Η περιοχή της Βακτριανής απλωνόταν εκεί που σήμερα βρίσκεται το Τουρκμενιστάν και το Αφγανιστάν. Εξαιτίας της κεντρικής της θέσεως έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο σε όλα τα ιστορικά γεγονότα που τάραξαν την Ασία. Σατράπες της Βακτριανής όταν ακόμα ζούσε ο Αλέξανδρος ήταν ο Αρταβάζος, κι έπειτα ο Αμύντας, τον οποίο διαδέχθηκε με την σειρά του ο Φίλιππος. Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου στασίασαν οι 20.000 περίπου πεζοί και 3.000 ιππείς Έλληνες μισθοφόροι που βρίσκονταν εκεί επιθυμώντας να γυρίσουν στην πατρίδα. Οι Μακεδόνες τους περιόρισαν και ο σατράπης Φίλιππος που φάνηκε πολύ αδύνατος μετατέθηκε στην Παρθία.
Τότε ανέλαβε την Βακτριανή και την Σογδιανή ο Στησάνωρ, ο μέχρι τότε σατράπης της Αρίας και της Δραγγιανής. Αυτός δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής ούτε στους ντόπιους, ούτε στους Έλληνες. Γι’ αυτό, όταν ανέβηκε από το 306 π.Χ. στο θρόνο ο Σέλευκος Α΄ ο Νικάτωρ αναγκάστηκε να εξασφαλίσει την κατοχή της Βακτριανής και των ανατολικών σατραπιών δια στρατιωτικών δυνάμεων. Ο γιος του Αντίοχος Α΄ ο Σωτήρ συνέχισε το εκπολιτιστικό έργο του πατέρα του ανανεώνοντας τις φιλικές σχέσεις με το βασίλειο της Ινδικής. Ο διάδοχός του όμως Αντίοχος ο Β΄ ο Θεός είχε άλλες βλέψεις. Γι’ αυτό το 250 π.Χ. αποστάτησε και έκοψε νομίσματα με την επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΑΝΤΙΟΧΟΥ.
Έτσι ονομάστηκε βασιλιάς απλώνοντας την κυριαρχία του στα Βάκτρα και σε όλα τα περίχωρα. Τα βήματά του ακολούθησε ο Πάρθος τοποτηρητής Ανδραγόρας. Πολύ σύντομα ξέσπασε το Παρθικό μίσος κατά των Ελλήνων, που οδήγησε στην δολοφονία του σατράπη Φερεκλή το 248 π.Χ. από τα αδέλφια Αρσάκη και Τηριδάτη. Έτσι επί βασιλείας του Σελεύκου Β΄ του Καλλινίκου μεταξύ 242 – 241 π.Χ. το βασίλειο της Παρθικής χάθηκε. Και ο Ανδραγόρας ωστόσο εκτοπίσθηκε από τον Τηριδάτη, ο οποίος στέφθηκε από τον Αρσάκη βασιλιάς από το όνομα του οποίου χρίστηκε ως Αρσάκης Α΄.
Μόλις έλαβε τα σκήπτρα της εξουσίας ο Τηριδάτης κυρίευσε την Υρκανία, αλλά φοβήθηκε να προχωρήσει στο βασίλειο της Βακτριανής. Ο Διόδοτος Α΄, ιδρυτής της ελληνικής δυναστείας στη Βακτριανή είχε στο μεταξύ (περί το 250 π.Χ) αποστατήσει από τον βασιλιά της Συρίας Αντίοχο Β΄ τον Θεό. Όταν είδε ότι ο Σέλευκος ο Β΄ ετοιμαζόταν να υποτάξει τους Πάρθους που είχαν αποστατήσει (239 π.Χ.), ο Διόδοτος συμμάχησε μαζί του και αναγνωρίστηκε ως βασιλιάς της Βακτριανής. Ο Πάρθος βασιλιάς, όπως ήταν αναμενόμενο, εξακολουθούσε να ανησυχεί. Ο Διόδοτος Α΄ όμως πέθανε πριν προλάβει να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό του, κληροδοτώντας την εξουσία στον γιό του Διόδοτο τον Β΄.
Στο μεταξύ ο Σέλευκος ο Καλλίνικος, βασιλιάς της Συρίας, αποφάσισε να κυριεύσει τις ανατολικές επαρχίες που είχαν αποστατήσει. Ο Διόδοτος Β΄ αποφάσισε τότε να συμμαχήσει με τον βασιλιά των Πάρθων Αρσάκη τον Τηριδάτη, συντελώντας έτσι στην ήττα του βασιλιά της Συρίας Σελεύκου. Το 209 π.Χ. όμως ο Αντίοχος Γ΄ ο Μέγας, τοποτηρητής μέχρι τότε των περσικών επαρχιών, εξεστράτευσε κατά των Πάρθων που αναγκάστηκαν έτσι να δεχθούν την Μακεδονική επικυριαρχία. Ένα χρόνο αργότερα στράφηκε κατά των Βάκτρων, όπου είχαν ξεσπάσει προηγουμένως ταραχές. Κατά την διάρκεια αυτών των ταραχών, η δυναστεία των Διοδοτιδών σύντομα ανετράπη από τον σφετεριστή του θρόνου Ευθύδημο, που δεν δίστασε να δολοφονήσει τον Διόδοτο τον Β΄.
Λίγο πριν το 210 π.Χ. λοιπόν, ο Ευθύδημος, Έλληνας από την Μαγνησία, αναγορεύθηκε βασιλιάς της Βακτριανής και έκοψε νομίσματα με την προτομή του από τη μια πλευρά και τον Ηρακλή από την άλλη, θέλοντας να δηλώσει την καταγωγή του από τον απώτατο πρόγονο του Αλεξάνδρου. Τότε δημιουργήθηκε το Ελληνοβακτριανό βασίλειο που θα κάνει αισθητή την παρουσία του μέχρι τον ποταμό Γάγγη, γνωστό ως «Ευθυδήμου άνασσα». Ο Αντίοχος αναγνώρισε στον Ευθύδημο τον βασιλικό τίτλο, φιλοδοξώντας να τον χρησιμοποιήσει ως αντίβαρο στην αυξανόμενη Παρθική ισχύ. Τότε ο Ευθύδημος απαιτώντας πολεμική αποζημίωση, παρέδωσε τους πολεμικούς του ελέφαντες και εφοδίασε με ζωοτροφές τον Συριακό στρατό.
Ο Αντίοχος ανανέωσε από την άλλη τους δεσμούς φιλίας με τους Ινδούς, καθώς επίσης με την Αραχωσία και την Δραγγιανή. Γύρω στο 190 π.Χ. ο ανηψιός του Αντιόχου, Δημήτριος, κυρίευσε μεγάλο μέρος των βορείων Ινδιών. Όσον αφορά την Αραχωσία, τόσο αυτή καθώς και η Αρία και η χώρα των Παροπαμισιδών πέρασε στην κατοχή του Ελληνοβακτριανού βασιλείου. Κατά την διάρκεια του 2ου αι. π.Χ. τα δυτικά μέρη των Ινδιών και η Βακτριανή ήταν κατανεμημένα σε πολυάριθμες μικρές ελληνοϊνδικές ηγεμονίες. Όσον αφορά στην τελευταία έφτασε στον κολοφώνα της δόξας της επί βασιλείας του Ευθυδήμου και του γιού του Δημητρίου.
Τα νομίσματα του τελευταίου που έφεραν στο φως οι ανασκαφές στα Βάκτρα φέρουν την ελληνική επιγραφή «Βασιλέως Δημητρίου», ενώ αυτά που βρέθηκαν στην Ινδία είναι δίγλωσσα στην Ελληνική «Βασιλέως Ανικήτου Δημητρίου» και στην Ινδική «Maharagasa aparagitasa Deme(trigasa)». O Eυθύδημος πέθανε σε βαθιά γεράματα χωρίς να έχει καταφέρει να διασφαλίσει το θρόνο του. Παρουσιάστηκε τότε ένας νέος σφετεριστής, ο Ευκρατίδης, ο οποίος προσπάθησε να καταλάβει ολόκληρο το κράτος προς όφελός του. Παρά την επίθεση που δέχτηκε από τον Δημήτριο, κατάφερε να κυριεύσει, σύμφωνα με την παράδοση, χίλιες από τις πόλεις του βασιλείου περιορίζοντας τον πρώτο σε μικρή έκταση της επικράτειας.
Για τον καλύτερο έλεγχο των περιοχών εγκατέστησε επάρχους στην Αρία, την Δραγγιανή, την Αραχωσία, την Κωφηνή και την Γανδαρίτιδα. Οι έπαρχοι μετά τον θάνατο του Ευκρατίδη, ανακήρυξαν εαυτούς βασιλείς. Φοβούμενοι όμως τις δυνάμεις του βασιλιά της Βακτρίας υποτάχθηκαν σε αυτόν. Σε μια προσπάθεια να νομιμοποιήσουν την εξουσία τους στα νομίσματα που έκοψαν φρόντιζαν να προσθέτουν τα ονόματα των ιδρυτών ή συνθεμελιωτών της ελληνικής κυριαρχίας στην Ανατολή, όπως «Αλεξάνδρου του Φιλίππου», «Διοδότου Σωτήρος», κ.ο.κ. Τα παλαιότερα από τα νομίσματα παρουσιάζουν τον Ευκρατίδη με τον τίτλο του «Βασιλιά». Στα δίγλωσσα αποκαλείται και «Μαχαραγιάς», όπως ονομάζεται ο βασιλιάς στα Ινδικά.
Ο Ηλιοκλής, γιος του Ευκρατίδη ήταν ο τελευταίος Έλληνας βασιλιάς του Ινδικού Καυκάσου που αποτελούσε τμήμα της Βακτριανής. Από τον Ευθύδημο και τον Δημήτριο είχε μετατεθεί το επίκεντρο της ελληνικής δύναμης στην περιοχή της Κωφήνης και στην κυρίως Ινδία, με αποτέλεσμα να ζημιωθούν οι βόρειες επαρχίες. Τις τελευταίες ανέθεσε ο Ευκρατίδης υπό την προστασία του Ηλιοκλή. Τότε συνέβη αυτό που φοβόταν ο Ευθύδημος. Ενώ οι Έλληνες ηγεμόνες φιλονικούσαν μεταξύ τους, ορδές ανθρώπων προερχόμενες από τον βαρβαρικό κόσμο άρχισαν να κατευθύνονται προς τα Βάκτρα. Μετά τους Ούννους οι Πάρθοι χτύπησαν το κράτος της Βακτριανής. Κατά τα Σινικά Χρονικά, οι Ούννοι επιτέθηκαν στους Υουέ – Τσι (Vueh – chi) στο Θιβέτ αναγκάζοντας τους να μεταναστεύσουν. Οι τελευταίοι ακολουθώντας τις πηγές του Ιαξάρτη έφτασαν στην χώρα των βορείων Σακών.
Ένα τμήμα τους εγκατεστάθη στα Τάξιλα, στο Παντζάμπ, την Μαθούρα. Και σ’ αυτήν τη νέα τους πατρίδα όμως δέχθηκαν τις επιδρομές των Ούννων Υ – σούν, που τους ανάγκασαν να περάσουν τον Ιαξάρτη και να κυριεύσουν την Σογδιανή, η οποία μέχρι τότε ανήκε στο κράτος της Βακτριανής. Ο Πάρθος βασιλιάς Μιθριδάτης ο Α΄ βλέποντας τις επιθέσεις που δεχόταν το βασίλειο της Βακτρίας θέλησε να επωφεληθεί των αναταραχών. Απέσπασε λοιπόν από τον Ευκρατίδη, που είχε στραμμένο το ενδιαφέρον του στις Ινδίες, τμήμα της Μαργιανής, την Αρία και την Δραγγιανή. Ο Ευκρατίδης βλέποντας τις απρόσμενες για το κράτος του εξελίξεις, αποφάσισε να γυρίσει στα Βάκτρα. Στο δρόμο όμως τον δολοφόνησε ο γιος και συμβασιλέας του, Ηλιοκλής.
Οι νομαδικές φυλές που κατοικούσαν στα βόρια βρήκαν τότε την ευκαιρία να κυριεύσουν την πρωτεύουσα των Ζαριάσπων, καταλαμβάνοντας έτσι τα Βάκτρα, που μέχρι τότε ανήκαν στους Έλληνες. Τον 1ο αι. π.Χ. το πάλαι ποτέ λαμπρό βασίλειο θα χάσει την κυριαρχία του, καθώς ο τελευταίος ηγεμόνας του, ο Ερμαίος υποκύπτει το 30 π.Χ. στους εισβολείς Κουστάν που από τον 1ο αι. μ.Χ. και εξής δημιουργούν το δικό τους βασίλειο. Ακόμη κι αυτοί όμως θα εξακολουθήσουν να κόβουν νομίσματα με ελληνικές επιγραφές και με απεικονίσεις ελληνικών θεοτήτων. Όταν κατά τον 2ο αι. μ.Χ. επισκέπτεται ο Γεωγράφος Πτολεμαίος Κλαύδιος την Βακτριανή αναφέρει ότι η χώρα κατοικείται πλέον από τους Υουέ – Τσί.
Ο θρύλος του Σαλακσά
Η Ελληνική παρουσία είναι μέχρι σήμερα διάχυτη στο Αφγανιστάν, το Τουρκμενιστάν και την Ινδία. Άλλωστε ακόμη οι ντόπιοι στο βουνό Ινδοκούχ του Αφγανιστάν δείχνουν ένα σπήλαιο, στο οποίο κατά την παράδοση μαρτύρησε ο Προμηθέας της ελληνικής μυθολογίας. Σύμφωνα με τους Αφγανούς, από παρεξήγηση τοποθετείται ο βράχος του Προμηθέα στον Καύκασο. Κατ’ αυτούς πρόκειται για τον Ινδικό Καύκασο (Ινδοκούχ).Δείχνουν μάλιστα ακόμη και την σχισμή από την οποία έμπαινε ο μυθικός γύπας που κατέτρωγε το συκώτι του ήρωα. Όσον αφορά τις Ινδίες χάρη στο εκπολιτιστικό έργο του Αλεξάνδρου, ήρθαν σε άμεση επαφή με την Δύση.
Ο βασιλιάς των Ινδιών μάλιστα Χαντραγκούπτα υπήρξε ένας από τους θιασώτες της ανάπτυξης του ελληνοϊνδικού πολιτισμού. Από την εποχή του περίπλου της Ινδικής από τον Νέαρχο (4ος αι. π.Χ.) και του Κτησία (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.) μέχρι τον γεωγράφο Μεγασθένη (300 π.Χ.) που έμεινε ως πρέσβυς στην Αυλή του Σανδροκόττου στην Πάτνα, και ως την δημιουργία του Ινδοβακτριανού βασιλείου, η συμβολή του ελληνικού πολιτισμού στις Ινδίες ήταν σημαντική. Από την επαφή των Ελλήνων με τους Ινδούς προέκυψε ένας παράξενος μεικτός πολιτισμός, που εκφράστηκε με την τέχνη της Γκαντάρα, η οποία ενσαρκώθηκε με τον πλέον παραστατικό τρόπο στα αγάλματα του Βούδα που είναι διάχυτα από το απολλώνειο φως.
Οι Έλληνες διέδωσαν τις κατακτήσεις τους στον τομέα της αρχιτεκτονικής, της γλυπτικής, του θεάτρου, ακόμη και της ιατρικής. Μέχρι σήμερα άλλωστε χρησιμοποιείται στην Ινδία, κυρίως στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, η «Ιωνική Ιατρική» (Γιουνάνι Τιμπ), ένα σύστημα ιατρικής ελληνικής προέλευσης. Πολλά χρωστάει στους Έλληνες, σύμφωνα με κάποιους ερευνητές και η βραχμανική αστρονομία. Οι ίδιοι οι Έλληνες με την σειρά τους μέσα στα πλαίσια των πολιτισμικών ανταλλαγών ασπάστηκαν τον βουδισμό, και τα ινδικά έθιμα. Φαίνεται όμως πως η ελληνική επίδραση ήταν εκτός από εντονότατη και μακροχρόνια καθώς μέχρι και τον 12ο αι. μ.Χ. την συναντάμε στο ναό του Ηλίου στο Καρανάκ, στην απόμακρη ακτή Ορίσσα.
Ομοίως η επίδραση του ελληνικού βασιλείου της Βακτριανής ήταν πολύ ισχυρή στην Κεντρική Ασία, γι’ αυτό και τα ίχνη του βακτριανού βασιλείου υπάρχουν άφθονα στο σημερινό Αφγανιστάν, επιβεβαιώνοντας την ιστορική παράδοση. Σώζονται ακόμη τα ερείπια πολυάριθμων ελληνιστικών πόλεων, εκ των οποίων κάποιες ταυτίζονται με τις επτά Αλεξάνδρειες. Σπουδαιότερη από όλες θεωρείτο αυτή που βρίσκεται κοντά στην πόλη Πουλ ί Μπουρί. Τα τελευταία χρόνια η αρχαιολογική σκαπάνη του ομογενούς καθηγητή Βίκτωρος Σαριγιαννίδη και της Γαλλικής αρχαιολογικής αποστολής έφερε στο φως εκτός από πολύτιμα νομίσματα, εκπληκτικούς χρυσούς θησαυρούς στο Άϊ – Χανούμ (βόρειο Αφγανιστάν), και ακόμη βορειότερα, κοντά στα σύνορα με την Σοβιετική Ένωση, στο Τιλιά – Τεπέ («Χρυσός Τύμβος»).
Σημαντικότερο ωστόσο τεκμήριο του διαχρονικού πολιτισμικού έργου του Οικουμενιστή Αλεξάνδρου είναι οι προφορικές παραδόσεις των ντόπιων, όπως διασώζονται στο ινδικό παραμύθι του βασιλιά Κέιντ και του σοφού Μεχράν. Το παραμύθι ξεκινάει κάπως έτσι: «Χρυσός καιρός, χρυσή εποχή για κάθε εξουσία. Ο βασιλιάς Αλέξανδρος διαβαίνει την Ασία. Η ομορφιά κι η φήμη του δικαιοσύνης στέμμα, στολίζει με την δόξα του, τιμά λαούς και πνεύμα». Ψηλά στα οροπέδια του Ινδοκαυκάσου, όπου οι χιονισμένες κορφές των Ιμαλαϊων χωρίζουν το Πακιστάν από το Αφγανιστάν, παραμένει ζωντανός ο θρύλος του Σικαντέρ Μαχντουνί, δηλ. του Αλεξάνδρου, μέσα από τις παραδόσεις της φυλής των Καλάς. Μιας φυλής που με ιερή σχεδόν ευλάβεια και συγκίνηση επικαλείται τις ελληνικές – μακεδονικές της ρίζες.
«Ο Σικαντέρ Μαχντουνί, ο κατακτητής του κόσμου, εξεστράτευσε και κατέλαβε αναρίθμητες χώρες ως και την Ινδία. Όταν κυρίευσε την Καμπούλ και εισέβαλε στο Νουριστάν (ΒΑ. Αφγανιστάν) βρήκε εκεί ένα λαό γενναίων πολεμιστών, θαύμασε την ανδρεία τους και τους πρότεινε να τον ακολουθήσουν στην εκστρατεία του. Πίσω του όμως άφησε τραυματίες και κουρασμένους στρατιώτες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, παντρεύτηκαν ντόπιες γυναίκες και δίδαξαν στους κατοίκους πώς να θυσιάζουν και να κάνουν τελετές στους θεούς». Με αυτά τα λόγια ο Σερμπέκ από την κοιλάδα του Μπιρίρ του ΒΔ. Πακιστάν, διηγείται έναν από τους μύθους της καταγωγής των Καλάς.
Η φυλή Πατάν ανάμεσα στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν έχει την ίδια με τους Καλάς αντίληψη περί ελληνικής καταγωγής. Είναι πράγματι εκπληκτικό πως μέσα από την προφορική παράδοση των ηρωικών – ιστορικών τραγουδιών τους, σώζονται λεπτομέρειες της εξιστόρησης των κατακτήσεων του στρατού του Μ. Αλεξάνδρου τις οποίες συναντάμε μόνο στους ιστοριογράφους της εκστρατείας του στρατηλάτη. Η Αμερικανίδα εθνολόγος Cail Trail ταυτίζει έναν εκ ων προπατόρων των Καλάς, τον Σαλακσά, με τον Σέλευκο τον Νικάτωρα, στρατηγό του Μ. Αλεξάνδρου, και ιδρυτή της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών. Στη ζωντανή παράδοση των Καλάς, ο Σαλακσά αναφέρεται σαν ένας από τους στρατηγούς του Μ. Αλεξάνδρου, που μαζί με τον Χαϊάου, τον Κασιβάι και τον Καλάσα, υπήρξαν οι επιφανέστεροι από τους Έλληνες που άφησε ο στρατηλάτης στον τόπο τους.
Πηγή: history-point.gr