Την 7η Οκτωβρίου 1912, σε όλο το μέτωπο, από την Ελάτη ως τα υψώματα βόρεια της Ελασσόνας, οι ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να λαμβάνουν τις θέσεις τους για τη συνέχιση της προέλασης, μετά την απελευθέρωση της Ελασσόνας και της Δεσκάτης. Το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο θεωρούσε ως πιθανό το ενδεχόμενο ο εχθρός να έχει αναπτυχθεί αμυντικά στην περιοχή των στενών του Σαρανταπόρου. Με βάση το σκεπτικό αυτό, εξέδωσε τις ανάλογες οδηγίες προς τους σχηματισμούς.
Οι Τούρκοι πραγματικά ετοιμάζονταν να αμυνθούν στη φύσει οχυρή θέση των στενών του Σαρανταπόρου . Τα στενά βρισκόταν μεταξύ των Καμβουνίων και των Πιερίων ορέων και μέσω αυτών περνούσαν οι προς Βορρά οδεύσεις. Το κυρίως στενό εκτεινόταν μεταξύ των Καμβουνίων και του όρους Σκοπιά (1.139 μ.). Δυτικά εκτεινόταν το δεύτερο στενό μεταξύ των υψωμάτων Σκοπιά και Τσούμα (821 μ.). Οι Τούρκοι είχαν αναπτύξει τις δυνάμεις τους αμυντικά από τις όχθες του ποταμού Αλιάκμονα, δυτικά, ως τις παρυφές των Πιερίων ορέων, ανατολικά. Μεταξύ Πιερίων και Σκοπιάς είχε ταχθεί η 22η Τουρκική Μεραρχία Πεζικού (ΜΠ) με 9 τάγματα πεζικού, μια μοίρα πυροβολικού – 12 πυροβόλα – και 2 πολυβολαρχίες.
Δυτικά της είχε ταχθεί η Εφεδρική Μεραρχία (Ρεντίφ) Νεάπολης, με ζώνη ευθύνης από το χωριό Σαραντάπορο ως το Κεφαλολίβαδο . Η μεραρχία παρέτασσε πέντε τάγματα πεζικού και μια μοίρα πυροβολικού, με 10 πυροβόλα. Το άκρο δεξιό της μεραρχίας κάλυπταν δύο ίλες ιππικού. Δυτικά του Σαρανταπόρου, επί των Καμβουνίων, ο Τούρκος διοικητής Χασάν Ταξίν πασάς είχε τάξει μια ταξιαρχία πεζικού (4 τάγματα) και μια πολυβολαρχία στην τοποθεσία Λαζαράδων-Βογγόπετρας. Τρία τάγματα πεζικού και ένας ουλαμός πυροβολικού τηρούντο ως εφεδρείες και άλλα 4 τάγματα πεζικού της Εφεδρικής Μεραρχίας Δράμας τηρούντο, ως γενική εφεδρεία της στρατιάς, στην περιοχή της Κοζάνης.
Ο Τούρκος διοικητής διέθετε συνολικά 25 τάγματα πεζικού, 24 πυροβόλα και τρεις λόχους πολυβόλων. Έκανε όμως το λάθος να μην καταλάβει την φύση οχυρή θέση με το σύνολο των δυνάμεών του, αφήνοντας το 1/3 του πεζικού του εκτός μάχης. Αν και το αμυντικό του μέτωπο ήταν υπερεκτεταμένο – περίπου 24 χλμ. – και ο Ελληνικός Στρατός υπερείχε αριθμητικά απέναντι των δυνάμεών του, ο Χασάν Ταξίν πασάς όχι μόνο δεν επάνδρωσε την τοποθεσία με το σύνολο των δυνάμεών του, αλλά ένα μέρος από αυτές το έταξε σε θέσεις από τις οποίες σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να επέμβουν στην επικείμενη μάχη.
Ο Τούρκος διοικητής αν και αποδέχτηκε την πρόκληση να δώσει μάχη εκ παρατάξεως, φάνηκε τελικά ιδιαίτερα σκεπτικιστής, όσον αφορά τη διάταξη που επέβαλε στις δυνάμεις του. Προφανώς ο Ταξίν πασάς δεν πίστευε ότι ήταν πραγματικά σε θέση να σταματήσει την προέλαση του Ελληνικού Στρατού. Προσπαθώντας να καλυφθεί απέναντι σε κάθε ενδεχόμενο απέτυχε παταγωδώς στην τακτική συγκέντρωση των δυνάμεών του.
Στο μεταξύ η ελληνική στρατιά είχε προωθήσει τις θέσεις της αργά αλλά σταθερά και το βράδυ της 7ης Οκτωβρίου βρισκόταν σε απόσταση 8 χλμ. περίπου από τις τουρκικές θέσεις . Το Γενικό Στρατηγείο είχε σχεδιάσει, για την μεθεπομένη 9 Οκτωβρίου, γενική επίθεση κατά του συνόλου των εχθρικών θέσεων, από το χωριό Λαζαράδες ως τις παρυφές των Πιερίων ορέων.
Κατά της τοποθεσίας των στενών του Σαρανταπόρου θα ενεργούσαν, σε πρώτο κλιμάκιο οι Ι, ΙΙ και ΙΙΙ ΜΠ και το Απόσπασμα Ευζώνων Κωνσταντινόπουλου και σε δεύτερο η VI ΜΠ. Κατά των τουρκικών θέσεων στα Καμβούνια θα εξορμούσαν οι IV και V ΜΠ, η Ταξιαρχία Ιππικού (ΤΙ) και το Απόσπασμα Ευζώνων Γεννάδη. Η VII ΜΠ βρισκόταν ακόμα στη Λάρισα. Το σχέδιο του ελληνικού στρατηγείου προέβλεπε κατά μέτωπο επίθεση στην κύρια γραμμή άμυνας των Τούρκων, στα στενά του Σαρανταπόρου, με ταυτόχρονο διπλό υπερκερωτικό ελιγμό και στα δύο άκρα του εχθρικού μετώπου.
Από τη διάταξη αυτή των ελληνικών δυνάμεων εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι η κατά μέτωπο επίθεση δεν υπήρχε λόγος να εκδηλωθεί. Αρκούσε η παρενόχληση του τουρκικού μετώπου από δύο ελληνικές μεραρχίες. Το βάρος έπρεπε να δοθεί στους υπερκερωτικούς ελιγμούς. Με τον τρόπο αυτό και πιο γρήγορα θα διεσπάτο η τουρκική τοποθεσία και λιγότερες απώλειες θα υφίστατο ο Ελληνικός Στρατός και, κατά πάσα πιθανότητα, οι τουρκικές δυνάμεις θα κυκλώνονταν και θα καταστρέφονταν.
Ιδιαίτερα στο τουρκικό δεξιό, τα 4 τάγματα που παρέτασσε ο Ταξίν στην τοποθεσία Λαζαράδων-Βογγόπετρας, δεν ήταν φυσικά σε θέση να αντέξουν στην πίεση δύο ελληνικών μεραρχιών και των Ευζώνων του Γεννάδη. Στον τομέα αυτό ακριβώς βρισκόταν το «κλειδί» της όλης τοποθεσίας. Η θραύση της τουρκικής αντίστασης στον συγκεκριμένο τομέα θα επέτρεπε στις ελληνικές δυνάμεις να κινηθούν στα νώτα της κύριας τοποθεσίας αντίστασης, με ότι αυτό συνεπαγόταν για τους Τούρκους. Η ΤΙ επίσης, μετά τη διάνοιξη της διόδου από το φίλιο πεζικό, θα ήταν σε θέση να κινηθεί με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα προς τα Σέρβια και να αποκόψει την οδό διαφυγής των Τούρκων. Δυστυχώς όμως τίποτα από αυτά δεν συνέβη, παρά τις όποιες καλές προθέσεις του διαδόχου Κωνσταντίνου.
Το πρωινό της 9ης Οκτωβρίου 1912 οι ελληνικές δυνάμεις εξόρμησαν. Υπό τους ήχους της σάλπιγγας οι τρεις ελληνικές μεραρχίες του κέντρου άρχισαν την προέλασή τους σε σχηματισμό ανεστραμμένου τριγώνου (δύο συντάγματα σε πρώτο κλιμάκιο και ένα σε δεύτερο). Το σύνολο σχεδόν του πυροβολικού της στρατιάς είχε διατεθεί στη ΙΙ ΜΠ, στην οποία είχε ανατεθεί και η δυσκολότερη αποστολή, η διάσπαση του εχθρικού κέντρου κατά μήκος του δρόμου Ελασσόνας-Σερβίων και η κατάληψη του χωριού Σαραντάπορου και του όρους Σκοπιά. Η Ι ΜΠ, μαζί με τους Ευζώνους του Κωνσταντινόπουλου θα υποβοηθούσαν από τα ανατολικά την ενέργεια της ΙΙ ΜΠ.
Αποστολή της ήταν η θραύση των εχθρικών αντιστάσεων ανατολικά του όρους Σκοπιά, η περικύκλωση και η καταστροφή των εχθρικών δυνάμεων . Η ΙΙΙ ΜΠ θα υποβοηθούσε επίσης το έργο της ΙΙ, καλύπτοντας το αριστερό της πλευρό. Η VI ΜΠ αποτελούσε την εφεδρεία της στρατιάς. Στον δυτικό τομέα της τοποθεσίας η IV ΜΠ όφειλε να προελάσει προς το χωριό Λιβαδερό των Καμβουνίων και από εκεί, ανάλογα με την τροπή του αγώνα στο κέντρο, να κινηθεί είτε προς Σαραντάπορο, είτε προς Σέρβια . Η V ΜΠ θα επετίθετο στην τοποθεσία Λαζαράδων. Η ΤΙ και το Απόσπασμα Γεννάδη θα παρέκαμπταν από δυτικά την τουρκική αμυντική τοποθεσία και θα κινούνταν προς τα Σέρβια.
Οι ελληνικές δυνάμεις προχώρησαν αργά κατά του εχθρικού κέντρου. Μόλις εισήλθαν εντός βεληνεκούς άρχισαν να δέχονται τα πυρά του τουρκικού πυροβολικού, στα οποία δεν μπορούσαν μάλιστα να απαντήσουν, αφού το φίλιο πυροβολικό, λόγω του δύσβατου εδάφους, δεν είχε ταχθεί σε θέσεις βολής. Έτσι το ελληνικό πεζικό αναγκάστηκε σχεδόν όλη την ημέρα να πολεμά χωρίς επαρκή κάλυψη από το φίλιο πυροβολικό, γεγονός που δημιούργησε εκνευρισμό στις τάξεις του. Παρόλα αυτά οι άνδρες της II και της III ΜΠ κατόρθωσαν να προχωρήσουν και αφού ανέτρεψαν τις τουρκικές προφυλακές, κατόρθωσαν να φτάσουν σε απόσταση 1 χλμ. από την κύρια γραμμή αντίστασης του εχθρού όπου και καθηλώθηκαν.
Δεξιότερα η I ΜΠ απώθησε τις εχθρικές προφυλακές. Καθηλώθηκε όμως με τη σειρά της από τα δραστικά πυρά του εχθρού, σε απόσταση 500 μέτρων από την κύρια γραμμή αντίστασης. Το Απόσπασμα Κωνσταντινοπούλου έφτασε επίσης στις παρυφές των Πιερίων, χωρίς να εμπλακεί σοβαρά με τον εχθρό. Δυτικότερα πάντως, χάρη στην πρωτοβουλία του διοικητή της IV ΜΠ, Υποστρατήγου Κωνσταντίνου Μοσχόπουλου, η τουρκική τοποθεσία διασπάστηκε εξ’ αρχής. Ο μέραρχος, αγνοώντας τις οδηγίες του Γενικού Στρατηγείου, αποφάσισε – και σωστά – να κινήσει τη μεραρχία με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα πίσω από την κύρια γραμμή άμυνας του εχθρού. Ενώ η V ΜΠ και το Απόσπασμα Γεννάδη είχαν εμπλακεί σε μάχη με τους Τούρκους στην τοποθεσία των Λαζαράδων, η IV ΜΠ, αφού διέσπασε τις ασθενείς τουρκικές θέσεις στα χωριά Λιβαδερό και Μεταξάς, προωθήθηκε κατευθείαν βόρεια .
Τις πρώτες απογευματινές ώρες οι εμπροσθοφυλακές της μεραρχίας είχαν φθάσει στο ύψωμα του Αγίου Χριστοφόρου, σε απόσταση 7 χλμ. περίπου από τα Σέρβια. Εκεί δύο τάγματα της μεραρχίας συγκρούστηκαν με τουρκική φάλαγγα που βάδιζε, καθυστερημένα, προς ενίσχυση της τοποθεσίας Λαζαράδων. Οι Έλληνες πεζοί εξόρμησαν με τη λόγχη και τους διέλυσαν κυριολεκτικά. Όσοι Τούρκοι επέζησαν τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Μετά τη νέα νίκη η μεραρχία κατέλαβε το χωριό Προσήλιο, νότια των στενών της Πόρτας.
Η ΤΙ, στο μεταξύ επέδειξε επαίσχυντη αδράνεια . Αφού σπατάλησε πέντε ώρες για να καλύψει απόσταση 7 χλμ. από τη Δεσκάτη ως τον πόρο του ποταμού Αλιάκμονα στη Ζαμπούρδα, ανέκοψε τελικά την κίνησή της στο σημείο αυτό, αναμένοντας απλώς τη λήξη της μάχης. Ούτε καν έσπευσε σε ενίσχυση των εμπλεκομένων στους Λαζαράδες ελληνικών δυνάμεων, μόλις 6 χλμ. από τις θέσεις της. Μόλις άρχισε να νυκτώνει η ταξιαρχία κινήθηκε, προς τα πίσω, προς την Ελάτη, όπου και διανυκτέρευσε.
Η έλλειψη στιβαρής διοίκησης ήταν εμφανής, όπως και η έλλειψη τοπικού διοικητή-συντονιστή των επιχειρήσεων. Η κορωνίδα δε της γελοιότητας έγκειτο στο γεγονός ότι ο διοικητής της ΤΙ ήταν ο πλέον υψηλόβαθμος διοικητής στην περιοχή των Λαζαράδων (υποστράτηγος) και με κανένα τρόπο δεν εννοούσε να συμμορφωθεί στις υποδείξεις του συνταγματάρχη τον βαθμό, μεράρχου της V ΜΠ. Η μάχη ωστόσο είχε ήδη λήξει, μετά την επιτυχία της IV ΜΠ.
Αυτό δυστυχώς το αντελήφθησαν πρώτοι οι Τούρκοι και κατά τη διάρκεια της βροχερής και ομιχλώδους νύκτας άρχισαν να συμπτύσσονται προς τα Σέρβια . Η σύμπτυξη πραγματοποιήθηκε με εξαιρετική αταξία και με βραδύτητα, λόγω των δυσχερειών του εδάφους και των δυσμενών καιρικών συνθηκών. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι το τουρκικό τάγμα που αμυνόταν στο άκρο αριστερό δεν ειδοποιήθηκε ποτέ για την υποχωρητική κίνηση. Η σύμπτυξη των τουρκικών δυνάμεων όμως δεν έγινε αντιληπτή από τις ελληνικές δυνάμεις στο κέντρο του μετώπου ( I, II και III ΜΠ) παρά μόνο το επόμενο πρωί.
Αμέσως το Γενικό Στρατηγείο διέταξε την καταδίωξη των Τούρκων προς τα στενά της Πόρτας και τα Σέρβια. Η ευκαιρία όμως είχε ήδη χαθεί. Οι Τούρκοι είχαν ξεφύγει από τη συντριβή που θα τους άρμοζε. Αγώνας έλαβε χώρα μόνο στον τομέα της IV ΜΠ. Η μεραρχία αφού αιφνιδίασε και συνέτριψε άλλες δύο εχθρικές φάλαγγες, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει ισχυρή τουρκική αντεπίθεση. Η μεραρχία όμως όχι μόνο απέκρουσε την εχθρική αντεπίθεση αλλά αντεπιτέθηκε με τη σειρά της και έτρεψε σε άτακτη φυγή τους Τούρκους. Καταδιώκοντάς τους προς τα Σέρβια συναντήθηκε με τουρκικά εφεδρικά τμήματα που έρχονταν από την Κοζάνη, τα οποία και συνέτριψε. Στα χέρια των ανδρών της IV Μεραρχίας έπεσε πολύτιμο λάφυρο και η πολεμική σημαία τουρκικού τάγματος. Την ίδια ώρα η ΤΙ αναπαυόταν στους Λαζαράδες.
Η μάχη του Σαρανταπόρου είχε λήξει με περιφανή νίκη των Ελλήνων. Ήταν όμως μια μάχη που πραγματικά δεν υπήρχε λόγος να συμβεί. Αν η ελληνική στρατιά επικέντρωνε την προσπάθειά της κατά του ανίσχυρου εχθρικού πλευρού η μάχη θα έληγε πριν καν αρχίσει, με ελάχιστες απώλειες για τον Στρατό μας, ενώ θα επιτυγχανόταν και η ολοκληρωτική συντριβή των τουρκικών δυνάμεων. Ο συγκεκριμένος πόλεμος είχε τη μορφή αγώνα δρόμου για την απελευθέρωση-κατάληψη όσο το δυνατό μεγαλύτερης εδαφικής έκτασης, αφού οι ανταγωνισμοί μεταξύ των χριστιανικών δυνάμεων το επέβαλαν.
Στο Σαραντάπορο χάθηκαν πολύτιμες μέρες, χάθηκαν άνδρες και πάνω από όλα οι Τούρκοι ξέφυγαν και έδωσαν νέα μάχη στα Γιαννιτσά. Η ενέργεια της IV ΜΠ αποδεικνύει ξεκάθαρα πια τροπή θα μπορούσε να είχε πάρει η μάχη αν ακολουθείτο ένα πιο ορθόδοξο σχέδιο. Η νίκη του Σαρανταπόρου, πάντως, είχε ανοίξει στον Ελληνικό Στρατό τις πύλες της κεντρικής Μακεδονίας.
Πηγή: DefencePoint