Ἡ αἰφνιδιαστικὴ βουλγαρικὴ ἐπίθεση ἐναντίον τῶν ἑλληνικῶν καὶ σερβικῶν τμημάτων προκάλυψης, στὶς 16 Ἰουνίου 1913, σήμανε τὴν ἔναρξη τοῦ Δεύτερου Βαλκανικοῦ Πολέμου καὶ ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς κλήθηκε νὰ ὑπερασπιστεῖ τὰ ἐδάφη τῆς Μακεδονίας ποὺ μόλις εἶχαν ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν τουρκικὴ κατοχή. Τὸν πόλεμο αὐτὸ χαρακτήρισε ἡ ταχύτητα διεξαγωγῆς τοῦ -διήρκεσε μόνο ἕνα μήνα- ἡ σκληρότητα τῶν μαχῶν καὶ οἱ μεγάλες ἀπώλειες. Κορυφαία μάχη αὐτὴ τοῦ Κιλκὶς-Λαχανὰ (9-21 Ἰουνίου), ὅπου οἱ Βούλγαροι ἡττήθηκαν καὶ ὑποχώρησαν σχεδὸν ἄτακτα πρὸς τὰ ὑψώματα τῆς Δοϊράνης καὶ πέρα ἀπὸ τὴ γέφυρα τοῦ Στρυμονικοῦ πρὸς τὴν πεδιάδα τῶν Σερρῶν.
Στὶς 28 Ἰουνίου 1913, ἡ VII Μεραρχία ποὺ ἦταν στὸ δεξιό της διάταξης τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, ἔλαβε διαταγὴ τοῦ Γενικοῦ Στρατηγείου νὰ κατευθυνθεῖ πρὸς τὶς Σέρρες καὶ νὰ ἀπελευθερώσει τὶς Σέρρες, τὴ Δράμα καὶ τὸ Σιδηροκάστρο. Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ἡ Μεραρχία διέταξε τὰ τμήματά της ποὺ ἦταν στὸ χ. Χείμαρρος (19ο Σύνταγμα Πεζικοῦ καὶ 1ο Σύνταγμα Πεδινοῦ Πυροβολικοῦ) καθὼς καὶ αὐτὰ ποὺ ἦταν στὸ Δασοχώρι (Στρατηγεῖο Μεραρχίας, 21ο Σύνταγμα Πεζικοῦ καὶ πεδινὴ πυροβολαρχία) νὰ συγκεντρωθοῦν στὸ Στρυμονικό, ὥστε ὁλόκληρη ἡ Μεραρχία νὰ διέλθει ἀπὸ τὶς γέφυρες Στρυμονικοὺ καὶ Κουμαριᾶς καὶ νὰ προελάσει πρὸς τὰ βόρεια.
Τὸ Γενικὸ Στρατηγεῖο, στὸ μεταξύ, ἐπιθυμώντας τὴν ἐπίσπευση τῆς προέλασης στὸ ἐσωτερικό της Βουλγαρίας, ἐξέδωσε στὶς 1600 τῆς 29ης Ἰουνίου τοῦ 1913 νέα διαταγή, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ VII Μεραρχία ἔπρεπε νὰ προελάσει μὲ τὸν ὄγκο τῆς δυνάμής της πρὸς τὸ Νευροκόπι, ἀποστέλλοντας ταυτόχρονα ἕνα ἀπόσπασμα συντάγματος πρὸς τὴ Δράμα. Η VII Μεραρχία ἔλαβε τὴ διαταγὴ αὐτὴ στὴν Πεντάπολη τὴν ἑπομένη μέρα καὶ ἀμέσως, διέταξε τὸ 21ο Σύνταγμα Πεζικοῦ μὲ μιὰ μοίρα Πυροβολικοῦ νὰ κατευθυνθεῖ στὴ Δράμα, ἐνῶ ἡ ὑπόλοιπη δύναμή της νὰ ἐπανέλθει στὶς Σέρρες, γιὰ νὰ προελάσει μέσω Βροντοὺς πρὸς τὸ Νευροκόπι.
Ἡ φάλαγγα τοῦ 21ου Συντάγματος Πεζικοῦ μὲ μιὰ μοίρα Πεδινοῦ Πυροβολικοῦ (Ἀπόσπασμα Δράμας) ὑπὸ τὴ διοίκηση τοῦ Ἀντισυνταγματάρχη Πεζικοῦ Μιχαλόπουλου – Ἀρκαδικοῦ Νικολάου, κινήθηκε ἀπὸ τὴν Πεντάπολη στὶς 08:00 τῆς 30ης Ἰουνίου καὶ ἔφθασε ἀνεμπόδιστα τὶς βραδινὲς ὧρες στὸ σιδηροδρομικὸ σταθμὸ Ἀγγίστας ὅπου καὶ διανυκτέρευσε. Στὶς 05:00 τῆς 1ης Ἰουλίου τὸ Ἀπόσπασμα συνέχισε τὴν κίνησή του, πρὸς τὰ βορειοανατολικά. Περίπου ἕνα χιλιόμετρο μετὰ τὴν Ἀλιστράτη, ἡ ἐμπροσθοφυλακὴ τοῦ ἐξουδετέρωσε εὔκολα ἐνέδρα κομιτατζήδων καὶ συνέχισε τὴν πορεία της. Στὴ συνέχεια τὸ Ἀπόσπασμα ἔτρεψε σὲ φυγή, μετὰ ἀπὸ σύντομο ἀγώνα, βουλγαρικὴ φάλαγγα συνοδείας μεταγωγικῶν ποὺ ἐγκατέλειψε συνολικὰ 75 ὀχήματα γεμάτα μὲ διάφορα ὑλικὰ καὶ προέλασε πρὸς τὴ Δράμα. Τὴν ἴδια μέρα τὰ ἑλληνικὰ τμήματα εἰσῆλθαν στὴν πόλη, τὴν ὁποία πρόλαβαν νὰ σώσουν ἀπὸ βέβαιο ἐμπρησμό. Δὲν ἔγινε ὅμως τὸ ἴδιο στὴν κωμόπολη τοῦ Δοξάτου τὴν προηγούμενη, ὅταν οἱ Βούλγαροι ὑποχωρώντας διέπραξαν μεγάλης ἔκτασης βανδαλισμούς, τὴν πυρπόλησαν καὶ ἔσφαξαν περισσότερους ἀπὸ 3000 κατοίκους της, ἀνάμεσά τους πολλοὺς ἱερεῖς, γυναῖκες καὶ παιδιά. Οἱ κάτοικοι τοὺς ἐπιφύλαξαν ἐνθουσιώδη ὑποδοχή, πανηγυρίζοντας γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή τους.