Υποδοχή του Βασιλιά Κωνσταντίνου στη Σμύρνη.
Στην πρώτη γραμμή ο Αριστείδης Στεργιάδης.
Συμπληρώνονται εφέτος 100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή και μεταξύ άλλων διαστάσεων της ιστορικής αυτής περιόδου, το κοινό απασχολεί κατά καιρούς το «σκοτεινό» πρόσωπο του Αριστείδη Στεργιάδη. Ως γνωστόν, η εικόνα που επικράτησε στην πρόσληψη του Ύπατου Αρμοστή Σμύρνης από την Κοινή Γνώμη, είναι αυτή του «προδότη», που μισούσε τους Μικρασιάτες, αλλά και του κύριου υπαίτιου της όλης Μικρασιατικής Καταστροφής. Πενήντα χρόνια μετά την καταστροφή, ο πρώην υπάλληλος της Ύπατης Αρμοστείας Σμύρνης Νοταράς (Μιχάλης Ι. Νοταράς, Εις την Ιωνίαν, Αιολίαν και Λυδίαν πριν πενήντα χρόνια, 1972) παρέθεσε με ψυχραιμία πτυχές του βίου και της δράσης του Στεργιάδη στην Μικρά Ασία και εξήγησε τους λόγους για τους οποίους οι τοπικοί άρχοντες έβλεπαν αρνητικά το πρόσωπο του Αρμοστή. Ακολούθησε η ιστορικός Σολωμονίδου (Βικτωρία Γ. Σολομωνίδου, «Βενιζέλος–Στεργιάδης, μύθος και πραγματικότητα», στο Ελευθέριος Βενιζέλος: Κοινωνία–Οικονομία–Πολιτική στην εποχή του, επιμ. Θ. Βερέμης–Γ. Γουλιμή, Γνώση, 1989) η οποία διευκρίνισε περισσότερο τον ρόλο του Στεργιάδη, ενώ παρέθεσε και διευκρινιστική επιστολή του τότε Γενικού Γραμματέα της Ύπατης Αρμοστείας Σμύρνης Πέτρου Γουναράκη, που αντέκρουε τις εκδοχές που έδιδαν υποτιθέμενοι αυτόπτες μάρτυρες, σε διάφορα εντελώς δευτερεύοντα περιστατικά ή συμβάντα με πρωταγωνιστή τον Αρμοστή.
Σε γενικές γραμμές όπως εξηγείται μέσα από τις παραπάνω έρευνες, αμέσως μετά την Καταστροφή, ο βενιζελικός Τύπος δεν δίστασε να υιοθετήσει καταδικαστική στάση για το πρόσωπο του Στεργιάδη, ο οποίος θεωρείτο από τους Μικρασιάτες πρόσφυγες που κατέκλυσαν την Ελλάδα ως κατ’ εξοχήν «προδότης» και αίτιος της συμφοράς, ιδίως από την στιγμή που κανένα δημόσιο πρόσωπο δεν έσπευσε να τον υπερασπιστεί και το κυριότερο, όταν μόλις τον Οκτώβριο του 1922 η Επανάσταση Πλαστήρα-Γονατά –η οποία είχε λάβει καθαρά βενιζελική επιρροή– φρόντισε να διασπείρει την φήμη περί διεξαγωγής εθνικών εκλογών τον προσεχή Δεκέμβριο. Στα πλαίσια αυτά ήδη από τον Οκτώβριο οι πρόσφυγες ενεγράφησαν στους εκλογικούς καταλόγους, καθιστάμενοι ένας νέος παράγοντας που άλλαζε τις εκλογικές ισορροπίες. Παράλληλα, η προσπάθεια για τυχόν μετατόπιση αντιβενιζελικών ψηφοφόρων –πολλοί εκ των οποίων θρηνούσαν τα στρατευμένα τέκνα τους– μόνο μέσω μιας οξείας πολεμικής που θα καταδείκνυε την επιβλαβή πολιτική των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων, θα μπορούσε να τελεσφορήσει.
Το σύνολο του βενιζελικού Τύπου με γνωστά ονόματα όπως οι Μισαηλίδης, Ροδάς, Παντελής Καψής, Πρωτονοτάριος, Αθάνατος (Καραμούζης) ανέλαβαν όπως ήταν φυσικό την συστηματική προπαγάνδιση των θέσεων των Φιλελευθέρων. Ορισμένοι εξ αυτών μάλιστα (Μισαηλίδης, Ροδάς, Π. Καψής) ενετάχθησαν στους Συνδέσμους Εθνικής Σωτηρίας που ίδρυσε η Επανάσταση Πλαστήρα-Γονατά, αναλαμβάνοντας την συγγραφή προπαγανδιστικών εγχειριδίων κομματικής κατεύθυνσης, με σκοπό την καταγγελία της αντιβενιζελικής παράταξης γενικότερα.
Στα επόμενα χρόνια μάλιστα, η αρθρογραφία των βενιζελικών δημοσιογράφων αναβαθμίστηκε με την συγκέντρωση και έκδοσή της σε βιβλία, ώστε να προσδοθεί επισημότητα στο μονόπλευρο αφήγημα που επιθυμούσαν να περάσουν στην Κοινή Γνώμη: την βενιζελική εκδοχή των γεγονότων της Μικρασιατικής Εκστρατείας/Καταστροφής. Είναι επόμενο, πως τα έργα τους ενώ συνδυάζονται με επίσημα τεκμήρια και λογικά ή λογικοφανή συμπεράσματα, βρίθουν ανακριβειών, ιδίως όταν προσπαθούν να μεταφέρουν στον αναγνώστη απόψεις για καθαρά τεχνοκρατικά θέματα όπως οι στρατιωτικές υποθέσεις, όπου πλέον η γραφή τους διαστρεβλώνει την πραγματικότητα (κορυφαίοι του είδους οι Πρωτονοτάριος και Γ. Καψής), ή αποκτά διαστάσεις μυθιστορήματος. Βιβλία όπως του Παντελή Καψή, Μιχαήλ Ροδά (μετά θάνατο), Ιωάννη Πασσά και του Χρήστου Αγγελομάτη (εν πολλοίς αντιγραφέα του Ροδά) έχουν διαμορφώσει την άποψη του αναγνωστικού κοινού, όχι μόνο τις πρώτες δεκαετίες μετά τα γεγονότα, αλλά και με την διαρκή ανατύπωσή τους, με αποτέλεσμα να θεωρούνται θέσφατα στην χρήση τους ως επίσημες πηγές σε οποιοδήποτε εγχείρημα νέας ιστορικής έρευνας των τότε γεγονότων. Το παράδειγμά τους μάλιστα συνεχίστηκε από στρατευμένους δημοσιογράφους όπως ο Φοίβος Γρηγοριάδης (υιός του Στρατοδίκη Συνταγματάρχη Νεόκοσμου Γρηγοριάδη στην Δίκη των Έξι) ή ο Γιάννης Καψής (υιός του Παντελή Ι. Καψή) που παρουσίασαν την αρθρογραφία τους σε βιβλίο κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και 1970. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι αντίστοιχα και ο αντιβενιζελικός Τύπος κατέφευγε σε αντίστοιχες υπερβολές που ενίσχυαν τον πολιτικό φανατισμό της εποχής και διαστρέβλωναν την πραγματική τρέχουσα εικόνα των γεγονότων.
Ο πρώτος ιστορικός που ασχολήθηκε σοβαρά με την περίοδο αυτή, όσο κι αν φαίνεται οξύμωρο δεν ήταν Έλληνας, αλλά ο Βρετανός Smith που εκπόνησε διδακτορική διατριβή η οποία εκδόθηκε σε βιβλίο (Michael Llewellyn Smith, Το όραμα της Ιωνίας, μετ. Λίνα Κάσδαγλη, ΜΙΕΤ, 2009) και ο οποίος πρώτος αναφέρθηκε στον βενιζελικό «μύθο» ότι η Ηνωμένη Αντιπολίτευση υποσχέθηκε προεκλογικά την επιστροφή των στρατιωτών στα σπίτια τους. Ο Ριζάς στο βιβλίο του (Σωτήρης Ριζάς, Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, Καστανιώτη, 2015) διευκρινίζει ότι τα επίμαχα άρθρα της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ (“Οίκαδε” και “Οι Πομερανοί”) τον Αύγουστο του 1922 δεν συνέβαλαν –όπως υποστηρίχτηκε από τον βενιζελικό Τύπο– στην κατάρρευση του ηθικού του Στρατού, ενώ και ο καθηγητής Πλουμίδης (Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης, Τα μυστήρια της Αιγηΐδος, Εστία, 2016) τονίζει ιδιαίτερα τον ρόλο των βενιζελικών εφημερίδων στην λανθασμένη πρόσληψη των γεγονότων. Αφού κι ο ίδιος κάνει μνεία του «μύθου» περί προεκλογικών υποσχέσεων των αντιβενιζελικών για αποστράτευση, τονίζει και την ουσιαστικά μέσω των βενιζελικών εντύπων διαρκή αναπαραγωγή του δήθεν συνθήματος «Μικρά πλην τίμια Ελλάς» από τους αντιβενιζελικούς. Επιπλέον, όμως, εξηγεί και το φαινόμενο της «συγγραφής της συγχρονίας», όταν δεκαετίες μετά, δημοσιογράφοι όπως οι Αγγελομάτης, Γρηγοριάδης και Γ. Καψής συνέγραψαν έργα για την Μικρασιατική Εκστρατεία/Καταστροφή, καθώς πολιτικοί φορείς και κόμματα που εκπροσωπούσαν, διεκδικούσαν την πολιτική κληρονομιά του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Πρόσφατα, οι καθηγητές Συρίγος και Χατζηβασιλείου, στο έργο τους (Άγγελος Συρίγος, Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Μικρασιατική Καταστροφή–50 ερωτήματα και απαντήσεις, Πατάκη, 2022) τονίζουν την ιδιαίτερη ευκολία με την οποία εκείνη την εποχή στα πλαίσια του Εθνικού Διχασμού αποδίδετο ο χαρακτηρισμός του «προδότη» στον πολιτικό αντίπαλο και τις μεθόδους «μαύρης προπαγάνδας» που αξιοποιούσαν (προφανώς με προεξάρχοντα τον Τύπο), προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις κομματικές σκοπιμότητες που έπρεπε να προωθηθούν. Σε κάθε περίπτωση όπως τονίζουν, η επιβίωση του φαινομένου έως σήμερα, συνιστά παράγοντα συντήρησης της «πολιτικής υπανάπτυξης του έθνους».
Στα πλαίσια αυτά και με αφορμή το πρόσωπο του Στεργιάδη, ας δούμε τι έγραφε στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ο ακραιφνής βενιζελικός Παντελής Ι. Καψής στο βιβλίο του (Δημοσιογραφικαί αναμνήσεις του κ. Π. Ι. Καψή, Πως επήγαμε στη Σμύρνη και πως εφύγαμε, τόμος πρώτος, έκδοσις της “Εφημερίδος των Αθηνών”, Μαρούλη, 1934). Υπενθυμίζεται, ότι είναι η εποχή αμέσως μετά την ανάρρηση στην εξουσία του Λαϊκού Κόμματος, για πρώτη φορά μετά το 1922 και ένα έτος μετά το βενιζελικό Κίνημα του 1933 (θα ακολουθούσε και άλλο το 1935), δηλαδή χρονική περίοδος που επικρατούσε πλήρης πόλωση στο πολιτικό σκηνικό της χώρας και περίοδος που σημαντικό κομμάτι των προσφύγων έχουν μεταστραφεί προς το Λαϊκό Κόμμα (η έμφαση δική μου).
Το κυβερνείο στη Σμύρνη
«Πέντε ημέρας μετά το ευτυχές γεγονός της καταλήψεως της Σμύρνης, κατέφθασεν ο διορισθείς Ύπατος Αρμοστής της Ελλάδος εν Μ. Ασία Αριστείδης Στεργιάδης τέως Γεν. Διοικητής Ηπείρου. Από της ημέρας που ο τραγικός αυτός άνθρωπος επάτησε τον πόδα του εις το μικρασιατικόν έδαφος νέαι ωδίναι ήρχισαν διά τους ατυχείς Έλληνας της Σμύρνης. Απηλλάγησαν από τον τουρκικόν ζυγόν διά να θέσουν τον τράχηλον αυτών υπό ένα άλλον ζυγόν απείρως επαχθέστερον, τον ζυγόν του Στεργιάδη. Η ελευθερία των Ελλήνων της Μ. Ασίας διήρκεσεν όσον και η ζωή ενός ρόδου της ανοίξεως.
Υπάρχουν ακόμη Έλληνες διά τους οποίους ο Αριστείδης Στεργιάδης είνε ένα αίνιγμα. Και υπάρχουν ακόμη Έλληνες οι οποίοι εκ σεβασμού ή καλλίτερα εκ φόβου, προς την Κοινήν Γνώμην δεν τολμούν να βγουν και να συνηγορήσουν υπέρ του Αριστείδου Στεργιάδη τον οποίον δήθεν η Μοίρα κατεδίωξεν αγρίως και εφόρτωσε στους ώμους την φοβερωτέραν συμφοράν που υπέστη το Ελληνικόν Έθνος διά μέσου των αιώνων. Την Μικρασιατικήν Καταστροφήν.
Οι ούτω σκεπτόμενοι πλανώνται. Ο Στεργιάδης δεν είναι ούτε αίνιγμα, ούτε πρόβλημα. Έδειξε ποιός είναι ευθύς από την πρώτην στιγμήν της αποβάσεώς του εις την Σμύρνην ή μάλλον πριν ακόμη πατήση τον πόδα του επί του μικρασιατικού εδάφους. Υπήρξε βέβαια εξαιρετικός άνθρωπος. Αλλά εξαιρετικός εις κακίαν και μοχθηρίαν και αγριότητα και θρασυδειλίαν. Ουδόλως υπήρξε μέγας κυβερνήτης. Υπήρξε μόνον μέγας ηθοποιός κατωρθώνων να παριστάνη τον Μέγαν ενώ δεν ήτο ούτε καν μικρός.
Γιατί μας έστειλαν αυτόν τον άνθρωπον εις την Σμύρνην; Γιατί μας έκαναν αυτό το κακό; Γιατί στην τρυφερή ρίζα του μόλις βλαστήσαντος δένδρου της ελευθερίας μας, ετοποθέτησαν τον ύπουλον αυτόν σκώληκα ο οποίος απεμύζησε την δροσερότητά του έως ότου το εμάρανε;
Και πόσον η τύχη είνε πολλές φορές ανηλεώς είρων! Τον Στεργιάδην μετέφερεν εις την Σμύρνην το –πλοίον ίνδαλμα του Σμυρναϊκού λαού– αντιτορπιλλικόν ΛΕΩΝ. Είμαι βέβαιος πως, αν εγνώριζαν οι αξιωματικοί του ΛΕΟΝΤΟΣ ποίος πραγματικώς είνε ο επιβάτης του πλοίου των και πόσα δεινά θα επισωρεύση ούτος, εις την χώρα προς την οποίαν αυτοί πρώτοι εκόμισαν τον κρίνον της ελευθερίας, ασφαλώς θα τον έρριχναν στη θάλασσα.
Ποίος ήτο ο Στεργιάδης, το έδειξε πριν αποβιβασθή στη Σμύρνη. Ο αρχιερεύς Χρυσόστομος και οι πρόκριτοι της Σμύρνης μόλις έμαθαν την άφιξίν των ανέβησαν στο πλοίο του οποίου επέβαινε διά να τον χαιρετίσουν. Πως νομίζετε ότι υπεδέχθη αυτούς ο ανισόρροπος αυτός άνθρωπος τον οποίον έστειλαν να κυβερνήση την χώραν; Δι’ ύβρεων και απειλών. Μεταξύ άλλων, τους είπε, ότι ήλθε φέρων μαζύ του ως αποτελεσματικόν όργανον διά να ημπορέση να διοικήση τον τόπον καλώς, ένα βούρδουλον τον οποίον θα μεταχειρισθή ανηλεώς και αδιακρίτως.
Οι πρόκριτοι της Σμύρνης προς τους οποίους δεν μετεχειρίσθη τοιαύτην γλώσσαν ποτέ ούτε ο Ραχμής, έμειναν εκστατικοί και ενόμιζον ότι δεν ήκουσαν καλά. Γι’ αυτό εσιώπων απορούντες ποίαν απάντησιν να δώσουν εις αυτόν, όταν ο γέρων δημοσιογράφος Μ. Σειζάνης, ένας παλαιός αγωνιστής και του καλάμου και του ξίφους, σηκώνεται επάνω κατέρυθρος εξ οργής και του λέγει: “Κύριε αρμοστά, καλά θα κάμετε να κρεμάσητε τον βούρδουλά σας στον τοίχο. Εκατοντάδες χρόνια επεριμέναμε τη σημερινή μέρα. Μη θέλετε να δηλητηριάσετε τη χαρά μας”. Εις την ευθαρσή αυτή απάντησι του αειμνήστου εκείνου γέροντος ο Στεργιάδης δεν προσέθεσε τίποτε. Εσεβάσθη άραγε την ηλικίαν του παλιού πρεσβευτού ή συνησθάνθη τη γκάφα του; Άγνωστον.
Το χαρακηριστικώτερο γνώρισμα του Στεργιάδη δεν ήτο το μίσος. Εμισούσε, εμισούσε τους πάντας και τα πάντα. Εμισούσε όλο τον κόσμο. Τους Έλληνας της Σμύρνης, που ελευθερώθησαν, τον Στρατόν που τους ελευθέρωσε, τον Μητροπολίτην Χρυσόστομον, ιδίως αυτόν, τους δημοσιογράφους τους Έλληνας και μόνον ανελύετο εις τρυφερότητας όταν έβλεπεν μπροστά του Τούρκον. Τόση ήτο η αγάπη του προς τους Τούρκους ώστε πολλές φορές μας εγεννήθη η ιδέα ότι αυτός ο άνθρωπος είχε Τούρκους γεννήτορας.
Αλλ’ υπέρ πάντας εμίσει όπως είπα τον Μητροπολίτην Σμύρνης Χρυσόστομον. Έκανε το παν για να καταστήση την ζωήν του αειμνήστου εκείνου ιεράρχου μαρτυρικήν. Ομολογώ πως μέχρι σήμερον βασανίζω το μυαλό μου για να μπορέσω να ανακαλύψω την αιτίαν του απεράντου μίσους του Στεργιάδη κατά του Χρυσοστόμου, χωρίς να το κατορθώνω. Οσάκις ο Στεργιάδης είχε ενώπιόν του κανένα που τον ήξευρε για φίλον του Χρυσοστόμου, άνοιγε κουβέντα γι’ αυτόν μόνον και μόνον για να βρη την ευκαιρίαν να τον υβρίση σκαιώς.
Φλύαρος και μικρόλογος δε. Όταν εδέχετο κανένα δεν του έδιδε καιρόν να πη μια λέξι. Ομιλούσε μόνον αυτός συνεχώς και αδιαλείπτως και μόνον διά τον εαυτόν του, διά την δύναμιν και την αξίαν του. Για όλον τον άλλον κόσμον ωμιλούσε μετά της μεγαλυτέρας περιφρονήσεως.
Είχε την μανίαν να εξευτελίζη κάθε κορυφήν. Προς τον Μητροπολίτην Εφέσου Ιωακείμ εφέρθη μίαν ημέραν τόσον σκαιά και πρόστυχα, ώστε ο δυστυχής άρχιερεύς έπεσεν απόπληκτος και μετ’ ολίγας ημέρας απέθανε.
Τέτοιος επάνω κάτω ήτο ο άνθρωπος που έστειλαν να κυβερνήση την απελευθερωθείσαν χώραν. Φθάνει κανείς στο σημείο να πιστεύση πως είχαν μετανοιώση, διότι ηλευθέρωσαν την Σμύρνην και της έστειλαν αμέσως αυτόν τον άνθρωπον μόνον και μόνον για να εξουδετερωθή το δώρον της ελευθερίας.
Μάλιστα ξέρω κι αυτό. Ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδος κ. Βενιζέλος ο οποίος την εποχήν εκείνην παρέμενεν ως γνωστόν εις Παρισίους είχε διατάξη τηλεγραφικώς να αποβιβασθή ο Στεργιάδης εις Σμύρνην ταυτοχρόνως με τον Στρατόν και όταν έμαθε ότι τούτο δεν κατορθώθη, διότι ο Στεργιάδης εχρονοτρίβησε δύο και τρεις ημέρας εις τα Ιωάννινα, απήντησε: “Αν το ήξευρα αυτό θα διέτασα την αναβολήν δύο και τρεις ημέρας έως ότου ετοιμασθή ο Στεργιάδης”.
Η πρώτη πράξις, η πρώτη εκδήλωσις της διοικητικής ικανότητος του Στεργιάδη ήτο ο τυφεκισμός δύο δυστυχισμένων στρατιωτών με την πρόφασιν ότι ευρέθησαν στις τσέπες των 2–3 λίρες χρυσές!!! Τα δυστυχισμένα παιδιά ωδηγήθησαν εις τον τόπον της εκτελέσεως χωρίς κι αυτά να ξέρουν γιατί τα σκοτώνουν! Δεν ξέρω τα ονόματα των αδικοσκοτωμένων εκείνων στρατιωτών. Αν έχουν γονείς τους πληροφορώ ότι τα παιδιά των δεν τα εσκότωσαν οι νόμοι της ελληνικής πατρίδος, αλλά τα εδολοφόνησεν ο Στεργιάδης».
Όπως εξηγήθηκε σε πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο (Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης, Οι τελευταίες ημέρες του Αρμοστή, Archive, 2022), η τελευταία παράγραφος του γραπτού του Παντελή Καψή είναι εντελώς ασύστατη και συκοφαντική. Ο Καψής ήταν αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων κατά τις πρώτες ημέρες της ελληνικής παρουσίας στην Σμύρνη και δεν μπορεί να υποτεθεί ότι αγνοούσε τα συμβάντα. Παρ’ όλα αυτά αφ’ ενός γράφει ότι εκτελέστηκαν 2 «δυστυχισμένα παιδιά», ενώ στην πραγματικότητα εκτελέστηκε μόνο ένας εύζωνας, αφ’ ετέρου όμως, όχι γιατί «ευρέθησαν στις τσέπες του 2–3 λίρες χρυσές», αλλά γιατί αυτός συνελήφθη να κυκλοφορεί ένοπλος στην πόλη της Σμύρνης και να κατέχει σακκίδιο με τουρκικά χρήματα, μεταξύ των οποίων 87 χρυσές λίρες (εξαιρετικά υψηλό ποσό) τις οποίες ισχυρίστηκε αρχικά ότι του είχε αποστείλει ο πατέρας του! Το σημαντικότερο όμως στην αφήγηση του Καψή, είναι ότι επιρρίπτει την ευθύνη της εκτέλεσης στον ίδιο τον Στεργιάδη, ενώ γνώριζε πολύ καλά, ότι αυτός ήταν απών (η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε στις 5 Μαΐου, ενώ ο Στεργιάδης αφίχθη στην Σμύρνη στις 7 Μαΐου).
Πρόσφατα, εκδόθηκε ένα ακόμη βιβλίο που αφορά την ιστορική μνήμη της Μικράς Ασίας (Μικρασιατικαί Αναμνήσεις με την πέννα του Παντελή Καψή (1880–1963), επιμ. Δημήτριος Θ. Κανελλόπουλος, Ιωάννης Μ. Μιχαλακόπουλος, Λογότυπο, 2022). Σε αυτό παρουσιάζεται ο Παντελής Ι. Καψής να αφηγείται επεισόδια και εμπειρίες που έζησε στην Μικρά Ασία, αλλά το σημαντικό είναι, ότι αυτές οι αφηγήσεις καταγράφονται μεταξύ 1948–1950, εποχή δηλαδή 15 έτη μετά την συγγραφή του προαναφερομένου βιβλίου του. Είναι η εποχή που ο γέρων πλέον ο Καψής (προσεγγίζει τα 70 έτη), βιώνει έναν νέο –εθνοκτόνο όμως– Εθνικό Διχασμό. Πλέον, μπορεί να δει περισσότερο ψύχραιμα τα γεγονότα του παρελθόντος. Μια πρώτη εικόνα που μεταφέρει για τον Ύπατο Αρμοστή Σμύρνης είναι πλήρης κολακευτικών λόγων για τις ικανότητες του ανδρός!
«Ο Στεργιάδης κατείχετο από εξωφρενικάς εκκεντρικότητες και είχε ελαττώματα τέτοια που τον κατέστησαν όχι απλώς ασυμπαθή αλλά μισητόν εις τον Μικρασιατικόν λαόν. Ήτο αυταρχικός και σκαιός σε τέτοιο σημείο που δεν μπόρεσε ποτέ να έλθη σε ψυχική επαφή με τον Ελληνισμό της Σμύρνης, ο οποίος πολλές φορές αγανακτών διετύπωνε ένα βαθύ παράπονο εναντίον του Ελ. Βενιζέλου, διότι έστειλεν εις την Σμύρνην ένα τέτοιον σατράπην, που με την σκαιότητά του εδηλητηρίαζε την εκ της ελευθερίας χαρά του Ελληνισμού της Ανατολής. Αλλά, η ιστορική ανάγκη μου επιβάλει να ομολογήσω ότι ο Στεργιάδης δεν εστερείτο και μεγάλων αρετών. Ήτο μεγαλοπράγμων. Κατείχετο από την έμμονον ιδέαν ότι η Ελλάς δίνει εις την Ανατολήν εξετάσεις π ο λ ι τ ι σ μ ο ύ και ε υ π ρ έ π ε ι α ς και η ιδέα αυτή τον έκανε πολλές φορές να παραφέρηται και να προβαίνη εις ενεργείας που τον έκαναν αντιπαθή. Είχε ένα προτέρημα που δεν το απέκτησε ποτέ κανένας από τους κυβερνήσαντας την Ελλάδα. Εγνώριζε να εκλέγη τους συνεργάτας του. Απεγύμνωσε σχεδόν το Ελληνικόν Κράτος από τους αρίστους των υπαλλήλων του και τους εκουβάλησεν όλους εις την Σμύρνην διά να θέση τα θεμέλια του εν Ασία Ελληνικού Κράτους. Εκάλεσε για κάθε υπηρεσία τους κορυφαίους και διαπρεπεστέρους Έλληνας υπαλλήλους. Διά την Δικαιοσύνην έφερε τους διαπρεπείς δικαστικούς Τόμαν Μπουρόπουλον, νυν εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Μουτούσιν και Δημόπουλον. Διά τας εθνολογικάς μελέτας τον νυν καθηγητήν του Πανεπιστημίου κ. Δένδια, διά την οργάνωσιν των Πανεπιστημίων της Σμύρνης την επιστημονικήν κορυφήν Καραθεοδωρή, διά τα οικονομολογικά τον μακαρίτην Σαμαράκην, διά τας διοικητικάς υποθέσεις τους Π. Ευρυπαίον, Ξυνόπουλον, Βασιλά, Α. Ψαρράν, Χρ. Νοστράκην και άλλους, ων τα ονόματα δεν ενθυμούμαι αυτήν την στιγμήν και οι οποίοι επαναλαμβάνω, ήσαν οι αριστείς των Ελλήνων υπαλλήλων και επί κεφαλής όλων αυτών είχε ως Γ. Γραμματέα της Αρμοστείας τον κ. Π. Γουναράκην, νέον όχι μόνον εκτάκτου μορφώσεως και δραστήριον, αλλά προ παντός ενθουσιώδη, εμπνεόμενον από τα ανώτερα ιδανικά της φυλής».
Όχι μόνο έχει παρέλθει ικανό χρονικό διάστημα από τα μικρασιατικά γεγονότα και ο Παντελής Καψής μπορεί να δει τα γεγονότα νηφάλια και αντικειμενικά, αλλά θα τολμήσει και την υπέρβαση. Η γνώση και εμπειρία που έχει αποκτήσει με το πέρασμα του χρόνου ο δημοσιογράφος, του προσέδωσαν την δυνατότητα έντιμου απολογισμού των ιστορικών γεγονότων στην αγαπημένη του πατρίδα την Μικρά Ασία, αλλά και ακριβοδίκαιης γραφής, αποφορτισμένης και απαλλαγμένης πλέον από τις μικροκομματικές σκοπιμότητες και μικρότητες των δεκαετιών του 1920 και 1930. Η απολογία του είναι ένας πραγματικός καταπέλτης κατά των δημοσιευμάτων των στρατευμένων κομματικά εντύπων της εποχής του Εθνικού Διχασμού. Ο Παντελής Καψής γράφει εν είδει εξομολόγησης για την εποχή εκείνη (η υπογράμμιση δική μου): «Εάν απεφάσιζα να γράψω διά τον Στεργιάδην ολίγον μετά την Μικρασιατικήν Καταστροφήν, θα δυσανασχετούσα, διότι το ελληνικόν λεξιλόγιον είναι επί τοσούτον πενιχρόν, ώστε να μη δύναται να μου προμηθεύση λέξεις αρκετάς και ικανάς διά να κατορθώσω να στηλιτεύσω επαρκώς και καυτηριάσω δεόντως τον τρομερόν και απαίσιον(;) Στεργιάδην». [προσοχή στο ερωτηματικό εντός παρένθεσης που χρησιμοποιείται].
Ακολούθως με θαυμαστή ειλικρίνεια, αποκαλύπτει το ασφυκτικό πλαίσιο εντός του οποίου κινείτο τότε η γραφίδα των βενιζελικών εντύπων, ως προς τον Ύπατο Αρμοστή Σμύρνης: «Τόση ήτο η κατ’ αυτού καταφορά ολοκλήρου του Έθνους και τόσον το εναντίον του μίσος όλου του κόσμου, ώστε εκείνος που θα τολμούσε να κινήση την γλώσσαν του εις λέξεις επιεικείας υπέρ αυτού, ασφαλώς θα εχαρακτηρίζετο τουλάχιστον ως προδότης».
Ο γέρων Παντελής Ι. Καψής, συνεχίζει κάνοντας λόγο για την ανάγκη της αποκατάστασης της «ιστορικής αληθείας», έχει πλέον ξεφύγει από τα στενά κομματικά όρια που ως νεαρό δημοσιογράφο του επέβαλλαν τα πράγματα και ώριμος πλέον έχει την καλή διάθεση να ασχοληθεί όχι με τα μικροκομματικά κουτσομπολιά και τις πλήρους μίσους κραυγές περί «προδοτών». Έχει αποφασίσει να περάσει στο στάδιο της αποκατάστασης και αποκάλυψης των πραγμάτων, όπως πρέπει να γνωρίζει κάθε Έλληνας των επομένων γενεών. Υπερβαίνει πλέον και τον απλό ενημερωτικό ρόλο του σοφού δημοσιογράφου και διαγράφει την γεμάτη μικρότητες δημοσιογραφία του παρελθόντος. Επιλέγει να υπηρετήσει, πλέον, την Αλήθεια, την επιστήμη της Ιστορίας, ώστε επιτέλους «να κυριαρχήσουν οι ακτίνες της ιστορικής αληθείας» (ο τονισμός δικός μου).
«Μα ο χρόνος δεν επουλώνει μόνον τας πληγάς των ανθρώπων. Ταυτοχρόνως καταπραΰνει και τα πάθη των, αμβλύνει τα μίση των και προ παντός διαλύει την αχλύν που μοιραίως προκαλούν και τα πάθη και τα μίση και αφήνει να κυριαρχήσουν αι ακτίνες της ιστορικής αληθείας.
Ο Στεργιάδης είναι ιστορικόν πρόσωπον και εφόσον γράφωμεν Ιστορίαν, είμεθα υποχρεωμένοι να τον κρίνωμεν χωρίς καμμία συμπάθεια και χωρίς κανένα πάθος ή φόβον.
Δύο ημέρας μετά την κατάληψιν της Σμύρνης υπό των ελληνικών στρατευμάτων, το ιστορικόν αντιτορπιλλικό μας ΛΕΩΝ κατέπλεεν εις τον λιμένα της Σμύρνης, έχον ως επιβάτην του τον τέως Γεν. Διοικητήν Ηπείρου Αριστείδην Στεργιάδην, συνοδευόμενον υπό του Γεν. Γραμματέως κ. Π. Γουναράκη. Τόσον οι στρατιωτικοί όσον και αι κοινοτικαί Αρχαί της Σμύρνης είχον καταλλήλως ειδοποιηθή ότι ο επιβαίνων του πολεμικού ΛΕΩΝ Α. Στεργιάδης έρχεται εις Σμύρνην ως αντιπρόσωπος της Ελληνικής Κυβερνήσεως με τον τίτλον: Ύπατος Αρμοστής Σμύρνης.
Αιώνων όνειρα και αιώνων πόθοι του υποδούλου Ελληνισμού, επραγματοποιούντο επί τέλους. Ύστερα από τόσων αιώνων δουλείαν, επί τέλους η Σμύρνη θα εκυβερνάτο από Έλληνα διοικητήν! Ποία ελληνική ψυχή θα μπορούσε να μείνη ασυγκίνητος προ του χαρμοσύνου τούτου εθνικού γεγονότος; Επιτροπή από Δημογέροντας και Κ. Επιτρόπους με επί κεφαλής τον αείμνηστον Μητροπολίτην Χρυσόστομον ανήλθεν επί του αντιτορπιλλικού ευθύς μόλις τούτο αγκυροβόλησε διά να χαιρετίση και προσαγορεύση τον πρώτον Έλληνα διοικητήν της Ιωνίας, που ήτο για μας ο συμβολικός άγγελος ο ευαγγελιζόμενος του υποδούλου Ελληνισμού την Ανάστασιν. Οι αποτελούντες την εν λόγω Επιτροπήν επέστρεψαν από το πλοίον αν όχι με αποκαρδίωσιν, αλλά τουλάχιστον με ένα σκεπτικισμόν. Διότι απλούστατα ο Στεργιάδης συμπεριεφέρθη προς αυτούς όχι ως προς αντιπροσώπους ενός αδελφού λαού απελευθερουμένου από μίαν μακραίωνα δουλείαν, αλλ’ ως δυνάστης προς τους ραγιάδες του.
Άλλ’ ήτο τόση η λατρεία μας προς την μητέρα Ελλάδα και τόση η πίστις μας προς το μέλλον της Ελληνικής Φυλής και προ παντός τότε η εμπιστοσύνη μας προς τον μεγάλον εκείνον άνδρα που κατηύθυνε τας τύχας της Ελληνικής Φυλής, ώστε δεν είχαμε καμμία δυσκολία να δεχθώμεν αγογγύστως το παν, όταν το παν αυτό προήρχετο από την Ελλάδα. Και ο Στεργιάδης ήταν για μας η Ελλάς.
Αυθημερόν ο Στεργιάδης απεβιβάσθη εις την πόλιν σχεδόν απαρατήρητος, χωρίς θόρυβον, χωρίς υποδοχές, χωρίς τελετές και εγκατεστάθη εις την επί της προκυμαίας προετοιμασθήσαν οικίαν του όπου και εκλείσθηκεν ερμητικώς και ήρχισεν εργαζόμενος. Τα γραφεία της Αρμοστείας εγκατεστάθησαν εις το απέραντον κτίριον του τέως Ελληνικού Προξενείου.
Είναι πασίγνωστος η Σμυρναϊκη φιλοξενία. Το φιλοξενείν ήτο για τους Σμυρναίους θρησκεία. Και φυσικά πλείσται επιφανείς Σμυρναϊκαί οικογένειαι έσπευσαν να παρακαλέσουν τον Έλληνα Αρμοστήν όπως δεχθή την ολιγόωρον έστω φιλοξενίαν των. Ο Στεργιάδης ουδεμίαν ουδέποτε απεδέχθη πρόσκλησιν. Το πόδι του δεν επάτησε σε Σμυρναϊκό σπίτι. Ήτο κλεισμένος στο γραφείον του και ειργάζετο. Ελάμβανε γνώσιν όλων των συμβαινόντων εις την Σμύρνην και τα πέριξ και επενέβαινεν εις όλα ραγδαίως, αποτόμως και αποφασιστικώς. Μετά σκαιότητος συνήθως και καμμιά φορά ελάμβανεν αποφάσεις που δεν ήσαν δίκαιες, πράγμα που μας έκανε τότε να αγανακτούμεν, αλλ’ εκ των υστέρων απεδεικνύετο ότι προέβαινεν εις αυτάς όχι από διάθεσιν περί τ ο α δ ι κ ε ί ν αλλά διά λόγους εθνικής ανάγκης. Οσάκις ήρχετο εις επαφήν με τους κοινοτικούς άρχοντας της πόλεως, εφέρετο προς αυτούς αποτόμως και με ύφος δεσποτικόν και προς αυτόν ακόμη τον Μητροπολίτην Χρυσόστομον, το ίνδαλμα του Ελληνισμού της Ανατολής εφέρετο ουχί μετά του προσήκοντος σεβασμού. Αλλά τόσον μόνον. Τα διαδοθέντα τότε ότι εξηυτέλιζεν εις πρώτην ευκαιρίαν τον αείμνηστον ιεράρχην απεδείχθησαν μύθοι. Ούτε ο Στεργιάδης έφθασεν εις τόσον σημείον εξωφρενισμού, ούτε ο Χρυσόστομος ήτο από τους ανθρώπους που εδέχοντο εξευτελισμούς.
Προς τους ξένους αντιπροσώπους εφέρετο αναλόγως και αναλόγως των περιστάσεων. Τους Ιταλούς τους εμίσει και τους περιεφρόνει. Πολλές φορές εταπείνωσε και εξηυτέλισε τον Ιταλόν Πρόξενον. Η εταιρία αεριόφωτος ήτο αγγλική και οι όροι του φωτισμού της Σμύρνης που συνήφθησαν επί Τουρκοκρατίας ήσαν σχεδόν ληστρικοί. Ο Στεργιάδης ηξίωσε να τροποποιήση τους όρους αυτούς. Ο διευθυντής της εταιρίας, ένας νευρικός Άγγλος, του ωμίλησεν ολίγον τι ανευλαβώς. Ο Στεργιάδης του έδειξε την θύραν του γραφείου του και επροτίμησε να μείνη σκοτεινή η πόλις παρά να ενδώση εις τας αξιώσεις της εταιρίας. Ο κ. Τζαίϊμς Μόργκαν, που ήταν τότε Αρμοστής της Αγγλίας και με τον οποίον με συνέδεε παλαιά γνωριμία μου είπε τότε: “Ο Στεργιάδης συμπεριφέρεται σα να έχη η Ελλάς δύο εκατομμύρια Στρατό!”. Ευγλωττότερος ύμνος διά την ελληνικήν υπερηφάνειαν του Στεργιάδη δεν νομίζω ότι ημπορούσε να υπάρξη.
Ο Στεργιάδης είχε μίαν τυφλήν πίστιν εις την μεγαλοφυΐαν του Βενιζέλου και έτρεφε προς αυτόν θρησκευτικήν λατρείαν. Διά τούτο όταν έπεσεν ο Βενιζέλος οι πάντες ενομίσαμεν ότι ο Στεργιάδης θα έφευγεν από την Σμύρνην. Παραδόξως τον είδαμε να παραμένη πάντοτε υπερήφανος, πάντοτε αγέρωχος, πάντοτε δεσποτικός και απότομος. Γιατί; Διότι ο διαδεχθείς τον Βενιζέλον Δ. Ράλλης, διά τηλεγραφήματός του μακροσκελούς τον ικέτευε να αποσύρη την υποβληθείσαν παραίτησίν του. Και επειδή ο Στεργιάδης επέμενε, παρόμοιον τηλεγράφημα του έστειλε την επομένην η αείμνηστος Βασίλισσα Όλγα, η οποία διεδέχθη ως γνωστόν εις την αντιβασιλείαν τον ένδοξον Ναύαρχον Κουντουριώτη.
Μία από τα μομφάς που απεδίδοντο εις τον Στεργιάδην ήτο ότι απέναντι των Τούρκων εφέρετο υπέρ το δέον επιεικής. Πολλοί μάλιστα τον εχαρακτήριζον ως φιλότουρκον.
Την απάντησιν εις την τοιαύτην κατ’ αυτού κατηγορίαν την έδωσεν εμμέσως ο ίδιος ο Στεργιάδης διά του τότε βουλευτού Μυτιλήνης αειμνήστου Νικολάου Παρίτση. Διερχόμενος κάποτε ο εν λόγω πολιτικός και δημοσιογράφος εκ Σμύρνης, ενόμισεν ότι έπρεπε να επισκεφθή τον παράδοξον Ύπατον Αρμοστήν της Ελλάδος εν Μ. Ασία. Πολλοί τον συνεβούλευσαν τότε να παραιτηθή μιας τοιαύτης αποπείρας, διότι ο Στεργιάδης δεν θα τον εδέχετο. Παραδόξως συνέβη το αντίθετον και ο Στεργιάδης όχι μόνον εδέχθη τον εκ Μυτιλήνης βουλευτήν, αλλά και τον εκράτησεν επί αρκετήν ώραν, εκθέτων εις αυτόν το πρόγραμμά του, τας ενεργείας του και τας επιδιώξεις του.
“To ξέρω” του είπε “ότι με κατηγορούν ως φιλότουρκον. Είναι δυνατόν ν’ αγαπώ τους Τούρκους, εγώ ο Κρητικός επαναστάτης, ο οποίος όλη του την πρώτην νεότητα την κατηνάλωσεν εις αγώνας εναντίον των Τούρκων, ο οποίος είδα να σφάζωνται μπροστά μου από τους Τούρκους δύο αδελφοί;”.
Και κατέληξε την ομιλίαν του προς τον κ. Περίσην ως εξής: “Δεν ξέρω ποίο είναι το μέλλον της Μ. Ασίας. Έχομε πολλούς εχθρούς εδώ, οι οποίοι καιροφυλακτούν να επωφεληθούν από τα σφάλματά μας. Διά τον λόγον αυτόν συμπεριφέρομαι έτσι, με πλήρη την βεβαιότητα ότι επισύρω εναντίον μου το μίσος των ομογενών της Ανατολής. Δίδομεν εξετάσεις πολιτισμού και εννοώ να εγγράψη η Ελλάς την πρώτην υποθήκην επί της Σμύρνης και της ενδοχώρας της”.
Και πράγματι, αυτή ήτο η κεντρική ιδέα της πολιτικής του Στεργιάδη. Και γι’ αυτό, όπως και σε άλλο μου σημείωμα ανέφερα προ καιρού, απεγύμνωσε τας υπηρεσίας του Ελληνικού Κράτους από το πολυτιμότερό του έμψυχο υλικό και το εκουβάλησε στη Σμύρνη και κατώρθωσε με τον απολυταρχισμό του, με τους εξωφρενισμούς του, με την βιαιότητά του, να δημιουργήση ένα ελληνικό κράτος εις την Μ. Ασίαν αληθινά υποδειγματικό.
Είναι γνωστόν ότι αι αγγλικαί αποικίαι είναι αι άριστα διοικούμεναι περιοχαί του κόσμου. Ε! λοιπόν, κανένα αποικιακό κράτος ήτο τόσον τέλειον όσον το ελληνικό κράτος της Μ. Ασίας και ουδέποτε ένας λαός εδιοικήθηκε τόσον χρηστώς, τόσον τιμίως και τόσον δημιουργικώς όσον οι λαοί της Μ. Ασίας κατά την διάρκειαν της ελληνικής κατοχής. Ουδεμία κατάχρησις εσημειώθη ποτέ εις το κράτος του Στεργιάδη, καίτοι το χρήμα έρρεεν αφθόνως παντού. Κανείς δεν εσκέφθηκε ποτέ να κλέψη και οβολόν έστω από το χρήμα αυτό και διότι οι μετακληθέντες υπάλληλοι ήσαν οι αριστείς των υπαλλήλων του Ελληνικού Κράτους, αλλά και διότι οι πάντες εργαζόμενοι, είχον προ των ομμάτων των την τρομεράν και αμείλικτον φυσιογνωμίαν του Στεργιάδη.
Γνωρίζετε τους περιδρόμους; Περίδρομοι είναι εκείνοι οι οποίοι τρέχουν πίσω από τον Στρατόν, όχι βέβαια διά να τους προσφέρουν τας υπηρεσίας των, αλλά διά να εκμεταλλευθούν αυτόν, υπό το πρόσχημα του προμηθευτού. Ε! λοιπόν αυτούς τους περίδρομους, τους κατεδίωξεν ανηλεώς. Ολίγας ημέρας μετά την πτώσιν του Βενιζέλου, εις την προκυμαίαν της Σμύρνης απεβιβάσθησαν σμήνη πειναλέων περιδρόμων. Όλοι αυτοί συνελήφθησαν και απεστάλησαν πίσω στας Αθήνας άναυλα.
Υπήρχε εις την Σμύρνην εις το ωραίο προάστειο Καρατάς, ένα παλαιό εβραϊκό νεκροταφείον, το οποίον ο Ραχμής το κατέσχε και ήρχισε να κτίζη μέσα εις αυτό ένα μεγάλο κτίριο, το οποίον προώριζε για τουρκικό πολυτεχνείον. Με τη σειρά του, ο Στεργιάδης το κατέσχε και αυτό επεδόθη εις την αποπεράτωσιν του μεγαλοπρεπούς κτιρίου, εις την προσθήκην νέων πτερύγων, και το προώριζε για ελληνικό πανεπιστήμιο της Σμύρνης. Μάλιστα είχε μετακαλέσει τον καθηγητήν Καραθεοδωρή, εις τον οποίον ανέθεσε την οργάνωσιν και διεύθυνσιν του εν λόγω Πανεπιστημίου.
Οι Εβραίοι όμως της Σμύρνης ενόμισαν ότι ημπορούσαν να διεκδικήσουν τα επί του παλαιού των νεκροταφείου δικαιώματα της εβραϊκής κοινότητος και μετά την πτώσιν του Βενιζέλου, οπότε υπελόγιζαν θα ήτο μειωμένη η δύναμις του Στεργιάδη, ανέθεσαν εις κάποιον ισχυρόν φίλον του κρατούντος κόμματος να διεξαγάγη τας σχετικάς ενεργείας.
Ο εν λόγω κύριος ήλθεν εις Σμύρνην και παρουσιάσθη εις τον Στεργιάδην διά να διεκδικήση τα δίκαια της εβραϊκής κοινότητος. Αποτέλεσμα: συνελήφθη αμέσως και απεστάλη υπό συνοδείαν εις τας Αθήνας.
Προς τους στρατιωτικούς εφέρετο αγερώχως και σχεδόν αποτόμως. Ο Αρχιστράτηγος Παρασκευόπουλος πολλές φορές ηναγκάζετο να περιμένη εις τον αντιθάλαμον του Στεργιάδη αρκετά λεπτά, περιμένοντας τη σειρά του για να γίνη δεκτός και όμως όταν συναντούσε εις το μέτωπον, το οποίον επισκέπτετο συχνά, κανένα πολεμικόν ανταποκριτήν, του συνιστούσε να γράφη όσα μπορούσε περισσότερα υπέρ του υπερόχου Ελληνικού Στρατού!
Τον κατηγόρησαν ότι αφώπλισε τον Ελληνισμόν της Σμύρνης και της Ανατολής. Ψεύδος ανόητον. Διά να αφοπλίση τον Ελληνισμόν της Ανατολής ο Στεργιάδης, έπρεπεν ο λαός αυτός να ήτο ωπλισμένος. Και τοιούτον τι δεν συνέβαινε. Άλλοι ημπόδισαν να οπλισθή ο Ελληνισμός της Ανατολής.
Αλλά δεν είναι εύκολον να σκιαγραφηθή μέσα εις τα πλαίσια ενός απλού σημειώματος ένας άνθρωπος με τόσην πολυσχιδή και δραματικήν δράσιν ως ο Στεργιάδης. Ίσως γίνη τούτο άλλοτε.
Σήμερον ο Στεργιάδης, κύπτων υπό την άδικον κατάραν ενός λαού, περνά τα θλιβερά γηρατειά του σε κάποια πόλι της Ν. Γαλλίας, κατατρυχώμενος υπό της εσχάτης ενδείας. Ο άνθρωπος που διεχειρίσθη εκατομμύρια λιρών ανεξελέγκτως, στερείται σήμερον του επιουσίου άρτου και αποζή από την φιλανθρωπίαν ολίγων ομογενών.
Ο Στεργιάδης υπήρξε παράφορος. Σκαιός, αποκρουστικός, βίαιος και πολλάκις άδικος. Αυτό το δέχομαι. Αλλ’ υποστηρίζω και διακηρύττω ότι υπήρξε μεγαλουργός, πατριώτης εμπνευσμένος και τίμιος άνθρωπος. Ανώτερος χρημάτων, ανώτερος ανθρωπίνων αδυναμιών. Τα γράφω αυτά εγώ, ο οποίος ουδέποτε υπήρξα φίλος του. Ο Στεργιάδης υπήρξεν όρθιος άνθρωπος. Κάτι του οφείλει το Έθνος».
Δεν νομίζουμε πως υπάρχει πλέον ανάγκη περαιτέρω σχολιασμού. Ο Παντελής Ι. Καψής γράφει αυτό που σήμερα για όλους θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρο και αυτονόητο. Η κομματική σκοπιμότητα εκείνων των καιρών, επέβαλε την εκτόξευση της κατηγορίας περί «προδοσίας» επί των πολιτικών αντιπάλων (όπως ακριβώς εξηγούν οι καθηγητές Συρίγος και Χατζηβασιλείου), αλλά δυστυχώς οι λέξεις «προδότης» ή «προδοσία» επιβιώνουν έως σήμερα δηλητηριάζοντας σε κάθε ευκαιρία την ελληνική κοινωνία.
Συμπερασματικά, τα έργα που προέρχονται από συρραφή αρθρογραφίας εφημερίδων, πλέον θεωρούνται ξεπερασμένα από την νεότερη έρευνα, της οποίας τα ευρήματα έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί. Είναι προφανές, ότι ο σημερινός αναγνώστης και φιλίστορας, πρέπει ασφαλώς να μελετήσει με την προσήκουσα προσοχή τα έργα των βενιζελικών δημοσιογράφων, καθώς σε αυτά διασώζονται σημαντικά στοιχεία, ωστόσο θα πρέπει να μην παρασυρθεί από τις «σειρήνες» του λαϊκισμού, ή της κομματικής σκοπιμότητας που θα τον πολιορκούν όταν θα φθάνει στο σημείο όπου οι συγγραφείς/δημοσιογράφοι εξάγουν εύκολα καταγγελτικά συμπεράσματα ή εκφράζουν προσωπικές κρίσεις έντονου συνωμοσιακού χαρακτήρα. Η διασταύρωση των δεδομένων με νεότερες έρευνες από κατ’ εξοχήν αρμόδια πρόσωπα συγγραφής Ιστορίας και η πρόσληψη των νέων στοιχείων που αυτές φέρουν, είναι η μόνη εναλλακτική στην προσπάθεια κατανόησης των πραγματικών γεγονότων. Η σύγκριση μεταξύ τους είναι τόσο καταφανής ως προς την αντικειμενική ματιά που πρέπει να διακρίνει τους συγγραφείς. Δεν πρόκειται για αναθεώρηση της Ιστορίας, αλλά για αποκατάσταση αυτής, καθώς όπως αποδεικνύεται, οι δημοσιογράφοι/συγγραφείς της εποχής, μόνο αντικειμενική Ιστορία δεν συνέγραψαν.
Πηγή: Θέματα Ελληνικής Ιστορίας