Ἡ Βόρειος Ἤπειρος σὲ διαδοχικὰ διαστήματα ἀπελευθερώθηκε μὲ αἱματηροὺς ἀγῶνες, παραμένει δὲ ὑπόδουλη. Διότι οἱ τότε λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις ἐξανάγκασαν τὴν Ἑλλάδα σὲ στενότατα χρονικὰ περιθώρια, ἀπὸ 1ης μέχρι 31ης Μαρτίου 1914, γιὰ τὴν παράδοση τῶν ἀπελευθερωμένων ἑλληνικῶν ἐδαφῶν στὸ ἀρτιπαγὲς ἀλβανικὸ κράτος, τοῦ ὁποίου τὴν διακυβέρνηση ἐσπευμένα ἀνέθεσαν στὸν πρίγκιπα Γουλέρμο Βήδ, ἀνηψιὸ τῆς βασίλισσας τῆς Ρουμανίας. Ἡ παράφορη ἀπαίτηση, ἀπότοκη κυρίως τῶν πιέσεων τῆς Αὐστρουγγαρίας καὶ τῆς Ἰταλίας, εἶχε ἐξοργίσει καὶ ξένες προσωπικότητες, πρωτίστως τὸν Κλεμανσώ, ὁ ὁποῖος ἔσπευσε στὴν καταγγελία τῆς πρόδηλης ἀδικίας σὲ βάρος τοῦ Ἑλληνισμοῦ: «Ἰδοὺ 350000 ἀληθινοὶ Ἕλληνες, διανεμόμενοι εἰς χωρία, τῶν ὁποίων καὶ μόνον τὰ ὀνόματα δηλοῦν τὴν ἑλληνικὴν καταγωγήν. Κατώρθωσαν νὰ κρατήσουν τὴν ἐθνικότητά των ἐναντίον τῶν Τούρκων, καὶ ὅταν ἔφθασαν τὰ ἑλληνικὰ στρατεύματα πρὸς ἀπελευθέρωσιν των ἐκ τοῦ Ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ, τοὺς εἶπον καὶ τοὺς ἐπανέλαβον ὅτι τώρα ἦτο ὁριστικὴ ἡ ἀποκατάστασίς των εἰς τὴν πατρίδα. Διότι ἀρχικῶς θέμα τῆς κυβερνήσεως τῶν Ἀθηνῶν καὶ τῆς διπλωματίας της ἦτο ἡ ἐπιστροφὴ ὁλοκλήρου της Ἠπείρου εἰς τὴν Ἑλλάδα. Καὶ ξαφνικὰ, χωρὶς καμμίαν προπαρασκευὴν, χωρὶς νὰ λάβουν διὰ τοὺς δυστυχεῖς αὐτοὺς πληθυσμοὺς καμμίαν ἐγγύησιν «καληνύχτα σας ἀγαπημένοι συμπατριῶται καὶ καλὴν τύχην μὲ τοὺς ληστὰς Ἀλβανοὺς».
Οἱ Χειμαρριῶτες ἔσπευσαν στὴν ἔπαρση τῆς σημαίας τῆς ἀνεξαρτησίας. Ἡ δὲ Πανηπειρωτικὴ Συνέλευση στὸ Ἀργυροκάστρο μὲ τὸν Γεώργιο Χρηστάκη Ζωγράφο (1863-1920) ἔλαβε τὴν ἀπόφαση διαπραγματεύσεως τοπικῆς αὐτονομίας ἢ διεθνοῦς κατοχῆς. Ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρξε ἀνταπόκριση ἡ Πανηπειρωτικὴ Συνέλευση στὸ Ἀργυροκάστρο μὲ τὸν Γεώργιο Χρηστάκη Ζωγράφο (1863-1920) ἔλαβε τὴν ἀπόφαση διαπραγματεύσεως τοπικῆς αὐτονομίας ἢ διεθνοῦς κατοχῆς. Ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρξε ἀνταπόκριση ἡ Πανηπειρωτικὴ Συνέλευση ἡ ὁποία ἤδη ἔχει ἀναδείξει προσωρινὴ κυβέρνηση μὲ πρωθυπουργὸ τὸν Ζωγράφο, τὴν 28η Φεβρουαρίου 1914 προχώρησε στὴν κήρυξη τῆς Αὐτόνομης Δημοκρατίας τῆς Βορείου Ἠπείρου καλώντας ταυτόχρονα ὅλους τοὺς Βορειοηπειρῶτες σὲ γενικὴ ἐξέγερση καὶ ἐκδίδοντας διαμαρτυρία πρὸς τὶς Μεγάλες Δυνάμεις στὴν ὁποία ἐκφράζεται ἡ ἀπογοήτευση καὶ ὁ πόνος τῶν Βορειοηπειρωτῶν γιὰ τὴν ἀγνόηση τῶν δικαίων τους. Μὲ ταχύτητα καὶ μεθοδικότητα ὀργανώνει ἐπαναστατικὸ στρατὸ στὸν ὁποῖο πρόθυμα ἐντάχθηκαν μαχητὲς τῶν βαλκανικῶν πολέμων ἐμπειροπόλεμοι. Ἔτσι ἔγινε αἰσθητότατο τὸ ἀξιόμαχο μὲ τὴν κατάληψη βορειοηπειρωτικῶν πόλεων καὶ ἀπώθηση βορειοτέρα τῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων τοῦ πριγκιπικοῦ ἀλβανικοῦ κράτους, τῶν ὁποίων ἐπικεφαλῆς ἦσαν Ἰταλοὶ καὶ Αὐστριακοὶ ἀξιωματικοί.
Γιὰ τὴν προκλητικὴ συμμετοχὴ τῆς Ἰταλίας ἀντέδρασαν διακεκριμένοι Ἰταλοὶ μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ δημοσιογράφος Luciano Margini τῆς ἐφημερίδας «Αἰὼν» τοῦ Μιλάνου: «Οἱ Ἠπειρῶται ἀπήντησαν εἰς τὴν εὐρωπαϊκὴν πίεσιν μὲ ἐπανάστασιν. Ἀπεφάσισαν νὰ ὑπερασπίσουν μὲ τὰ ὄπλα τὰ δίκαια των. Ἀνεκηρύχθησαν αὐτόνομοι. Περισσότερον ἀπὸ τὰ ὄπλα, ἡ δύναμὶς των ἐγκεῖται εἰς τὸ δίκαιον τῆς ὑποθέσεώς των καὶ εἰς τὴν ἠθικὴν ὑποστήριξιν ποὺ δὲν πρέπει οὔτε δύναται νὰ λείψη εἰς αὐτοὺς ἀπὸ ὅλην τὴν φιλελευθέραν Εὐρώπην. Καὶ ἐνῶ δὲν δυνάμεθα νὰ εὕρωμεν ἀρκετοὺς καὶ κατάλληλους λόγους διαμαρτυρίας καὶ παραπόνου κατὰ τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς τῆς Ἰταλικῆς Κυβερνήσεως, ἀπαρνούμενης τὰς ἀρχὰς τῆς ἰδικῆς μας παλιγγενεσίας καὶ ἐξευτελίζουσης τὴν ἱστορία τῆς πατρίδος, εἴμεθα εὐτυχεῖς, ὅτι ἡ ὑπερεχὸς ἠπειρωτκὴ ἐπανάστασις πιστοποιεῖ ἐπισήμως καθ’ ὅλην τὴν Εὐρώπην ὅτι δὲν δύναται νὰ ἀποφασίση οὕτως ἀδιαμαρτύρητως τὴν δολοφονίαν ἑνὸς λαοῦ. Ἡ σκέψις τοῦ Ἰωσήφ Μαντζίνι φαίνεται μακρυνὸν ὄνειρον. Σήμερον ἡ Ἰταλικὴ Κυβέρνησις, ὑπὸ τῶν ζωηρῶν ἐθνικοφρόνων, ἐν τῷ ζήλῳ τῆς ἰμπεριαλιστικῆς πολιτικῆς, προσβάλλει τὰ ἐθνικὰ αἰσθήματα τῆς Δωδεκανήσου καὶ τῆς Ἠπειροῦ, καὶ ἐνῶ ἀφενὸς προσπαθεῖ νὰ συντρίψη τὰς εὐχᾶς καὶ τὰς ἐλπίδας τῶν Ἠπειρωτῶν ἀφετέρου μετὰ κυνισμοῦ καὶ θαυμαστῆς ὑπερηφάνειας κρατεῖ τὰς νήσους τοῦ Αἰγαίου».
Προγενέστερα, ὅπως ἔχει ἐξακριβώσει ὁ Γ. Σ. Ἀλεξιάδης ἀπέτρεπε τὴν ἀνάμειξη τῆς Ἰταλίας ὁ πρωθυπουργὸς της Crispi, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ κυβερνᾶ κατὰ τὴν ἔναρξη τῆς ἰταλικῆς ἐπεκτατικῆς πολιτικῆς γιὰ τὶς ἐκδηλούμενες βλέψεις Ἰταλῶν στὴν Ἀλβανία, ἐνίσταται ἐνώπιον τῆς Ἰταλικῆς Βουλῆς τονίζοντας: «Τί ἔχουμε νὰ κάνουμε ἐμεῖς μὲ τοὺς Ἀλβανούς; Ἡ γλώσσα τους, οἱ παραδόσεις τους καὶ ἡ συμμετοχή τους στὸν πόλεμο τῆς ἑλληνικῆς ἀνεξαρτησίας τους ἔχουν συνηθίσει νὰ στρέφουν πάντοτε τὰ βλέμματά τους πρὸς τὴν Ἑλλάδα. Εἶναι συνεπῶς πολὺ ἐπιπόλαιο νὰ σπᾶμε τὸ κεφάλι μας, γιὰ τὸ μέλλον τοῦ λαοῦ αὐτοῦ. Κι ἂν ζητούσαμε τώρα μίαν Ἀλβανία αὐτόνομη ἢ συνδεδεμένη ὁμοσπονδιακὰ μὲ τὴν Ἰταλία, δὲν θὰ δημιουργούσαμε κατάσταση διαρκῆ. Γιατί ἀργὰ ἢ γρήγορα μόλις θὰ γίνονταν ἀνεξάρτητοι οἱ Ἀλβανοί, θὰ πραγματοποιοῦσαν τὴν Ἑνωσή τους μὲ τὴν Ἑλλάδα».
Πληροφορίες ἐξίσου ἀκριβεῖς καὶ πολύτιμες, τὶς ὁποῖες ἔχει διασώσει ὁ πολύδραστος Χρ. Χρηστοβασίλης ὀφείλονται καὶ στὸν καθηγητὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ πρόεδρο τῆς Ἑταιρείας Ἑλληνισμὸς Νεοκλὴ Καβάζη:
Κρίσπης:-«Ἡ Ἑλλὰς οὐδὲν ἔπραξεν ὅπως ἑλκύσῃ ὑπὲρ ἑαυτῆς τὴν προσοχὴν καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τῶν Δυνάμεων, ἴδια τῶν λαῶν, οἵτινες ἀείποτε διάκεινται ὑπὲρ αὐτῆς εὐμενῶς».
Καζάζης:-«Γινώσκετε τὰς κατὰ τὰ τελευταία ἔτη ἐνέργειας τῆς νέας ὑμῶν πολιτικῆς ἐν Ἠπείρῳ καὶ Ἀλβανίᾳ ὅπου ὁ Ἰταλικὸς προσηλυτισμὸς ἐργάζεται μετὰ πολλοῦ ζήλου, ἐπὶ βλάβῃ τῶν ἑλληνικῶν δικαίων».
Κρίσπης:-«Εἶναι ἀληθές, ὅτι διεξήχθη τοιάυτη ἐργασία ὑπὲρ τῶν Ἰταλικῶν συμφερόντων. Ἀλλὰ βεβαιωθεῖτε, ὅτι δὲν εἶναι τοιοῦτο τὸ πρόγραμμα τῆς ἐξωτερικῆς ἡμῶν πολιτικῆς. Ἀποδεχόμεθα ὅτι αἱ τουρκικαὶ αὐταὶ ἐπαρχίαι ἀνήκουσι καὶ λόγῳ ἱστορικῶν δικαίων καὶ λόγῳ φυλετικῆς συγγένειας εἰς τὴν Ἑλλάδα μᾶλλον ἢ εἰς ὀποιανδήποτε ἄλλην εὐρωπαϊκὴν χώραν. Ἀληθῶς σεῖς δὲν ἐνεργεῖτε σοβαρῶς καὶ μετὰ περισκέψεως ὑπὲρ τῆς ἐπικρατήσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐν Ἠπείρῳ καὶ Ἀλβανίᾳ, ἔνθα δὲν θὰ εὑρίσκετε μεγάλην ἀντίδρασιν… Ἀποκεῖται εἰς τὴν Ἑλλάδα νὰ κατανοήσῃ τὰ ἀληθῆ αὐτῆς συμφέροντα καὶ νὰ πολιτευθῇ δεξιῶς καὶ ἐπιτηδείως, διὰ τῶν πραγμάτων καὶ οὐχὶ δι’ ἀορίστων ἱστορικῶν ἐπικλήσεων καὶ διαμαρτυριῶν. Ἂς μιμηθῇ τὴν Ἰταλίαν θὰ ἀποκτήσῃ πραγματικοὺς φίλους, ὅταν δημιουργήσῃ πραγματικὴν, ἐθνικὴν καὶ πολιτικὴν πίστιν».
Οἱ ἐθνικὰ σωστικὲς συστάσεις καὶ ὑποδείξεις τοῦ Ἰταλοῦ πρωθυπουργοῦ Κρίσπη οὔτε μετὰ πλήρη αἰώνα καὶ πλέον ἐφαρμόσθηκαν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ἁρμοδίους. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἑλληνισμὸς συρρικνώνεται καὶ ταπεινώνεται ἐπονείδιστα, ἰδίως στὸν βορειοηπειρωτικὸ χῶρο, ὅπου Ἕλληνες ἀκόμη καὶ ἀλλλώνυμοι, ἀλλόγλωσσοι καὶ ἀλλόδοξοι ἔχουν διασώσει σὰν πολύτιμο φυλαχτὸ στὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς διακηρύσσοντας ἀποφασιστικὰ τὴν ἑλληνικότητά τους: «Ὁ Φρασάρης, ἀρχηγὸς τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ κατὰ τὸ 1854, ἐρίσας πρὸς συνάρχοντας Τούρκους ἔρριψεν αὐτοῖς τὴν ὕβριν, ὅτι αὐτὸς δὲν εἶναι Κονιάρης ἀλλὰ ἔχει προγόνους τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνας».
Οἱ Ἀλβανοὶ μουσουλμάνοι τοῦ Τεπελενιοῦ διὰ τῶν ἐκπροσώπων τους, μούφτη, δημάρχου καὶ δύο σείχηδων ἀπευθυνόμενοι πρὸς τὸν διάσημο Γάλλο δημοσιογράφο Rene Puaux τηλεγράφουν: «Χαιρετίζουμε τὸν ἐκπρόσωπο τοῦ γαλλικοῦ λαοῦ καὶ σᾶς παρακαλοῦμε νὰ καταστήσετε γνωστὰ τὰ εἰλικρινῆ μας αἰσθήματα γιὰ τὴ μητέρα πατρίδα, τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὴν ὁποία καμιὰ στρατιωτικὴ δύναμη ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ἐργάζονται γιὰ τὴν ἀδικία δὲν θὰ μπορέσει νὰ μᾶς χωρίσει».
Ἤδη κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ συνεδρίου τοῦ Βερολίνου καὶ μετέπειτα δημοσιοποιεῖ ἐπιτόπιες διαπιστώσεις ἑλληνικότητας ἀλλογλώσσων καὶ ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Σορβόννης Victor Berard: «Ἡ χριστιανικὴ κοινότητα τοῦ Ἐλβασᾶν εἶναι τὸ προκεχωρημένο φυλάκιο τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἐδῶ στὰ βόρεια. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ Ἀλβανοὶ θεωροῦν τοὺς ἑαυτοὺς τοὺς Ἕλληνες». Στὴν ἴδια διαπίστωση καταλήγει διερευνώντας καὶ τοὺς Βλάχους τῆς ἴδιας περιοχῆς: «Οἱ Βλάχοι αὐτοὶ ἔχουν τὴ δική τους ἐκκλησία, τὴ δική τους γλώσσα καὶ τὰ δικά τους σχολέια… Καὶ στὰ δυό τους σχολεῖα, ἀρρένων καὶ θηλέων, ἡ διδασκαλία γίνεται στὰ Ἑλληνικὰ… Ἑλληνικὸς ὁ
κλῆρος τους, ἑλληνικὴ καὶ ἡ λειτουργεία . Οἱ ἴδιοι μιλᾶνε βλάχικα στὴ συνοικία τους καὶ Ἑλληνικὰ στὸ παζάρι… Καὶ αὐτοὶ ἐπίσης στέλνουν σπουδαστὲς στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ἀθήνας. Κοντολογὶς ἔχουν ἑλληνικὴ συνείδηση καὶ δηλώνουν Ἕλληνες».
Οἱ Ἕλληνες δὲν καθηλώθηκαν ἐντεῦθεν τῆς Ἐγνατίας ὁδοῦ, τοῦ Γενούσου (Σκούμπη) ποταμοῦ, ποὺ κατὰ τὸν Στράβωνα ἀποτελοῦσε διαχωριστικὴ γραμμὴ Ἑλλήνων-Ἰλλυρίων, παραδεκτὴ καὶ ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ τῶν χρόνων τοῦ Ἰουστινιανοῦ, τὸν Προκόπιο, ἐπιπρόσθετα δὲ καὶ ἀπὸ τοὺς σύγχρονούς μας εἰδικοὺς, ὅπως τὸν Vl. Popovic: «Ἐξακριβωμένα ὡς ἐπιδέξιοι ἔμποροι ταλαντοῦχοι ἐπιχειρηματίες οἱ Ἕλληνες δὲν ἐμποδίστηκαν ἀπὸ τὸ ρεῦμα τοῦ Γενούσου. Ἀδιανόητη θὰ ἦταν ἡ ἀποφυγὴ πωλήσεως τῶν παντοειδῶν προιόντων τους, ὅταν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες διακρίνονται στὶς ἐπικερδεῖς δραστηριότητες καὶ βορειοτέρα, ὅπου καὶ σὲ καιροὺς χαλεποὺς ὑπερτεροῦν κατὰ τὸν Ἰταλὸ Antonio Canini. Αὐτὴ ἡ ὑπεροχὴ τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου δὲν ὀφείλεται στὴ δύναμη: εἶναι φυσικὸ ἐπακόλουθo τῆς φυλετικῆς καὶ πολιτιστικῆς ἀνωτερότητας, ἡ ὁποία ἀκόμη κατὰ τὶς δυσχερέστηρες γιὰ τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος περιόδους δὲν εἶχε παύσει».
Ἡ προηγούμενη μαρτυρία ἐπαληθεύεται καὶ ἀπὸ μελέτες συγχρόνων μας ἐπιστημόνων κατεξοχὴν τῶν Lorenzo Braccesi, Benedetta Rossignoli, Antinorio. Τοῦ πρώτου τὸ σύγραμμα ἐπιγραφόμενο Grecita adriatica τεκμηριώνει τὴν κατὰ μῆκος τῶν ἀδριατικῶν ἀκτῶν διαχρονικὴ παρουσία Ἑλλήνων, γιὰ τοὺς ὁποίους πάμπολλοι ἄλλοι ἔγραψαν π.χ. Hatefeid, Robert, Gitti, Digovic, Vingia, Nicolanci, Parovic-Pesicam, Garasanic, Woodbead, Rendic-Miocevic. Ἔρευνα ὁμολογουμένως ἐμπερισταμένη διενεργήθηκε καὶ ἀπὸ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία ἡ ὁποία ἐπιμελέστατα εἶχε μεριμνήσει γιὰ τὴν καλύτερη καὶ πληρέστερη ἐνημέρωση τῆς ἐπὶ τῆς ἐθνολογικῆς, γλωσσικῆς κλπ καταστάσεως τῆς δυτικῆς Βαλκανικῆς τοῦ λεγόμενου τότε θέματος Ἰλλυρικόν. Ἐκεῖ ἔστειλε τὸν ἐπίσκοπο Σεβίλλης, μετέπειτα δὲ καὶ ἀρχιεπίσκοπο Ἱσπανίας, Ἰσίδωρο εὐφημότατα γνωστὸ ὡς πανεπιστήμονα, ὁ ὁποῖος ἔχει ὀνομάσει τὸν χῶρο τοῦ ἄλλοτε Ἰλλυρικοῦ Graecia κατονομάζοντας ταυτόχρονα τὶς ἑλληνικὲς ἐπαρχίες ἀπὸ βορρᾶ πρὸς νότο: «sunt autem provincial Graecial septem, quarum primaab occidente Dalmatia, inde Epirus, inde Hellas, inde Thessalia, inde Macedonia, inde Achaia, et duae in mari, greta et cyclades. Illyricum autem generaliter onnis Graecia est».
Προφανέστατα μὲ πολὺ γνώση οἱ Δημητριεῖς πρωτεξάδελφοι Γρ.Κωσταντᾶς καὶ Δανιὴλ Φιλλιπίδης τὸ 1971 χάρη στὸ βιβλίο τους «Γεωγραφία Νεωτερικὴ» ἐπιδοκιμασμένο μάλιστα ἀπὸ τὴ Βουλγάρα Nadeyda Danova, διδάσκουν ὅτι: «ἡ Ἑλλὰς τῶν χρόνων ἐκείνων διαιρεῖται στὴν Εὐρωπαϊκὴ καὶ στὴν Ἀσιατική. Ἡ πρώτη περιέχει ἀρχιζόντας ἀπὸ τὸ νότιο 1. τὴν Πελοπόννησο, 2. τὴν κὰθ αὐτὸ Ἑλλάδα, 3. τὴ Θεσσαλία, 4. τὴν Ἤπειρο, 5. τὴν Ἀρβανητιά, 6. τὴ Μακεδονία, 7. τὴ Θράκη, 8. τὴν Κρήτη, 9. τὰ ὑπόλοιπα νησιὰ Αἰγαίου πελάγους ὅπου ἀνήκουν εἰς τὴν Εὐρώπην, 10. τὰ
νησιὰ τοῦ Ἰωνίου Πελάγους». Τὴ διδασκαλία τοὺς μεταδίδει καὶ ὁ μαθητὴς τῶν Πηλιορειτῶν συγραφέων Ρήγας Βελεστινλὴς σὲ στροφὲς τραγουδιοῦ ἀπὸ τὸ Ἐγκόλπιό του:
Στρ.η΄. Ὢ Ἀλβανίται , ἄνδρες ἐλεύθεροι
καὶ Ἠπειρῶται οἱ εὐγενέστεροι,
τοῦ Πύρρου οἱ ἀπόγονοι,
ὁρμήσατε ὁμόφωνοι.
Καὶ τὰ ἅρματά σας δράξατε
ἐχθρούς τῆς πατρίδας σπαράξατε.
Στρ.ι΄. Ὢ Ὑδριῶται ὢ ἐσεῖς Ψαριανοὶ
ἄνδρες Σπετσιῶται καὶ ὑπόλοιποι Γραικοί.
Τὸ περίγραμμα τοῦτο δὲν ἀποτελεῖ αὐθαίρετη χάραξη Ἑλληνικῶν περιοχῶν. Διότι στὴν ὁροθετικὴ αὐτὴ γραμμὴ καθορίζουν τὸν Ἑλληνισμὸ στοὺς χάρτες τους περὶ Ἑλλάδος ἀρκεῖται ξένοι, ὅπως οἱ August Vindel (1700), Guillaume del lse (1730) Augusto Gouttlob Bohenio (1766), Herisson (1800) καθὼς καὶ ὁ μέγας διδάσκαλος τοῦ Γένους Ἄνθιμος Γαζῆς (1800-1801) κ.α.
Πάντως ὁ Ρουμάνος ἀκαδημαϊκὸς καὶ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου Vasile Parvan ἀξιολογώντας ὡς ἐξαιρετικὴ τὴ λατινικὴ γλώσσα τῆς Δαλματίας, γνωστὴ ὡς δαλματική, ἐξηγεῖ ὅτι οἱ χρῆστες της κατάγονται ἀπὸ Ἰλλυρίους, Ρωμαίους καὶ Ἕλληνες (V. Parvan, Dacia, Madrid 1956, σ. 140). Κάποιες προσδοκίες ἀνευρέσεως ἰλλυρικῆς γραφῆς καὶ γλώσσας δημιουργήθηκαν τὸ 1898 ὅταν χάρη στὴν ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη στὸν χῶρο τῆς Χρυσουπόλεως (Σκούταρι, Σκόρδα) ἔρχεται στὸ φῶς μικρὸ χάλκινο δαχτυλίδι μὲ δίσκο ἐνεπίγραφο. Ἂν καὶ ἡ γραφὴ γρήγορα ἀναγνωρίσθηκε ὡς ἑλληνική, οἱ ἐλπίδες γιὰ γλώσσα, ἰλλυρικὴ διατηρήθηκαν. Ἐνῶ δὲ ἐπὶ μισὸ αἰώνα ἡ ἐπιγραφὴ ὀνομάζεται «ἰλλυρική», τελικὰ ἡ Βουλγάρα Liuba Ognenova μὲ τὴν ἰδιαίτερη ἐπιμονὴ καὶ ἐπιστημοσύνη της ἀπέδειξε ὅτι ἐκτός τῆς γραφῆς καὶ ἡ γλώσσα εἶναι ἑλληνικὴ . Ἐπιπρόσθετα προβαίνει καὶ στὴ χρονολόγησή της, 6ο-7ο αἰ. μ. Χ. γνωστοποιώντας καὶ τὸ βραχύτατο κείμενο: Κ(ὕρι) βοηθῆ Ἂν(ν)α.
Οἱ Ἀλβανοὶ ἢ Σκυπιτάροι ὀφείλουν τὸ μὲν πρῶτο ἐπώνυμο στὸν ἑλληνικῆς καὶ λατινικῆς προελεύσεως γεωγραφικὸ καὶ διηκοιτικὸ ὄρο Ἀλβάνα καὶ μὲ ρωτακισμὸ Ἀρβάνα, περιοχῆς βόρεια τῆς πανάρχαιης παρὰ τὸ ρωμαικὸ ὄνομα ὁδοῦ Ἐγνατίας, τὸ δὲ δεύτερο, κατὰ τὸν Κροάτη ἀκαδημαϊκὸ καὶ καθηγητὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ζάγκρεμπ Petar Skok, ἐτυμολογεῖται «διὰ τοῦ Scupis (ἀλβ. Shkyp),πρωτεύουσα τῆς Δαρδανίας, Σκόπια». Ὁ Βούλγαρος ἀκαδημαϊκὸς καὶ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Σόφιας Vladimir Georgiev γνωστοποιεῖ ὅτι:«ἤδη τὸν 2ο αἰ. π. Χ. οἱ Σκυπιτάροι ἐντοπίζονται στὴν Δαρδανία, ἀπὸ τὴν ὁποία κατὰ καιροὺς μετακινοῦνται πρὸς νότο» (Linguistique Balkanique 2, 1960, σ. 15-19). Ὁ καθηγητὴς δὲ τοῦ Πανεπιστημίου Ρώμης Carlo Tagliavini πληροφορεῖ ὅτι: «πρὸ τῆς ἐγκαταστάσεως Σλάβων στὰ κεντρικὰ μέρη τῆς Βαλκανικῆς κατοικοῦν Σκυπιτάροι. Ἀφοῦ πλέον συμβιώνουν στὴ Δαρδανία καὶ Παννονία καταφθάνουν σιγὰ σιγὰ καὶ στὴν σημερινὴ Ἀλβανία». Μεταγενέστερα ὁ Ρουμάνος ἀκαδημαϊκὸς καὶ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου I. I. Russu, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴ διδακτορικὴ διατριβή του γιὰ τὴν θρακικὴ γλώσσα ἐπιδόθηκε στὴν ὁλικὴ διερεύνηση τῶν Ἰλλυριῶν καὶ ἐνδελεχέστερα τῆς ἰλλυρικῆς γλώσσας, μόλις τὸ 1980 κατέληξε στὸ ἑπόμενο πόρισμα: «Οἱ Ἀλβανοὶ (Σκυπιτάροι) δὲν ἔχουν κληρονομήσει τίποτα ἀπὸ τὴν ἀνθρωπωνυμία καὶ ἀκόμη ἀπὸ τὴν τοπωνυμία τῶν ἀρχαίων Ἰλλυριῶν. Δὲν ἔχουν τίποτα τὸ κοινὸ μὲ αὐτούς» (Rexue Roumaine d’ Histoire, 19 (1980), σ. 757). Ἐνωρίτερα στὸ ἀλβανικὸ ἐπιστημονικὸ περιοδικὸ Studia Albanica (1 (1969), σ. 134) ὁ Ρουμάνος ἀκαδημαϊκὸς καὶ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου Al. Rasetti ἀμφισβητεῖ τὴν αὐτοχθονία τῶν Ἀλβανῶν.Ὁ δὲ Vl. Georgiev τὸ 1978 σὲ διεθνὲς συνέδριο ἀπέκλεισε τὴν προέλευση τῆς ἀλβανικῆς γλώσσας ἀπὸ τὴν ἰλλυρικὴ.
Ἐν τούτοις οἱ Stefanaque Pollo, Arben, Puto,Kristo, Erasheri, Skender Anamali ἔχουν συγγράψει τὴν Ἱστορία τῆς Ἀλβανίας ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα, μάλιστα καὶ μὲ ἀνάγλυφη ἐξεικόνιση, δηλαδὴ μὲ χάρτη εἰδικό, στὸν ὁποῖο ὅλη ἡ Ἤπειρος καὶ ἡ Ἀκαρνανία προβάλλονται ἀπόλυτα ἰλλυρικές, Δυτικὴ δὲ Μακεδονία καὶ Κεντρικὴ Ἑλλάδα, κυρίως Αἰτωλία ἕως Ναύπακτο, ἰλλυρίζουσες. Προστίθεται δὲ ὅτι ἡ συγγραφὴ δὲν ἀποσκοπεῖ ἀποκλειστικὰ στὴ διαφώτιση τῶν Ἀλβανῶν. Διότι μεταφράσθηκε στὶς μεγάλες γλῶσσες καθὼς καὶ στὴν ἑλληνικὴ, χωρὶς τὴν παραμικρὴ ἀπομέρους τῶν Ἑλλήνων εἰδικῶν παρατήρηση ἀνασκευῆς ἀνακριβειῶν ἢ τουλάχιστον ἀβλεψιῶν. Ἀντίθετα καὶ ὅλως ἀκατανόητα σὲ σχολικὸ βιβλίο Ἱστορίας τῶν ἀρχαίων χρόνων γιὰ τὴν πρώτη τάξη τοῦ Γυμνασίου ὑποδηλώνεται ὅτι ἡ Ἰλλυρία ἐπεκτείνεται καὶ στὴν Πελοπόννησο, μὲ πιθανὴ παρερμηνεία ἡ ἄγνοια τῶν ὅρων Ἰλλυρία (χώρα) καὶ Ἰλλυρικὸν (βυζαντινὴ περιφέρεια, θέμα) ἀσσύγνωστη. Διότι ἤδη τὸ 1969 ὁ Lili Russu στὸ μέγιστο σύγγραμμά του, ἐπιγραφόμενο «Ἰλλύριοι Ἱστορία-Γλώσσα», τονίζει: «Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπαναλάβουμε ὅτι οἱ Ἰλλύριοι ποτὲ δὲν πέρασαν τὴ γραμμὴ Αὐλῶνος-Πρεσπῶν καὶ τὰ σύνορα πρὸς τὴν Μακεδονία, Παιονία, Δαρδανία». Οἱ λεγόμενοι ἁρμόδιοι Ἕλληνες ἀντὶ νὰ ἐπικαλεσθοῦν τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ Ρουμανοῦ ἀκαδημαϊκοῦ ἐπιδεινώνουν τὴν κατάσταση εἰσάγοντας σὲ σχολικὰ ἑλληνικὰ ἐγχειρίδια προπαγανδιστικὰ ἐμέσματα. Δικαιολογημένα ἔσπευσε στὴ δημόσια καταγγελία ὁ Ἡρακλῆς Παπαδῆμος· μάλιστα σὲ διδακτικὸ σύγγραμμα ἐγκεκριμένο ἐπίσημα ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας, ποὺ διδάσκεται στοὺς μαθητὲς τῶν Λυκείων οἱ πέντε κατάδικοι τῆς Θεσσαλίας, οἱ Καραγκούνηδες θεωροῦνται σὰν ἀπόγονοι, Σκυπιτάρων, ἂν καὶ εἴποτε εἶναι ἑλληνόφωνοι. Τὴν ἀποκάλυψη ἔκαμε ἐπισημότερα καὶ ὁ σχολικὸς σύμβουλος δρ Θ. Νήμας σὲ σεμινάριο γιὰ τὴ διδασκαλία τῆς τοπικῆς ἱστορίας τοῦ νόμου Τρικάλων: «Στὶς πρῶτες ἐκδόσεις τοῦ βιβλίου «Ἱστορία Ρωμαϊκὴ καὶ Βυζαντινὴ (146 π.Χ -1453 μ.Χ)» τοῦ Κ.Καλοκαιρινοῦ, ποὺ διδασκόταν ἕως πρὶν λίγα χρόνια στὴ Β΄ Λυκείου, διατυπωνόταν ἡ ἀνακριβὴς ἄποψη ὅτι οἱ Καραγκούνηδες τῆς Θεσσαλίας εἶναι Ἀλβανικῆς καταγωγῆς καὶ ὅτι μιλοῦν ἀρβανίτικα».
Ἡ κρατικὴ καὶ ἡ ἐπιστημονικὴ Ἑλλάδα ἔχουν δυνατότητες διαπιστώσεως τῆς ἀλήθειας ἀπὸ ἀκραιφνεῖς Ἀλβανοὺς, μεταξὺ τῶν ὁποίων προέχει ὁ Basri-bay, βουλευτὴς στὸ Ὀθωμανικὸ Κοινοβούλιο, πρόεδρος τῆς δεύτερης ἐθνικῆς ἀλβανικῆς κυβερνήσεως καὶ ἀναπληρωτὴς ἀρχηγὸς τῆς Ἐκτελεστικῆς Ἐξουσίας (1915-1916), κρατούμενος τῶν Αὐστροουγγαρικῶν φυλακῶν (1916-1918),-τίτλοι παρατιθέμενοι στὸ ἐξώφυλλο γαλλόγλωσσου δημοσιεύματός του-μὲ κωδικὸ ἀριθμὸ Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Γαλλίας: 4ο [719(48)] τὸ ὁποῖο ἐπιγράφεται «Ἡ Ἀνατολὴ ἀποβαλκανοποιημένη καὶ ἡ Ἀλβανία. Αἰτία τῶν τελευταίων Πολέμων καὶ μέλλουσα Εἰρήνη ἀ.τ.χ. 5, ὅπου παρέχονται καὶ οἱ ἑπόμενες πληροφορίες: «Μὲ τὸν ἀρχέγονο μικρὸ λαό της, διαιρημένο σὲ τρεῖς μεγάλες θρησκεῖες, ἡ Ἀλβανία ἕως τώρα στερεῖται ἐθνικῆς συνειδήσεως. Κάθε κίνημά της ἐθνικὸ εἶναι πλαστό, εἰσαγόμενο ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ, προπάντων ἀπὸ τὴ Βιέννη».
Ἡ παραπλάνηση, μάλιστα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ, πραγματώνεται καὶ ἀπὸ λογοτέχνες, τῶν ὁποίων τὰ ἀνιστόρητα κείμενα βλέπουν ἀπρόσκοπα τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας καὶ στὸν ἡμερήσιο ἀθηναϊκὸ τύπο. Ἀνατριχιαστικὴ ἀποκοτιὰ ἀποτελεῖ ἡ προβολὴ σκαλαθυρμάτων τοῦ δημοσιογράφου Θεόδωρου Καρζῆ, ποὺ συγκλονίζει τοὺς ἀναγνῶστες μὲ μοναδικὴ φράση: «Ὅλοι οἱ ἱστορικοὶ συμφωνοῦν ὅτι ἡ καταγωγὴ τῶν Σουλιωτῶν ἦταν ἰλλυρικὴ-ἀλβανικὴ»! Τὴν ἀλήθεια ἔχει ἐκστομίσει πολὺ ἐνωρὶς ὁ H. Houssaye: «Οἱ Ἕλληνες τῆς Ἠπείρου, οἱ Σουλιῶτες, ἔμαθαν τοὺς λοιποὺς Ἕλληνες τῆς Ἠπείρου, πὼς ἀποθνήσκει κανεὶς διὰ τὴν ἐλευθερίαν». Μόλις δὲ τὸ 2002 ὁ Θ. Β. Παπακωνσταντίνου παρουσιάζει τοὺς Σουλιῶτες νὰ δηλώνουν: «Κρεμάσαμε τὰ ὄπλα μας σὲ βράχους ὑψηλῶν καὶ ἀπόκρημνων βουνῶν, τὴν κορυφὴ τῶν ὁποίων μόνο ὁ ἥλιος βλέπει .Ἐδῶ μένουμε , σπάζουμε πέτρες καὶ θρεφόμαστε μὲ ξηρὲς ρίζες ἄγονης γῆς, ἔντρομοι στὴν ἰδέα τῆς σκλαβιᾶς. Σεβόμενοι τὸ γένος μας καὶ τοὺς τάφους τῶν προγόνων μας θὰ προτιμήσουμε τὸν θάνατο».
Ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι μικρότερης σπουδαιότητας ἡ πληροφορία, τὴν ὁποία προσφέρει στὸ Γεωγραφικὸ Λεξικὸ του ὁ St. Martin, κατὰ τὸν ὁποῖο οἱ κάτοικοι τῆς Ἀλβανίας θεωροῦν προπάτορές τους τὸν Ἡρακλῆ, τὸν Ἀχιλλέα, τὸν Πυρρόν, τὸν Ἀντιπάτρον καὶ ἄλλους. Χαρακτηριστικὴ δὲ εἶναι ἡ διακήρυξή τους: «οὐδεὶς δύναται νὰ ἀρνηθῇ παρ’ ἡμῖν τὴν αὐτοῦ καταγωγὴν ἐκ τῶν Κερκύρας καὶ Κορίνθου ἀποικισαντων Φαιάκων καὶ Κορινθίων καὶ τὰς παρὰ τὴν Ἀνδριατικήν συστησάντων κατοικησάντων πόλεις Ἐπιδαμνον (Δυρράχιον) Ἀπολλώνιαν, ἀνθοῦσαν εἰς τὰ γράμματα καὶ ἐν ταῖς σχολαῖς αὐτῆς, ἐπὶ σπουδῇ καὶ ἐκμαθήσει τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, φιλοξενήσασαν τὸν Ὀκτάβιον Καίσαρα, τὴν Βουλίδα καὶ τὸν Ὤρικον καὶ τὰς ἀλλας πόλεις καὶ χωρᾶς ταύτης, ἐν αἷς κατοικοῦσιν οἱ Ὕελοι ἀπόγονοι τοῦ Ἠρακλέους καὶ τῶν Ἀργοναυτῶν».
Ὁ Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς (Ι, 17, 2) πιστοποιεῖ: «ἦν γὰρ δὴ καὶ τὸ τῶν Πελασγῶν γένος Ἑλληνικὸν ἐκ Πελοποννήσου τὸ ἀρχαῖον»!. Κατὰ δὲ τὸν Jean Berard, οἱ Πελασγοὶ φεύγοντας ἀπὸ τὴν Πελασγιωτίδα Θεσσαλία φθάνουν στὴν Ἤπειρο, περιοχὴ Δωδώνης ἐπὶ Δευκαλίωνος καὶ ἔπειτα στὴν Ἰταλία ἑλληνόφωνοι! Μεταπολεμικὰ σὲ διεθνὲς συνέδριο, ποὺ ὀργανώθηκε στὴν πρωτεύουσα τῆς Κροατίας Ζάγκρεμπ πρὸς τιμὴ τοῦ Κροάτη ἀκαδημαϊκοῦ G. Novac, ὁ ἀκαδημαϊκὸς καὶ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου Ε .Condurache ἀνέπτυξε τὸ θέμα «Ἡ Δωδώνη καὶ οἱ σχέσεις της μὲ τὸν βαλκανικὸ κόσμο», προκρίνοντας ἀπὸ τὶς δύο ἐκδοχὲς ἐντάξεως τῶν Πελασγῶν, ἑλληνικὴ ἡ προελληνική, τὴν πρώτη.
Συνεπῶς σαφέστατα συνάγεται συγγένεια τῶν δύο γειτονικῶν λαῶν πανάρχαιη καὶ πολυειδῆς ἡ ὁποία ἐξαιτίας ἐσκεμμένων πιεστικῶν παρεμβάσεων πλειάδας χωρῶν, Αὐστρίας, Ἰταλίας, Ρουμανίας, Τουρκίας… συνάμα δὲ καὶ λόγῳ ἀλλαξοπιστίας τόσο Ἑλλήνων ὅσο καὶ Σκυπιτάρων, μετεξελίχθηκε ἐνίοτε σὲ βυσσαλέα ἐχθροπάθεια.
Στὴν ἐφημερίδα Democrasia, 12.8.94, μὲ τίτλο «Ἡ ἔκπληξη μιᾶς προπόσεως σὲ γαμήλια διασκέδαση περιοχῆς Σκόδρας» καταχωρίζεται κείμενο μεστὸ ἀνθρωπιᾶς καὶ εὐφυΐας: «Πρόποση γιὰ τὸν ἀδελφὸ ἑλληνικὸ λαό. Ἐὰν τὸ παιδί μου δὲν ἐργαζόταν σὲ μία ἑλληνικὴ οἰκογένεια, ἐγὼ δὲν θὰ μποροῦσα νὰ σᾶς καλέσω σὲ αὐτὴν τὴν χαρά. Τὸ τσούγκρισμα τοῦ ποτηριοῦ ἀκούεται περισσότερο ἀπὸ τὶς διπλωματικὲς ἢ προεδρικὲς δηλώσεις. Ἡ πρόποση εἶναι μία ἔκπληξη γιὰ τοὺς πολιτικοὺς οἱ ὁποῖοι ἐργάζονται ἀντίθετα πρὸς τὴ θέληση τοῦ λαοῦ γιὰ τὶς σχέσεις μὲ τοὺς γείτονες».
Ἡ διαίσθηση τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων συμπίπτει μερικὲς φορὲς μὲ διαπιστώσεις ἀκραιφνῶν ἐπιστημόνων. Τὰ συναισθήματα ποὺ διακατεῖχαν τὸν περιχαρῆ πατέρα κατὰ τὸν γάμο τοῦ παιδιοῦ του, ἀπηχοῦν πιθανὸν βαθύτατα βιώματα μακρινῆς στὸ παρελθὸν συμβιώσεως τῶν δύο λαῶν, Ἀλβανῶν-Ἑλλήνων.
Πασίγνωστο εἶναι ὅτι τὸ Ἡνωμένο Βασίλειο, ἡ ἄλλοτε πονηρὰ Ἀλβίων, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Β΄ παγκοσμίου πολέμου εἶχε στείλει στὴν Ἀλβανία καὶ στὴ βορειοδυτικὴ Ἑλλάδα ὡς πολεμικὸ πράκτορά της, τὸν μεταπολεμικὰ ἐπιφανέστατο καθηγητὴ τοῦ Πανεπιστημίου Bristol N. G. L. Hammond. Ὁ ἀτλαντικὸς αὐτὸς ἄνδρας τόσο κατὰ τὴν ἐντεταλμένη στρατιωτικὴ ἀποστολὴ ὅσο καὶ βραδύτερα στὴν ἐπὶ δεκαετίας ἐπιστημονικὴ ἐπιτόπια ἐνασχόληση μὲ πρώτιστο ἀποτέλεσμα ὀγκωδέστατο σύγγραμμα, ἐπιγραφόμενο «Ἤπειρος», κατέληξε στὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς ὑφίσταται στὴν Βόρειο Ἤπειρο ἀπὸ τοὺς μηκυναϊκοὺς χρόνους. Στὸ δὲ κύκνειο ἄσμα του, ἄρθρο δημοσιευμένο στὸ περιοδικὸ Anglo-Hellenic Review (Β΄ 1993), πεπεισμένος γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα συνυπάρξεως ἑλληνο-ἀλβανικῆς συνιστᾶ τὴν ἐνεργὸ ἐφαρμογὴ τοῦ πάντοτε ἐν ἰσχυί Πρωτοκόλλου τῆς Κερκύρας ὡς τοῦ μοναδικοῦ καὶ ἐνδεδειγμένου μέτρου ἑδραιώσεως καλῆς γειτονίας καὶ ἀγαστῆς συνεργασίας γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν προκοπὴ σὲ ὅλους τους τομεῖς ἀμφοτέρων τῶν λαῶν, δοθέντως ὅτι σήμερα, ὅπως καταγγέλει ὁ Πρόεδρος τῆς Πανηπειρωτικῆς Γ. Οἰκονόμου, «Ὑπάρχει ἔλλειμμα ἀσφάλειας» (Ἡ Καθημερινὴ, φ. 26.1.14): «Ἐφιάλτης στὰ σύνορα μὲ τὴν Ἀλβανία»).
[Οἱ ἐνδιαφερόμενοι γιὰ πληρέστερη τεκμηρίωση βλ. Εὑρετήρια ὀνομάτων στὴν τετράτομη συγγραφὴ Ἀχ. Γ. Λαζάρου, Ἑλληνισμὸς καὶ λαοὶ νοτιοανατολικῆς Εὐρώπης, Ἀθήνα 2009-2010].
Προδημοσίευση, περιοδικό ΄΄Ἑρῶ΄΄, τεῦχος ΑΠΡ. ΙΟΥΝ. 2014