Η εκστρατεία του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου στην Σικελία, μεσούσης της εκστρατείας του στην Ιταλία, αποτελεί μια από τις πλέον άγνωστες πτυχές του εγχειρήματος. Στόχος του ήταν να σώσει τις ελληνικές πόλεις από τους Καρχηδόνιους και τους Μαμερτίνους συμμάχους τους. Οι τελευταίοι ήταν πρώην μισθοφόροι που είχαν εγκατασταθεί στην Σικελία και είχαν συγκροτήσει ένα είδος κράτους. Στα τέλη Μαΐου του 278 π.Χ. ο Πύρρος απέπλευσε από τις ιταλικές ακτές μαζί με 8.000 άνδρες του και τους πολεμικούς του ελέφαντες. Παρά την επιτήρηση των σικελικών ακτών από τον ισχυρό καρχηδονιακό στόλο ο Πύρρος κατόρθωσε να αποβιβάσει τη μικρή του δύναμη στον λιμένα του Ταυρομενίου, στην είσοδο του Σικελικού πορθμού.
Εκεί τον υποδέχθηκε ο τύραννος της Πόλης Τυνδαρίων, ο οποίος και του διέθεσε τις μικρές δυνάμεις που διέθετε. Έτσι ενισχυμένος ο Πύρρος κινήθηκε για την Κατάνη. Στο μεταξύ η είδηση της άφιξης του Πύρρου στην Σικελία προκάλεσε ενθουσιασμό στους Έλληνες και τρόμο στους Καρχηδονίους και στους Μαμερτίνους. Μόλις μάλιστα ο Πύρρος κινήθηκε προς τις Συρακούσες οι Καρχηδόνιοι έντρομοι ήραν την πολιορκία της πόλης – αν και διέθεταν 50.000 άνδρες και 120 πολεμικά πλοία. Ο Πύρρος εισήλθε νικητής στις Συρακούσες χωρίς να έχει χρειαστεί να πολεμήσει. Με το κύρος του κατόρθωσε να συνενώσει τις αντιμαχόμενες μερίδες της πόλης και να τους στρέψει στον κοινό αγώνα κατά των βαρβάρων. Ευγνώμονες οι Συρακούσιοι διέθεσαν στον Πύρρο 10.000 στρατιώτες τους και 140 πολεμικά πλοία.
Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν στην πόλη και άλλοι ηγεμόνες πόλεων φέρνοντας και στρατιωτικές ενισχύσεις. Ένας από αυτούς ο τύραννος της πόλης των Λεοντείων Ηρακλείδης έθεσε εαυτόν και 4.500 πεζούς και ιππείς στη διάθεση του Πύρρου, ο οποίος ανακηρύχθηκε επίσης «Σικελίας Ηγεμών και Βασιλεύς». Την επόμενη άνοιξη, έχοντας συγκεντρώσει 25.000 περίπου στρατιώτες και στόλο 200 πολεμικών, ο Πύρρος συνέχισε την εκστρατεία του στο εσωτερικό της νήσου. Με ταχεία προέλαση αιφνιδίασε τους Καρχηδονίους και κατέλαβε, χωρίς μάχη, τις πόλεις Έννα και Ακράγαντα. Ο στρατός του Ακράγαντος – 8.000 πεζοί και 800 ιππείς – ενώθηκαν μαζί του. Συνεχίζοντας την θριαμβευτική του πορεία έγινε κύριος των πόλεων Ηράκλειας, Σελινούντος, Άλαισας και Έγεστας. Οι Καρχηδόνιοι αποφάσισαν να προβάλουν αντίσταση στην ισχυρότατα οχυρωμένη πόλη Έρυκα. Σύντομα όμως είχαν σαρωθεί από την κεραυνοβόλο επίθεση των ανδρών του Πύρρου, τους οποίους καθοδηγούσε ο ίδιος.
Πρώτος αυτός ανέβηκε στο εχθρικό τείχος και εισήλθε στην πόλη. Η σαρωτική πορεία του Πύρρου είχε κατατρομάξει τους πολεμίους. Οι Καρχηδόνιοι, κύριοι πριν λίγους μήνες της νήσου, είχαν τώρα περιοριστεί στην κατοχή μόνο του Λιλυβαίου, του απόρθητου οχυρού στο νοτιοδυτικό άκρο της Σικελίας. Απέναντι όμως στις ισχυρές οχυρώσεις του Λιλυβαίου ο Πύρρος απέτυχε. Το οχυρό παρέμεινε απόρθητο, αποτελώντας προγεφύρωμα των Καρχηδονίων στη Σικελία.
Στο μεταξύ ο Πύρρος επετέθη και κατά των Μαμερτίνων ληστών, τους οποίους επίσης κατανίκησε και περιόρισε στα τείχη της Μεσσήνης. Ωστόσο ο Πύρρος δεν είχε παραιτηθεί από τον σκοπό της εκδιώξεως των Καρχηδονίων από την Σικελία. Συνέλαβε μάλιστα το παράτολμο σχέδιο μεταφοράς του πολέμου στην Αφρική. Στο σχέδιο του αυτό όμως αντιμετώπισε την αντίδραση των Ελλήνων της Σικελίας. Σημειώθηκαν μάλιστα ακόμα και αδελφοκτόνες συγκρούσεις. Αηδιασμένος από τη συμπεριφορά των Ελλήνων ο Πύρρος αποφάσισε να εγκαταλείψει ο νησί και να επιστρέψει στην Ιταλία, όπου οι σύμμαχοι του Ταραντίνοι και Σαυνίτες δέχονταν ασφυκτική πίεση από τους Ρωμαίους.
Κατά των πλου όμως προς την Ιταλία ο στόλος του δέχθηκε την επίθεση του καρχηδονικού και υπέστη πραγματική συντριβή. Τα λείψανα του στόλου αποβίβασαν τα λείψανα του στρατού στην Ιταλία. Και εκεί όμως νέα δυσάρεστη έκπληξη ανέμενε τον Πύρρο. Περισσότεροι από 10.000 Μαμερτίνοι είχαν επίσης περάσει στην Ιταλία και είχαν στήσει ενέδρα στον καταπονημένο στρατό του Πύρρου, θέλοντας να τον εκδικηθούν για τα πλήγματα που τους είχε καταφέρει. Με αιφνιδιαστικές επιθέσεις οι Μαμερτίνοι καταπονούσαν τους Έλληνες.
Σε μία από αυτές μάλιστα κατόρθωσαν να σκοτώσουν αρκετούς άνδρες και δύο ελέφαντες. Όταν ο Πύρρος έσπευσε να διασώσει τους άνδρες του, του επιτέθηκε ένας γιγαντόσωμος Μαμερτίνος. Ο Ιταλός κατόρθωσε να πλήξη τον Πύρρο στο κράνος με το ξίφος του. Το κράνος διαλύθηκε και ο Πύρρος πληγώθηκε. Τρόμος κατέλαβε τους άνδρες του που αντίκριζαν τον βασιλιά τους με το πρόσωπο του γεμάτο αίμα. Αμέσως τον αποτράβηξαν από τη μάχη και του έπλυναν την πληγή. Οι Μαμερτίνοι στο μεταξύ είχαν ενθουσιαστεί. Πιστεύοντας πως ο Πύρρος ήταν νεκρός.
Ο γιγαντόσωμος Μαμερτίνος βγήκε τότε μπροστά από τους ζυγούς και με θράσος φώναζε στον Πύρρο: «Αν ζεις και δεν φοβάσαι έλα». Μόλις άκουσε τα λόγια αυτά ο Πύρρος, αυτόματα θαρρείς, θεραπεύτηκε. Με το αίμα να κυλά στο πρόσωπο του, με μόνο το σπαθί του σφιχτά κρατημένο στο χέρι, ο Πύρρος, όρμησε εμπρός. Τρέχοντας επέπεσε με μανία κατά του σαστισμένου αντιπάλου του και του κατάφερε τέτοιο πλήγμα με το σπαθί του το τεράστιο σώμα του κόπηκε σχεδόν στα δύο.
Κατέρρευσε ο βάρβαρος γίγαντας και το άψυχο κουφάρι του σωριάστηκε στο έδαφος με πάταγο. Το κτύπημα του Πύρρου ήταν τόσο ισχυρό που ούτε η ισχυρή του πανοπλία δεν στάθηκε ικανή να αντέξει. Ύστερα από το επεισόδιο αυτό οι Μαμερτίνοι δεν τόλμησαν να ξαναενοχλήσουν την ελληνική στρατιά. Τελικά μετά από πολλούς κόπους η στρατιά έφτασε στον Τάραντα. Τρία σχεδόν έτη είχαν περάσει από την αναχώρηση του για τη Σικελία.
Πηγή: history-point.gr