Ο Ελληνικός Στρατός συνεχίζει την προέλασή του στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο καταλαμβάνοντας τις πόλεις της Μακεδονίας την μία μετά την άλλη χαρίζοντας ελευθερία στους σκλαβωμένους Έλληνες!Οι Τούρκοι στρατιώτες αδυνατούν να αντισταθούν στην Ελληνική ορμή εγκαταλείποντας πολλές φορές μεγάλοαριθμό Πολεμικού υλικού ως λάφυρα.Οι Ελληνικές Μεραρχίες που έλαβαν μέρος στην κατάληψη και απελευθέρωση της πόλης της Βέρροιας ήταν η ΙΙ Μεραρχία η οποία διατάχθηκε την 5η πρωινή ώρα, να προελάσει!
Εισέβαλε στην πόλη και στάθμευσε στον σιδηροδρομικό σταθμό και η IV Μεραρχία με το 9ο και 11ο Συντάγματα Πεζικού. Ακολούθησε και η VI Μεραρχία από την Κουμαριά την 8η ώρα. Πέρασε από τον Προφήτη Ηλία και προχώρησε στην Βέρροια...
Το Γενικό Στρατηγείο που παρακολούθησε την επιτυχία των Μεραρχιών στις 10.30 η ώρα είχε εκδώσει διαταγή σταθμεύσεως των Μεραρχιών περί την Βέρροια, η διαταγή όμως αυτή μη ληφθείσα εγκαίρως από τους αποδέκτες της, δεν εκτελέσθηκε ακριβώς!
Στο δίτομο έργο της Ιστορίας της Βέρροιας, ο συγγραφέας κ. Αντώνιος Κολτσίδας παρουσιάζει την εικόνα της Βέρροιας πριν ο στρατός εισέλθει στην πόλη. Αναφέρεται στην στάση και την συμπεριφορά των προυχόντων της Τουρκικής Κοινότητας.
«Οι πρόκριτοι Μπέηδες προκειμένου να αποσπάσουν την ευνοϊκή μεταχείριση του κατερχόμενου Ελληνικού στρατού μετέβησαν στην Μητρόπολη και προθυμοποιήθηκαν να οργανώσουν σχετική επιτροπή για να παραδώσουν την Βέρροια στην Ελληνική διοίκηση…
Η τοπική εκκλησία της Βέρροιας και οι Έλληνες κάτοικοι της πόλης φαίνεται να δέχτηκαν ως ειλικρινή συμπεριφορά των Τούρκων Μπέηδων, αφού όχι μόνο δε συνεργάσθηκαν με τον Τούρκο στρατηγό, αλλά δεν παραχώρησαν και καταλύματα για την διαμονή του ίδιου και της συνοδείας του, ενέργεια στην οποία προέβησαν οι επίτροποι του Αγ. Αντωνίου με την στέγασή τους στο ηγουμενείο της εκκλησίας.
Ο απερχόμενος όμως τουρκικός στρατός στην υποχώρησή του κατέστρεφε σειρά γεφυρών και τις βασικές γέφυρες των ποταμών Λουδία και Αξιού. Η Ελληνική όμως αντίδραση υπήρξε και με την ενεργοποίηση των Ιωάννου Χρυσοχόου και του Νικολάου Μπαζάκα συγκεντρώθηκαν όσα βαρέλια κενά υπήρχαν στην Βέρροια και γεφυρώθηκαν πρόχειρα οι κατεστραμμένες γέφυρες.
Μετά από λίγες μέρες πέρασε από την Βέρροια ο διάδοχος Κων/νος και στην συνέχεια ο βασιλιάς Γεώργιος ο οποίος διανυχτέρευσε στο αρχοντικό του Αναστασίου Καμπίτογλου.
Ένας αυτόπτης μάρτυρας, ο δημοσιογράφος θεατρικός συγγραφέας, Σπύρος Μελάς, που έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις στην κατάληψη της Βέρροιας γράφει: Από τα μπαλκόνια οι Ελληνίδες, δακρυσμένες, μας έραιναν με λουλούδια, με κουφέτα, με ρύζι σα γαμπρούς και οι άντρες μαζεμένοι εδώ και εκεί στα σταυροδρόμια, έσκιζαν τα φέσια τους και ζητωκραύγαζαν. Η κεφαλή της φάλαγγας με τον Αρχιστράτηγο διάδοχο, τους πρίγκιπες και τους Αξιωματικούς του επιτελείου, ξεσήκωσε φρενιασμένη θύελλα ενθουσιασμού. Φιλούσαν τις μπότες τους, τα άλογά τους, ό,τι μπορούσαν να ζυγώσουν.
Σε ένα άλλο σημείο του βιβλίου του, περιγράφει πως ο Μητροπολίτης μαζί με τους Έλληνες προκρίτους και τους Τούρκους Μπέηδες, έσπευσαν να αποδεχτούν τον Ελληνικό στρατό. Έτσι έληξε πανηγυρικά η πολύχρονη 464 ετών (1448-1912) πικρή και οδυνηρή σκλαβιά. Όλοι, ελεύθεροι πλέον Έλληνες, πανηγυρίζουν την απελευθέρωσή τους. Τώρα μπορούν να ζήσουν και να δημιουργήσουν χωρίς τον εφιάλτη της παρουσίας των Τούρκων.
Λέγεται ότι, κάποια μέρα που ο στρατός ξεκουραζόταν στο διάστημα των επιχειρήσεων, ένας νέος πλησίασε στα άλογα των Αξιωματικών, ενώ εκείνοι παρέμεναν στο στρατόπεδο και αναπαύονταν. Οι στρατιώτες που ήταν κοντά, πρόσεξαν ότι ο νέος, σκυφτός προσπαθούσε να αποσπάσει από τις οπλές των αλόγων κομμάτια από τους σβώλους της λάσπης!
Όταν τον ρώτησαν γιατί συγκεντρώνει αυτό το χώμα, εκείνος απάντησε ότι θα πάει στο μνήμα του πατέρα του να το ραντίσει από την ελεύθερη Ελλάδα. Έμαθε ότι ο στρατός δεν θα προχωρούσε πιο πέρα.
Και κάτι άλλο. Το 1962 παραβρέθηκα στην παρέλαση του στρατού στην Θεσσαλονίκη 26 Οκτωβρίου, με την ευκαιρία των 50 χρόνων από την ελευθέρωση της πόλης. Προηγείτο της παρέλασης μια ομάδα Αξιωματικών που κρατούσαν τις πολεμικές σημαίες του 1912. Κάποιες από αυτές ήταν σκισμένες, ενώ κάποιες άλλες είχαν εμφανή τα αίματα των φονευθέντων στρατιωτών. Η συγκίνηση δεν περιγράφεται...
Πηγή: Περί Πάτρης