Πριν από ογδόντα χρόνια απεβίωσε ο σημαντικός ποιητής και στοχαστής Γιώργος Σαραντάρης. Καχεκτικός στο σώμα και φιλάσθενος πολέμησε στην πρώτη γραμμή τους Ιταλούς και δεν άντεξε. Απεβίωσε στις 25 Φεβρουαρίου 1941, σε ηλικία 33 ετών.
Για την τραγικότητα του τέλους του Σαραντάρη και τον χριστιανικό τρόπο που αντιμετώπισε τον θάνατο έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης στα «Ανοιχτά Χαρτιά» (Εκδ. Ίκαρος, σελ. 392-393).
Καταγγέλλει το επιστρατευτικό σύστημα ότι κράτησε στο Κολωνάκι «τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και ξαπόστειλε στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα». Έναν εύθραυστο διανοούμενο, όπως τον χαρακτηρίζει, «που μόλις στεκότανε στα πόδια του, που όμως είχε προφτάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της».
Εξηγεί ο Ελύτης ότι αφού ήταν διπλωματούχος νομικός ιταλικού πανεπιστημίου -ο μόνος ίσως σε ολόκληρο το στράτευμα παρατηρεί- θα μπορούσε να ΄ναι περιζήτητος στις υπηρεσίες της αντικατασκοπείας, ή της ανάκρισης αιχμαλώτων, αντί να φορτωθεί το γυλιό και τον οπλισμό των τριάντα οκάδων και «να χαθεί παραπατώντας μες στα χιονισμένα φαράγγια ένας ακόμη ποιητής, ένας ακόμη αθώος στο δρόμο του μαρτυρίου».
Συνεχίζοντας ο Ελύτης γράφει για το τραγικό του τέλος: «Φαίνεται ότι πέρασε φρικτές ώρες… Φώναζε βοήθεια στους άλλους φαντάρους, αυτός ο Χριστιανός φώναζε «αδέλφια» και τ’ «αδέλφια» τον κοροϊδεύανε, τα πιο αδίσταχτα βαλθήκανε κιόλας να του κλέβουνε κουβέρτες, μάλλινα, οτιδήποτε χρήσιμο μπορούσε ο δόλιος να κουβαλεί. Απόμεινε σαν το κατατρεγμένο πουλί μέσα στην παγωνιά. Χωρίς να βαρυγκομήσει. Χωρίς να ξεστομίσει έναν πικρό λόγο. Περήφανος, μ’ ένα σώμα ελάχιστο και μια μεγάλη ψυχή, που τον κράτησε όσο που να τραγουδήσει ακόμη λίγο: “Εγώ που οδοιπόρησα με τους ποιμένες της Πρεμετής” – κι ύστερα ν’ ανεβεί “στους τόπους που αγγέλλουν τον ουρανό και συνομιλούν με τον ήλιο”. Και καταλήγει ο Ελύτης:
«Έτσι πέθανε ένας Έλληνας ποιητής, όταν οι συνάδελφοί του στη Δύση βλαστημούσανε το Θεό κι εμπιστεύονταν στη μαριχουάνα. Έπρεπε να το διαφυλάξουμε αυτό, να το κάνουμε σύμβολό μας και κουράγιο μας, τώρα που άρχιζαν άλλα δεινά, η πείνα, η κλούβα, οι εκτελέσεις στον τοίχο».
Ο Σαραντάρης εκτός από πρωτοπόρος στη σύγχρονη ποίηση και στον χριστιανικό υπαρξισμό ήταν και πρότυπο πατριώτη. Η οικογένειά του ζούσε για εκατό και πλέον χρόνια στην Ιταλία. Όμως όλα τα μέλη της διατηρούσαν την ελληνική τους συνείδηση και ταυτότητα. Ο Σαραντάρης τελειώνει τα Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Ματσεράτα και έρχεται στην Ελλάδα να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και μένει πλέον μόνιμα.
Αυτοδίδακτος στα ελληνικά τα καλλιεργεί και εκφράζεται άριστα στην ποίηση του και στον φιλοσοφικό του στοχασμό. Ανακαλύπτει το μεγάλο ταλέντο του Οδυσσέα Ελύτη, ενισχύει τη Ζωή Καρέλλη να ασχοληθεί με την ποίηση, έχει ενδιαφέροντα φιλοσοφικό επιστολικό διάλογο με τον Πεντζίκη. Στην περίπτωσή του έχει εφαρμογή το πώς η Ελλάδα τρώγει καμιά φορά τα άξια παιδιά της.
Πηγή: Ημερολόγιο Αποδημίας, Αβέρωφ