Γράφει ο
Ηλίας Ηλιόπουλος*
Το παρόν κείμενον αποτελεί μέρος της πρωτότυπης επιστημονικής εργασίας του συγγραφέως υπό τον τίτλον «Η θέσμισις της Προστασίας εν Ελλάδι και ο ρόλος του Αγγλικού Κόμματος, με συνεκτίμησιν της Γεωπολιτικής των Θαλασσίων Δυνάμεων στο υποσύστημα της Ανατολικής Μεσογείου: Συνδυαστική Νεο-Μαρξιστική, Ρεαλιστική και Γεωπολιτική Ανάλυσις», η οποία εδημοσιεύθη προ τετραετίας στο ηλεκτρονικό επιστημονικό περιοδικό του ΕΚΠΑ «Civitas Gentium» (τόμος 5, τεύχος 4, 2017, σσ. 73-82). Η εργασία αποτελούσε ανεπτυγμένη μορφή της ομώνυμης ομιλίας του Δρος Ηλία Ηλιόπουλου, τότε Καθηγητού της Ναυτικής Σχολής Πολέμου (Σχολή Διοικήσεως-Επιτελών Πολεμικού Ναυτικού), στην Επιστημονική Ημερίδα της ΣΔΕΠΝ της 9/6/2011 με κεντρικό θέμα: «1821: Ιστορικές Προσωπικότητες – Κριτική Προσέγγιση».
Η παρούσα ανάλυσις βασίζεται επί μιας κριτικής νεο-μαρξιστικής προσεγγίσεως, εμπλουτισμένης με στοιχεία της Θεωρίας του Κλασσικού Πολιτικού Ρεαλισμού καθώς επίσης και με τα θεωρήματα της Κλασσικής Αγγλοσαξονικής Γεωπολιτικής Σχολής περί ανταγωνισμού ισχύος Χερσαίων/Ηπειρωτικών Δυνάμεων, αφ’ ενός, και Θαλασσίων Δυνάμεων, αφ’ ετέρου. Ο όρος «Προστασία» έχει διττήν έννοια, ήτοι:
- αφ’ ενός μεν της ζεύξεως του αρτισυστάτου θαλασσίου και παρακτίου κράτους της Νοτίου Ελλάδος στο άρμα των ούτω καλουμένων Προστατίδων Δυνάμεων – Μ. Βρεταννίας, Γαλλίας και Ρωσσίας (ιδιαίτατα δε της πρώτης, ως Ηγεμονευούσης Μεσογειακής και Παγκοσμίου Ναυτικής Δυνάμεως),
- αφ’ ετέρου δε της δομικής, διαρκούς εξαρτήσεως του ελληνικού εθνοκρατικού κοινωνικού σχηματισμού από την καπιταλιστική ιμπεριαλιστική μητρόπολη, ως τμήματος της Περιφερείας της τελευταίας.
Η ανάλυσις εκκινεί από της συλλογιστικής αφετηρίας ότι οι βάσεις της Προστασίας ετέθησαν ήδη διαρκούσης της Μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως. Εν προκειμένω, κρίσιμος υπήρξε ο ρόλος εκείνου του συμμαχικού ταξικού σχηματισμού, του συγκειμένου εκ Κοτζαμπάσηδων, Κομπραδόρων και Φαναριωτών, που επρόκειτο να εγκαθιδρύσει την κοινωνική ηγεμονία του στο υπό συγκρότησιν κράτος.
Σημειωτέον ότι το οσμανικόν σύστημα είναι τιμαριωτικόν, κατ’ αντιδιαστολήν προς το φεουδαρχικόν της Δύσεως – ο Κάρολος Μαρξ ομιλεί περί «ασιατικού τρόπου παραγωγής» (Marx, Karl, Grundrisse der Kritik der politischen Ökonomie, Rohentwurf, Βερολίνο, Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία, 1974, σσ. 375-413). Είναι επίσης δεσποτικόν, ποιοτικώς διάφορον του δυτικού απολυταρχικού συστήματος – όθεν και η παρατήρηση των Καρόλου Μαρξ και Φρειδερίκου Ένγκελς περί του οσμανικού συστήματος ως «ανατολικής δεσποτείας» (orientalische Despotie) αλλά και η απόφανση του ιστορικού Νίκου Ψυρούκη περί οθωμανικής ληστρικής στρατιωτικής φεουδαρχίας (όρα Ψυρούκη, Νίκου, Ιστορικός Χώρος και Ελλάδα, Λευκωσία, 1993).
Όσον αφορά τον ρόλο των Φαναριωτών, «το Φαναριώτικο στοιχείο ήταν απόλυτα ενσωματωμένο στις δομές του (οσμανικού) συστήματος» (όρα Φίλια, Βασίλη Ι., Κοινωνία και εξουσία στην Ελλάδα: 1. Η νόθα αστικοποίηση 1800-1864, Gutenberg – Αθήνα, 1991, σ. 32). Ο ρόλος του είναι «παρασιτικός, υποβοηθητικός και εξαρτηματικός» (ένθα ανωτέρω, σ. 38).
Η δοξασία περί υπάρξεως μιας δήθεν αυθεντικής ου μην αλλά και ανθηράς ελληνικής αστικής τάξεως ανάγεται σε εσφαλμένη ανάγνωση της οσμανικής ιστορίας και κοινωνιολογίας. Αναντιλέκτως, η μερική υπαγωγή του οσμανικού – άρα, και του ελληνικού – Χώρου στην περιφέρεια του ευρωπαϊκού καπιταλισμού οδήγησε στην ανάδυση ενός ταξικού μορφώματος ευπόρων Ελλήνων εμπόρων και εφοπλιστών. Εν τούτοις, εξ αιτίας α) της φύσεως του οσμανικού τιμαριωτικού συστήματος, β) του τυπικού για την Ανατολή προ-αστικού προσανατολισμού των Ελλήνων εμπόρων και μεταπρατών αλλά και γ) της γεωγραφίας του Ελληνικού Ιστορικού Χώρου απουσίαζαν οι αντικειμενικές συνθήκες μετατροπής του πρωτογενώς σωρευομένου κεφαλαίου σε βιομηχανικό κεφάλαιο, με το πρώτο παραμένον εμπορευματικό και μεταπρατικό.
Λαμβανομένου υπ’ όψιν, όμως, ότι ο Μαρξ ορίζει την εμφάνιση μιας εσωτερικής αγοράς (Binnemarkt) ως ουσιώδη προϋπόθεσιν μιας πρωτογενούς σωρεύσεως κεφαλαίου και, κατ’ ακολουθίαν, εκβιομηχανίσεως (όρα Marx, Karl, „Das Kapital“, Bd. 1, εις: Marx-Engels-Werke, Bd. 23, Berlin, DDR, 1972, σσ. 773-777, καθώς επίσης Marx, Grundrisse der Kritik der politischen Ökonomie, σ. 411), η απουσία μιας εκτεταμένης, συνεχούς εσωτερικής αγοράς εν Ελλάδι συνηρτάτο προς τις κρατούσες συνθήκες στην ύπαιθρο χώρα, οι οποίες ήσαν μεν προκαπιταλιστικές, πλην όμως όχι φεουδαρχικές, υπό την έννοιαν που έχει ο όρος στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα. Προσέτι, σε γενικές γραμμές, ο αγροτικός τομέας (όπου απησχολείτο η συντριπτική πλειονότης των Ελλήνων) αποτελούσε ένα σχεδόν αυτάρκη Οικονομικό Χώρο. Δικαίως, επομένως, απεφάνθη η έρευνα ότι «χωρίς επαρκή θεμελίωση υποστηρίχθηκε ότι στις αγορές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έχει γεννηθεί μία πολυάριθμη τάξη Ελλήνων, οι οποίοι όχι μόνον αποζούν από το εμπόριο, αλλά και έχουν αποκτήσει τέτοιαν αποφασιστική σημασία ως κοινωνική ομάδα, ώστε η περαιτέρω ανάπτυξή τους να είναι αδύνατη χωρίς την ανατροπή των υφισταμένων δομών [της οθωμανικής εξουσίας]».(Φίλιας, όρ. ανωτ., σ. 45). Το αφήγημα της «προοδευτικής διανόησης» του συρμού περί «αστικής επανάστασης» του 1821 δεν ευσταθεί.
Κοινωνικοπολιτικός φορέας της Μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως υπήρξε η συμμαχία του αγροτικού πληθυσμού με την πλειονότητα των μικροαστών (μικροβιοτεχνών, τεχνιτών) και τα – σαφώς ολιγώτερα αριθμητικώς, πλην όμως δραστήρια – πεφωτισμένα αστικά εθνικιστικά («φιλογενή») στοιχεία (όπως αυτά εκφράζονται διά της Φιλικής Εταιρείας). Ιδίως η αγροτική τάξη, αποτελούσα την τεραστία πλειονότητα του ελληνικού λαού – συγκειμένη από τους μικροϊδιοκτήτες των κρατικών/σουλτανικών γαιών, τους καλλιεργητές τσιφλικιών επί μισθώσει και τους καλλιεργητές βακουφικών/εκκλησιαστικών γαιών επί μισθώσει – έπασχε δεινώς λόγω της υπερφορολογήσεως, στην οποία προέβαιναν οι Οθωμανοί σατράπες αλλά και οι μετ’ αυτών συνεργαζόμενοι Χριστιανοί προύχοντες και προεστώτες, οι οποίοι και είχαν αποκτήσει de facto, καίτοι όχι de jure, μεγάλη έγγειο ιδιοκτησία (κοτζαμπάσηδες). Ευλόγως, οι αγρότες προσδοκούσαν αναδασμό της γης και τερματισμό της εξαθλιώσεως.
Εν τούτοις, εκ της επαναστάσεως εξήλθε ως νικήτρια κοινωνική ομάδα μία άλλη ηγεμονική συμμαχία (άλλως πως: κοινωνική ολιγαρχία) συναπαρτιζομένη από:
– την τάξη των κοτζαμπάσηδων (μία συγκριτικώς ολιγάριθμη μεν τάξη, πλην όμως πλούσια και διαθέτουσα πλείστα όσα προνόμια),
– την διοικητική γραφειοκρατία (απαρτιζομένη κυρίως εκ λογίων Φαναριωτών, υψηλοβάθμων υπαλλήλων του Διβανίου και ασκούντων καθήκοντα τοπαρχών σε μη ελληνικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας) και
– μία (ολιγάριθμη μεν και όχι ιδιαιτέρως ανεπτυγμένη ως τάξη, πλην όμως ισχυρά) ομάδα πλουσίων εμπόρων και εφοπλιστών, τινές των οποίων ήσαν εγκατεστημένοι εντός του Μητροπολιτικού Ελληνικού Ιστορικού Χώρου (κατ’ εξοχήν στην Ύδρα), άλλοι όμως είχαν τα συμφέροντά των στις παρυφές ή και εκτός οθωμανικής επικρατείας.
Η ελληνική «ολιγαρχία» οφείλει να γίνει αντιληπτή ολιγώτερον ως μία άρχουσα «τάξις», υπό την αυθεντική έννοια του όρου, και μάλλον ως μία Ηγεμονική Συμμαχία (Herrschaftsbündnis) επιμέρους προνομιούχων ταξικών σχηματισμών. Συναφώς, μόνον καταχρηστικώς δύναται να γίνεται λόγος περί αστικής τάξεως. Στην ελληνική περίπτωση έχομε μάλλον ένα πολιτικό συνασπισμό συμφερόντων, απαρτιζόμενον από τους κομπραδόρους, τους κοτζαμπάσηδες και την φαναριωτική, κυρίως, γραφειοκρατική ελίτ (η οποία θα διευρυνθεί εν συνεχεία με το πολιτικό προσωπικό του ελλαδικού κοινοβουλευτισμού).
Η ενδοσυστημική επικράτηση αυτού του ηγεμονικού ταξικού σχηματισμού σαφώς ευνοήθηκε, τα μέγιστα, από την μεταβληθείσα γραμμή πλεύσεως της αγγλικής πολιτικής επί του Ανατολικού Ζητήματος – και, εν προκειμένω, επί του Ελληνικού Ζητήματος – κατόπιν των στρατιωτικών τετελεσμένων των δύο πρώτων ετών της Επαναστάσεως – και συνεπεία τούτων. Εδώ επενήργησε η περιλάλητη «νομιμοποιός δύναμις του τετελεσμένου» (Die normative Kraft des Faktischen) σε συνάρτηση προς μείζονος σημασίας γεωστρατηγικές αναγκαιότητες της ηγεμονευούσης Ναυτικής Δυνάμεως, της Μ. Βρεταννίας (όρα συναφώς Ηλιόπουλου, Ηλία, «Η θέσμισις της Προστασίας εν Ελλάδι και ο ρόλος του Αγγλικού Κόμματος, με συνεκτίμησιν της Γεωπολιτικής των Θαλασσίων Δυνάμεων στο υποσύστημα της Ανατολικής Μεσογείου: Συνδυαστική Νεο-Μαρξιστική, Ρεαλιστική και Γεωπολιτική Ανάλυσις», εις Civitas Gentium, τόμος 5, τεύχος 4, 2017, σσ. 73-82).
Εξηγώ: «Η Ελλάς κατέχει κρισιμώτατη γεωστρατηγική θέση επί του Rimland (για να ομιλήσουμε με όρους της κλασσικής Αγγλοσαξονικής Γεωπολιτικής Σχολής) ήτοι της Περιμετρικής Ζώνης, της Δακτυλίου Γης πέριξ της συμπαγούς χερσαίας ευρασιατικής μάζας – και δη στον γεωστρατηγικώς σπουδαιότατο χώρο των Στενών των Δαρδανελλίων, του Ελληνικού Αρχιπελάγους και της Χερσονήσου του Αίμου, του οποίου χώρου η μείζων γεωστρατηγική λειτουργία είναι και οφείλει πάντοτε να είναι, από την σκοπιά των Αγγλοσαξονικών Ναυτικών Δυνάμεων, η σταθερά και διαρκής ανάσχεση της πιθανής εξόδου/καθόδου της Μείζονος Χερσαίας Ευρασιατικής Δυνάμεως, της Ρωσσίας, προς τις θερμές θάλασσες, προς Νότον» (Ηλιόπουλος, αυτόθι). «Ρουβίκωνα της Ρωσσίας» χαρακτήρισε τα Στενά ο Βρεταννός Υπουργός των Ναυτικών, επί Κριμαϊκού Πολέμου, Λόρδος Graham.
Υπενθυμίζεται ότι, μετά την δεύτερη και τελική ήττα του Ναπολέοντος στο Βατερλώ (1815) και, κατ’ ακολουθίαν, την αποσόβηση του θανασίμου για την ιδία κινδύνου εμφανίσεως ενός γεωπολιτικώς ενοποιημένου ευρωπαϊκού ηπειρωτικού Χώρου υπό γαλλικήν ηγεμονία, η Μεγάλη Βρεταννία αφιέρωσε πλέον την προσοχή της, κατά το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αι., στην αντιμετώπιση του νέου ανερχομένου μείζονος γεωπολιτικού αντιπάλου, της Ηπειρωτικής/Ευρασιατικής Δυνάμεως Ρωσσίας (όρα Ηλιόπουλου, Ηλία, Ιστορία, Γεωγραφία και Στρατηγική της Ναυτικής Ισχύος. Εισαγωγή στις θεμελιώδεις έννοιες, Αθήναι: Λιβάνης, 2010, σσ. 47 και εξής), προκειμένου να αποτρέψει την πιθανή κάθοδο της Ρωσσίας στα Στενά και την συνακόλουθη έξοδό της στο Αιγαίο και στην Μεσόγειο, γεγονός το οποίο θα συνεπήγετο την ανάδειξη της Μείζονος Χερσαίας Δυνάμεως και σε Ναυτική Δύναμη, με κρίσιμες συνέπειες για την θέση της Αγγλίας ως Κυριάρχου των Θαλασσών και, άρα, Ηγεμονευούσης Δυνάμεως του διεθνούς συστήματος (Ηλιόπουλος, αυτόθι).
Εξ ου και «η (όντως εντυπωσιακή) επιμονή του Λονδίνου στο δόγμα της διαφυλάξεως της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αντί παντός τιμήματος για τους χριστιανικούς λαούς της Αυτοκρατορίας, κατά τον Edgar Hoesch» (όρα Hösch, Edgar, Geschichte der Balkanländer; Von der Frühzeit bis zur Gegenwart, München, 1988, σσ. 114 κ. εξ., και Ηλιόπουλο, 2010, σ. 48), η συνακόλουθη «πολιτικοδιπλωματική (και, όταν παρίστατο ανάγκη, στρατιωτική) υποστήριξη προς την Υψηλή Πύλη αλλά και το ισχυρό ενδιαφέρον του Λονδίνου για την διενέργεια θεσμικών μεταρρυθμίσεων και για το εγχείρημα «εξευρωπαϊσμού» ή «εκδυτικισμού» του Οθωμανικού Κράτους καθ’ όλην την διάρκεια του 19ου αιώνος» (Ηλιόπουλος, ένθ. ανωτ.). Η μεθόδευση και επιβολή των «Μεταρρυθμίσεων» (του «Τανζιμάτ») στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, από το 1839 ως το 1877, εγένετο αντιληπτή από τους Βρεταννούς ιθύνοντες ως το καλύτερο μέσον προς διασφάλισιν της οθωμανικής κρατικής συνοχής και σταθερότητος και, κατ’ επέκτασιν, της αποφυγής εθνοπολιτικού διαμελισμού της χειμαζομένης Αυτοκρατορίας μεταξύ των «αφυπνιζομένων» εθνών – Ελλήνων, Σέρβων, Βουλγάρων, Ρουμάνων, Αρμενίων κ.ο.κ. (αυτόθι).
Προσέτι, «η γεωστρατηγική θέση της Ελλάδος αποκτά προστιθεμένη αξία, προϊόντος του 19ου αι., καθ’ όσον κείται επί των θαλασσίων οδών επικοινωνιών της Μεσογειακής και Παγκοσμίου Ναυτικής Δυνάμεως, και δη επί του υδατίνου εμπορευματικού διαύλου προς τις Ινδίες – το περιθρύλητον Διαμάντι του Βρεταννικού Στέμματος» (Ηλιόπουλος, 2017, ένθ. ανωτ.). Υπό το φως των προαναφερθεισών μειζόνων στρατηγικών επιταγών – σε συνδυασμό προς τα ανακύψαντα εν έτει 1821 και 1822 στρατιωτικά δεδομένα επί του εδάφους της Νοτίου Ελλάδος – κατέστη ταχέως απαγορευτική για την θαλασσοκράτειρα Δύναμη η συνέχιση μιας απολύτως εχθρικής πολιτικής έναντι των Ελλήνων επαναστατών.
Η Γηραιά Αλβιών «υπεχρεώθη να ανακρούσει πρύμναν, προκειμένου:
- να προλάβει ρωσσική επιρροή και διείσδυση στο αναδυόμενο κρατικό μόρφωμα
- να προσδώσει εις αυτό το υπό της ιδίας επιθυμητό πολιτικό πρόσημο
- και να προσδιορίσει το πλαίσιο και τα όρια ενεργείας του νέου εθνοκρατικού στρατηγικού δρώντος» (Ηλιόπουλος, 2017, ένθ. ανωτ.).
Εν προκειμένω, καθοριστικός απέβη ο ρόλος του λεγομένου Αγγλικού Κόμματος και – καθ’ ο μέτρον αποδεχόμεθα, κατά μήκος της συλλογιστικής του κορυφαίου Ελβετού ιστορικού Carl Christoph Jacob Burckhardt, ότι συγκεκριμένες προσωπικότητες ασκούν επίδραση στην διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι – μπορεί να υποστηριχθεί ότι μοιραίος υπήρξε ο ρόλος του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, αναφανδόν ταχθέντος υπέρ της προσδέσεως στο αγγλικό άρμα, «υπό την στίλβουσαν επιφάνειαν της ανάγκης του εξευρωπαϊσμού», κατά την φράση του Τάσου Λιγνάδη (Λιγνάδη, Τάσου, Η ξενική εξάρτησις κατά την διαδρομήν του νεοελληνικού κράτους 1821-1945. Πολιτική Διαμόρφωσις – Εθνική Γη – Δανειοδότησις, Αθήναι, 1975, σ. 23).
Ο Αλέξανδρος Νικολάου Μαυροκορδάτος, γεννηθείς εν έτει 1791 εν Κωνσταντινουπόλει, έλαβε εκπαίδευση προσήκουσα σε γόνον διακεκριμένης φαναριωτικής οικογενείας της εποχής. Μετά τις εν Ιταλία σπουδές του, διορίσθηκε, το 1812, σε αξίωμα της Ηγεμονίας της Βλαχίας, ηγεμονεύοντος του θείου του (Καρατζάς). Το 1818 ο Μαυροκορδάτος φεύγει εκ νέου προς Ιταλίαν, στην Πίζα. Συγκροτεί τον «Κύκλο της Πίζας» και αναμειγνύεται στην Φιλική Εταιρεία. Μετά την έκρηξη της Μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 φθάνει στο Μεσολόγγι, αποδυόμενος έκτοτε σε μιαν ακατάπαυστη και εργώδη προσπάθεια πολιτικής οργανώσεως της Επαναστάσεως και, συνάμα, προσδέσεως της ελληνικής υποθέσεως στα βρεταννικά συμφέροντα (Ηλιόπουλος, 2017, ένθ. ανωτ.).
Λόγιος, ευφυέστατος, πολυμήχανος, έμπειρος περί τα της κρατικής γραφειοκρατίας και προικισμένος με πανθομολογουμένη διπλωματική ικανότητα, ο Μαυροκορδάτος καθίσταται ταχέως πόλος έλξεως και συνάμα σημείον αναφοράς των κοινωνικών δυνάμεων, που θα αποτελέσουν την ηγεμονική ταξική συμμαχία του υπό σύστασιν ελληνικού κράτους. Μετ’ ου πολύ, εκλέγεται Πρόεδρος της 1ης εν Επιδαύρω Εθνοσυνελεύσεως και συνακολούθως επικεφαλής του Εκτελεστικού, ήτοι Πρόεδρος της Κυβερνήσεως. Διαπρύσιος θιασώτης του αγγλικού προσανατολισμού, θα έλθει σε οξεία σύγκρουση προς τους Υψηλάντες, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και, βεβαίως, τον Ιωάννη Καποδίστρια, υπέρ της ανατροπής του οποίου θα εργασθεί συστηματικώς. Μετέπειτα, επί βασιλείας Όθωνος, θα διατελέσει πολλάκις Υπουργός, Πρέσβυς, Αντιπρόεδρος της Βουλής, μετά την ούτω καλουμένη «Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843», και Πρωθυπουργός, θα συγκρουσθεί δε επανειλημμένως με τον Άνακτα, οσάκις ο τελευταίος θα αποπειραθεί να αποστεί της αγγλικής πολιτικής, στρεφόμενος προς την Ρωσσία. Ο Μαυροκορδάτος απεβίωσε στην Αίγινα το 1865 (Ηλιόπουλος, 2017, ένθ. ανωτ.).
Συνεπεία της προαναφερθείσης αγγλικής μεταστροφής – και «μολονότι ήταν η Ρωσσία του Τσάρου Νικολάου Α΄ η Δύναμις η οποία τροχοδρόμησε την σειρά εκείνη των διπλωματικών και στρατιωτικών ενεργειών, που τελικώς οδήγησαν στην θετική (μερικώς έστω) έκβαση της Ελληνικής Επαναστάσεως» (Ηλιόπουλος, 2017, ένθ. ανωτ.) – κατά μίαν αξιοπερίεργη ειρωνεία της Ιστορίας, η στρατιωτική ανάμειξη των Τριών Δυνάμεων (Ναυμαχία Ναυαρίνου, Οκτώβριος 1827) έμελλε τελικώς να οδηγήσει σε ένα καθεστώς διαρκούς παρεμβατισμού (και στρατιωτικού) εκ μέρους των Δυτικών Δυνάμεων (Ηλιόπουλος, αυτόθι) – και εδώ εννοείται κυρίως η Μ. Βρεταννία, ενίοτε συνεπικουρουμένη και υπό της Γαλλίας – δοθέντος μάλιστα ότι, «μετά την εξόντωση του Καποδιστρίου, η Ρωσσία βαθμηδόν εξοστρακίσθηκε ως στρατηγικός δρων από τα ελληνικά πράγματα, ολοσχερώς δε μετά την ανατροπή του Όθωνος, το 1862» (αυτόθι).
Η σταδιακή συγκρότηση και τελική κατίσχυση εντός της ελληνικής κοινωνίας ενός «ηγεμονικού σχηματισμού με έκδηλο κομπραδορικό, εμπορευματικό και μεταπρατικό, χαρακτήρα» έμελλε «να προσδέσει μελλοντικώς το κράτος στο άρμα της αγγλικής πολιτικής, αλλά και να ευνοήσει πολλαπλώς την περαιτέρω διείσδυση του μητροπολιτικού καπιταλισμού στην περιφερειακή ελληνική αγορά, ενώ, συνάμα, εμπόδισε, επί μισόν αιώνα τουλάχιστον, κάθε άξια μνείας ανάπτυξη των εθνικών παραγωγικών δυνάμεων» (Ηλιόπουλος, 2017, ένθ. ανωτ.).
Εξ άλλου, επειδή η κορυφή της ελληνικής νόθου αστικής τάξεως (πλούσιοι έμποροι – εφοπλιστές) είχε αναδυθεί, κατά την ύστερη Τουρκοκρατίας, κυρίως εκτός του (μετέπειτα) ελλαδικού εδάφους, δεν κατέστη δυνατόν να διαμορφώσει οργανική σχέση με την εγχώρια παραγωγική σφαίρα. Η διαμεσολαβητική θέση της της προσέδωσε ένα έντονο κομπραδόρικο χαρακτήρα, συνεπεία του οποίου η περί ης ο λόγος ψευδοαστική τάξις λειτούργησε μάλλον ως εκπρόσωπος («ατζέντης») του ευρωπαϊκού κεφαλαίου εν Ελλάδι παρά ως αντιπρόσωπος του ελληνικού εθνικού κεφαλαίου στην Δύση (αυτόθι).
Έτι σημαντικώτερον: Την διατήρηση αυτής της τάξεως πραγμάτων αλλά και την διασφάλιση της διαρκούς ασκήσεως, εκ μέρους της Ελλάδος, μιας εξωτερικής πολιτικής πλήρως ευθυγραμμισμένης προς τις γεωστρατηγικές αναγκαιότητες και επιταγές της Μ. Βρεταννίας εγγυώντο η χρονία εξωτερική υπερχρέωσις του ελληνικού κράτους και η παρεμβατική πολιτική των Προστατίδων Δυνάμεων (ανάγνωθι: Μ Βρεταννία) (Ηλιόπουλος, αυτόθι). Άλλωστε, το Δεύτερον Πρωτόκολλον του Λονδίνου (1832) περιείχε και «τυπικόν δικαίωμα επεμβάσεως των Τριών Προστατίδων Δυνάμεων» expressis verbis, εχουσών «ου μόνον το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωσιν της επεμβάσεως, ίνα διατηρήσωσιν ηρεμίαν και τάξιν ανά την χώραν» (αυτόθι). Η περί ης ο λόγος ρήτρα έπαυσε ισχύουσα διά της Συνθήκης της Λωζάννης το 1923, τυπικώς τουλάχιστον, διότι κατ’ άλλους έπαυσεν μόλις το 1947, μετά την παράδοση της σκυτάλης της πλανητικής θαλασσοκρατίας, την translatio imperii, από την Γηραιά Αλβιώνα στην θυγατέρα της Νέα Αγγλία.
Η πανηγυρική εγκαθίδρυση ενός ημιεπισήμου Προτεκτοράτου επί του νεοσυστάτου ελληνικού κράτους – τύποις μεν των Τριών Μεγάλων Δυνάμεων, ουσία δε της Βρεταννίας, ήτοι της Ναυτικής Δυνάμεως η οποία ήλεγχε στρατηγικώς τον Χώρο της Ανατολικής Μεσογείου – σήμανε την απεμπόληση πάσης πραγματικής δυνατότητος αυτοδυνάμου οικονομικής αναπτύξεως. Η επιβολή της Προστασίας είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή πλήρους εφαρμογής αυθεντικών καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής και την καθυστέρηση αναπτύξεως μιας εγχωρίου βιομηχανίας.
Οι συνέπειες ήσαν:
- παρεμπόδιση οργανικής αναπτύξεως κοινωνικών τάξεων – στρέβλωση (Deformation) / καθυστέρηση (Retardierung) κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, κατά τον Νίκο Πουλαντζά (Poulantzas, Nicos, Die Krise der Diktaturen, Portugal, Griechenland, Spanien, Frankfurt a. M., 1977, σ. 11).
- διάσπαση του ελληνικού «αστισμού» σε:
- ένα ανώτερο, νόθον μεγαλοαστικό, στρώμα, με έντονα στοιχεία κοσμοπολιτισμού και φραγκολεβαντινισμού, και
- ένα κατώτερο, μικροαστικό και μεσοαστικό στρώμα, εμφορούμενο από εθνικιστική ιδεολογία
- χρονία οικονομική υστέρησις του κράτους
- εμβάθυνση και αναπαραγωγή της εθνικής υποτελείας, ως προϊόν της δομικής οικονομικής εξαρτήσεως εκ μέρους των δανειστριών Δυνάμεων.
Η ηγεμονία της Ολιγαρχίας στην ελληνική κοινωνία αλλά και ο έλεγχος εκ μέρους της Προστάτιδος Δυνάμεως εξασφαλίσθηκαν μέσω της εισαγωγής καταλλήλου (=κοινοβουλευτικού) θεσμικού εποικοδομήματος. Και εδώ ο ρόλος του Μαυροκορδάτου αναδεικνύεται ως καθοριστικός, αφού αυτός υπήρξε ο αυτουργός του κοινοβουλευτικού εποικοδομήματος εν Ελλάδι, ήδη από των ετών 1821/23 – παρέμεινε δε πολιτικώς ενεργός επί τέσσερεις δεκαετίες περίπου.
Ελέχθη ότι οι Προστάτιδες Δυνάμεις επέβαλαν στην Ελλάδα πολιτικόν σύστημα, το οποίον πρακτικώς ισούτο προς διαρκή θεσμοθέτηση της πολιτικής εξαρτήσεως υπό του ξένου παράγοντος. Παραδόξως, η σχετική αναφορά περιορίζεται συνήθως στην εισαγωγή της Μοναρχίας, ενώ δεν γίνεται λόγος και για την εισαγωγή του δυτικού κοινοβουλευτικού συστήματος, το οποίον, εξ αντικειμένου, απέβη χρησιμώτατο εργαλείο πολιτικής εις τας χείρας των Δυτικών Δυνάμεων, και δη της Μ. Βρεταννίας καθ’ όσον επέτρεπε στην Προστάτιδα Δύναμιν να ασκεί πίεσιν προς την μίαν ή την άλλην Κυβέρνησιν, ή προς τον Βασιλέα Όθωνα, και να χρησιμοποιεί κατά περίπτωσιν τον ένα παίκτη έναντι του άλλου, και τούμπαλιν.
Άλλωστε, η σημασία, την οποίαν θα είχε εις το μέλλον, για τον αγγλικό παράγοντα, το κοινοβουλευτικόν εποικοδόμημα εμφαίνεται, συν τοις άλλοις, εκ του γεγονότος ότι η συμμαχία μεταξύ της Προστάτιδος Δυνάμεως Αγγλίας και των πολιτικών εκφραστών της εγχωρίου κοινωνικής ολιγαρχίας (κομπραδορισμός και κοτζαμπασισμός, περιβληθείς μετά το 1843, και πάλιν, το ένδυμα του κοινοβουλευτισμού) δεν δίστασε να τιμωρήσει επανειλημμένως, ου μην αλλά και να αποβάλει τελικώς, το 1862, τον τύποις ανώτατο διαχειριστή στο θεσμικό εποικοδόμημα, ήγουν τον Άνακτα, όταν ο τελευταίος (Όθων) επεχείρησε να αυτονομηθεί από την βρεταννική Προστασία και να ασκήσει μία ελληνική εξωτερική πολιτική σύμφωνη προς τα εθνικά συμφέροντα και, επομένως, στην συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, συμβατή προς την πολιτική της Ρωσσίας (Ηλιόπουλος, 2017, ένθ. ανωτ.).
Εξ άλλου, πολύτιμο εργαλείο (policy tool, όπως λέγεται σήμερα) εις τας χείρας της αγγλικής διπλωματίας απεδείχθησαν τα περιλάλητα Δάνεια του Αγώνος (ή Δάνεια της Ανεξαρτησίας), τα οποία εχορηγήθησαν στην Ελλάδα τόσον κατά την διάρκεια του Αγώνος όσον και μετέπειτα (συναφώς όρα Λιγνάδη, ένθ. ανωτ.). Πράγματι (ως υπενθυμίζει και ο Γιάννης Κορδάτος), «οσάκις έκρινε τούτο σκόπιμον, το Λονδίνον απήτει την αποπληρωμήν των δανείων, ίνα εκβιάσει τον Βασιλέα Όθωνα και την όποιαν Ελληνικήν Κυβέρνησιν απετόλμα να αποστεί της αγγλικής πολιτικής» (Ηλιόπουλος, 2017, ένθ. ανωτ.).
Τοιουτοτρόπως, «τα Δάνεια του Αγώνος καθώς και τα μετέπειτα συναφθέντα, προς αποπληρωμήν των προηγουμένων και, μετά ταύτα, τα εκ νέου συνομολογηθέντα, προς καταβολήν των τοκοχρεωλυσίων των προηγουμένως συναφθέντων, και ούτω καθ’ εξής, απέβησαν σπουδαιότατος μοχλός εξαρτήσεως του ελληνικού κράτους» (Ηλιόπουλος, αυτόθι) – «θεμελιώδεις συντελεσταί της εξαρτήσεως αυτού», κατά την βαρυσήμαντη διαπίστωση του Λιγνάδη (όρα Λιγνάδη, ένθ. ανωτ., σ. 99). Ειρήσθω εν παρόδω ότι «η ονομαστική αξία των δανείων ήτο σχετικώς μικρά, μέχρι το 1879 τουλάχιστον, πλην όμως τα επιτόκια ήσαν πολύ υψηλά. Περιττόν να λεχθεί ότι τα περισσότερα εξ αυτών προήρχοντο εκ Λονδίνου» (Ηλιόπουλος, 2017, ένθ. ανωτ.).
Τα Κριμαϊκά (1853-56), ο Πόλεμος της Κριμαίας, μεταξύ Αγίας Ρωσσίας, αφ’ ενός, και Υψηλής Πύλης, Μ. Βρεταννίας και Γαλλίας, αφ’ ετέρου, θα αποτελέσουν την αφορμή για «νέα κλιμάκωση και παροξυσμό του δυτικού πολιτικού και στρατιωτικού παρεμβατισμού» (Ηλιόπουλος, 2017, ένθ. ανωτ.). Η απόπειρα του Όθωνος να ασκήσει μιαν εθνικώς συμφέρουσα πολιτική, υποστηρίζοντας τα εκραγέντα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της Ηπειροθεσσαλίας, τότε ακόμη υπό οθωμανικόν ζυγόν τελούσης, και αναζητώντας οδόν συνεργασίας με την Αγία Πετρούπολη, θα προκαλέσει την οργίλη αντίδραση της Αγγλίας. Η Αγγλία προσέφυγε εκ νέου στην γνώριμη ήδη από το 1849 στρατηγική του ναυτικού αποκλεισμού και καταναγκασμού, ενώ προχώρησε, μετά της Γαλλίας, το 1854, και σε απόβαση και τριετή κατοχή του Πειραιώς και λοιπών ελληνικών περιοχών. Δεν στερείται σημασίας το γεγονός ότι, κατά την περίοδο της Κατοχής, προκειμένου να κατευνασθεί η μήνις της Γηραιάς Αλβιώνος, ο Όθων υπεχρεώθη να ορκίσει Πρωθυπουργό τον Μαυροκορδάτο. Η περίοδος του αποκληθέντος «Υπουργείου Κατοχής» (Ηλιόπουλος, αυτόθι) παρέμεινε χαραγμένη στην εθνική συλλογική μνήμη, ως συνώνυμον της εθνικής ταπεινώσεως (και θα παρέμενε μέχρις σήμερον, εάν ο όρος «Κατοχή», εν τω μεταξύ, δεν είχε ανα-νοηματοδοτηθεί, ώστε να δηλοί την τετραπλή Κατοχή της Πατρίδος μας, κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, εκ μέρους Γερμανών, Ιταλών, Βουλγάρων και Αλβανών).
Εξ άλλου, ενδεικτικόν της ιδεολογίας της Προστασίας είναι το γεγονός ότι τα (ήδη διαρκούσης της Επαναστάσεως συσταθέντα) «πολιτικά κόμματα» έφεραν ξενικά ονόματα (Αγγλικόν, Γαλλικόν, Ρωσσικόν). Ως γνωστόν, δεν επρόκειτο περί κομμάτων με προγραμματικό προσανατολισμό ή, έτι ολιγώτερον, σαφή ταξική και ιδεολογική ταυτότητα – μέχρι τουλάχιστον της εποχής του Αλεξάνδρου Κουμουνδούρου, οπότε και ιδρύθηκε το πρώτο πολιτικό κόμμα εν Ελλάδι, στοιχειωδώς ομοιάζον προς τα ευρωπαϊκά, ήτοι το Λαϊκόν Κόμμα (Ηλιόπουλος, 2017).
Εξ άλλου, δεν στερείται σημασίας η επισήμανση ότι «σοβαρώτατοι γεωστρατηγικοί λόγοι επέβαλαν στην ηγεμονεύουσα Μεσογειακή και Πλανητική Δύναμη της εποχής να επιθυμεί την διατήρηση της Ελλάδος υπό καθεστώς δομικής οικονομικής εξαρτήσεως» (Ηλιόπουλος, αυτόθι). Εκ πλήθους πηγών συνάγεται ότι η Γηραιά Αλβιών απέστεργε την ανάδυση μιας κραταιάς Ελλάδος ως δυνάμει ανταγωνιστρίας Ναυτικής / Εμποροναυτικής Δυνάμεως στον Χώρο της Ανατολικής Μεσογείου (όρα, μεταξύ άλλων, τις αποκαλυπτικώτατες παρατηρήσεις του Αμερικανού διπλωμάτη Charles Tuckerman, Πρέσβεως εν Αθήναις τα έτη 1867-74, περί του αληθούς ρόλου και των ανομολογήτων σκοπών της Μ. Βρεταννίας). Ενώ «ο απόλυτος γεωπολιτικός εφιάλτης για την θαλασσοκράτειρα Βρεταννία ήταν το ενδεχόμενο στρατηγικής συμπράξεως του ναυτικού, νησιωτικού και παρακτίου έθνους των Ελλήνων με την Μείζονα Χερσαία/Ευρασιατική Δύναμη, η οποία, εν τοιαύτη περιπτώσει, θα αποκτούσε πολιτικό και στρατιωτικό έρεισμα στην Μεσόγειο» (όρα, inter alia, τις κυνικές δηλώσεις του Βρεταννού Πρέσβεως Lyons προς τον Αυστριακό ομόλογό του εν έτει 1841) (Ηλιόπουλος, αυτόθι).
Όπως σημειώναμε και παλαιότερα (Ηλιόπουλος, 2017) αλλά και αναφέραμε κατά την σχετικήν διάλεξίν μας στο πλαίσιον της Επιστημονικής Ημερίδος της Ναυτικής Σχολής Πολέμου (Σχολής Διοικήσεως–Επιτελών Πολεμικού Ναυτικού) του έτους 2011, «τον φόβο της Γηραιάς Αλβιώνος ότι η νέα Ελλάς, υπό ορισμένας προϋποθέσεις, δυνατόν να εξελιχθεί σε σοβαρά εμπορική Δύναμη, η οποία θα αντηγωνίζετο το Λονδίνο, μας παραθέτει και εις εκ των τριών Μελών της Αντιβασιλείας (και διαπρεπής νομομαθής, σεβαστός ανά την Ευρώπην), ο Καθηγητής Georg Ludwig von Maurer, στο μνημειώδες σύγγραμμά του περί του «Ελληνικού Λαού», εκδοθέν εν Χαϊδελβέργη εν έτει 1835» (Maurer, Georg Ludwig von, Das griechische Volk, Heidelberg, 1835, Bd. Ι, σσ. 37-39).
Συμπερασματικώς, η θέσμισις της Προστασίας υπήρξε απότοκον συνεργείας δύο παραγόντων: της αγγλικής πολιτικής και του Αγγλικού Κόμματος.
Άρα – και τούτο αποτελεί την πεμπτουσία της παρούσης αναλύσεως – η Ελλάς του Δευτέρου Πρωτοκόλλου του Λονδίνου, η Ελλάς του 1832, είναι περίπτωσις, και δη τυπική, αυτού που στην βιβλιογραφία για τις περιφερειακές χώρες απεκλήθη “Staatsgründung in Abhängigkeit”: «Κρατογένεσις εν Εξαρτήσει».
Η κρατογένεσις εν εξαρτήσει συνεπήγετο εκ προοιμίου ουσιώδεις περιορισμούς της εθνικής κυριαρχίας και της αυτονομίας δράσεως του κράτους, ενώ έθεσε εις κίνησιν την διεργασία στρεβλώσεως της ελληνικής κοινωνίας, οικονομίας αλλά και ιδεολογίας (όρα θέσιν Κωστή Μοσκώφ περί της «ιδεολογίας του μεταπρατικού χώρου»).
Τούτων ειρημένων, επιθυμώ, εν κατακλείδι, να σημειώσω ότι η ανάδειξις της ξένης Προστασίας δεν αποτελεί άλλοθι ημετέρων αμαρτιών, άλλως καθίσταται «παιδαιριώδης και εύκολος ερμηνεία». Διότι, ως ορθώς εγράφη, «την ευθύνην του τιμήματος και της εξαρτήσεως και της ανεξαρτησίας φέρει ακεραίαν η πολιτική ηγεσία και ο λαός».
* Ο Ηλίας Ηλιόπουλος είναι Διδάκτωρ Ιστορίας της Φιλοσοφικής Σχολής (Dr. phil) του Λουδοβικείου-Μαξιμιλιανείου Πανεπιστημίου Μονάχου και Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Τουρκικών και Συγχρόνων Ασιατικών Σπουδών του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: militaire.gr