πάταξον μεν, άκουσον δε», σύμφωνα με τον Πλούταρχο. Τελικά, ο Θεμιστοκλής για να πείσει τους άλλους ναυάρχους για την αναγκαιότητα της διεξαγωγής της ναυμαχίας στο στενό της Σαλαμίνας έστειλε κρυφά στον Ξέρξη τον υπηρέτη του Σίκιννο, ο οποίος ενημέρωσε «εμπιστευτικά» τον Ξέρξη ότι δήθεν οι Έλληνες σκόπευαν να αποχωρήσουν από την περιοχή και θα ήταν σκόπιμο να τους επιτεθεί και να τους συντρίψει.
Οι Πέρσες έπεσαν στην παγίδα και άρχισαν να συγκεντρώνονται στα ανατολικά της Σαλαμίνας. Παράλληλα έστειλαν μια ακόμα μοίρα 200 πλοίων προς το στενό της Φανερωμένης – απέναντι από τη σημερινή Νέα Πέραμο (Μεγάλο Πεύκο) -, με σκοπό να αποκλείσουν από παντού τους Έλληνες και να τους καταστρέψουν. Την νύκτα της 27ης προς 28η Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. , η περσική αρμάδα γλίστρησε αργά στα νερά του Σαρωνικού. Οι Πέρσες αποβίβασαν άγημα στην Ψυτάλλεια και έλαβαν θέσεις μάχης με τα νώτα τους στην αττική ακτή, από τα σημερινά Παλούκια, μέχρι τον Κερατόπυργο του Κερατσινίου. Ο ελληνικός στόλος είχε επίσης λάβει θέσεις από τα Παλούκια της Σαλαμίνας μέχρι το ακρωτήριο των Αμπελακίων, με τα νώτα του στην ακτή της Σαλαμίνας. Μια μικρή κορινθιακή μοίρα αποσπάστηκε από τον υπόλοιπο στόλο με σκοπό να επιτηρεί την περσική μοίρα των 200 πλοίων που στάλθηκε να περικυκλώσει τους Έλληνες.
Ίτε παίδες Ελλήνων…
Ο ελληνικός στόλος βρισκόταν πλέον κυκλωμένος στα νερά της Σαλαμίνας. Κάθε οδός διαφυγής είχε αποκοπεί και το μόνο που απέμενε ήταν η σύγκρουση με τους εχθρούς. Οι Πέρσες ανέπτυξαν το στόλο τους με μέτωπο 300 πλοία, σε βάθος 3 –4 σειρών. Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Αισχύλο, οι Πέρσες διέθεταν 1.207 πλοία στην Σαλαμίνα. Δεξιά τάχθηκαν τα φοινικικά πλοία – οι Φοίνικες ήταν οι καλύτεροι ναυτικοί του Ξέρξη. Στα αριστερά τάχθηκαν τα ιωνικά πλοία και στο κέντρο τα υπόλοιπα. Τα 200 πλοία που στάλθηκαν στο στενό της Φανερωμένης ήταν μάλλον αιγυπτιακά. Ο ίδιος ο Ξέρξης θα παρακολουθούσε την ναυμαχία από έναν χρυσό θρόνο που έστησαν γι’ αυτόν στην πλαγιά του όρους Αιγάλεω.
Οι Έλληνες επίσης ανέπτυξαν το στόλο τους. Απέναντι στους καλύτερους ναυτικούς του Ξέρξη τάχθηκαν οι καλύτεροι ναυτικοί της Ελλάδας, οι Αθηναίοι. Στα δεξιά τάχθηκαν οι Πελοποννήσιοι και οι Αιγινήτες και στο κέντρο τα πλοία των άλλων Ελλήνων. Αρχιναύαρχος ήταν ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης. Τη διοίκηση των αθηναϊκών πλοίων είχε ο Θεμιστοκλής. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, βάσει του αριθμού των πλοίων που διέθεταν, οι Αθηναίοι είναι απίθανο να παρατάχτηκαν μόνο στο αριστερό, εφόσον διέθεταν τα μισά από τα συνολικά 378 ελληνικά πλοία. Πιθανότατα η ελληνική παράταξη να αποτελούνταν από δύο μόνο κέρατα, το αριστερό υπό τον Θεμιστοκλή και το δεξιό υπό τον Ευρυβιάδη. Άλλη πιθανότητα είναι οι Έλληνες να κράτησαν με μικρές δυνάμεις το κέντρο, συγκεντρώνοντας τον επίλεκτο αθηναϊκό στόλο στο αριστερό, εφόσον γνώριζαν ότι οι Φοίνικες ήταν η ελίτ του περσικού ναυτικού και αν αυτοί συντρίβονταν τίποτε δεν μπορούσε να τους στερήσει τη νίκη.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι Έλληνες είχαν συνεχείς επαφές με τους Ίωνες συμπατριώτες τους, οι οποίοι ακολουθούσαν με τη βία τον Ξέρξη, ήδη πριν από τη μάχη των Θερμοπυλών και τις 3 ναυμαχίες στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο. Οι Ίωνες σε πολλές περιπτώσεις βοήθησαν τους συμπατριώτες τους, μεταδίδοντας ακριβείς πληροφορίες για τον εχθρό. Είναι λοιπόν λογικό ο Θεμιστοκλής και ο Ευρυβιάδης να υποθέσουν ότι οι Ίωνες τριήραρχοι δε θα πολεμούσαν και τόσο φανατικά εναντίον τους. Το βράδυ άλλωστε, πριν από τη ναυμαχία, όπως αναφέρει ο Διόδωρος, οι Ίωνες έστειλαν κρυφά έναν Σάμιο να ενημερώσει τους Έλληνες ναυάρχους για το εχθρικό σχέδιο και τη διάταξη μάχης των Περσών. Και η πληροφορία αυτή μάλλον έχει βάση. Γι’ αυτό οι Έλληνες τάχτηκαν για μάχη με τον τρόπο που αναφέρθηκε. Αναφέρεται επίσης ότι μια τρίηρης από τη Λήμνο και μια από την Τήνο εγκατέλειψαν τον περσικό στόλο όπου είχαν ενταχθεί με τη βία και ενώθηκαν με τους άλλους Έλληνες ανεβάζοντας τον αριθμό των ελληνικών τριήρεων σε 380.
Έχοντας λάβει τις διατάξεις μάχης τους οι δύο στόλοι αντίκριζαν ο ένας τον άλλο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως οι Έλληνες έπλευσαν κατά των Περσών, αλλά αμέσως ανέκρουσαν πρύμνα και υποχώρησαν. Ήταν ένα ακόμα τέχνασμα για να παρασύρουν τον εχθρό. Σύγχυση επικρατεί σε ό,τι αφορά το πώς άρχισε η ναυμαχία. Οι μεν Αιγινήτες δηλαδή υποστήριζαν ότι πρώτοι επιτέθηκαν αυτοί κατά των εχθρών, οι δε Αθηναίοι υποστήριζαν ότι εκείνοι άνοιξαν τη μάχη. Στην πραγματικότητα ο ελληνικός στόλος κινήθηκε συντεταγμένα κατά των εχθρών. Όχι όμως πριν οι άνδρες του, ναύτες, κωπηλάτες και πεζοναύτες, ψάλλουν όλοι μαζί τον παιάνα, το περίφημο «Εμπρός παιδιά των Ελλήνων. Ελευθερώστε την πατρίδα, τα τέκνα και τις γυναίκες σας, τους ναούς σας, τους τάφους των προγόνων σας. Νυν υπέρ πάντων ο αγών»! Περίπου 76.000 στόματα έψαλλαν ταυτόχρονα τον αυτόν τον παιάνα, σκορπώντας ρίγη συγκίνησης και έξαλλο ενθουσιασμό.
Αμέσως μετά, με σύντονη κωπηλασία, οι ελληνικές τριήρεις κίνησαν μπροστά. Τα περσικά πλοία κινήθηκαν και αυτά με σκοπό να προσβάλουν τα ελληνικά. Εξαιτίας του πλήθους τους όμως, σε συνδυασμό με τη στενότητα του χώρου, σύγχυση άρχισε να επικρατεί στις γραμμές τους. Όταν μάλιστα άρχισε να πνέει ο συνηθισμένος για την εποχή ανατολικός άνεμος, τα πλοία του περσικού αριστερού παρασύρονταν και έπεφταν πάνω στα πλοία του κέντρου και αυτά με τη σειρά τους στα πλοία του δεξιού. Όταν ολόκληρη η περσική γραμμή είχε αποδιοργανωθεί οι έμπειροι Έλληνες τριήραρχοι επιτέθηκαν με τα έμβολα, στα ακάλυπτα πλευρά των περσικών σκαφών. Δεκάδες περσικά σκάφη κατέληξαν σύντομα στον βυθό!
Παρόλα αυτά τα μεγαλύτερα από τα ελληνικά, περσικά πλοία, αντεπιτέθηκαν επιχειρώντας να προσκολληθούν στα ελληνικά και να τα κυριεύσουν με έφοδο των πεζοναυτών που μετέφεραν. Τότε εκτυλίχτηκαν επικές σκηνές. Πέρσες και Έλληνες γίνονταν ένα κουβάρι πάνω στα καταστρώματα. Χιλιάδες πυρφόρα βέλη έσκιζαν τον ουρανό. Ακόντια, πέτρες, μολυβένια βλήματα σφενδόνων, καρφώνονταν και κτυπούσαν. Άνδρες έπεφταν, πνίγονταν, βλαστημούσαν, έφτυναν τον αντίπαλο κατάμουτρα. Με τα χέρια, με τα όπλα, με τα κουπιά, τα πληρώματα των δύο στόλων είχαν εμπλακεί σε μια θανάσιμη πάλη. Μόνο οι Ίωνες φαίνεται ότι τηρούσαν επιφυλακτική στάση.
Οι Αθηναίοι αποδείχτηκαν πολύ ανώτεροι των Φοινίκων. Κατάφεραν και έσπασαν την αντίπαλη παράταξη στο σημείο εκείνο, ρίχνοντας τα μισά φοινικικά πλοία στα βράχια. Οι Φοίνικες τσακίστηκαν, άνδρες και συντρίμμια πλοίων γέμισαν τις ακτές. Ο Ξέρξης έκπληκτος παρατηρούσε την εξέλιξη της ναυμαχίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο μεγάλος ήρωας της στιγμής ήταν ο Αθηναίος πλοίαρχος Αμεινίας, ο οποίος αφού διέσπασε τη φοινικική παράταξη, άρχισε να καταδιώκει την τριήρη της βασίλισσας της Αλικαρνασσού Αρτεμισίας, η οποία συμπολεμούσε με τους Πέρσες και την οποία είχαν επικηρύξει οι Αθηναίοι – με το ποσό των 10.000 δραχμών – γιατί θεωρούσαν δεινό μια γυναίκα να εκστρατεύει εναντίον τους.
Η Αρτεμισία για να γλιτώσει επιτέθηκε σε μια περσική τριήρη την οποία και καταβύθισε. Ο Αμεινίας, βλέποντας το συμβάν, θεώρησε ότι είχε κάνει λάθος και ότι επρόκειτο για ελληνικό πλοίο. Αλλά και ο Ξέρξης θεώρησε ότι το πλοίο που είχε βυθίσει η Αρτεμισία ήταν ελληνικό και είπε : «οι γυναίκες μου πολεμούν ως άνδρες και οι άνδρες μου ως γυναίκες».
Την ίδια ώρα και η αιγυπτιακή μοίρα είχε συντριβεί από τους Κορίνθιους στο στενό της Φανερωμένης. Ο Κορίνθιος ναύαρχος Αδείμαντος σκοτώθηκε, πολεμώντας ηρωικά στο σημείο αυτό, αν και είχε μόλις 30 πλοία έναντι των 200 εχθρικών. Συνολικά οι πέρσες έχασαν περί τα 400 πλοία, με τουλάχιστον 60.000 άνδρες τους. Επίσης , ένα άγημά τους που είχε καταλάβει την Ψυτάλλεια σφαγιάστηκε από ένα ελληνικό άγημα με επικεφαλής τον Αθηναίο Αριστείδη (το λεγόμενο Δίκαιο). Ο ελληνικός στόλος είχε χάσει μόλις 40 πλοία. Το σχέδιο του Θεμιστοκλή είχε πέρα για πέρα επιτύχει.
Η ελληνική νίκη στη Σαλαμίνα είχε τεράστια σημασία. Ήταν η πρώτη νίκη των συνασπισμένων Ελλήνων κατά των εισβολέων. Αποτέλεσε επίσης τρομακτικό πλήγμα για το κύρος του Ξέρξη, ιδίως απέναντι στους υποτελείς του λαούς. Όπως αναφέρθηκε ονομαστός έμεινε ο Αθηναίος Αμεινίας, αλλά και ο Αιγινήτης Πολύκριτος. Επίσης διακρίθηκε ο Νάξιος πλοίαρχος Δημόκριτος, ο οποίος βύθισε 5 εχθρικά πλοία.
Πηγή: history-point.gr