Ο Ιωάννης Βλάχος γεννήθηκε στην Ανώπολη Σφακίων, ένα ορεινό χωριό σε ύψος 600μ., περί τα δύο χιλιόμετρα από την θάλασσα, στην θέση της αρχαίας ομώνυμης πόλης, φέουδο των Σκορδιλών κατά την Βυζαντινή περίοδο. Η ακριβής ημερομηνία γεννήσεώς του δεν είναι εξακριβωμένη. Πιθανολογείται όμως ότι γεννήθηκε το 1722 ή το 1730.
Ο Ιωάννης Βλάχος γεννήθηκε στην Ανώπολη Σφακίων, ένα ορεινό χωριό σε ύψος 600μ., περί τα δύο χιλιόμετρα από την θάλασσα, στην θέση της αρχαίας ομώνυμης πόλης, φέουδο των Σκορδιλών κατά την Βυζαντινή περίοδο. Η ακριβής ημερομηνία γεννήσεώς του δεν είναι εξακριβωμένη. Πιθανολογείται όμως ότι γεννήθηκε το 1722 ή το 1730.
Το "Βλάχος" δεν είναι βέβαιο αν ήταν όντως αληθινό επίθετο ή προσωνύμιο. Έμεινε περισσότερο γνωστός στην ιστορία με το προσωνύμιο "Δασκαλογιάννης", λόγω του ότι επειδή ήταν πολύ μορφωμένος, τον αποκαλούσαν "δάσκαλο". (Ο Δάσκαλος, ο Γιάννης). Ο όρος "Δασκαλογιάννης", θεωρείται αυθαίρετος, παρ' ότι έχει επικρατήσει στις μέρες μας. Με το όνομα επίσης τούτο αναφέρεται και σε τουρκικό έγγραφο του 1750: "Bente Daskalo Vani Vazici Kasteli Mezbur = Ο δούλος Δάσκαλος Γιάννης, γραμματικός του Καστελίου".
Ο Δασκαλογιάννης υπήρξε ένας από τους πλέον εγγράμματους, μορφωμένους και πολυταξιδεμένους Σφακιανούς. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος καραβοκύρης που τον μόρφωσε στο εξωτερικό, πιθανότατα στην Ιταλία όπου σπούδαζαν τότε κι άλλοι Κρητικοί, αφού μιλούσε την ιταλική γλώσσα.
Στην εμφάνιση ήταν άντρας μετρίου αναστήματος, ανδροπρεπής και εύχαρις σαν χαρακτήρας. Είχε φυσική ευφράδεια και έπειθε εύκολα αφού είχε το σπάνιο χάρισμα της ρητορικής ηγεσίας.
Η οικογένειά του αποτελούνταν από τέσσερα αδέρφια, το Νικόλαο ή Χατζή Σγουρομάλλη, τον Παύλο, το Μανούσο και τον Γεώργιο. Η γυναίκα του λεγόταν Σγουρομαλλίνη ή Ξανθομαλλίνη, με καταγωγή από το Ρέθυμνο και μαζί της είχε αποκτήσει τέσσερις κόρες και δύο γιους. Την Μαρία, την Ανθούσα, την Ελευθερούσα, το όνομα της τέταρτης δεν αναφέρεται πουθενά, τον Ανδρέα και τον Νικολάκη.
Στην κατοχή του ο Δασκαλογιάννης είχε τέσσερα τρικάταρτα καράβια κι ο ίδιος ταξίδευε με αυτά στα λιμάνια της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Είχε, μαζί με τ’ αδέρφια του, ναυτικά «πρακτορεία» στα κυριότερα λιμάνια και σε πολλά ελεύθερα Ελληνικά νησιά, όπως στα Κύθηρα.
Κήρυξε την επανάσταση στα Σφακιά με 1.300 άνδρες και με την ελπίδα ότι η ενέργειά του θα προκαλούσε γενικό ξεσηκωμό. Η συνέχεια όμως τον διέψευσε και όταν είδε ότι ο σκληρός και αιματηρός αγώνας ήταν καταδικασμένος, αναγκάστηκε να παραδοθεί πιστεύοντας στην υπόσχεση των Τούρκων ότι θα σταματούσαν τις σφαγές και θα έδιναν αμνηστία. Τον έγδαραν όμως ζωντανό στις 17 Ιουνίου 1771 στην πλατεία Ατ Μεϊντάν του Ηρακλείου μπροστά στο πλήθος!
...Στις 17 Ιουνίου 1771 το πρωί, ο πασάς φώναξε ένα βάρβαρο γενίτσαρο, ειδικό στους βασανισμούς, και του παράδωσε τον Δάσκαλο.
- Θέλω το θάνατο σκληρό και στην μεγάλη πλατεία.
Ο "ειδικός" κάλεσε σε σύσκεψη την παρέα του και βρήκαν τον τρόπο που θα σκότωναν τον Δάσκαλο. Τον έσυραν στους δρόμους. Μαζεύτηκαν τα μπουλούκια απ’ όλες τις γειτονιές. Άκουσαν οι Χριστιανοί την βοή να σηκώνεται από τις τέσσερις άκρες της πολιτείας και μαντάλωσαν τα σπίτια τους. Οι φονιάδες ξεκίνησαν για την πλατεία της ανατολικής πύλης του Μεγάλου Κάστρου.
Μπροστά έσερναν τον μελλοθάνατο και πίσω ακολουθούσαν άγριοι και πολεμικοί οι ηρωικοί γενίτσαροι, έτοιμοι να δείξουν την ανδρεία τους πάνω στον δεμένο Δασκαλογιάννη.
Ήρθαν μαραγκοί, έμπηξαν τέσσερις πασσάλους στο χώμα, κάρφωσαν σανίδες κι έκαναν ένα κάθισμα ψηλό.
- Γιάε που θα σε κάτσω, Δάσκαλε, στον θρόνο σαν τον μητροπολίτη, έλεγε ο δήμιος.
Ο Δάσκαλος άκουε και δε μιλούσε. Είχε το κεφάλι ίσιο όσο γινόταν. Κείνη την ώρα, στην πλατεία του Μεγάλου Κάστρου, ένιωθε πως κρινόταν η Κρήτη στο πρόσωπό του κι έκανε κουράγιο κι έσφιγγε τα δόντια του να μην την προσβάλει.
Με τον φριχτό θάνατο που του ετοίμαζαν οι Τούρκοι, λογάριαζαν πως θα γελοιοποιούσαν τον πρώτο επαναστάτη της Κρήτης. Αυτό το καταλάβαινε ο Δάσκαλος και μάζευε την δύναμή του να δώσει την ύστερη μάχη...
Όταν τέλειωσε ο "θρόνος" τον σήκωσαν και τον κάθισαν επάνω. Του ’δεσαν χέρια και πόδια, του ’δεσαν και το κορμί γερά να μην μπορεί να κινηθεί και σάλπισαν.
Τότε ήρθε ένας γενίτσαρος με ξυράφι στο χέρι. Ανέβηκε στον "θρόνο", άρπαξε τον μάρτυρα απ’ τα μαλλιά και άρχισε να τον γδέρνει σιγά-σιγά, μαστορικά, σαν να τον ξύριζε. Έκοβε λουρίδες από το κεφάλι μέχρι το στήθος κι ύστερα άλλες προς την ωμοπλάτη!
Φρίκιασε ο όχλος να δει τέτοιο θέαμα. Πήδηξαν τα αίματα και γέμισαν τα χέρια των δημίων. Ο "ειδικός" έπαιρνε τις λουρίδες και τις πετούσε πάνω στο πλήθος:
- Τζάμπα πετσί για τα στιβάνια σας!
Μπροστά του έβαλαν ένα καθρέπτη για να μεγαλώσουν την οδύνη του. Έπειτα έφεραν δεμένο τον αδερφό του, Χατζή Σγουρομάλλη και όταν είδε ο ένας τον άλλο, "εμουγκαλίσθησαν ως βόες δις και τρις" κατά την έκφραση του ιστορικού. Από την στιγμή αυτή ο Σγουρομάλλης τρελάθηκε!
Εκείνο, όμως, που περίμεναν οι Τούρκοι αξιωματούχοι, δεν έγινε! Μάταια λογάριαζαν πως ο Δάσκαλος θα ούρλιαζε, θα ’κλαιγε, θα γύρευε έλεος... Εκείνος πάλευε σαν άντρας περήφανος με τους φοβερούς πόνους! Κάθε φορά που το ξυράφι έκοβε το κορμί του, ακουγόταν ένα πνιχτό μουγκρητό... Τίποτε άλλο!
Ο όχλος εκνευρίστηκε από την αντοχή του! Ένιωθαν πως τούτος ο γκιαούρης περιφρονούσε τον θάνατο και τους δημίους του, κέρδιζε μια κρατερή μάχη μέσα στην καρδιά του Μεγάλου Κάστρου και αποθηριώθηκαν. Ύβρισαν τον Χριστό και τους Κρητικούς και απείλησαν γενική σφαγή για μια στιγμή.
Ένας Τούρκος, ο Χασάν Μαράζης, διηγήθηκε σε βαθιά γεράματα, την εντύπωση που του ’κανε ο ηρωικός θάνατος του Δασκάλου. Ήταν τότε νέος και φανατικός. Έβλεπε τον καπετάνιο να παλεύει συγκρατημένος με τα βασανιστήρια και τρόμαξε: "Αυτός δεν ήταν άνθρωπος, μα την πίστη μου".
Οι δήμιοι, όμως, συνέχισαν και μετά τον θάνατό του να κόβουν το δέρμα του νεκρού και να το πετούν στον όχλο!
Για να πιστέψουν πως πέθανε τον άφησαν πάνω στα ξύλα δυο μέρες, να τον σαπίσει ο καλοκαιρινός ήλιος. Ύστερα έβαλαν δυο ραγιάδες και τον έθαψαν σ’ ένα λάκκο, μια δεκαριά βήματα νοτιοανατολικά από την γωνία της Ακ-Τάμπιας. Εκεί σκέπασε το λείψανό του το χώμα του Κάστρου κι η λησμονιά.
Το άγαλμα του Δασκαλογιάννη στην γενέτειρά του, Ανώπολη Σφακίων.
Η είδηση του μαρτυρικού θανάτου του Δασκαλογιάννη συγκλόνισε τα Σφακιά. Οι καπετάνιοι, που έμειναν με το τουφέκι στα χέρια πάνω στα ερείπια, ορκίστηκαν εκδίκηση!
Συνέχισαν τις επιδρομές κατά των αγάδων και τρία χρόνια αργότερα εξόντωσαν και τον πανίσχυρο Αληδάκη και τις εκατοντάδες των ανθρώπων του πυρπολώντας τον πύργο του και καταστρέφοντας τα υποστατικά του!
Πηγή:Περί Πάτρης