Συγκρότηση Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου
Ο Ελ. Βενιζέλος, έχοντας ως βασική επιδίωξη να τιμωρήσει και να απομακρύνει από την έδρα εκείνους τους μητροπολίτες και επισκόπους της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας, καθώς και των Νέων Χωρών που θεωρούνταν αντιβενιζελικοί και κυρίως όσους έλαβαν μέρος στο «ανάθεμα», στις 12 Δεκεμβρίου 1916, κατάρτισε ειδικό εκκλησιαστικό δικαστήριο με αρμοδιότητες να δικάζει ακόμη και τα πολιτικής φύσεως αδικήματα. Έτσι, με νομοθετικό διάταγμα που υπεγράφη στις 11 Ιουλίου 1917, τροποποίησε το καταστατικό της Ιεράς Συνόδου[1], συγκρότησε το αποκαλούμενο Ανώτατο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο, απέλυσε τα μέλη της Ιεράς Συνόδου και διόρισε στις θέσεις τους δικούς του έμπιστους αρχιερείς.
Η δικαιολογία που επικαλέστηκε ότι δήθεν συγκρότησε αυτό για να δικάζονται κατά δικαιότερο τρόπο οι ιεράρχες, επειδή δεν ήταν εφικτή η σύγκληση δικαστηρίου από την ολομέλεια της Ιεράς Συνόδου, δεν φαίνεται να είναι και τόσο πειστική. Και τούτο, διότι παρουσιάστηκαν μετέπειτα περιπτώσεις, όπως του μητροπολίτη Κοζάνης Φωτίου, του οποίου η παραπομπή, τον Ιούνιο του 1918, με την κατηγορία της «δυσμένειας κατά του καθεστώτος» έγινε απ’ ευθείας στο έκτακτο Στρατοδικείο Κοζάνης, ενώ τον μητροπολίτη Δράμας Αγαθάγγελο τον κρατούσαν υπό περιορισμό τρία περίπου χρόνια στη Θεσσαλονίκη χωρίς να του απαγγείλουν κατηγορία. Το ίδιο συνέβη και με το μητροπολίτη Γρεβενών Αιμιλιανό Δάγγουλα, τον οποίο οδήγησαν με τη βία στη Μονή Ολυμπιώτισσας Ελασσόνας, τον Σεπτέμβριο του 1918, όπου τον έθεσαν υπό περιορισμό χωρίς να τον δικάσουν.
Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει το Ανώτατο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο, ένα ειδικό δικαστήριο σκοπιμότητας, το οποίο ιδρύθηκε για να εξυπηρετήσει για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο ένα πολιτικό στόχο, που δεν ήταν άλλος από την απομάκρυνση εκ του σώματος της Εκκλησίας σχεδόν όλων των αντιβενιζελικών ιεραρχών. Καταδικάστηκαν 24 από τους 30 εν ενεργεία ιεράρχες της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος[2], όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Η κυβέρνηση Βενιζέλου για να παραπέμψει σε δίκη τον πρώην πρόεδρο[3] και τα μέλη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας για τις διάφορες παραβάσεις που διέπραξαν κατά τη διάρκεια των Συνοδικών καθηκόντων τους (σύμφωνα με τη δική της άποψη) και για να εκδικάσει κάθε είδους παράπτωμα αρχιερέα, που τελέστηκε στην περιφέρεια της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος ή στα όρια του Βασιλείου της Ελλάδος, για το οποίο προβλεπόταν η ποινή της καθαίρεσης ή διηνεκούς αργίας, εξέδωσε στις 22 Ιουλίου 1917 Β. Διάταγμα για τη σύγκληση Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου. Το δικαστήριο αυτό θα συγκροτούσαν δέκα τρία μέλη,
από τα οποία τα πέντε θα ήσαν τα εν ενεργεία μέλη της Ιεράς Συνόδου[4] και τα λοιπά θα λαμβάνονταν από αρχιερείς που είχαν μητροπόλεις ή αρχιεπισκοπές ή επισκοπές μέσα στο ελληνικό κράτος, είτε αυτές υπάγονταν στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος είτε στις Νέες Χώρες[5].
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος Α΄ Μηνόπουλος
(4.11.1902-28.9.1917, 16.11. 1920- Σεπ. 1922)
Αποκλείονταν από τη συμμετοχή στο δικαστήριο οι αρχιερείς που διατέλεσαν μέλη της Ι. Συνόδου κατά τη συνοδική περίοδο κατά την οποία διαπράχτηκαν οι παραβάσεις που έδωσαν αφορμή στη δίκη. Η νέα Ι. Σύνοδος ήταν υποχρεωμένη να προτείνει 15 αρχιερείς, από τους οποίους η κυβέρνηση θα εξέλεγε τους απαιτούμενους για τη συμπλήρωση των μελών του δικαστηρίου.
Πρόεδρος του Δικαστηρίου αναλάμβανε ο πρώτος τη τάξει αρχιερέας (μητροπολίτης Αθηνών) και σε περίπτωση απουσίας τούτου ο αμέσως αρχαιότερος. Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου λαμβάνονταν κατά πλειοψηφία, εκδίδονταν αιτιολογημένα, αφού προηγουμένως καλούνταν σε απολογία ο κατηγορούμενος. Οι αποφάσεις αυτές ήταν αμετάκλητες, χωρίς να υπόκεινται σε κανένα ένδικο μέσο.
Ως τόπος των συνεδριών του Δικαστηρίου ορίσθηκε η αίθουσα συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου στο Συνοδικό Μέγαρο Αθηνών και χρόνος έναρξης των εργασιών η 2 Αυγούστου 1917, ημέρα Τετάρτη.
Μητροπολίτης Λαρίσης Αρσένιος Αφεντούλης
Το αρχαιότερο μέλος της Ιεράς Συνόδου που συμμετείχε στο «ανάθεμα»
Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά της η κυβέρνηση Βενιζέλου απομάκρυνε από το θρόνο το μητροπολίτη Αθηνών και πρόεδρο της Ιεράς Συνόδου της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος Θεόκλητο[6] και με το Β. Δ. της 11 Ιουλίου 1917 απάλλαξε από τα συνοδικά καθήκοντα τα λοιπά μέλη της Ιεράς Συνόδου, ήτοι το μητροπολίτη Λαρίσης Αρσένιο και τους επισκόπους Ηλείας Δαμασκηνό, Φωκίδος Αμβρόσιο και Κεφαλληνίας Δαμασκηνό. Στη θέση αυτών τοποθέτησε δικούς της αρχιερείς, για να συγκροτήσουν τη νέα Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος[7]. Αυτοί ήταν:
(1) Επίσκοπος Φαναρίου και Θεσσαλιώτιδος Ευθύμιος, ο οποίος προσωρινά θα αναλάμβανε και πρόεδρος της Συνόδου, μέχρι τοποθέτησης νέου μητροπολίτη Αθηνών.
(2) Επίσκοπος Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας και Μήλου Αθανάσιος.
(3) Επίσκοπος Χαλκίδας και Καρυστίας Χρύσανθος.
(4) Επίσκοπος Φθιώτιδας Ιάκωβος.
Από τους δεκαπέντε αρχιερείς που προτάθηκαν, για να συγκροτήσουν μαζί με τους συνέδρους της Ιεράς Συνόδου το Ανώτατο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο, η κυβέρνηση επέλεξε τους εννέα, αφού πρώτα διόρισε τα τέσσερα μέλη της Συνόδου. Οι επιλεγέντες ήταν οι μητροπολίτες Θεσσαλονίκης Γεννάδιος, Βέροιας Καλλίνικος, Κασσανδρείας Ειρηναίος, Μυτιλήνης Κύριλλος, Σισανίου και Σιατίστης Ιερόθεος, Κέρκυρας Σεβαστιανός και οι επίσκοποι Πέτρας (Κρήτης) Τίτος, Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελος, Ιερισσού και Αγίου Όρους Σωκράτης.
Στις 4 Απριλίου 1919 συγκροτήθηκε για δεύτερη φορά το Ανώτατο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο υπό την προεδρία του μητροπολίτη Αθηνών Μελετίου αποτελούμενο από 13 μέλη, τα εξής[8]:
1) Πέντε μέλη της Ιεράς Συνόδου: Αθηνών Μελέτιος, Θεσσαλιώτιδος Ευθύμιος, Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Αμβρόσιος, Δημητριάδος Γερμανός, Γυθείου και Οιτύλου Διονύσιος.
2) Έξι μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου: Μαρωνείας Μελισσηνός, Πολυανής Φώτιος, Ίμβρου Πανάρετος, Μογλενών (Φλωρίνης) Πολύκαρπος, Παραμυθίας Νεόφυτος, Κισσάμου και Σελίνου Άνθιμος.
3) Δύο από την Παλαιά Ελλάδα: Ζακύνθου Διονύσιος και Τρίκκης και Σταγών Πολύκαρπος.
Σκοπός του Δικαστηρίου τούτου (β΄ περιόδου) ήταν η εκδίκαση των εκκρεμών υποθέσεων των μητροπολιτών Κρήτης Ευμενίου και Ιωαννίνων Σπυρίδωνος, καθώς επίσης και των επισκόπων Μονεμβασίας και Λακεδαίμονος Γερμανού, Ύδρας Προκοπίου και Παροναξίας Ιεροθέου.
_____________________________
[1] ΦΕΚ Α 137/11.7.1917 και ΦΕΚ Α 150/25.7.1917.
[2] Οι μητροπόλεις και επισκοπές της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας την περίοδο αυτή ήταν συνολικά 32, από τις οποίες οι δύο (2) χηρεύουσες.
[3] Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου κατά την περίοδο του «αναθέματος» και μέχρι την κυβερνητική αλλαγή της 14 Ιουνίου 1917 ήταν ο μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος Μηνόπουλος.
[4] Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου ήταν ο εκάστοτε μητροπολίτης Αθηνών (ο τίτλος του αρχιεπισκόπου δόθηκε το 1923). Την Ι. Σύνοδο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος αποτελούσαν την περίοδο εκείνη ο μητροπολίτης Αθηνών, ως πρόεδρος, και 4 μητροπολίτες ή επίσκοποι από τη λοιπή επικράτεια του Βασιλείου της Ελλάδος. Σ’ αυτή δεν είχαν συμμετοχή οι μητροπολίτες των Νέων Χωρών, γιατί υπάγονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο δεν είχε παραχωρήσει τότε αυτό το δικαίωμα στους ιεράρχες που βρίσκονταν εντός της ελληνικής επικράτειας.
Στο άρθρο Γ΄ του Νόμου ΣΑ΄ της 9ης Ιουλίου 1852 (Νόμος Καταστατικός της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος) αναφέρονται τα εξής: «Η Ιερά Σύνοδος σύγκειται εκ πέντε μελών ισοψήφων, εκ των εν τω Βασιλείω Αρχιερέων των εχόντων επισκοπάς, ων εις Πρόεδρος, και τέσσαρες Σύνεδροι. Και Πρόεδρος μεν υπάρχει διαρκώς ο κατά καιρόν εν τη πρωτευούση του Βασιλείου αρχιερατεύων Μητροπολίτης. οι δε Σύνεδροι καλούνται αλληλοδιαδόχως παρά της Κυβερνήσεως, κατά την τάξιν των πρεσβείων της αρχιερωσύνης, διατηρουμένης ενί εκάστω εις τας συνεδριάσεις και της τάξεως του ιδίου βαθμού…».
[5] Β.Δ. της 22 Ιουλίου 1917 και Ν.Δ. της 11 Ιουλίου 1917 που κυρώθηκε με το Νόμο 932/1917, καθώς και το άρθρο 2 του ιδίου Ν.Δ. μετά και τις προσθήκες του Νόμου 929/1917. Όλα τα παραπάνω Διατάγματα και οι Νόμοι φωτογράφιζαν την παραπομπή σε δίκη του μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητου, των μελών της Ι. Συνόδου και των αρχιερέων που έλαβαν μέρος στο «ανάθεμα». Παρατηρούμε εδώ, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, να συμμετέχουν για πρώτη φορά στην Ιερά Σύνοδο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας και «βενιζελικοί» μητροπολίτες των Νέων Χωρών, χωρίς την άδεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
[6] Ο μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος Α΄, κατά κόσμον Θεόδωρος Χρόνη Μηνόπουλος, γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1848 στην Τρίπολη από οικογένεια που καταγόταν από το Σούλι της Ηπείρου. Φοίτησε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά το πέρας των σπουδών του διορίστηκε διευθυντής της Ιερατικής Σχολής Τρίπολης. Από εκεί μετέβη για μικρό χρονικό διάστημα στη Γερμανία για ευρύτερες σπουδές. Το 1892 εκλέχτηκε επίσκοπος Μονεμβασίας και Σπάρτης, όπου ποίμανε επί δεκαετία την επαρχία του. Στις 4 Νοεμβρίου 1902, εκλέχτηκε μητροπολίτης Αθηνών. Όταν με τη βοήθεια της Αντάντ επικράτησε ο Βενιζέλος και εκθρονίστηκε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος απομακρύνθηκε από την έδρα του και το Ειδικό Ανώτατο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο τον καθαίρεσε από το αξίωμά του. Το 1920, με τη μεταβολή της πολιτικής κατάστασης, επανήλθε στη θέση του με απλό Β.Δ. της 16ης Νοεμβρίου 1920, χωρίς νέα δικαστική απόφαση. Το 1922 με την επικράτηση της επανάστασης Γονατά – Πλαστήρα, η οποία απομάκρυνε από το Θρόνο τον Κωνσταντίνο, απομακρύνθηκε και καθαιρέθηκε και ο Θεόκλητος. Η Μείζων Σύνοδος (από 18 αρχιερείς) που συνήλθε στις 30 Δεκεμβρίου 1922 αναθεώρησε τις αποφάσεις του Ειδικού Ανωτάτου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου και αποκατέστησε στις έδρες τους όλους του καταδικασθέντες μητροπολίτες, πλην του Θεοκλήτου τον οποίο αποκατέστησε στο αξίωμα αλλά όχι όμως στην έδρα του. Έκτοτε ο Θεόκλητος, ο οποίος αποδέχθηκε την απόφαση αυτή, αποσύρθηκε στη Μονή Ασωμάτων Πετράκη, όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του, στις 19 Δεκεμβρίου 1931.
[7] Β.Δ. της 26 Αυγούστου 1917. Η Συνοδική περίοδος ήταν ετήσια και άρχιζε την 1η Σεπτεμβρίου κάθε έτους.
[8] (1) Β.Δ. της 4 Απριλίου 1919, (2) Στράγκα Θεόκλητου, Εκκλησίας Ελλάδος ιστορία εκ πηγών αψευδών, β΄ τόμος, (2) Στράγκα Θεόκλητου, Εκκλησίας Ελλάδος ιστορία εκ πηγών αψευδών, β΄ τόμος, Αθήνα 1970, σελ. 765 και (3) Εκκλησιαστική Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 3.8.1919.
Πηγή: (Από το βιβλίο του Υποστράτηγου Βήττου Χρήστου, Ο Εθνικός Διχασμός και η Γαλλική κατοχή, Εκδόσεις Όλυμπος)