6 Απριλίου 1941 η Γερμανική επίθεση στην Ελλάδα.
Οι Έλληνες για άλλη μια φορά θα αντιστέκονταν στο κατακτητή και θα κατάφερναν να κάνουν ένα άθλο στη γραμμή Μεταξά απέναντι στις υπέρτερες δυνάμεις του Χίτλερ.
Η Ελλάδα μετά από αυτό θα έμπαινε στο μαύρο σκοτάδι της κατοχής που όμως και πάλι θα σήκωνε το κεφάλι δημιουργώντας το έπος της εθνικής αντίστασης απέναντι στην τριπλή κατοχή των Γερμανών, Ιταλών και Βουλγάρων.
Η προσφορά των Ελλήνων της Κύπρου στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο είναι γνωστή και μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, σήμερα που είναι η επέτειος της Γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα αναφερόμαστε και θυμόμαστε την προσφορά και την συμμετοχή των Κυπρίων μέσα από τις τάξεις του ελληνικού στρατού.
Ο εκ Κύπρου Ανθυπολοχαγός του ελληνικού στρατού, Όμηρος Παπαδόπουλος πολέμησε στην μάχη του οχυρού ΙΣΤΙΜΠΕΗ και η μαρτυρία του είναι σημαντική για την νεώτερη ελληνική στρατιωτική ιστορία.
Υπήρξε στενός συνεργάτης του Στρατηγού Γεωργίου Γρίβα – Διγενή τόσο την περίοδο της κατοχής όσο και αργότερα ως υπασπιστής του κατά την επιστροφή στην Αθήνα μετά τον Αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-1959.
Οι δυο τους γνωρίστηκαν στα τέλη Ιουνίου 1941 όταν ο νεαρός τότε ανθυπολοχαγός Όμηρος Παπαδόπουλος μετά την ελληνική συνθηκολόγηση επέστρεψε στην Αθήνα και μετατέθηκε άοπλος στο τμήμα μελετών της υπηρεσίας Στρατιωτικών Αρχείων όπου προιστάμενος ήταν ο Αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας.
Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Ο. Παπαδόπουλου απ’ αυτή την πρώτη συνάντηση και τον φόβο του να του πει από πού είναι λόγω Αγγλίας:
«Ο Γρίβας βλέπων τους δισταγμούς μου να απαντήσω ως προς τον τόπο καταγωγής μου, συνέχισε εις έντονο ύφος.
«Κύριε ανθυπολοχαγέ σας διέταξα να μου αναφέρεται τον τόπο όπου γεννηθήκατε.
Πιστεύω να με ακούσατε».
Μη δυνάμενος να συνεχίσω την σιωπήν μου απήντησα:
«Είμαι από την Κύπρο, ελπίζω να μη τα αναφέρετε εις τους Γερμανούς, διότι αυτοί θα με συλλάβουν».
Με το πέρας της απαντήσεώς μου, ο Γρίβας με ένα χαμόγελο συνέχισε εις άπταιστον Κυπριακήν διάλεκτον.
«Τζιέ εγώ ρέ, από πού είμαι;
Είμαι από το Τρίκωμον που το λεν κοφτά τζιέ Τρικομίτικα».
Έτσι γνωρίστηκαν και όταν έφθασε το πλήρωμα του χρόνου για την δημιουργία της Εθνικής Αντιστασιακής Οργάνωσης «Χ» ο Γρίβας θα μυήσει τον νεαρό αξιωματικό που κρατούσε πολλές επαφές με τους Κύπριους εξόριστους του 1931 μέσω του αδελφού του που υπήρξε ενεργό μέλος της κυπριακής αδελφότητας των Αθηνών από φοιτητής.
Τα απόμενα χρόνια η σχέση των δυο ανδρών θα εδραιωθεί βαθιά και όταν ήταν να επιστρέψει ο Διγενής στην Αθήνα μετά το πέρας του Αγώνα της ΕΟΚΑ, τον Μάρτιο του 1959, ο συνταγματάρχης πια Όμηρος Παπαδόπουλος θα μεταβεί στη Λευκωσία ως μέλος της συνοδείας για να τον παραλάβει και έκτοτε θα υπηρετήσει ως υπασπιστής του στρατηγού.
Η γλαφυρή και γεμάτη συγκίνηση μαρτυρία του νεαρού αξιωματικού αποτυπώθηκε σε βιβλίο για πρώτη φορά αμέσως μετά την απελευθέρωση με την έγκριση του τμήματος πληροφοριών του ΓΕΣ (9-10-1945) με διευθυντή τον Συν/ρχη Πυροβολικού Στυλιανό Κιτριλάκη που υπήρξε Δ/ντης 3ου επιτελικού γραφείου του ΓΕΣ κατά την έναρξη του Ελληνοιταλικού πολέμου με βοηθό τον ταγματάρχη τότε Γεώργιο Γρίβα.
Τα επόμενα χρόνια θα ακολουθήσου κι άλλες εκδόσεις αυτής της μοναδικής μαρτυρίας.
«H MAXH ΤΟΥ ΙΣΤΙΜΠΕΗ 6 Απριλίου 1941
(Μαρτυρία του Ανθυπολοχαγού Όμηρου Παπαδόπουλου)
Μετά την επανάσταση της Σερβίας την 27η Μαρτίου 1941 δεν αμφέβαλλε κανένας, ότι η ώρα της επίθεσης ήταν πολύ κοντά.
Επείγουσες διαταγές του Τομέα διέτασσαν άγρυπνη επιφυλακή του οχυρού Ιστίμπεη που βρισκόταν στα 1450 μ. υψόμετρο σε πολύ δύσβατη κορυφή του Μπέλλες.
Πλησίαζε το ξημέρωμα της Κυριακής 6 Απριλίου, όταν στις 5 περίπου ακούω:
«Κύριε Ανθυπολοχαγέ, από το 23 βουλγαρικό φυλάκιο πυροβόλα και πυροβόλα βάλλουν κατά του οχυρού και του στηρίγματος της ‘Άσπρης Πέτρας’.
Δεν είχε τελειώσει την αναφορά του ο ενεδρευτής Λοχίας και άρχισαν τα ουρλιάσματα των σειρηνοφόρων αεροπλάνων να την επιβεβαιώνουν.
Δεν μου έμενε πια καμιά αμφιβολία, ότι η μεγάλη μάχη άρχισε.
Ο βομβαρδισμός του οχυρού από τα εχθρικά αεροπλάνα και πυροβόλα είναι σφοδρότατος.
Σύννεφα καπνού και χωμάτων σηκώνονται μπροστά στα φατνώματα και μας τυφλώνουν.
Δεν βλέπουμε ένα μέτρο μπροστά μας.
Τα αέρια της βολής μας αρχίζουν να μας ζαλίζουν, ενώ τα κουδούνια των τηλεφώνων δημιουργούν πανδαιμόνιο.
Ατελείωτες αναφορές για τις απώλειες και γενικά για την κατάσταση.
Σε πέντε λεπτά η Διμοιρία έχει 5 τραυματίες, τους καλύτερους σκοπευτές, που κολλημένοι στο πυροβόλο προσπαθούσαν να κτυπήσουν τον εχθρό.
Δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγραφτεί η κόλαση που δημιουργήθηκε.
Θα έπρεπε κανείς να έχει ατσαλένια νεύρα και στρατιώτες υπεράνθρωπους για να μπορέσει ν’ αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση.
Τα πυροβόλα είχαν σταματήσει να βάλλουν γιατί δεν έβλεπαν.
Σε λίγο όμως τα σύννεφα άρχισαν να διαλύονται και κάπου-κάπου φαινόταν το εχθρικό πεζικό που έκανε εξόρμηση.
Η κύρια φάση του αγώνα τώρα αρχίζει, ενώ ο βομβαρδισμός συνεχίζεται.
Τους αφήνω και πλησιάζουν στα συρματοπλέγματα ανενόχλητοι.
Έχουν πιστέψει, ότι αχρηστεύθηκαν τα πυροβόλα μας από το πυροβολικό τους.
Αλλά τι απογοήτευση γι’ αυτούς όταν ξαφνικά 6 πυροβόλα αρχίζουν να τους θερίζουν.
Το κύμα ήταν πυκνό.
Σε 5 λεπτά μπροστά μας δεν βρισκόταν τίποτε άλλο από νεκρούς.
Η πρώτη εξόρμηση του εχθρού απέτυχε, με απώλειες τεράστιες γι’ αυτόν και μερικούς τραυματίες για μας.
Η χαρά όλης της Διμοιρίας ήταν απερίγραπτη και ζητωκραυγές με χειροκροτήματα ακούγονται σε όλο το οχυρό.
Αρχίζουμε να πιστεύουμε πως το θαύμα θα επαναληφθεί.
Η απόκρουση της επίθεσης δεν ήταν μια απλή απόκρουση.
Για μας ήταν ένα κτύπημα που το έδινε η μικρή αλλά περήφανη Ελλάδα στη μεγάλη και αήττητη Γερμανία.
Εκείνη τη στιγμή ήταν μια νίκη της Ελλάδας εναντίον της Γερμανίας, που κερδιζόταν στο πεδίο της τιμής.
Και τη νίκη αυτή χάρισε στην πατρίδα ο ηρωισμός των παιδιών της.
Γι’ αυτό η χαρά και η υπερηφάνεια μας δικαιολογημένα ήταν μεγάλη.
Ο καθένας από μας κοίταζε τον άλλο με το μέτωπο ψηλά, με τη συναίσθηση πως έκαμε καλά τη δουλειά του και τη σκέψη ότι κατά τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε να αντικρούσει όλο τον κόσμο.
Πόσο ευτυχισμένος ήταν καθένας γιατί μπορούσε να πει στα αδέλφια του που πολεμούσαν στ’ αλβανικά βουνά: «βλέπετε;
Φάνηκα πιστός στην υπόσχεσή μου»!
Σημειώνω ότι τέτοια ήταν η δράση του μοναδικού αντιαεροπορικού μας, που οι Γερμανοί ζητώντας επίμονα μετά την κατάληψη του οχυρού να επισκεφθούν τη θέση του και να γνωρίσουν τον Έλληνα Ανθυπολοχαγό Διοικητή του, έμειναν κατάπληκτοι στο άκουσμα, ότι ήταν ένα μικρό αντιαεροπορικό των 37 και δεν μπορούσαν να ησυχάσουν στη σκέψη ότι το πλήρωσαν με 4 Στούκας.
Στις 10 το πρωί σταμάτησε πια και η αντιαεροπορική μας άμυνα.
Τα εχθρικά αεροπλάνα πετάνε πάνω από το οχυρό κατά εκατοντάδες.
Τι έχουν να φοβηθούν;
Στη θέση του αντιαεροπορικού μας είναι μια άμορφη μάζα από το τσιμέντο, το πυροβόλο και τους πιστούς του υπηρέτες.
Για δικά μας αεροπλάνα ούτε να γίνεται λόγος!
Ανενόχλητοι τώρα κατεβαίνουν κατά δεκάδες οι αλεξιπτωτιστές-δυναμιτιστές και αρχίζουν το φοβερό τους έργο.
Άλλοι κρατούν πολυβόλα, άλλοι χειροβομβίδες ειδικές, άλλοι άγνωστες πολεμικές σε μας ύλες.
Σε λίγη ώρα, δυο σκοποί που ήταν έξω από το πρωί και σώθηκαν έπειτα από πολλούς κινδύνους, μπαίνουν στο οχυρό και μας δίνουν τις σχετικές πληροφορίες.
Περίπου 200 αλεξιπτωτιστές είναι πάνω στο οχυρό.
Αμέσως δίνω την πληροφορία στο Διοικητή μου και ζητά από τον Υποτομέα την εκτέλεση της προβλεπομένης αντεπιθέσεως από το Τάγμα Γεραμάνη.
Με χαρά μού κοινοποιεί τη διαταγή της έναρξης της αντεπίθεσης του Τάγματος.
Οι στρατιώτες που στο μεταξύ διεξάγουν ένα σκληρό αγώνα με τους αλεξιπτωτιστές, υποδέχονται με έκδηλη χαρά την πληροφορία.
Ελπίζουμε ότι σε δυο το πολύ ώρες θα απαλλαγούμε από τους ανεπιθύμητους επισκέπτες που σαν εφιάλτες είναι από πάνω μας.
Δυστυχώς, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του οχυρού προς τον Υποτομέα, η αντεπίθεση, άγνωστο για ποιο λόγο, δεν εκδηλώθηκε, μολονότι προβλεπόταν από το σχέδιο άμυνας και εκδόθηκε διαταγή εκτέλεσης.
Οι υπερασπιστές του οχυρού εξακολουθούν να μάχονται με απαράμιλλο ηρωισμό κατά των αλεξιπτωτιστών-πολυβολητών.
Η κατάσταση είναι απελπιστική.
Οι αλεξιπτωτιστές παρ’ όλες τις απώλειες τους προχωρούν προς την είσοδο του οχυρού.
Τώρα δεν κτυπιόμασταν ούτε από αυτόματα όπλα ούτε από αεροπλάνα ούτε από πυροβολικό.
Κάπου-κάπου μόνο βαλλόμαστε από όπλα ευθυτενούς τροχιάς μεγάλου διαμετρήματος, στα φατνώματα των έργων.
Αντίθετα όμως, οι δυναμιστές άρχισαν μια έντονη δράση.
Με ηλεκτρικά τρύπανα προσπαθούν να ανοίξουν τρύπες στο μπετόν-αρμέ και με δυναμίτες να καταστρέφουν τα έργα.
Ακούμε καλά τα τρύπανα που εργάζονται.
Οι δυναμιστές με ειδικά μηχανήματα πετάνε εκ του ασφαλούς δυναμίτες μέσα στα πολυβολεία από τα φατνώματα.
Στις 2 μετά το μεσημέρι κατορθώνουν να καταστρέψουν τον προβολέα και να εξουδετερώσουν άλλα δυο μετωπικά πολυβολεία, καθώς και όλα τα νωτιαία.
Το μόνο ορειβατικό πυροβόλο των 75, που μας απόμεινε, έπειτα από μια τρομερή μονομαχία με τα πυροβόλα που οι Γερμανοί, αδιαφορώντας για τις απώλειες τους, έστηναν αδιάκοπα στην 34 πυραμίδα, αναγκάζεται να σιωπήσει, από έλλειψη πυρομαχικών.
Η κατάσταση του οχυρού είναι σοβαρή.
Η αντεπίθεση του πίσω Τάγματος, που ασφαλώς θα μας έσωζε, δυστυχώς δεν γίνεται.
Το πυροβολικό υποστηρίξεως εκτός οχυρού, ύστερα από μια έξοχα αποτελεσματική δράση, σίγησε έπειτα από διαταγή να αποσυρθούν τα εκτός οχυρών τμήματα στη γραμμή ΚΡΟΥΣΙΑ ΣΤΡΥΜΩΝ.
Με το Λοχαγό μου και καμιά δεκαριά ψυχωμένα παιδιά αποφασίζουμε μια έξοδο από το οχυρό!
ΕΊχαμε αρχίσει να βγαίνουμε.
Ο εχθρός μας αντιλήφθηκε και άρχισε να βάλλει με αυτόματα όπλα από πίσω και από το πλευρό.
Σε λίγο ο Διοικητής, καλεί επειγόντως το Λοχαγό μου μέσα.
Προχωρούμε μόνοι.
Είχαμε πάρει περίπου 40 οπλοβομβίδες και από 100 φυσίγγια.
Οι Γερμανοί ήταν καμουφλαρισμένοι πάνω στα πολυβολεία.
Ξαπλωμένοι καθώς ήταν φαίνονταν σαν σκοτωμένοι.
Σκεπτόμαστε να γυρίσουμε πίσω στο οχυρό μιας και δε βλέπουμε ζωντανό.
Ένας όμως στρατιώτης, πονηρός, κεφαλλονίτης, επιμένει.
Εγώ θα ρίξω μια, έστω και σε πεθαμένους.
Και δεν αργεί.
Οι πεθαμένοι σηκώνονται.
Τα έχουν χάσει.
Προσπαθούν να βρουν από πού βάλλονται.
Δεν μας βλέπουν που τους χτυπάμε και δεν φαντάζονται πως τους έβαλαν οι δικοί τους απ’ την οροθετική.
Πραγματικά δέχονταν εκτός από τα δικά μας πυρά και Γερμανικά, που είχαν στόχο τους εμάς, μόλις έγινε αντιληπτή η έξοδός μας από το οχυρό και άρχισε η δράση μας.
Σε λίγο έχουμε ξεκάνει τους μισούς και οι υπόλοιποι φεύγουν προς τα αριστερά.
Η δύσκολη προσπάθεια μας πέτυχε.
Έπρεπε να συνεχισθεί.
Αλλά πως;
Με 13 στρατιώτες χωρίς ούτε μια σφαίρα και που ήταν μακριά από τη βάση τους χωρίς σύνδεσμο;
Έτσι, αναγκάζομαι να διατάξω επιστροφή.
Αφού μια ώρα κυνηγήσαμε τον εχθρό και τον αποδεκατίσαμε, γυρίσαμε όλοι στις θέσεις μας.
Οι δυναμιστές έπαψαν για λίγη ώρα να μας ενοχλούν.
Η ώρα είναι 15:30’.
Κατεβαίνω στο σταθμό Δ/σής μου.
Διατάσσω να δώσουν σ’ όλους τους στρατιώτες μου κονιάκ.
Κάθομαι πέντε λεπτά στο σταθμό.
Βυθίζομαι σε σκέψεις.
Σ’ αυτά τα λίγα λεπτά, σαν κινηματογραφική ταινία περνά μπρος στα μάτια μου όλη η ζωή μου.
Είναι η μοναδική στιγμή που θυμήθηκα το σπίτι μου και τους φίλους μου.
Με τη σκέψη, ότι ήταν πολύ πιθανό να μην τους ξαναδώ, δεν μπόρεσα να κρατήσω ένα δάκρυ.
Προσεκτικά το σκούπισα με το μαντήλι μου για να μη γίνω αντιληπτός από τους στρατιώτες μου.
Είναι βέβαια και ο αξιωματικός άνθρωπος με αδυναμίες, όπως όλοι οι συνάνθρωποί του.
Οι στρατιώτες όμως, και μάλιστα στη μάχη, τον φαντάζονται πολύ διαφορετικό.
Κι ένα από τα δύσκολα καθήκοντα του αξιωματικού είναι να φαίνεται στα μάτια των στρατιωτών όχι εκείνος που είναι, αλλά εκείνος που αυτοί φαντάζονται.
Βασίζαμε όλες τις ελπίδες μας στο ότι η αντεπίθεση θα γινόταν και σύντομα θα διώχναμε τον εχθρό.
Μα οι ώρες περνούν.
Οι δυναμιστές, αφού ενισχύθηκαν, δρουν πιο έντονα και η αντεπίθεση δεν εκδηλώνεται.
Το δεξιό οχυρό βρισκόταν στην ίδια κατάσταση.
Το αριστερό μας δεν φαίνεται γιατί το δάσος που μας χωρίζει έχει πάρει φωτιά.
Μάταια κάνουμε έκκληση με τον ασύρματο: «το οχυρό Ιστίμπεϊ κινδυνεύει.
Στείλτε επειγόντως ενισχύσεις».
Κανείς δεν απαντάει στις επικλήσεις μας.
Αρχίζουμε να προαισθανόμαστε την τύχη του οχυρού μας.
Έχει τώρα νυχτώσει.
Αρχίζει ο φρικτότερος πόλεμος.
Ο πόλεμος των στοών.
Οι Γερμανοί, αφού εξουδετέρωσαν το έργο του προβολέα με κιβώτια δυναμίτιδας, πλάτυναν το άνοιγμα του φατνώματος και άρχισαν να κατεβαίνουν στις στοές.
Αποσύρονται τα πολυβόλα του έργου στους διαδρόμους και, σβήνονται τα φώτα.
Οι πολυβολητές είναι ταμπουρωμένοι πίσω από γαιόσακους στη γωνία του κεντρικού διαδρόμου.
Οι Γερμανοί έχουν μπει στο διάδρομο.
Απέχουν μόλις 20μ. από τα πολυβόλα.
Με κρατημένη την αναπνοή και το δάκτυλο στην σκανδάλη, περιμένουν οι σκοπευτές τη διαταγή του αξιωματικού.
Οι εχθροί είχαν πλησιάσει περίπου στα 8 μέτρα, χωρίς να αντιληφθούν τι τους περίμενε.
Ακούγεται μια λέξη:
΄Πυρ’ και το οχυρό βουίζει από τα κακαρίσματα των πολυβόλων.
Σ΄ ένα λεπτό και οι 100 Γερμανοί, που τόλμησαν να διεισδύσουν στο οχυρό ήταν ξαπλωμένοι στο διάδρομο σε μια μεγάλη λίμνη αίματος, πολλοί νεκροί κι άλλοι βαριά τραυματισμένοι, βογκώντας από τους πόνους.
Είναι αλήθεια ότι ο πόλεμος προκαλεί φρίκη.
Αλλά αν αυτό που γίνεται στον πόλεμο προκαλεί φρίκη, αυτό που γίνεται στον πόλεμο των στοών δε μπορεί να περιγραφεί.
Οι στοές είχαν γεμίσει από ανθρώπινα πτώματα, που κολυμπούσαν στο αίμα.
Τα πολυβόλα έβαλαν τώρα μέσα στις στοές ενώ κάπου-κάπου διακόπτονται από τις τρομερές εκρήξεις τις δυναμίτιδας των Γερμανών.
Ο εχθρός, βλέποντας ότι απέτυχε και στην προσπάθεια του να διεισδύσει στο οχυρό, αλλάζει το σχέδιο.
Με ειδικά τρύπανα προσπαθεί να καταστρέψει το οχυρό μας, αλλά τίποτε δεν κατορθώνει.
Σε λίγο το οχυρό Κελ-Καγιά μας καλεί επειγόντως.
Αφού έκαψαν την πόρτα με φλογοβόλα άρχισαν να του ρίχνουν αέρια.. η πληροφορία του γειτονικού οχυρού ήταν τρομακτική.
Ποτέ δεν περιμέναμε ότι ο εχθρός θα έφτανε σε τέτοιο σημείο!
Είναι τώρα περασμένα μεσάνυχτα.
Κανένας όμως δεν κοιμάται.
Τα όπλα μας έχουν καταλάβει νέες θέσεις μέσα στις στοές.
Οι αξιωματικοί γυρίζουν συνεχώς από πολυβόλο σε πολυβόλο.
Κάθε λίγη ώρα επισκεπτόμαστε τους τραυματίες μας.
Και η πιο πέτρινη καρδιά δε θα μπορούσε να μη συγκινηθεί μέσα σ’ εκείνο το περιβάλλον του αναρρωτηρίου.
Ο γιατρός με ψυχραιμία χειρουργεί συνεχώς, χωρίς να ξεκουράζεται.
Πολλοί τραυματίες κλαίνε, γιατί δεν μπορούν πια να πολεμήσουν, και άλλοι ζητούν να μας εμπιστευθούν τα μυστικά τους, επειδή προαισθάνονται ότι σε λίγο θα βρίσκονται εκεί όπου ξεκουράζονται οι ήρωες.
Ομολογώ ότι ο ίδιος δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα δάκρυα μου φεύγοντας από το χειρουργεί-αναρρωτήριο.
Η κατάσταση του οχυρού χειροτερεύει.
Σε λίγο φθάνει περίλυπος ένας αγγελιοφόρος, που με σχεδόν μισοσβυσμένη την φωνή, μου μεταβιβάζει τη διαταγή:
«Καλούνται όλοι οι Αξιωματικοί του οχυρού σε συμβούλιο, στο γραφείο του Διοικητή».
Έχοντας όλοι επίγνωση της κατάστασης, αρχίζουμε να συγκεντρωνόμαστε στο γραφείο του διοικητή μας.
Η κούραση και η λύπη είναι ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων.
Με φωνή σταθερή, ο διοικητής μας εκθέτει την κατάσταση του οχυρού και ζητάει ονομαστικά την γνώμη καθενός αξιωματικού.
Κανένας όμως δεν μιλάει.
Ξέρουμε όλοι, ότι δεν μπορούμε να αντισταθούμε πια, μα δεν θέλαμε να μιλήσουμε για συνθηκολόγηση.
Η θέση του Διοικητή είναι αλήθεια πολύ δύσκολη.
Από το ένα μέρος η ευθύνη για τους άνδρες που έχει στις διαταγές του από το άλλο μέρος η θέση του οχυρού.
Γι’ αυτό μας ζητάει επίμονα τη γνώμη μας.
Επιμένει, μας παρακαλεί να πούμε μια λέξη, ένα όχι ή ένα ναι.
Σ΄αυτό το διάστημα ο εχθρός δεν κάθεται.
Αρχίζει να ρίχνει αέρια και στο δικό μας οχυρό.
Φθάνουν τα πρώτα θύματα και ο γιατρός γνωματεύει:
‘Θάνατος από αέρια!’….
Με πλήρη συναίσθηση της ιστορικής μας ευθύνης μας και της κρισιμότητας της κατάστασης του οχυρού που ήταν πια σχεδόν άχρηστο και σαν δεν απέμειναν όπλα, αποφασίσαμε ομόφωνα:
Οπωσδήποτε ν’ αμυνθούμε και τη δεύτερη μέρα με ότι μας απέμεινε.
Αν μπορούμε να διαφύγουμε προς το Νότο, κατόπιν αναγνώρισης, να συμπτυχθούμε το βράδυ.
Τέλος αν η φυγή είναι αδύνατη προς Ν. και δεν υπάρχει καμιά ελπίδα για βοήθεια, τότε να συνθηκολογήσουμε υπό τους όρους:
α) Να είμαστε αιχμάλωτοι των Γερμανών και όχι των Βουλγάρων.
β) Να θάψουμε τους νεκρούς μας και να πάρουμε τους τραυματίες μας και
γ) Να είμαστε όλοι οι αξιωματικοί με τους στρατιώτες μας. Εξουσιοδοτήσαμε όλοι τον διοικητή να πάρει την απόφαση τη στιγμή που θα έκρινε αυτός κατάλληλη.
Η Μεραρχία , αφού αναγκάστηκε να μας εγκαταλείψει, συμπτύχθηκε.
Για μια ακόμα φορά μας καλεί ο Διοικητής και μας ανακοινώνει, ότι η κατάσταση είναι τέτοια, που τον αναγκάζει, παρ’ όλη τη λύπη που δοκιμάζει, να προτείνει τη συνθηκολόγηση.
Μας ρωτά για τελευταία φορά αν έχουμε αντίρρηση. Ένας αξιωματικός κάνει αμέσως αναγνώριση των θέσεων του εχθρού και σύντομα αναφέρει.
Το οχυρό κυκλώθηκε και βρίσκονται επάνω του ισχυρότατες δυνάμεις.
Ο ασύρματος σε λίγο εκπέμπει:
‘Οχυρό Ιστίμπεϊ σε εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση. Άμυνα οχυρού κατόπιν αγώνος, εντός στοών και καταστροφής των 9/10 του οπλισμού του αδύνατη’.
Αλίμονο, το οχυρό Ιστίμπεϊ, το πλησιέστερο φρούριο προς τον εχθρό, αφού αμύνθηκε σκληρά επί δυο μέρες δίχως βοήθεια πυροβολικού, αναγκάζεται να υποκύψει!
Από όλη τη δύναμη του οχυρού το 1/3 περίπου, 25 νεκροί και 80 τραυματίες, βρίσκονταν εκτός μάχης.
Αυτή ήταν η κατάσταση του οχυρού όταν αποφασίστηκε η συνθηκολόγησή του.
Καταστρέφουμε κάθε όπλο, που είχε απομείνει και σε λίγο, την 17η ώρα της 7ης Απριλίου του 1941, ένα άσπρο μαντήλι δεμένο στην άκρη μιας βέργας υψώνεται στην κορυφή του Ιστίμπεϊ, για να δώσει το θλιβερό σήμα της συνθηκολόγησης.
Οι Γερμανοί πολεμιστές, εκτιμώντας την ηρωική άμυνα του οχυρού, αποδέχονται τους όρους, μας συγχαίρουν για την άμυνα, την οποία ομολογούν ότι ποτέ δεν φαντάζονταν και σε ένδειξη τιμής, γερμανικό απόσπασμα αποδίδει τιμές στους αξιωματικούς και στρατιώτες κατά την έξοδό τους από το οχυρό.
Όλοι κοιτάζουμε τους Γερμανούς όχι σαν ηττημένοι, αλλά σαν νικητές.
Τους παρατηρούμε μ’ ένα βλέμμα, σα να τους λέμε:
‘Αν είχαμε τα μισά από τα δικά σας μέσα, τότε θα βλέπατε!’.
Μόλις βγήκαμε από το οχυρό, με δάκρυα στα μάτια, επιδοθήκαμε στην ταφή των νεκρών μας και την τοποθέτηση των τραυματιών μας σε φορεία.
Ξαφνικά ένας Γερμανός λοχαγός κατευθύνεται προς το μέρος μου.
Αλληλοκοιταζόμαστε στα μάτια, σαν να θέλουμε κι οι δυο μας κάτι να θυμηθούμε.
Σε λίγο μιλάει πρώτος ο Γερμανός. «Είμαστε γνωστοί κύριε».
«Μάλιστα», του απαντώ.
Τον είχα αναγνωρίσει.
Ήταν ο Γερμανός λοχαγός, με τον οποίο είχα συναντηθεί λίγες μέρες πριν από την επίθεση στην 34 πυραμίδα.
Τώρα όμως δεν φορούσε τη βουλγάρικη στολή, όπως τότε, αλλά τη στολή του Γερμανού αξιωματικού.
«Βλέπεις, δεν σου το έλεγα, ότι δεν θα μπορέσετε να αντισταθείτε;», λέει τώρα ο Γερμανός με το ύφος του νικητή.
«Ναι», του απαντώ, «αλλά, σαν βλέπεις, έπεσαν και πολλοί Γερμανοί, όπως σου το είχα πει, για να περάσετε από εδώ».
Τι να μου απαντήσει;
Αυτό ήταν η αλήθεια.
Περισσότεροι από δυο χιλιάδες ήταν οι απώλειες της Μεραρχίας, που με λύσσα προσπάθησε να καταλάβει το οχυρό, όπως οι ίδιοι ομολόγησαν.
Με κτυπά στον ώμο χαϊδευτικά και προσθέτει:
«Λυπούμε γιατί δεν έχω καιρό να σου αποδείξω, ότι μπορούμε να γίνουμε καλοί φίλοι».
Με χαιρετά και τρέχει στο τμήμα του.
Το οχυρό Ιστίμπεϊ δεν υπάρχει πια.
Αξιωματικοί και στρατιώτες ψυχικά συντετριμμένοι, αλλά υπερήφανοι, γιατί έκαναν το καθήκον τους, οδηγούνται αιχμάλωτοι στο βουλγαρικό έδαφος!
Πριν ν’ αρχίσει η θλιβερή πορεία της αιχμαλωσίας, σα να μας είχε δοθεί σύνθημα, όλοι στραφήκαμε με καρφωμένο το βλέμμα προς τους νεοσκαμμένους τάφους, που σκέπαζαν τους ήρωες συναδέλφους μας.
Παραμείναμε ακίνητοι για μια στιγμή.
Προσευχηθήκαμε σιωπηλά και ορκισθήκαμε, ότι δεν θα ξεχάσουμε τους νεκρούς μας και ότι θα κάνουμε το παν για να φανούμε ο καθένας στο μέλλον, αντάξιος της θυσίας εκείνων και των προσδοκιών της πατρίδας.
Όταν δόθηκε η διαταγή της εκκίνησης, ένα θλιμμένο, αλλά και περήφανο δάκρυ αυλάκωσε τα πρόσωπα των πολεμιστών του Ιστίμπεϊ».
Σπύρος Δημητρίου
Αντιπρόεδρος ιδρύματος Στρατηγού Γεωργίου Γρίβα – Διγενή
Πηγή: (Ταγματάρχου ΟΜΗΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΟΧΥΡΟΥ «ΙΣΤΙΜΠΕΗ» (ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1941) β’ ΈΚΔΟΣΙΣ ΤΥΠΟΙΣ «ΠΥΡΣΟΥ» ΑΘΗΝΑ 1948.), Επίλεκτα