Πρόλογος
Σύσσωμη η μεσοπολεμική βιβλιογραφία με πρώτο τον Γρηγόριο Δαφνή, εξαίρει τον ρόλο του Κονδύλη στην διενέργεια των αδιάβλητων εκλογών του 1926, κυρίως λόγω της απόφασής του να μην συμμετέχει ο ίδιος και το κόμμα του.[1] Επίσης πολλοί ιστορικοί τονίζουν την αμεροληψία της όλης διαδικασίας και την ουδετερότητα που τήρησε ο κρατικός μηχανισμός έναντι των κομμάτων. Αυτή η εικόνα όμως δεν είναι ακριβής, καθώς παραγνωρίζει πολλά γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την προεκλογική περίοδο και σαφώς καταστρατήγησαν το αδιάβλητο της διαδικασίας. Ο Κονδύλης με μια σειρά από χειρισμούς, ευνόησε καθαρά τους βενιζελικούς και προσπάθησε αντίστοιχα να μειώσει την κοινοβουλευτική παρουσία των αντιβενιζελικών, καταστρατηγώντας τους όρους διεξαγωγής των εκλογών.
Η πρώτη καταστρατήγηση του αδιάβλητου των εκλογών έγινε τις 22 Σεπτεμβρίου 1926 όταν με μια αιφνιδιαστική κίνηση, ο Κονδύλης δημοσίευσε ως νόμους του κράτους το Σύνταγμα όπως το είχε επεξεργαστεί η επιτροπή των παπαναστασιακών χωρίς τις αλλαγές του Πάγκαλου, προεδρικό διάταγμα με την ημερομηνία των εκλογών (24 Οκτωβρίου), και το εκλογικό σύστημα που θα ήταν η απλή αναλογική. Από δηλώσεις του Καφαντάρη φαινόταν ότι ο βενιζελισμός στο σύνολό του είχε αποφασίσει οι ερχόμενες εκλογές να διεξαχθούν με το αναλογικό σύστημα και χρησιμοποιούσαν τον Κονδύλη για να επιβάλλουν τη θέληση τους αυτή.[2]
Η απαγόρευση των υποψηφιοτήτων των παγκαλικών υποψηφίων
Το δεύτερο στίγμα για την νομιμότητα των εκλογών υπήρξε η αντιδημοκρατική απόφαση του Κονδύλη να μην επιτρέψει την κάθοδο σε αυτές όλων όσοι είχαν διατελέσει υπουργοί κατά την παγκαλική περίοδο. Η απόφαση αυτή στηρίχθηκε ενεργά από όλους τους αρχηγούς των βενιζελικών κομμάτων που ορθά προέβλεπαν ότι ένα παγκαλικό κόμμα θα μείωνε την εκλογική τους επιρροή και θα έδινε ίσως και απόλυτη πλειοψηφία στον αντιβενιζελισμό. Ίσως απρόσμενα, πολλά δικαστήρια σε όλη την Ελλάδα (Πρωτοδικεία Αθηνών, Λαμίας, Χίου και Έβρου) αρνήθηκαν να εφαρμόσουν τον νέο νόμο ανακηρύσσοντας πανηγυρικά υποψηφίους τους περισσότερους από τους αποκλεισθέντες που έθεσαν κανονικά την υποψηφιότητα τους. Η αντίδραση του Κονδύλη υπήρξε άμεση και εντελώς εκτός των ορίων του πλέον στοιχειώδους διαχωρισμού των εξουσιών: με νέα συντακτική πράξη ακύρωσε εκ νέου τις υποψηφιότητες των πρώην παγκαλικών, κατήργησε την ισοβιότητα των δικαστών (άρθρα 92 και 93 του Συντάγματος) και απέλυσε απευθείας όλους όσοι δεν είχαν πειθαρχήσει (ασέβησαν σύμφωνα με το ΦΕΚ) στο πρώτο του Νομοθετικό Διάταγμα.[3] Στην ίδια πράξη ο Κονδύλης κατέστησε μόνο αρμόδιο για την των υποψηφίων βουλευτών το Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο με νέα σύνθεση κονδυλικής έμπνευσης απαγόρευσε συλλήβδην όλες τις υποψηφιότητες των παγκαλικών. Στην νέα αυτή αμφιλεγόμενη τουλάχιστον, ο Κονδύλης πρωτοβουλία βρήκε αρωγούς εκτός του Παπαναστασίου και τον Κουντουριώτη που υπέγραψε όλα τα σχετικά προεδρικά διατάγματα.[4]
Το επιστέγασμα του εξευτελισμού της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας ολοκληρώθηκε με νέα συντακτική πράξη του Κονδύλη που καταργούσε την προηγούμενη που απέλυε τους δικαστικούς, καθώς είχαν εγερθεί μεγάλες αντιδράσεις. Τελικώς στις εκλογές έναντι των αποκλεισθέντων παγκαλικών υποψηφίων κατέβηκαν στενοί συγγενείς τους οι οποίοι εξελέγησαν όλοι πανηγυρικώς. Εκλέχθηκαν ο Θαλής Τσιριμώκος αντί του Ιωάννη Τσιριμώκου, ο Ρούσος Κούνδουρος αντί του Ιωσήφ, ο Βασίλειος Κανακάρης Ρούφος αντί του Λουκά και ο Ιωάννης Ευταξίας αντί του Αθανάσιου. Οι βουλευτές καταγράφηκαν στα επίσημα κρατικά αποτελέσματα ως αντιβενιζελικοί, κατά την θητεία τους μέχρι το 1928 στήριξαν με τις παρεμβάσεις τους το Λαϊκό Κόμμα, ενώ πολλοί εξ αυτών τελικά προσχώρησαν σε αυτό.
Στη συνεδρίαση της Βουλής στις 20 Δεκεμβρίου 1926 που συζητήθηκε η εκ των υστέρων κύρωση της απόφασης του αποκλεισμού των τέως παγκαλικών πολιτευτών, η συγκεκριμένη τακτική αποδοκιμάστηκε έντονα από όλες τις πτέρυγες της Βουλής (Χ. Βοζίκης, Πετρακάκος, Α. Μητσοτάκης) αλλά ακόμη και από τον πρόεδρο του σώματος (Θ. Σοφούλης). Επίσης στηλιτεύτηκε έντονα από τον Π. Τσαλδάρη αλλά τελικώς υπερψηφίστηκε με μεγάλη πλειοψηφία (131 υπέρ και 58 κατά), καθώς σε ένα αντίθετο ενδεχόμενο θα σήμαινε την ακύρωση των εκλογών και την επανάληψη τους.
Άλλες επεμβάσεις κατά την προεκλογική περίοδο των εκλογών του 1926
Η άμεση επέμβαση του Κονδύλη στην εκλογική διαδικασία δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτές τις παράνομες πρωτοβουλίες. Οι Φιλελεύθεροι φοβούνταν και τις απειλητικές διαθέσεις των αστών προσφύγων που επιζητούσαν ξεχωριστή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση καθώς δεν είχαν μείνει ικανοποιημένοι στο ζήτημα των αποζημιώσεων τους που εκκρεμούσε. Για τον λόγο αυτό τις παραμονές των εκλογών, ο Κονδύλης προχώρησε σε καταβολή αποζημιώσεων στους αστούς πρόσφυγες για τις περιουσίες τους καλύπτοντας το 1/5 της δηλωθείσας περιουσίας. Το 1/5 του ποσού δόθηκε άμεσα με μετρητά και το υπόλοιπο ποσό σε κρατικές ομολογίες. Με την κίνηση αυτή ο Κονδύλης εξασφάλισε την εκλογική νομιμοφροσύνη των αστών προσφύγων υπέρ των βενιζελικών κομμάτων, αποσοβώντας την πιθανότητα οι αντιβενιζελικοί να πλειοψηφήσουν στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα.[5]
Αλλά και κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, ο Κονδύλης έκανε συνεχώς απειλητικές δηλώσεις εναντίον του ΛΚ και των πολιτειακών του απόψεων, ευνοώντας προσεκτικά τον Μεταξά που είχε αναγνωρίσει την Αβασίλευτη Δημοκρατία. Καθώς μετά τις εκλογικές τους συγκεντρώσεις οι οπαδοί των Λαϊκών ξεχύνονταν στους δρόμους φωνάζοντας συνθήματα υπέρ του Βασιλιά, ο Κονδύλης με επίσημη κυβερνητική του ανακοίνωση τους χαρακτήριζε ως καθάρματα και τους απειλούσε δημοσίως με θραύση των κεφαλών τους αν συνέχιζαν.[6] Επίσης ο κρατικός μηχανισμός και ο Στρατός παρείχαν μια διακριτική υποστήριξη στους Φιλελεύθερους, καθώς και οι Ελευθερόφρονες κατήγγειλαν τον νομάρχη Κοζάνης αλλά και τον Υποστράτηγο Τσιρογιάννη διοικητή του Δ΄ Σώματος Στρατού για εμπλοκή τους στην προεκλογική διαδικασία.[7] Ο ίδιος ο Κονδύλης κατηγορούσε τους αντιβενιζελικούς ότι αν υπερίσχυαν εκλογικά, θα διοργάνωναν νέο καταστροφικό πολιτειακό δημοψήφισμα όπως αυτό του Νοεμβρίου του 1920, προσπαθώντας να συσπειρώσει το βενιζελικό ακροατήριο.[8]
Συμπέρασμα – Η στάση των Δικαστών
Η απαγόρευση καθόδου των παγκαλικών υποψηφίων ήταν μια πλήρης αντισυνταγματική καταστρατήγηση βασικών θεμελιωδών διατάξεων του εν ισχύει Συντάγματος, καθώς αυτές έγιναν εκ των υστέρων, και κατά προφανή παράβαση της βασικής διάκρισης των εξουσιών. Οι υποψήφιοι είχαν λευκό ποινικό μητρώο, δεν είχαν καμμία καταδίκη εις βάρος τους για κάποιο πολιτικό αδίκημα, ούτε εκκρεμούσε εναντίον τους καμμία πολιτική δίωξη. Πρακτικά η απαγόρευση ήταν μια ωμή αντιδημοκρατική πρωτοβουλία του Κονδύλη υπό την ανεπίσημη κάλυψη των Φιλελευθέρων και του βαθέως βενιζελικού κράτους.
Η στάση των δικαστών έσωσε (για άλλη μια φορά) την τιμή και την υπόληψη του θεσμού που εκπροσωπούσαν και πρέπει να τονιστεί ότι οι περισσότεροι εξ αυτών ήταν βενιζελικοί λόγω των πολιτικών εκκαθαρίσεων εις βάρος των αντιβενιζελικών που προηγήθηκαν το 1922 και το 1923. Επίσης, οι αποφάσεις τους ήρθαν σε αντίθεση με τις εντυπώσεις της στιγμής στην κοινή γνώμη, καθώς φάνηκε να υποστηρίζουν τα απομεινάρια της δικτατορίας του Παγκάλου. Παρά το γεγονός αυτό, δεν υπέκυψαν στις πολιτικές πιέσεις που τους άσκησε η βενιζελογενής εξουσία του Κονδύλη, αλλά ακολούθησαν αυτό που επίτασσε η συνείδησή τους.
Πηγές
Γρηγοριάδης Φοίβος, Ελληνική Δημοκρατία, Τόμος Γ΄, Κέδρηνος, Αθήνα 1972.
Δασκαρόλης Ιωάννης Β., Τα Δημοκρατικά Τάγματα, Οι πραιτωριανοί της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, Παπαζήση, Αθήνα 2019.
Δασκαρόλης Ιωάννης Β., «Γεώργιος Κονδύλης, ο “Κεραυνός” (1879-1936)», περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχος 639, Αθήνα 2021.
Δαφνής Γρηγόριος, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων (τόμος Α΄), Κάκτος, Αθήνα 1999.
Καθημερινή, Βραδυνή, ΦΩΣ.
[1] Γρηγόριος Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων (τόμος Α΄), Κάκτος, Αθήνα 1999.
[2] Καθημερινή, 28.8.1926.
[3] ΦΕΚ 371 (22 Οκτωβρίου 1926).
[4] Ιωάννης Β. Δασκαρόλης, «Γεώργιος Κονδύλης, ο “Κεραυνός” (1879-1936)», περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχος 639, Αθήνα 2021.
[5] Φοίβος Γρηγοριάδης, Ελληνική Δημοκρατία, σ. 164.
[6] Καθημερινή, 4.11.1926.
[7] Φως, 12.10.1926· Φως, 13.10.1926.
[8] Βραδυνή, 12.9.1926.
Επίμετρον – το επίμαχο ΦΕΚ 371 (22ης Οκτωβρίου 1926).
.
Πηγή: Ιστορικά Θέματα, Αβέρωφ