ΣΟΛΩΜΟΣ Δ.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
(ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β)
Ι. Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει.
Λαλεί πουλί, παίρνει σπειρί, κ' η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε. στα μάτια η μάνα μνέει. Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα, και κλαίει :
"'Ερμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ' έχω 'γω στο χέρι;
Οπού συ μού γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει."
ΙΙ. Ο Απρίλης με τον 'Ερωτα χορεύουν και γελούνε, κι όσ' άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ' άρματα σε κλειούνε
Και μές τη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι, Κι' ολόλευκο εσύσμιξε με τ' ουρανού τα κάλλη.
Και μες της λίμνης τα νερά, οπ' έφθασε μ' ασπούδα .'Επαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα, Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο.
Το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκειά κ' εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι' όνειρο στην ομορφιά και χάρη, Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι .
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει :
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.