Οι Ιλλυριοί υπήρξαν ένας αρχαίος λαός της Βαλκανικής. Κάποιοι τους θεωρούν προγόνους των συγχρόνων Αλβανών, κάτι που δεν είναι αποδεδειγμένο. Μια από τις ισχυρότερες φυλές τους ήταν αυτή των Δαρδάνων που ίδρυσε και ισχυρό κράτος με κέντρο την περιοχή του σημερινού Κοσόβου και τμήματος της σημερινής Σερβίας αλλά που ταλαιπώρησε ιδιαίτερα τη Μακεδονία. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία πάντως – και τη ρωμαϊκή – οι Δάρδανοι προέρχονταν από τη Μικρά Ασία και συνδέονται με την Τροία. Ο δε γενάρχης τους Δάρδανος ήταν γιος του Ιλλυριού, γιου του Κάδμου.
Πέραν των μύθων πάντως οι Δάρδανοι, ειδικά επί βασιλείας του Βάρδυλι, αποδείχθηκαν πραγματική μάστιγα για τη Μακεδονία την οποία κατέστησαν και φόροι υποτελή το 372 π.Χ. Το 359 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας Περδίκας Γ’ που εκστράτευσε εναντίον τους ηττήθηκε και σκοτώθηκ, μαζί με 4.000 άνδρες του, πολλοί εκ των οποίων δολοφονήθηκαν αιχμάλωτοι όντας. Η κατάσταση για τη Μακεδονία ήταν κρίσιμη. Ότι είχε απομείνει από τον μακεδονικό στρατό είχε τραπεί σε φυγή με το ηθικό του στο Ναδίρ.
Μέσα στην ατυχία τους όμως οι Μακεδόνες στάθηκαν τελικά τυχεροί. Τον νεκρό Περδίκα διαδέχτηκε στον θρόνο ο νεώτερος αδελφός του Φίλιππος Β’ (ο πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου). Από εκεί και πέρα τα πράγματα άλλαξαν… Ο Φίλιππος μέχρι να εδραιωθεί στον θρόνο υποχρεώθηκε να ανεχτεί τους Δάρδανους και τον Βάρδυλι. Με τον τρόπο αυτό ο Έλληνας βασιλέας κέρδισε τον απαραίτητο χρόνο για να αναδιοργανώσει τον κατεστραμμένο στρατό του κράτους του. Ο Φίλιππος προχώρησε στην ανάσταση του στρατού του όσο πιο μυστικά μπορούσε, αλλά φήμες έφτασαν στα αυτιά του Βάρδυλι ο οποίος και ζήτησε από τον Φίλιππο να σεβαστεί τις ιλλυρικές κατακτήσεις.
Ο Φίλιππος όμως απαίτησε την πλήρη απόσυρση των Δαρδάνων από τα μακεδονικά εδάφη κάτι που φυσικά δε δέχτηκε ο Βάρδυλις. Έτσι ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. Ο Φίλιππος κινητοποίησε τη μεγαλύτερη δυνατή δύναμη ανδρών που μπορούσε, σχηματίζοντας μια στρατιά 10.600 ανδρών (10.000 πεζών και 600 ιππέων). Έδωσε δε στους άνδρες του να καταλάβουν ότι δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική πέραν της νίκης. Ακόμα κι αν αιχμαλωτίζονταν οι Δάρδανοι θα τους έσφαζαν όπως έκαναν με τους άνδρες του Περδίκα στο παρελθόν. Το δίλημμα ήταν απλό… Νίκη ή Θάνατος.
Από την άλλη πλευρά και ο Βάρδυλις συγκέντρωσε μια ανάλογη δύναμη 10.000 πεζών και 500 ιππέων. Από τους πεζούς του οι 7.000 θεωρούντο επίλεκτοι. Οι άνδρες αυτοί ήταν οπλισμένοι με σιβύνες, ένα βαρύ δόρυ ή βαρύ ακόντιο (ελληνικές και ρωμαϊκές πηγές το χαρακτηρίζουν δόρυ, το λεξικό Σούδα ή Σουίδα το χαρακτηρίζει «ρωμαϊκό ακόντιο»).
Ο Φίλιππος όμως επίσης είχε αναδιοργανώσει τον στρατό του συγκροτώντας το επίλεκτο σώμα των Υπασπιστών, οι άνδρες του οποίου έφεραν οπλιτική ασπίδα, αλλά μπορούσαν να φέρουν και ακόντια ή δόρατα και να πολεμούν και «πελταστικώς» και ως οπλίτες. Την ίδια ώρα εξόπλισε τους πεζούς του με σάρισσες, μακρά δόρατα μήκους 6 μ. αντί του τυπικού οπλιτικού δόρατος. Το ιππικό του αποτελείτο από ευγενείς Εταίρους του Βασιλέως ιππείς, ενώ διέθετε και τμήματα οπλιτών και ψιλών. Το κύριο μειονέκτημα του νέου μακεδονικού στρατού ήταν η έλλειψη εμπειρίας που όμως άρχισε να ξεπερνιέται με εντατική εκπαίδευση.
Η καταλυτική σύγκρουση
Επικεφαλής του νέου του στρατού ο Φίλιππος κινήθηκε βόρεια το καλοκαίρι του 358 π.Χ. φτάνοντας στην περιοχή των σημερινών στενών του Κλειδίου στην Βεύη, στην αρχαία Λυγκηστίδα. Ο Φίλιππος κινείτο προσεκτικά καθώς είχε απέναντί του έναν έμπειρο αν και γέροντα αντίπαλο, τον Βάρδυλι και τους επίλεκτους πολεμιστές του. Βγαίνοντας από τα στενά ο Φίλιππος είδε απέναντί του τον αντίπαλο στρατό. Αμέσως έταξε στο αριστερό και στο κέντρο του τους σαρισσοφόρους του, ενώ δεξιά τάχθηκαν οπλίτες από άλλες ελληνικές πόλεις και Υπασπιστές. Στα πλευρά τάχθηκαν ιππείς και ελαφρά οπλισμένοι άνδρες.
Η μάχη φαίνεται πως δόθηκε κοντά στην πόλη Ηράκλεια Λυγκηστίς, τα σημερινά Μπίτολα του σκοπιανού κρατιδίου. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ότι ο Βάρδυλις έταξε τους άνδρες του σε σχηματισμό τετραγώνου κάτι που μάλλον δεν ισχύει. Αντίθετα ο Ρωμαίος Φροντίνος έταξε τους πεζούς του σε μεγάλο βάθος έναντι της φάλαγγας αναπτύσσοντας τους επίλεκτους πολεμιστές του στο κέντρο, έχοντας στα πλευρά ιππείς και ψιλούς. Έτσι παραταγμένοι οι δύο αντίπαλοι στρατοί άρχισαν να κινούνται ο ένας κατά του άλλου, οι Δάρδανοι πιο γρήγορα, οι Έλληνες πιο αργά για να μην διασπάσουν τον σχηματισμό τους.
Όταν όμως οι Δάρδανοι έφτασαν ενώπιον των σαρισσοφόρων καθηλώθηκαν, αδυνατώντας να διασπάσουν το «δάσος» λογχών των Ελλήνων. Την ίδια ώρα ο Φίλιππος με τους οπλίτες και τους Υπασπιστές άρχισε να πιέζει ισχυρά τους απέναντί του εχθρούς που πολεμούσαν σε «ρηχότερο» σχηματισμό. Σταδιακά οι Δάρδανοι στην πτέρυγα αυτή άρχισαν να οπισθοχωρούν υπό την πίεση των Ελλήνων. Την ίδια ώρα το περίφημο ιππικό των Εταίρων εξόρμησε και υποστηριζόμενο από τους ελαφρά οπλισμένους ψιλούς κατανίκησε το ιππικό των πολεμίων. Αμέσως μετά έπληξαν τους αντίπαλους πεζούς τους οποίους ήδη πίεζαν ασφυκτικά οι οπλίτες και οι Υπασπιστές από το πλευρό και τους διέλυσαν.
Το αριστερό πλευρό του στρατού του Βάρδυλι κατέρρευσε και οι επιζώντες άνδρες του τράπηκαν σε φυγή καταδιωκόμενοι από τους Έλληνες. Ακολούθησε επίθεση και κατά του εχθρικού δεξιού που επίσης σύντομα κατέρρευσε, πλαγιοκοπούμενο με τους Δάρδανους να αναζητούν σωτηρία στην φυγή. Σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη πάνω από 7.000 Δάρδανοι χάθηκαν στη μάχη. Αντίθετα οι Έλληνες νεκροί δεν ξεπέρασαν τους 500 σύμφωνα με τον πλέον αρνητικό απολογισμό. Ύστερα από την καταστροφική αυτή ήττα ο Βάρδυλις ζήτησε αμέσως ειρήνη παραδίδοντας όλα τα ελληνικά εδάφη που κατείχε μέχρι τη λίμνη Αχρίδα στο σημερινό κρατίδιο των Σκοπίων. Μόνο μετά τον θάνατο του Φιλίππου οι Ιλλυριοί αποτόλμησαν να κινηθούν και πάλι, αλλά βρήκαν ενώπιόν τους τον Αλέξανδρο.
Πηγή: history-point.gr