Γεννήθηκε στην Κυπαρισσία, Μεσσηνίας στις 4 Μάιου 1858.
Κατατάχθηκε στο Στρατό ως εθελοντής στις 24 Ιουλίου του 1878. Αποφοίτησε από την Στρατιωτική Σχολή Υπαξιωματικών και προήχθη σε ανθυπολοχαγό στις 22 Σεπτεμβρίου 1885, σε υπολοχαγό στις 26 Μάιου 1895, σε λοχαγό στις 24 Μαρτίου 1899, σε ταγματάρχη στις 16 Μάιου 1909, σε αντισυνταγματάρχη στις 6 Ιουλίου 1911 και σε συνταγματάρχη στις 25 Σεπτεμβρίου 1913.
Ήταν απόφοιτος Γυμνασίου και γνώριζε γαλλικά και ιταλικά. Μετέφρασε το «Δοκίμιο Κανονισμών» του Στρατηγού Πεταίν και του Ταγματάρχη Ζακεμό.
Μετείχε στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 και στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913. Η δράση του στους Βαλκανικούς Πολέμους υπήρξε αξιοσημείωτη. Υπήρξε Διοικητής του 21ου Συντάγματος Πεζικού στις μάχες Τιρνάβου, Κατερίνης, Λουδία, κ.λ.π. Διέσωσε από βέβαιη καταστροφή την πόλη της Δράμας και προς τιμή του έχει δοθεί το όνομά του σε μια από τις οδούς της.
Διετέλεσε Φρούραρχος Αθηνών. Αποστρατεύθηκε με το βαθμό του Υποστρατήγου στις 26 Σεπτεμβρίου 1921. Απεβίωσε στις 12 Ιανουαρίου 1943. Ο τάφος βρίσκεται στο Α Νεκροταφείο Αθηνών.
Την 15η Οκτωβρίου 1912 επί κεφαλής του 21ου Συντάγματος Πεζικού συμμετείχε σε μάχες εναντίον Τούρκων και Βουλγάρων. Την 1η Ιουλίου 1913 επί κεφαλής του 21ου Συντάγματος Πεζικού και μίας Μοίρας Πυροβολικού βρίσκεται κοντά στη Δράμα.
Με τη στρατιωτική εμπειρία και τη διορατικότητά του, γνωρίζοντας και τον χαρακτήρα των αντιπάλων, συνειδητοποίησε έγκαιρα ότι απειλείτο άμεσα η πόλη της Δράμας με πυρπόληση και σφαγή των κατοίκων της, όπως είχε συμβεί στο μαρτυρικό, Δοξάτο.
Χωρίς να χάσει τον ελάχιστο χρόνο διέταξε ταχεία και ορμητική προέλαση του Συντάγματος στις νοτιοδυτικές παρυφές της πόλεως, ενώ ταυτόχρονα το πυροβολικό προσέβαλε τις εχθρικές δυνάμεις. Ετσι ο εχθρός υποχρεώθηκε να διασκορπιστεί σε διάφορες κατευθύνσεις, να διαλυθεί και να αποχωρήσει.
Στη συνέχεια ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στη πόλη της Δράμας όπου εκτυλίχτηκαν συγκλονιστικές στιγμές χαράς, ενθουσιασμού και συγκίνησης.
Ο τότε Μητροπολίτης Αγαθάγγελος υποδέχθηκε τον συνταγματάρχη, του παρέδωσε την πόλη και τον συνεχάρη για τη νίκη. Σε βιβλίο, που έγραψε ο ίδιος ιεράρχης αναφέρει ότι, ο συνταγματάρχης Μιχαλόπουλος– Αρκαδικός απάντησε: «Την νίκην μας την οφείλουμε εις τον Θεόν και ότι από όλους αναμένει να τον βοηθήσωμεν, ως πνευματικοί αρχηγοί, συμβουλεύοντες εις όλους ευταξίαν και ότι ουδείς ουδένα έχει δικαίωμα να βλάψη, ο δεν βλάπτων, οιονδήποτε, αυστηρώς θα τιμωρείται». Τους λόγους του Μιχαλόπουλου επηκολούθησαν ζωηρώταται ζητοκραυγαί.
Ο Κυπαρίσσιος συνταγματάρχης Νικόλαος Μιχαλόπουλος – Αρκαδικός εις την έκθεσή του σημειώνει: «Ούτω τη βοηθεία του Υψίστου εσώθη η ωραία πόλις της Δράμας εκ βεβαίας και εχθρικής καταστροφής, ως μετά δακρύων ανωμολόγουν οι κάτοικοι πάσης φυλής και θρησκεύματος, μη εξαιρουμένου και του Βούλγαρου Αρχιμανδρίτη, όστις παρέμεινε τεθείς υπό την προστασίαν του μητροπολίτου, επί δε των προσώπων των ήτο ζωγραφισμένη η φρίκη και ο φόβος».
Και ο ιεράρχης Αγαθάγγελος σημειώνει: «Η πόλη είναι ελεύθερη. Η υποδοχή του ελληνικού στρατού υπήρξε φρενιτιώδης. Άνδρες γυναίκες έκλαιον εκ της χαράς. Τα ζήτω εκ μέρους Ελλήνων, Μουσουλμάνων και Ισραηλιτών ήσαν συνεχή. Γυναίκες και κοράσια έρραινον και εστεφάνωνον τους στρατιώτας. Οι Έλληνες στρατιώτες, πεζοί και ιππείς, έκλαιον και εκείνοι.»