Όταν έφτασε στη Λέσβο η είδηση για απελευθέρωση των γειτονικών νησιών από τον Ελληνικό στόλο, οι Έλληνες αναθάρρησαν. Η επιθυμία για απελευθέρωση από τους Τούρκους, τους οδήγησε να στείλουν Επιτροπή Πλωμαριτών (αποτελούμενη από της Ιωάννη Πετρέλλη, Γεώργιο Λύτρα, Δ. Τσακίρη και Γεώργιο Τόμπρα ή Πολυχνιάτη) στο Μούδρο, στη Λήμνο, και να παραδώσει επιστολή στον Υποναύαρχο Κουντουριώτη. Με την επιστολή αυτή δίνονταν πληροφορίες για τη δύναμη των Τούρκων στη Λέσβο, παράλληλα η επιτροπή ζήτησε την επίσπευση της απελευθέρωσης του νησιού.
Έτσι, ο Ελληνικός στόλος, ανταποκρινόμενος στις 7 Νοεμβρίου του 1912 το βράδυ, ξεκίνησε από τον κόλπο του Μούδρου με επικεφαλής τον Κουντουριώτη και το θωρηκτό «Αβέρωφ» για τη Λέσβο. Το ξημέρωμα της 8ης Νοεμβρίου τα Ελληνικά πλοία έπλεαν έξω από το λιμάνι της Μυτιλήνης.
Αμέσως από τον Υποναύαρχο Κουντουριώτη επιδόθηκε τελεσίγραφο στις Τουρκικές αρχές του νησιού, με το οποίο ζητούσε την άμεση παράδοση της πόλης. Τότε πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ των Τουρκικών αρχών, των Χριστιανών και Μουσουλμάνων προυχόντων της Μυτιλήνης και αποφασίστηκε να αποχωρήσουν από το εσωτερικό του νησιού οι Τουρκικές δυνάμεις και να γίνει αναίμακτα η κατάληψη της πόλης, προκειμένου να αποφευχθεί αιματοχυσία του άμαχου πληθυσμού.
Η απόβαση των Ελλήνων έγινε στις 12:30 στην Πετρόσκαλα που βρισκόταν στη θέση του σημερινού Τελωνείου. Η υποδοχή των Ελλήνων έγινε με ξέφρενους πανηγυρισμούς από τους κατοίκους και μετά την παράδοση της πόλης στους Έλληνες από τις Τουρκικές αρχές η πόλη σημαιοστολίστηκε. Ακολούθως, στο Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αθανασίου πραγματοποιήθηκε Δοξολογία στην οποία χοροστάτησε ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης, Κύριλλος, ο οποίος μαζί με το σύνολο των παρευρισκομένων έψαλαν το «Χριστός Ανέστη».
Αμέσως τότε με ανακοίνωσή τους οι Ελληνικές αρχές κήρυξαν την ένωση του νησιού με την Ελλάδα και διακήρυξαν την ισονομία και την ισοπολιτεία για όλους τους κατοίκους, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους.
Από τα πρώτα μέτρα της Ελληνικής διοίκησης ήταν η έκδοση αναμνηστικής σειράς γραμματοσήμων. Η έκδοση πραγματοποιήθηκε με την επισήμανση των κατασχεθέντων στο Ταχυδρομείο Οθωμανικών γραμματοσήμων με τη φράση «Ελληνική Κατοχή Μυτιλήνης». Η λέξη «κατοχή» σηματοδοτούσε την προσωρινότητα της ενσωμάτωσης του νησιού με την Ελλάδα.
Η λέξη «κατοχή» συνεχίστηκε να χρησιμοποιείται μέχρι την οριστική ενσωμάτωση της Μυτιλήνης με την Ελλάδα που έγινε το 1923 με τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Διαφορετική, ωστόσο, ήταν η τύχη των δύο νησιών Ίμβρου και Τενέδου που με τη συνθήκη του 1923 ενσωματώθηκαν στην Τουρκία.
Οι Ελληνικές δυνάμεις που αποβιβάστηκαν στη Μυτιλήνη δεν ξεπερνούσαν τους 1.600 άνδρες. Ο Τουρκικός στρατός αριθμούσε 1.500 με 2.000 άνδρες. Τότε αποφασίστηκε από την ελληνική πλευρά να μη γίνει τελικά σύγκρουση πριν φτάσουν και οι ελληνικές ενισχύσεις (στρατιωτικά μέσα και πολεμοφόδια).
Όταν την 8η Νοεμβρίου του 1912 έγινε η απόβαση του Ελληνικού στρατού, αρκετοί Έλληνες τέθηκαν στη διάθεση του Ελληνικού στρατού. Αυτοί εξοπλίστηκαν με σκοπό να χρησιμοποιηθούν ως πολιτοφυλακή στα λεσβιακά χωριά και ως αντιστάθμισμα στα αντάρτικα τουρκικά σώματα. Έτσι, διαπράχθηκαν αρκετές τρομοκρατικές πράξεις κατά των αμάχων πληθυσμών και από τις δύο πλευρές. Γι’ αυτό οι Ελληνικές αρχές ζήτησαν τον αφοπλισμό των Χριστιανικών αντάρτικών σωμάτων και τιμώρησαν αρκετούς ένοπλους που πρωτοστάτησαν σε επεισόδια εναντίον αμάχων.
Οι Τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις είχαν οχυρωθεί στον Κλαπάδο. Πρόκειται για μουσουλμανικό χωριό (δεν υπάρχει σήμερα) που βρισκόταν στην ευρύτερη περιφέρεια της Λαφιώνας.
Στο Μόλυβο οι κάτοικοι, θεωρώντας ότι η απελευθέρωσή τους θα έρθει πολύ σύντομα, «εξαφάνισαν» από τα μαγαζιά όλα τα υφάσματα με γαλάζιο και λευκό χρώμα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Τούρκοι να διενεργήσουν και έρευνες στα σπίτια. Ταυτόχρονα, ο Ελληνικός στόλος βομβάρδισε τα καΐκια στη Σκάλα του Μολύβου, ώστε να κοπεί κάθε επικοινωνία με τα μικρασιατικά παράλια.
Στο μεταξύ ο Ελληνικός στόλος είχε ενισχύσει το νησί με περίπου 15.000 άνδρες οι οποίοι πλαισιώνονταν από πολλούς ντόπιους εθελοντές. Το κύριο σώμα εθελοντών αποτελούσε η Λεσβιακή φάλαγγα η οποία απαρτιζόταν από 210 Λέσβιους μετανάστες που είχαν έρθει από την Αμερική.
Η Λεσβιακή Φάλαγξ
Εκτός όμως από το εσωτερικό της χώρας, έντονες διεργασίες -με βασικό και κύριο θέμα την απελευθέρωση της σκλαβωμένης ακόμα Ελλάδας- γίνονταν και μεταξύ των Ελλήνων του εξωτερικού. Έτσι, όταν στις 5 Οκτωβρίου 1912 κηρύχθηκε ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος, Έλληνες μετανάστες απ’ όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων και Λέσβιοι, ανταποκρινόμενοι στο εθνικό προσκλητήριο, έσπευσαν να συμβάλλουν στην απελευθέρωση και της ιδιαίτερης πατρίδας τους, και μετά από ταξίδι ενός μήνα περίπου, -με τα μέσα της εποχής- έφτασαν στον Πειραιά και έσπευσαν αμέσως στα ορισθέντα κέντρα κατατάξεως. Τα έξοδα για τον ρουχισμό και την υπόδηση κατέβαλαν εξ ολοκλήρου οι ίδιοι, ή άλλοι συμπατριώτες τους Λέσβιοι από τις ΗΠΑ.
Πρωτεργάτης της όλης κίνησης ήταν ο επιλοχίας και μετέπειτα συνταγματάρχης Εμμανουήλ Μαρινάκης. Τελικά 210 Λέσβιοι μετανάστες της Αμερικής συγκρότησαν ένα λόχο, που καταγράφηκε στην ιστορία με το όνομα «Λεσβιακή Φάλαγγα». Η Φάλαγγα ενσωματώθηκε στον ελληνικό στρατό ως 37ος λόχος στο 7ο Έμπεδο Πεζικό Σύνταγμα και ως διοικητής της ορίστηκε ο υπολοχαγός πεζικού Περικλής Δρίτσας. Έτσι με μορφή οργανωμένου λόχου, παρατάχθηκε μπροστά από το Υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα και επιθεωρήθηκε από τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Η λεσβιακή καταγωγή των στρατιωτών αυτών, οδήγησε την ηγεσία του στρατεύματος, να εντάξει την Φάλαγγα στις δυνάμεις που θα αναλάμβαναν την απελευθέρωση της Λέσβου, που άρχισε με την κατάληψη της πόλης της Μυτιλήνης. Και ναι μεν η πόλη της Μυτιλήνης είχε περιέλθει στην ελληνική επικράτεια, όπως και μετά διήμερο το Πλωμάρι, το δυτικό όμως μέρος του νησιού, όπου είχε αποσυρθεί ο τουρκικός στρατός και όπου υπήρχε σημαντικός αριθμός οθωμανικού πληθυσμού παρέμενε ύπό την τουρκική κυριαρχία.
Στο σχηματιζόμενο στρατιωτικό σώμα, που θα έδινε τη μάχη για την απελευθέρωση όλου του νησιού στις 28 Νοεμβρίου του 1912, έφθασε η Λεσβιακή Φάλαγγα στην ήδη απελευθερωμένη Μυτιλήνη, προκειμένου να επιτευχθεί ο εξαναγκασμός σε παράδοση των τουρκικών τακτικών και άτακτων ένοπλων τμημάτων που είχαν οχυρωθεί στην περιοχή του Κλαπάδου.
Η άφιξη της Λεσβιακής Φάλαγγας στην Λέσβο προκάλεσε παραλήρημα. Η παρουσία της αποτελούσε έμπρακτη απόδειξη της συμβολής των Λεσβίων στην απελευθέρωση της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Με κάθε αφορμή οι δραστηριότητες της Φάλαγγας, καταγράφονταν είτε μέσα από τις στήλες του τοπικού τύπου, είτε μέσα από τους φωτογραφικούς φακούς του Σίμου Χουτζαίου και του Φριτς Μραζ.
Στις 30 Νοεμβρίου αρχίζει η προέλαση του ενισχυθέντος ελληνικού στρατού προς τα βόρεια και δυτικά με στόχο την εκκαθάριση των γειτονικών με τη Μυτιλήνη περιοχών από τυχόν τουρκικούς θύλακες. Η Λεσβιακή Φάλαγγα κατευθύνεται βόρεια φτάνει στην Παναγιούδα, όπου της γίνεται απερίγραπτη υποδοχή: «Καθ’ όλον τον δρόμον», καταγράφει ο συντάκτης της τοπικής εφημερίδας Λαϊκός Αγών, «κοριτσάκια του σχολείου καθ’ ομίλους έψαλλον εθνικά τραγούδια, γέροντες και παιδία εχειροκροτούσαν και εζητωκραύγαζον και έρραιναν με άνθη και ρύζι τον γεναίον στρατόν μας».
Στις 11.00 π.μ. η Φάλαγγα εισέρχεται θριαμβευτικά στα Πάμφιλα. Αξίζει τον κόπο να αναφερθεί, άλλο ένα απόσπασμα από το σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας «Σάλπιγξ»: «Οι ιερείς με τας σημαίας, οι διδάσκαλοι και οι διδασκάλισσαι μετά μαθητών και μαθητριών εν παρατάξει μετά δαφνών ανά χείρας, οι προύχοντες και όλοι οι κάτοικοι του χωρίου και των πέριξ συνηθρίσθησαν δια την υποδοχήν. Οι κώδωνες των εκκλησιών ήχουν χαρμοσύνως, ενώ αι νέαι με άνθη εις τας χείρας έραινον τους ευσταλείς νέους της Φάλαγγος, η δε μουσική ορχήστρα η διευθυνομένη παρά του γνωστού μουσικού κ. Εμμανουήλ Χατζέλη επαιάνιζε εναλλάξ τον εθνικόν ύμνον και το «μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά»… Ο επί κεφαλής αξιωματικός, λοχαγός κ. Δρίτσας, προσεκάλεσε τον Δήμαρχον και εδήλωσεν εις αυτόν ότι εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου καταλαμβάνει την πόλιν….Είτα … αι γυναίκες των Παμφίλων έτρεξαν εις τας οικίας και έφεραν κάνιστρα με παντοειδή τρόφιμα και γλυκίσματα, ύδωρ και διάφορα άλλα, άτινα προσέφερον εις τους στρατιώτας. Μετά το γεύμα, παιανιζούσης της μουσικής, εχόρευσαν όλοι οι στρατιώται διαφόρους εθνικούς χορούς υπό τα χειροκροτήματα και τας εκκωφαντικάς ζητωκραυγάς των δεσποινίδων και κυριών.»
Ιστορικό της μάχης του Κλαπάδου Στύψης Λέσβου 1912
1) Δυνάμεις Αντιπάλων
(α) Ελλήνων
Αι αρχικώς αποβιβασθείσαι Δυνάμεις εκρίθησαν ανεπαρκείς, διό εστάλησαν ενισχύσεις αποτελούμεναι εκ τών κατωτέρω τμημάτων:
— 2ον ΤΠ)19ΣΠ δυν. 21 αξ/κών και 1038 οπλιτών.
— Λόχος Λεσβίων δυν. 210 ανδρών.
— Λόχος Εμπέων 7ου ΣΠ δυν. 165 ανδρών.
— Πυρ/χία 6 πυρ/λων ορειβατικών Κρούπ.
Ούτο η συνωλική δύναμις ανήλθεν εις 3175 άνδρας με 6 ορειβ. πυρ/λα και δύο τοιαύτα Ναυτικού.
(β) Τούρκων
Οι Τούρκοι διέθεταν κατά πληροφορίας 2000 άνδρας είς το παρά το ΚΛΑΠΑΔΟΣ Στρατόπεδον και ελαφρά τμήματα καλύψεως είς τα χωρία ΚΛΕΙΩ — ΚΑΠΗ — ΔΑΦΙΑ — ΦΙΛΙΑ.
(2) Εξέλιξις της Μάχης
Αι Ελληνικαί Δυνάμεις συγκροτήθησαν είς δύο φάλαγγας, αίτινες εκινήθησαν η μία επί του δρομολογίου ΛΑΜΠΟΥ ΜΥΛΟΙ — ΚΑΛΛΟΝΗ — ΚΛΑΠΑΔΟΣ η ετέρα επί του δρομολογίου ΘΕΡΜΗ — ΠΗΓΗ — ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ — ΑΡΙΣΒΗ — ΚΛΑΠΑΔΟΣ Ήραν τας συναντωμένας μικροαντιστάσεως και την νύκτα της 4/5 έλαβον την επαφήν με την τοποθεσίαν ΚΛΑΠΑΔΟΣ. Τα ημέτερα τμήματα μετά 4ήμερον συνεχή αγώνα ήχθησαν την Νύκτα της 7/8 Δεκ. 1912 είς την παρυφήν του χωρίου ΚΛΑΠΑΔΟΣ υποχρεώσαντα ούτω τας Τουρκικάς Δυνάμεις είς παράδοσιν, αίτινες απέστειλαν την αυτήν νύκτα φάκελλον περιέχοντα αίτησιν παραδόσεως την οποίαν είχον υπογράψει άπαντες οι Τούρκοι Αξ/κοί. Κατόπιν τού-του την 8ην ώραν της 8ης Δεκεμβρίου 1912 υπεγράφη το πρωτόκολλον παραδόσεως τών Τουρκικών Δυνάμεων, ήτις συνετελέσθη μέχρι των μεσημβρινών ωρών. Ούτω έληξεν η επιχείρησις διά της οποίας ελευθερώθη η ΛΕΣΒΟΣ και η οποία είχεν συνολικάς απωλείας: Νεκροί: Αξ/κοί 1 — Οπλίται 16 — Ναύται: 4 και είς Μοναχός της Μονής Λειμώνος. Τραυματίαι: αξ/κοί 1– Οπλίται 80.
Πληροφορίες: http://www.balkanwars.gr/apeleutherossi-mitilinis.html, wikipedia, http://www.stipsi.gr/stipsi/klapados-gr.htm
Πηγή: iThesis
Σχετικές αναρτήσεις:
Η απελευθέρωση της Λέσβου ( 8 Νοεμβρίου 1912)
8 Νοεμβρίου 1912: «Η Απελευθέρωση της Λέσβου»
Πηγή: Αβέρωφ