Ο Δυτικός Πόντος δέχτηκε ομολογουμένως περισσότερο την καταστροφική, γενοκτονική, μανία σε σχέση με τον Ανατολικό. Στις περιοχές της Αμισού και της Πάφρας ο φόρος αίματος ήταν βαρύς. Υπάρχουν πάμπολλες ιστορίες φρίκης από την εξόντωση που συντελέστη.
«Στις 5 Απριλίου του 1921 ο στρατός βοηθούμενος υπό τσετέδων και χωρικών άρχισε αιφνίδια επίθεση εναντίον ολόκληρης της περιφέρειας της Πάφρας. Αυτά που συνέβησαν είναι αδύνατο να περιγραφούν με την πένα. Ακολούθησαν εμπρησμοί, τουφεκισμοί, φόνοι με λόγχες, απαγχονισμοί, ατιμώσεις. Η καταστροφή κράτησε ένα μήνα. Στις 5 Ιουνίου η πόλη της Πάφρας περικυκλώθηκε από κάθε κατηγορία σφαγέων και έδωσαν τέλος σε ό,τι θύμιζε το ελληνοχριστιανικό παρελθόν της», αναφέρει ο Δημήτρης Ψαθάς στη «Γη του Πόντου», στην οποία κάνει λόγο για 75.000 εκτοπίσεις Ελλήνων στα παραλία Σαμψούντας-Πάφρας.
Μία από τις χαρακτηριστικότερες μαρτυρίες κτηνωδίας που καταγράφεται στο βιβλίο του Πρωτοπρεσβύτερου Νικόλαου Κυνηγόπουλου «Πάφρα του Πόντου – Η χώρα των γενναίων», θα σας παρουσιάσει σήμερα το Newpost.
Αναφέρεται στο αιματοκύλισμα της περιοχής Ότκαγια του δυτικού Νεπιέν της Πάφρας μέσα στη σπηλιά που ήταν γνωστή και ως «Παχατσάχ Παναγιασί» που σημαίνει «η Παναγία που κάνει τον τυφλό να βλέπει».
Εκεί μεταξύ 16 και 21 Απριλίου «… είχαν κρυφτεί 600 γυναικόπαιδα και 60 αντάρτες. Η διαταγή του αφανισμού δόθηκε από τον Ραφέτ Πασά της Σαμψούντας στον Ταλίπ τσαούς με αμοιβή 500 λίρες και όσα θα είχαν τα κουφάρια των Ελλήνων. Τέσσερις ημέρες συνεχών επιθέσεων δεν απέδωσαν, και η είδηση δραστηριοποίησε τον ίδιο τον Μεχμέτ που κατέφθασε με ένα σύνταγμα και τρία ορεινά πυροβόλα. Η τρίωρη πρώτη επίθεση δεν είχε αποτελέσματα. Οι άστοχες σφοδρές επιθέσεις της δεύτερης μέρας οδηγούν στην απόφαση να περιμένει να εξαντληθούν τα πολεμοφόδια των αποκλεισμένων. Την τρίτη μέρα φάνηκε στην πλευρά των Ποντίων η έλλειψη πυρομαχικών. Η προσπάθεια να ζητήσει ειρήνευση και παράδοση αποτυχαίνει, και έξαλλος διατάζει ο Μεχμέτ να φράξουν την είσοδο της σπηλιάς με οβίδες και ακολούθως αρχίζει γενική επίθεση. Κοντά στη σπηλιά έγινε μεγάλη μάχη.
Ξαφνικά σταμάτησαν οι πυροβολισμοί και άρχισε ένα παράξενο θέαμα. Οι αντάρτες φιλιόντουσαν μεταξύ τους και αποχαιρετούσαν τα γυναικόπαιδα. Ακούστηκαν ξανά πυροβολισμοί. Αυτοκτονούσαν για να μην πέσουν στα χέρια τους. Ένας από τους τελευταίους έβγαλε άσπρη σημαία και φωνάζει πως τα γυναικόπαιδα παραδίνονται.
Μπαίνουν στη σπηλιά πατώντας στα αγκαλιασμένα πτώματα των ανταρτών και ακολούθησαν λεπτά κόλασης. Σκηνές βίας, ατίμωσης, οργίων και θανάτου πήραν σειρά για ώρες. Οι κραυγές πόνου, ντροπής, φρίκης αντιλαλούσαν στη σπηλιά της Παναγιάς χωρίς τελειωμό. Τα μπουλούκια των αποκτηνωμένων, αφού κόρεσαν όλα τα βρομερά και βάρβαρα ένστικτά τους, έσυραν τα γυναικόπαιδα έξω από τη σπηλιά και στη συνέχεια στην πλατεία του χωριού Τζαχιούρ. Εκεί ατίμασαν ομαδικά τις γυναίκες και τα κορίτσια και τουφέκισαν τα παιδιά. Την επομένη με διαταγή του Μεχμέτ έκοψαν τα κεφάλια τριάντα ανδρών και τα έστειλαν ως τρόπαιο νίκης στον Ραφέτ. Τα τριακόσια γυναικόπαιδα που έμειναν στο τέλος της μέρας, στάλθηκαν εξορία με προορισμό την Κασταμονή, όπου έφτασαν τελικά 83 μισοπεθαμένα κορμιά».
Λίγοι ήταν οι επιζήσαντες αυτών των εκκαθαρίσεων από τη συγκεκριμένη περιοχή, στην οποία μέχρι σήμερα ο φανατισμός είναι άκρατος. Δεν ήταν τυχαίες οι αντιδράσεις που ακολούθησαν της παρουσίας του Οικουμενικού Πατριάρχη, Βαρθολομαίου στη Σαμψούντα και την Πάφρα τον Οκτώβριο του 2018.
Πηγή: newpost.gr, Infognomon Politics