Η ναυτική ιστορία ενός έθνους αποτελεί, αναπόδραστα, ένα σύνθετο γνωστικό πεδίο, καθώς εκφράζει αθροιστικά κοινωνικούς, οικονομικούς, διπλωματικούς, οπλικούς, στρατηγικούς και επιχειρησιακούς παράγοντες στην πορεία του χρόνου. Παρά όμως την πολυπλοκότητα του γνωστικού αυτού αντικειμένου εμφανίζεται ενίοτε και σε απλούστερες μορφές που δεν στερούνται ενδιαφέροντος ή βάθους. Για παράδειγμα, η επίδοση και οι ιδιαιτερότητες της δράσης ορισμένων μονάδων του στόλου αποδίδουν, ενίοτε, κομβικά σημεία της ναυτικής ιστορίας. Η περίπτωση της εκατονταετούς ζωής (1911-2011) του θωρακισμένου καταδρομικού Γεώργιος Αβέρωφ επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.
Η αγορά του Αβέρωφ, τα τεχνικά χαρακτηριστικά του και η αξιοποίησή τους κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους
Η αγορά του Αβέρωφ δεν αποτέλεσε έμπνευση της στιγμής αλλά υπήρξε καρπός μακρόχρονων ζυμώσεων που είχαν ως αντικείμενο τη βέλτιστη δυνατή συγκρότηση της δομής δυνάμεως του ελληνικού πολεμικού ναυτικού. Οι ζυμώσεις αυτές αποκρυσταλλώθηκαν το 1909 στο ότι τα στρατηγικά, τεχνολογικά και επιχειρησιακά δεδομένα ενός ενδεχόμενου ναυτικού πολέμου στις ελληνικές θάλασσες απαιτούσαν την ένταξη στον ελληνικό στόλο θωρηκτής μονάδας μεγάλης ταχύτητας για να μπορεί να καλύπτει ευχερέστερα όλα τα επιμέρους θέατρα ναυτικών επιχειρήσεων (Fotakis, Z., GreekNaval Strategy and Policy, 1910-1919, (Routledge: London and New York, 2005), σελ. 16-17. Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αρχείο Δούσμανη, Φάκελο 4, Μελέτη 314, Αθήνα 7 Αυγούστου).
Η καθέλκυση του Αβέρωφ, στις 12 Μαρτίου 1910, ήταν ένα σημαντικό γεγονός όχι μόνο για το Πολεμικό Ναυτικό αλλά και για τα ναυπηγεία Orlando στο Λιβόρνο.
(Φωτογραφικό αρχείο Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος).
Η υλοποίηση του στόχου αυτού αναλήφθηκε από το Κίνημα στου Γουδή (1909) και συγκεκριμένα από τον πλοίαρχο Δαμιανό, τον Υπουργό Ναυτικών της φιλικής προς το Κίνημα κυβέρνησης Μαυρομιχάλη, και τον τμηματάρχη υλικού του Υπουργείου αυτού, πλοίαρχο Γούδα (Σκριπ, Ο Ναυτικός Πόλεμος του 1912-1913 (Αθήνα, 1914), σελ. 12). Οι δύο άνδρες προώθησαν την αγορά του Αβέρωφ, του τρίτου πλοίου της σειράς Πίζα που ναυπηγούσε ο ναυπηγικός οίκος Orlando, στο Λιβόρνο της Ιταλίας, για το Ιταλικό Ναυτικό (Σταθάκης, Ν., Θ/Κ “Γ.ΑΒΕΡΩΦ”, Χρονικό του Θωρηκτού της Νίκης (Εκδόσεις Πολεμικού Ναυτικού: Αθήνα, 1987), σελ. 61). Η πρόθεση ορισμένων ελληνικών ναυτικών προσωπικοτήτων να προμηθευθεί το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό dreadnought αντί του Αβέρωφ (Θεοφανίδης, Ι., Ιστορία του Ελληνικού Ναυτικού 1909-1913 (2η έκδοση, Σακελλάριος: Αθήνα, 1925), σελ. 30) καθώς και οι προσπάθειες της τουρκικής πλευράς να αποκτήσει η ίδια τον Αβέρωφ δεν είχαν αποτέλεσμα (Σταθάκης, Θ/Κ “Γ.ΑΒΕΡΩΦ”, σελ. 61). Η αγορά του Αβέρωφ υπήρξε αντίθετη και στη γερμανική πολιτική στην περιοχή, καθώς αυτή, σε συνδυασμό με την επικράτηση του Κινήματος στου Γουδή, ενέτεινε τις επιθετικές δυνατότητες της Ελλάδας και απομάκρυνε την επιδιωκόμενη από τους Γερμανούς πώληση γερμανικών ναυτικών μονάδων στη χώρα μας (Fotakis,Greek Naval Strategy and Policy, 1910-1919, σελ. 23. Μεταξάς, Ι., Το Προσωπικό του Ημερολόγιο, τομ. 3, σελ. 40).
Το Αβέρωφ τελικά αγοράσθηκε στην τιμή των 22.300.000 χρυσών δραχμών, μια τιμή που ήταν κατά δύο εκατομμύρια χαμηλότερη από το ποσό που κατέβαλε η ιταλική κυβέρνηση για το αδελφό πλοίο Πίζα (Σταθάκης, Θ/Κ “Γ.ΑΒΕΡΩΦ”, σελ. 61). Το τίμημα της αγοράς του Αβέρωφ εμφανίζεται ακόμα πιο ελκυστικό, καθώς επέτρεπε την πραγματοποίηση σημαντικών μετατροπών στο αρχικό του σχέδιο, ώστε να εξυπηρετηθούν καλύτερα οι ελληνικές ανάγκες (Ministèredes Affaires Etrangères, Nouvelle Série, Grèce, Φάκελος 39, Arene προς Pichon, Αθήνα 10 Μαΐου 1910).
Το ένα πέμπτο της απαιτούμενης δαπάνης καλύφθηκε από το κληροδότημα του ζάπλουτου Έλληνα Αιγυπτιώτη Γεωργίου Αβέρωφ, που είχε προβλέψει κι αυτή ακόμα την ανάγκη του πενόμενου, μα εθνικά φιλόδοξου, ελληνικού βασιλείου στο γύρισμα του 20ου αιώνα. Απόρροια της δωρεάς του υπήρξε και η ονομασία του πολεμικού αυτού πλοίου. Το ελληνικό θωρακισμένο καταδρομικό καθελκύσθηκε στις 12 Μαρτίου 1910 και παραλήφθηκε στις 16 Μαΐου 1911, λόγω των χρονοβόρων μετατροπών που χρειάστηκε να γίνουν από το αρχικό σχέδιο. Αμέσως μετά την παραλαβή του, εστάλη στην Αγγλία για να αντιπροσωπεύσει τη χώρα μας στις εορτές στέψης του Γεωργίου Ε΄, στο Πόρτσμουθ αλλά και για να εφοδιαστεί με πυρομαχικά. Με κυβερνήτη όμως τον πλοίαρχο Δαμιανό προσάραξε σε ύφαλο στις 19 Ιουνίου 1911 και χρειάστηκε να δεξαμενιστεί. Το ατυχές αυτό γεγονός έδωσε αφορμή για την εκδήλωση της πρώτης από τις στάσεις που γνώρισε το πλοίο στις αρχικές δεκαετίες του βίου του. Λόγω της δυσαρέσκειας του πληρώματος, ο Δαμιανός αντικαταστάθηκε από τον πλοίαρχο Παύλο Κουντουριώτη που πέτυχε να αποκαταστήσει ταχύτατα την τάξη. Η επιτυχία του αυτή τον βοήθησε να αναδειχθεί στόλαρχος του Πολεμικού Ναυτικού κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1911 ο Αβέρωφ κατέπλευσε στον Πειραιά και λίγο αργότερα κατευθύνθηκε με τον υπόλοιπο ελληνικό στόλο στον Παγασητικό όπου έλαβαν χώρα μεγάλα γυμνάσια υπό την εποπτεία της Αγγλικής Ναυτικής Αποστολής. Κατά τη διάρκεια αυτών επισημάνθηκαν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης του ελληνικού στόλου γενικότερα και του Αβέρωφ ειδικότερα, μιας και σκοπός ήταν να χρησιμεύσει το πλοίο αυτό ως πρότυπο εσωτερικής οργάνωσης (Σταθάκης, Θ/Κ “Γ.ΑΒΕΡΩΦ”, σελ. 61. Fotakis, Greek Naval Strategy and Policy, σελ. 34). Στο έτος που μεσολάβησε από τα μεγάλα γυμνάσια του στόλου στο Βόλο ως την έναρξη του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου σημειώθηκαν εργώδεις προσπάθειες εκγύμνασης του Πολεμικού Ναυτικού. Ο Αβέρωφ μάλιστα θεωρήθηκε αναγκαίο να σταλεί για επισκευές στην Μάλτα από την εντατική χρήση που του έγινε τότε. Τελικά όμως δεν εστάλη λόγω της πολιτικής ρευστότητας στα Βαλκάνια και τον κόσμο (Ακρόπολις, Επιθεώρησις της Σχολής των Δοκίμων υπό του κ. Τώφφνελ, 5 Μαΐου 1911, σελ. 3). Παρά την εντατική εκγύμναση του Αβέρωφ δεν έγιναν γυμνάσια πραγματικών πυρών πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους, καθώς ήταν εφοδιασμένο με τα μισά μόνο από τα προβλεπόμενα αποθέματα πυρομαχικών του, μέχρι και τον πρώτο ενάμιση μήνα του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Η κατασκευή των υπόλοιπων πυρομαχικών καθυστέρησε λόγω των ιδιαίτερα απαιτητικών ποιοτικών προδιαγραφών που έθεσαν οι ελληνικές ναυτικές αρχές και, πιθανόν, λόγω των κερδοσκοπικών τάσεων των Βρετανών κατασκευαστών τους (Fotakis, GreekNaval Strategy and Policy, σελ. 46. Cambridge University Library, Vickers Ltd. MSS, Φάκελος 1008, Zaharoff προς Vickers, 1 Σεπτέμβριος 1911. Σκριπ, Ο Ναυτικός Πόλεμος του 1912-1913, σελ. 60). Συνέπεια της ελλιπούς πυροβολικής εκγύμνασης του πληρώματος του Αβέρωφ υπήρξε η εμπλοκή στα κλείστρα των πυροβόλων του πλοίου στην κρισιμότερη καμπή της ναυμαχίας της Έλλης (Σταθάκης, Θ/Κ “Γ.ΑΒΕΡΩΦ”, σελ. 348).
Τα θωρηκτά Ύδρα – σε πρώτο πλάνο – και Σπέτσαι ήσαν οπωσδήποτε απαρχαιωμένα την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων.
(Φωτογραφικό αρχείο Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος).
Στο ξεκίνημα των Βαλκανικών Πολέμων και καθ’ όλη τη διάρκειά τους ο Αβέρωφ υπήρξε η ισχυρότερη και πλέον σύγχρονη ναυτική μονάδα μεταξύ των εμπολέμων. Το πυροβολικό του αποτελούνταν από 4 πυροβόλα των 23,4 εκατοστών σε δύο δίδυμους πύργους κατά το διάμηκες από πλώρης μέχρι πρύμνης και 8 πυροβόλα των 19 εκατοστών σε 4 δίδυμους πύργους, δύο σε κάθε πλευρά στο μέσο και 14 ταχυβόλα των 7.5 εκατοστών. Κάθε πύργος ήταν ανεξάρτητος από τους άλλους, είχε δική του αποθήκη πυρομαχικών και μέσα ανέλκυσής των. Με τη διασπορά αυτή των πύργων επιτεύχθηκε επωφελής αμυντική και επιθετική διάταξη του πυροβολικού του Αβέρωφ, καθώς μπορούσε να συγκεντρώσει 8 ταχυβόλα κατά πλευρά, ανά τέσσερα από κάθε διαμέτρημα σε εκ παρατάξεως ναυμαχία. Διέθετε επίσης, σε περίπτωση δίωξης ή φυγής από το πεδίο της μάχης, ανά έξι ταχυβόλα από τα οποία τα δύο ήταν των 23,4 εκατοστών. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι με την έναρξη της ναυμαχίας το πλήρωμα κάθε πύργου τάσσονταν στις προκαθορισμένες θέσεις μάχης, καλυμμένο και προστατευμένο από θώρακες. Οι θωρηκτές πόρτες του κεντρικού τεθωρακισμένου διαμερίσματος του σκάφους έκλειναν ερμητικά, ενώ οι πυροβολητές κάθε πύργου μάχονταν αγνοούντες τα διαδραματιζόμενα στους άλλους πύργους. Εάν η τύχη των όπλων ήταν δυσμενής για έναν από τους πύργους του Αβέρωφ αγνοούνταν το γεγονός αυτό στους υπόλοιπους και οι άνδρες που μάχονταν μέσα σ’ αυτούς δεν επηρεάζονταν από την ηθική εντύπωση που αναπόδραστα θα δημιουργούνταν από τη γνώση της καταστροφής των άλλων πυροβόλων του πλοίου και του θανάτου των συντρόφων τους.
Ο Αβέρωφ και τα θωρηκτά Σπέτσαι – αριστερά – και Ψαρά, στο Βόρειο Αιγαίο σε περιπολία κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
(Φωτογραφικό αρχείο Θ/Κ Αβέρωφ).
Ο Αβέρωφ διέθετε επίσης τρεις υποβρύχιους τορπιλοβλητικούς σωλήνες. Δύο πλευρικούς κι έναν πρυμναίο. Την άμυνα του πλοίου αποτελούσε ζώνη χαλύβδινου θώρακα άριστης κατασκευής, που εκτείνονταν σε όλο το μήκος του σκάφους από πρώρας έως πρύμνης, είχε πάχος 8 ιντσών στο μέσο του, λεπτύνονταν κανονικά και αποκτούσαν πάχος 3.5 ιντσών στην πλώρη και την πρύμνη. Η ζώνη αυτή στο μέσο του πλοίου συνεχίζονταν από κεντρική και περίκλειστη θωράκιση που εκτείνονταν μέχρι το ανώτατο κατάστρωμά του και της οποίας το πάχος από 8 ίντσες ελαττώνονταν κανονικά μέχρι του ανώτατου σημείου της σε 6.5 ίντσες. Η κεντρική αυτή θωράκιση αποτελούσε το οχυρό του πλοίου στο οποίο κατέφευγε το πλήρωμά του κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας και το οποίο περιέκλειε κάθε ουσιώδες κινητήριο ή μαχητικό μέσο του πλοίου. Εξαιτίας της αμυντικής διάταξης του Αβέρωφ δεν υπέστη το πλήρωμά του μεγάλες ανθρώπινες απώλειες στις ναυμαχίες της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913). Μάλιστα, με την εξαίρεση του ανθυποπλοιάρχου Γκούρα Μάμουρη, όλοι όσοι τραυματίσθηκαν ή φονεύθηκαν κατά τις ναυμαχίες αυτές βρίσκονταν εκτός του οχυρού (Σταθάκης, Θ/Κ “Γ.ΑΒΕΡΩΦ”, σελ. 62. Σκριπ, Ο Ναυτικός Πόλεμος του 1912-1913, σελ. 9-11). Κι ενώ η θωράκιση και ο τορπιλικός εξοπλισμός του σκάφους κατέστησαν σταδιακά παρωχημένοι, καθώς δεν υπέστησαν σοβαρές τροποποιήσεις από τη ναυπήγησή του και μετά (Σταθάκης, Θ/Κ “Γ.ΑΒΕΡΩΦ”, σελ. 334-336), το πυροβολικό του Αβέρωφ τροποποιήθηκε σημαντικά σε τρεις, κυρίως, επιμέρους φάσεις. Η πρώτη αφορούσε τις επισκευές των ζημιών που υπέστησαν τα πυροβόλα του Αβέρωφ στους Βαλκανικούς πολέμους. Οι επισκευές αυτές έλαβαν χώρα στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας, την επαύριον των Βαλκανικών Πολέμων. Η δεύτερη αφορούσε, κυρίως, την τοποθέτηση στους πύργους των πυροβόλων των 23,4 εκατοστών, υδραυλικών κινητήρων ανοίγματος κλείστρων και έγινε στη Μάλτα το 1920. Η τρίτη και κυριότερη φάση της τροποποίησης του πυροβολικού του Αβέρωφ έλαβε χώρα κατά τη μετασκευή του πλοίου στη Γαλλία μεταξύ του 1925 και του 1927 όπου έγιναν εκτεταμένες αλλαγές στο Σύστημα Διεύθυνση Βολής του (Ο.π., σελ. 310-311, 349).
Ο Αβέρωφ κατά τη διάρκεια κάποιου δεξαμενισμού του. Διακρίνεται καθαρά η έξοδος του πρυμνιού τορπιλοσωλήνα.
(Φωτογραφικό αρχείο Θ/Κ Αβέρωφ).
Οι αλλαγές αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την επίτευξη αποτελεσματικής πειθαρχίας πυρός, αφού η υπόδειξη γινόταν πλέον άμεσα από τον κατευθυντήρα, τον οποίον και ακολουθούσαν οι πύργοι και η πυροδότηση εκτελούνταν κατά ομοβροντίες, συγκεντρωτικά από τον κατευθυντήρα, για όλους συγχρόνως τους πύργους. Άλλο βασικό πλεονέκτημα των αλλαγών αυτών ήταν ότι υπολογίζονταν με ακρίβεια όλες οι απαιτούμενες διορθώσεις βολής, τα δε στοιχεία διόπτευσης και απόστασης μεταβιβάζονταν αυτόματα από τον κατευθυντήρα μέχρι και τους πύργους. Με τον τρόπο αυτό περιορίζονταν σημαντικά τα ανθρώπινα σφάλματα και επιτυγχάνονταν ακόμα πιο συγκεντρωτική και ακριβής βολή (Ο.π., σελ. 352).Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι με την εμφάνιση του αεροπορικού όπλου, από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, αντικαταστάθηκαν σταδιακά τα ελαφρά ταχυβόλα του Αβέρωφ από αντίστοιχα αντιαεροπορικά. Η αντικατάσταση αυτή αναπόδραστα τροποποίησε και τους τομείς πυρός του πυροβολικού του πλοίου (Ο.π., σελ. 324-325. Φωκάς Δ.Γ., Έκθεσις επί της Δράσεως του Β. Ναυτικού κατά τον Πόλεμον 1940-1944 (Ιστορική Υπηρεσία Βασιλικού Ναυτικού: Αθήνα, 1953) τομ. Α, σελ. 62).
Ο τύπος του Αβέρωφ υπήρξε αναμφίβολα ενδιαφέρων και μάλλον υπερείχε των αντιπάλων τουρκικών θωρηκτών. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι το πλοίο αυτό δεν ήταν αρκετά ισχυρό για μάχη εκ παρατάξεως. Η θωράκισή του ήταν ανάλογη προς τον οπλισμό του. Η μεγάλη του δε ταχύτητα, 24 κόμβοι, συντέλεσε στην ασθενέστερη θωράκισή του. Αν επρόκειτο να έχει απέναντί του πυροβόλα των 30 ή των 36 εκατοστών, που έφεραν τα dreadnought της εποχής, θα ήταν δυνατό να διατρηθεί εύκολα ο θώρακάς του, ακόμα και από μεγάλες αποστάσεις κατά τις οποίες τα πυροβόλα του δεν θα μπορούσαν καν να βάλουν ή κι αν έβαλαν, η βολή τους δε θα ήταν δραστική (Σκριπ, Ο Ναυτικός Πόλεμος του 1912-1913, σελ. 12).Παρόμοιο πρόβλημα αντιμετώπιζε ο Αβέρωφ και από το κύριο πυροβολικό των, πρώην γερμανικών, τουρκικών θωρηκτών Μπαρμπαρός και Τοργκούτ και είναι γεγονός ότι κατά την έναρξη της ναυμαχίας της Έλλης έγινε ανεπιτυχής προσπάθεια από τα τουρκικά θωρηκτά αξιοποίησης του μεγαλύτερου βεληνεκούς του κύριου οπλισμού των (Ο.π., σελ. 255). Το πώς αντιμετώπισε η ελληνική ναυαρχίδα την τουρκική πρόκληση στη ναυμαχία αυτή είναι γνωστό. Δεν είναι όμως εξίσου γνωστό ότι η αντιμετώπιση αυτή αποτελούσε την εφαρμογή της Ναυτικής Τακτικής που διδάσκονταν στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το ακαδημαϊκό έτος 1910-1911, από τον υποπλοίαρχο Πελοπίδα Τσουκαλά. Πιο συγκεκριμένα, ο Τσουκαλάς υποστήριζε ότι αν ο Αβέρωφ ήθελε οπωσδήποτε να ναυμαχήσει θα πρέπει να πλησιάσει «…εις την απόστασιν εις ην η βολήν του θα είναι αποτελεσματική κατά του θώρακος του Τουρκικού. Θα εισέλθη δηλαδή εις την επικίνδυνον δι’ αυτόν ακτίναν του αντιπάλου πριν ή το Τουρκικόν εισέλθη εις την επικίνδυνον ακτίνα του Αβέρωφ. Η μεγάλη επομένως απόστασις είναι μειονεκτική δια τον Αβέρωφ και πρέπει όσο το δυνατόν ταχύτερον να την ελαττώση. Οσονδήποτε παράδοξος κι αν φαίνεται ο τρόπος ούτος, είναι ο μόνος παρουσιάζων πιθανότητας επιτυχίας διότι είναι ο μόνος επιτρέπων την πλεονεκτικήν χρησιμοποίησιν του καλύτερού του πυροβολικού. Όπως συχνότατα συμβαίνει εις τον πόλεμον, η θαραλλέα αυτή λύσις είναι και η φρονιμοτέρα, διότι η έντασις του πυρός είναι πραγματική προστασία. Δια ταύτης παύει το εχθρικόν πυρ, ενώ ο θώραξ εν μέρει μόνον μας προφυλάσσει, αφού δεν είναι δυνατόν να υπάρχη παντού. Προφανώς η υπεροχή του πυροβολικού του Αβέρωφ δεν θα θέσει στιγμιαίως εκτός μάχης τα πυροβόλα του Τουρκικού, από σχετικώς όμως μικράς αποστάσεως τα πλείστα των βλημάτων του θα είναι επιτυχή και θα παραγάγουν το αποτέλεσμα δρακός άμμου ήν δέχεται είς εις το πρόσωπον. Οι Τούρκοι σκοπευταί θα εκθαμβωθώσι και η βολή των θα γίνει αβεβαία, πριν ή προφθάσουν να αναλάβουν την ψυχραιμίαν των, το πυρ θα έχει επιτελέσει το έργον του. Ούτω η υπεροχή του πυρός θα γίνεται έτι μάλλον και μάλλον καταφανής δια να επιφέρη την ολοτε λή διακοπήν του εχθρικού πυρός… Δια την ειδικήν περίπτωσιν του Αβέρωφ, υπάρχει εις επιπλέον σοβαρός λόγος εκλογής μικρών αποστάσεων, ο οπλισμός του δια πυροβόλων των 19 εκατοστών άτινα μόνον από μικράς αποστάσεως δύνανται να έχωσι αποτελεσματική βολήν κατά πλοίου ισχυρώς τεθωρακισμένου.» (Τσουκαλάς, Π., Μαθήματα Ναυτικής Τακτικής (Σχολή Ναυτικών Δοκίμων: Πειραιάς, 1910-1911), σελ. 128-129). Ολοκληρώνοντας την επιχειρηματολογία του υπέρ μιας εξαιρετικά επιθετικής χρήσης του πυροβολικού του Αβέρωφ ο Τσουκαλάς προέτρεψε εμφαντικά τον μέλλοντα ηγέτη του Πολεμικού Ναυτικού με τα ακόλουθα λόγια «Ας σημειώσωμεν επίσης ότι η εμφάνιση ναυτικής τινός προσωπικότητας εσημειώθη πάντοτε από τις σμικρότερες των αποστάσεων. Ο λόγος είναι απλούς. Ο επιθυμών να κερδίσει ριψοκινδυνεύει (Ο.π., σελ. 129).
Ο Αβέρωφ – στην άκρη δεξιά – μαζί με άλλα πλοία του Στόλου, στο Φάληρο κατά τη διάρκεια κάποιας Ναυτικής Εβδομάδας. Η φωτογραφία έχει τραβηχτεί από το Ναυτικό Όμιλο, στην Καστέλα του Πειραιά. Η έλλειψη στέμματος στη σημαία σημαίνει ότι η φωτογράφηση έγινε πριν το 1935.
(Φωτογραφικό αρχείο Θ/Κ Αβέρωφ).
Πιθανότατα επηρεασμένος από την επιχειρηματολογία του Τσουκαλά ο Κουντουριώτης, που είχε άλλωστε διατελέσει διοικητής της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, λίγους μόλις μήνες πριν την έκδοση του εγχειριδίου του Τσουκαλά (Μεζιβίρης, Γ., Τέσσαρες Δεκαετηρίδες εις την Υπηρεσία του Βασιλικού Ναυτικού, (Αθήνα, 1971), σελ. 4), την ακολούθησε πιστά στην ναυμαχία της Έλλης αποσπώντας τον Αβέρωφ από τον υπόλοιπο ελληνικό στόλο και καταδιώκοντας μόνος του τον αντίπαλο στόλο από εξαιρετικά μικρές αποστάσεις, μέχρι τον επανάπλου του τελευταίου πίσω από τα Στενά, στο ασφαλές ορμητήριο του Ναγαρά. Ο εξαιρετικά ριψοκίνδυνος χαρακτήρας της καταδίωξης του τουρκικού στόλου από τον Αβέρωφ στη ναυμαχία αυτή και η σχετική αντίδραση που γεννήθηκε στην Αθήνα, οδήγησε τον Κουντουριώτη στο να χειριστεί συντηρητικότερα τον Αβέρωφ κατά τη ναυμαχία της Λήμνου, τηρώντας μεγάλες σχετικά αποστάσεις από τον αντίπαλο. Και στη δεύτερη ναυμαχία η ελληνική ναυαρχίδα εξανάγκασε τον τουρκικό στόλο να υποχωρήσει με μεγάλες ζημιές, εκτελώντας μαιάνδρους εκατέρωθεν της τουρκικής γραμμής ούτως ώστε οι πύργοι και των δύο πλευρών του να έχουν τομέα βολής. Η έκταση όμως των ζημιών που προκάλεσε στον αντίπαλο, στη ναυμαχία της Λήμνου, δεν πήρε ολοκληρωτικές διαστάσεις λόγω της μειωμένης ρηκτικής ικανότητας των βλημάτων του Αβέρωφ, απόρροια της μεγάλης απόστασης που το χώριζε από τα αντίπαλα πλοία(Υπάρχει μία εξαιρετικά πλούσια βιβλιογραφία σχετικά με την εξέλιξη των δύο ναυμαχιών. Δείτε, μεταξύ άλλων, Σκριπ, Ο Ναυτικός Πόλεμος του 1912-1913, σελ. 242-260, 289-307 & Θεοφανίδης, Ιστορία του Ελληνικού Ναυτικού 1909-1913, σελ. 150-160, 180-196. Τσουκαλάς, Μαθήματα Ναυτικής Τακτικής, σελ. 127. Σταθάκης, Θ/Κ “Γ.ΑΒΕΡΩΦ”, σελ. 363).