Ο Ελληνικός Στρατός, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου 1912, απελευθέρωσε τη Φλώρινα στις 7 Νοεμβρίου. Τμήμα του συντάγματος ιππικού διατάχθηκε να προχωρήσει προς κατάληψη της Καστοριάς.
Το τμήμα είχε είκοσι επτά μόνο ιππείς και τελούσε υπό τις διαταγές των υπιλάρχων Ιωάννη Άρτη, ελευθερωτή της Φλώρινας, και Παναγιώτη Νικολαΐδη και του καστοριανού μακεδονομάχου ανθυπιλάρχου Φιλολάου Πηχεώνα. Τις πρωινές ώρες της 10 Νοεμβρίου 1912 το τμήμα αυτό έπιασε τον Απόσκεπο κι ο Άρτης έστειλε με ένα χωρικό στο μητροπολίτη Καστοριάς Ιωακείμ Λεπτίδη το ακόλουθο μήνυμα:
«Την πόλη έχουν κυκλώσει από παντού δυνάμεις 25.000 ανδρών, έτσι κάθε αντίσταση ή απόπειρα διαφυγής στρατού από την πόλη είναι αδύνατη. Επιθυμώ να μη καταστρέψω την πόλη. Σπεύσατε σε συνεννόηση με τον αρχηγό των δυνάμεων της πόλης, να παραδοθεί άνευ όρων εντός μιας ώρας από της λήψεως του παρόντος, αλλιώς ευρίσκομαι στην ανάγκην βομβαρδισμού της πόλεως πριν το βράδυ»
Ιωάννης Άρτης, Υπίλαρχος
Πριν έρθει η απάντηση, ο από ανυπομονησία κι αγωνία διακατεχόμενος Άρτης διέταξε τον υπίλαρχο Νικολαΐδη να εισέλθει με δυο ιππείς στην Καστοριά και να πληροφορηθεί τα εκεί τεκταινόμενα. Ο Νικολαΐδης μπήκε στην πόλη και μετά την συνάντηση που είχε με το μητροπολίτη και το δήμαρχο Κωνσταντίνο Γούση επέστρεψε στον Απόσκεπο φέρνοντας την πληροφορία ότι ο αρχηγός του τουρκικού στρατού Μεχμέτ πασάς είχε εγκαταλείψει με τις δυνάμεις του την Καστοριά, πριν ο μητροπολίτης κι ο δήμαρχος προλάβουν να του επιδώσουν το μήνυμα.
Το πρωί της επομένης, 11 Νοεμβρίου 1912, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν πρόκειται να εκδηλωθεί καμιά τουρκική αντίσταση, ο Άρτης έστειλε το Φιλόλαο Πηχεώνα στην Καστοριά να τοιχοκολλήσει σε κεντρικό εμφανές μέρος την διαταγή καταλήψεως της πόλης.
Την ίδια ημέρα απελευθερώνεται και το Άργος Ορεστικό από το Ελληνικό ιππικό, με επικεφαλής τον Άρτη.
Μετά την απελευθέρωση, ενσωματωμένη πλέον στο Ελληνικό κράτος, η Καστοριά ακολούθησε τη ροή των γεγονότων που σημάδεψαν τη νεότερη και σύγχρονη Ελληνική ιστορία.
Τι γινόταν στο Χωριό τότε;
Οι Τούρκοι φεύγοντας έκαψαν όλο το χωριό. Αυτή την τακτική ακολουθούσαν, απ΄τη μία για τρομοκρατία του ντόπιου πληθυσμού, αλλά και για να στερήσουν τον Ελληνικό Στρατό από ανεφοδιασμό. Ευτυχώς οι κάτοικοι είχαν μάθει την τακτική των Τούρκων νωρύτερα, έμαθαν τις κινήσεις του Τουρκικού στρατού και έφυγαν κακήν κακώς να σωθούν, παίρνοντας μαζί τους μόνο τα αναγκαία που μπορούσαν. Οι «Κοβατσιάδες» φεύγοντας είχαν μαζέψει ρουχισμό και διάφορα μικροπράγματα που δεν μπορούσαν να πάρουν μαζί τους και τα έριξαν μέσα σε πηγάδι νερού που υπήρχε στο μαχαλά και το σκέπασαν από πάνω για να τα σώσουν από το κάψιμο. Στο γυρισμό, πράγματι τα ξαναέβγαλαν και είχαν να βολευτούν τουλάχιστο με ρούχα.
Οι περισσότερες οικογένειες έφυγαν με τα γυναικόπαιδα, τρέχοντας από χωριό σε χωριό. Το δρομολόγιο που ακολούθησαν: Μηλίτσα, Κωσταράζι, Γέρμα και από κεί προς Δρυόβουνο, Πελεκάνο, Εράτυρα μέχρι Σιάτιστα για 18-20 μέρες, μαζί με τους κατοίκους από τα άλλα χωριά Μηλίτσα, Κωσταράζι, Γέρμα, παρέες-παρέες με συγγενολόϊα, με πολλές κακουχίες, ψωμοζητώντας με περιπέτειες ή «συλλέγοντας» ότι έβρισκαν καθ’οδόν στα αγροκτήματα. Οι κάτοικοι των χωριών της Κοζάνης έδειξαν κατανόηση και γενικά τους συμπαραστάθηκαν.
Αναφέρονται στη φυγή, περιστατικά που "μάνες χάσαν τα παιδιά και τα παιδιά τις μάνες".
Όταν οι χωριανοί γύρισαν πίσω σιγά-σιγά, 20 μέρες μετά, ακόμη έκαιγαν τα ερείπια και τα αμπάρια κάπνιζαν από τα καμμένα σιτηρά και βέβαια όλοι ανασκουμπώθηκαν να «ψευτοφτιάξουν» τα σπίτια τους, όλα πλινθόκτιστα, με τα λίγα μέσα που διέθεταν και με προσωπική δουλειά.
Πηγή: Περί Πάτρης