Στις 21 Ιανουαρίου 1924 ο Λένιν σβήνει σε ηλικία 54 ετών.
Σαν σήμερα ο Βλαντίμιρ Ίλιτς Ουλιάνοφ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα του Λένιν, φεύγει από τη ζωή αφήνοντας πίσω του το δημιούργημά του, την Σοβιετική Ένωση, στα χέρια του Στάλιν.
Λέγεται ότι ο Βλαντίμιρ επέλεξε το όνομα Λένιν, για να παρουσιάσει την αντίθεσή του με τον πατριάρχη του ρωσικού μαρξισμού, Γκεόργκι Πλεχάνοφ, που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Βόλγκιν, παρμένο από τον ποταμό Βόλγα. Έτσι, ο Ουλιάνοφ επέλεξε τον ποταμό Λένα, ο οποίος είναι μακρύτερος και ρέει στην αντίθετη κατεύθυνση, μιας και διαφωνούσαν σε ορισμένα θέματα, κυρίως οικονομικής φύσης.
Υπάρχουν, βέβαια, διάφορες άλλες θεωρίες για την προέλευση του ψευδωνύμου, αν και ο ίδιος δεν φαίνεται να δήλωσε ποτέ ακριβώς γιατί το επέλεξε.
Ο Λένιν γεννήθηκε στις 10 Απριλίου του 1870 στο Σιμπίρσκ (νυν Ουλιάνοφσκ), μία πόλη 893 χιλιόμετρα ανατολικά της Μόσχας. Ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά μιας οικογένειας. Υπήρξε ο δημιουργός και ο πρώτος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς και ο ιδρυτής της Γ’ Διεθνούς (γνωστή και ως Κόμιντερν), η οποία συσπείρωνε τα κομμουνιστικά κόμματα, που ακολουθούσαν τις πολιτικές υποθήκες του.
Όταν πέθανε, η Αγία Πετρούπολη μετονομάστηκε σε Λένινγκραντ προς τιμήν του.
Τον επικήδειό του θα εκφωνήσει ο Ιωσήφ Στάλιν. Εκείνος είχε γεννηθεί στις 22 Απρίλη του 1870.
Όσον αφορά στα αίτια του θανάτου του, έχουν ειπωθεί πολλά. Πιθανότατα πέθανε έπειτα από μια σειρά εγκεφαλικών επεισοδίων λόγω κληρονομικής προδιάθεσης για αρτηριοσκλήρυνση, ή λόγω αφροδισιακού νοσήματος, ή μπορεί ακόμα και να
δηλητηριάστηκε από τον Στάλιν. Τα αποτελέσματα της έρευνας που έγινε στον εγκέφαλό του δεν έχουν δημοσιοποιηθεί μέχρι σήμερα.
Αλήθειες…
Δεν ήταν ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι που εκθρόνισαν τον Τσάρο Νικόλαο. Ήταν ο μετριοπαθής σοσιαλιστής, Α. Φ. Κερένσκυ, ο οποίος στη συνέχεια ως Πρωθυπουργός ανατράπηκε από τους Μπολσεβίκους.
Ο Λένιν έφτασε στη Μόσχα για να ανατρέψει τον Κερένσκυ και να αποσύρει τη Ρωσία από τον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας.
Πού βρήκε τα χρήματα για να κάνει την επανάσταση; Μα, φυσικά από τους Γερμανούς. Μάλιστα, ο εγκέφαλος του γερμανικού μιλιταρισμού, Λούντεντορφ, ο οποίος ευνόησε την οικονομική ενίσχυση προς τον Λένιν και βοήθησε τη μετάβασή του στη Ρωσία από την Ελβετία που διέμενε μέσω Γερμανίας, δήλωνε μερικά χρόνια αργότερα, το 1937, ότι τότε δεν διέκρινε καμία πολιτική διαφορά ανάμεσα στον Κάιζερ και τον Λένιν!
Σύμφωνα με τα απόρρητα στοιχεία που διέρρευσαν σχετικά πρόσφατα, ο Λένιν είχε χρηματοδοτηθεί με πάνω από 26 εκατομμύρια μάρκα (καθώς και με όπλα και τεχνική βοήθεια) πριν την οκτωβριανή επανάσταση από τον Κάιζερ (ο τελευταίος Αυτοκράτορας της Γερμανίας 1888-1918), προκειμένου να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του και να αποτραβήξει τη Ρωσία από τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι μετά την Οκτωβριανή επανάσταση ο Λένιν έδωσε στη γερμανική αυτοκρατορία μεγάλα τμήματα πλούσιων γεωργικών εκτάσεων της Δυτικής Ρωσίας (Spiegel).
Ο Λένιν δέχθηκε τη γερμανική βοήθεια αρκεί να «τηρούντο τα προσχήματα». Έτσι, ταξίδεψε κρυφά στη Ρωσία μέσα σε ένα σφραγισμένο βαγόνι τραίνου και μεταφέροντας τεράστια οικονομική βοήθεια.
Ωστόσο, το μυστικό διέρρευσε και πρώτοι οι μη μπολσεβίκοι Ρώσοι εξόριστοι χαρακτήρισαν τον Λένιν «κατάσκοπο των Γερμανών», ενώ η εφημερίδα του δημοκρατικού κόμματος, των «Καντέ», αναφερόμενη στον μπολσεβίκο ηγέτη, δήλωνε σε ένα πρωτοσέλιδό της εκείνων των ημερών ότι «ο δρόμος για την κατάκτηση της καρδιάς του λαού δεν περνάει σε καμία περίπτωση από τη Γερμανία».
Μόλις γνωστοποιήθηκε η άφιξή του στη Ρωσία, το σύνθημα «Κάτω ο Λένιν! Να γυρίσει στη Γερμανία» διαδόθηκε ευρύτατα ακόμη και στα εργοστάσια και τους στρατώνες. Ακόμη και η ναυτική φρουρά που τον είχε ζητωκραυγάσει στο σταθμό της Φινλανδίας με ανακοίνωσή της εξέφρασε τη λύπη της για τα «ζήτω» της και του ζητούσε να επιστρέψει στη Γερμανία.
Όμως ο κύβος είχε πια ριφθεί. Σε όλη τη διαδρομή ο Λένιν είχε την εντύπωση ότι η προσπάθειά του θα αποτύγχανε και ότι όλοι θα κατέληγαν στη φυλακή. Μόνο όταν έφθασε στην Αγία Πετρούπολη και αντίκρισε την πλήρη διάλυση του κρατικού μηχανισμού και την ανικανότητα του πρωθυπουργού Κερένσκυ άρχισε πάλι να ελπίζει.
Η Συνθήκη αποδεικνύει τη σχέση Λένιν – Κάιζερ
Σίγουρα πρόκειται για έναν από τους επιδραστικότερους πολιτικούς ηγέτες στην ιστορία. Έχουν γραφεί πολλά για το πώς ανέλαβε την εξουσία και πώς κατάφερε να δημιουργήσει τη Σοβιετική Ένωση. Όμως, υπάρχουν και κάποια γεγονότα που η κομμουνιστική προπαγάνδα επιδιώκει να μην πολυσυζητούνται. Όπως για παράδειγμα η Συνθήκη του Μπρεστ–Λιτόφσκ στις 3 Μαρτίου του 1918 στην ομώνυμη πόλη της Λευκορωσίας μεταξύ της Μπολσεβικικής Ρωσίας (Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία) και των Κεντρικών δυνάμεων κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Συνθήκη για την οποία δεν πρέπει να είναι υπερήφανοι οι μπολσεβίκοι καθώς υπήρξε ιδιαίτερα επώδυνη για τη Ρωσία, την άλλοτε τσαρική αυτοκρατορία, από την οποία αφαίρεσε περίπου το ένα τέταρτο των εδαφών, μετά του πληθυσμού των και σε ίδιο ποσοστό του συνόλου της βιομηχανίας της, καθώς και το ένα δέκατο του συνόλου των πλουτοπαραγωγικών πηγών, ανθρακωρυχείων κ.λπ. Λόγω δε των εσωτερικών γεγονότων και της ασκούμενης προπαγάνδας ελάχιστη εντύπωση έκανε αυτή στους Ρώσους…
Η συνθήκη αυτή χαρακτηρίστηκε επίσης και ως «συνθήκη άνευ προσαρτήσεων – άνευ αποζημιώσεων». Πίσω από αυτή βρισκόταν η Γερμανία και ο Κάιζερ.
Έτσι, στις 28 Νοεμβρίου του 1917 πρότειναν στους Γερμανούς ανακωχή, η οποία και συνάφθηκε στις 15 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.
Οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη ειρήνης σχεδόν «άνευ όρων» εκ μέρους των Ρώσων άρχισαν στη πόλη Μπρεστ – Λιτόφσκ, πλην όμως ενώ αρχικά τους όρους αυτούς αποδέχθηκαν οι Κεντρικές Δυνάμεις ετέθη όρος της συνομολόγησης εντός 10 ημερών.
Στις εκκλήσεις δε του Ρώσου επιτρόπου επί των εξωτερικών, Λέοντος Τρότσκι, για συντόμευση, λόγω των εσωτερικών προβλημάτων, δεν δόθηκε απάντηση και οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν.
Αυτό υπήρξε επ’ ωφελεία των Κεντρικών Δυνάμεων διότι διέβλεπαν πλέον την πλήρη αδυναμία της ρωσικής άμυνας, προκειμένου έτσι να θέσουν περισσότερους όρους. Οι διαπραγματεύσεις ξανάρχισαν στις 4 Ιανουαρίου του 1918, πλην όμως είχε αρχίσει μια γενικευμένη προέλαση των γερμανικών δυνάμεων σε όλο το μήκος του μετώπου.
Ο Τρότσκι τότε αρνήθηκε να αναγνωρίσει τα νέα κράτη της Βαλτικής, που καταλάμβαναν οι Γερμανοί, απωθώντας συνέχεια τους Ρώσους, μέχρι που ο ίδιος δήλωσε μονομερώς στις 10 Φεβρουαρίου του 1918 ότι ο πόλεμος τελείωσε, χωρίς να έχει συνομολογηθεί κάποια συνθήκη ή άλλη διαβούλευση.
Παρά ταύτα, στις 18 Φεβρουαρίου, οι Γερμανοί αρχίζουν νέες εχθροπραξίες με γενικές εφόδους σε όλο το μέτωπο, όπου κάτω πλέον από την επιμονή και του Λένιν οι διαπραγματεύσεις επαναλήφθηκαν σοβαρότερα όπου και τελικά συνομολογήθηκε η σχετική συνθήκη ειρήνης στις 3 Μαρτίου του 1918.
Στους κόλπους της επαναστατικής κυβέρνησης εμφανίστηκαν τρεις διαφορετικές απόψεις. Η κατ’ αρχάς κυρίαρχη άποψη του μπολσεβίκου Νικολάι Μπουχάριν και των Αριστερών Κομμουνιστών, για συνέχιση του πολέμου και τη μετατροπή του σε επαναστατικό. Ο Μπουχάριν υποστήριζε: «Λέγαμε πάντοτε ότι, αργά ή γρήγορα, η ρωσική επανάσταση θα ερχόταν σε σύγκρουση με το διεθνές κεφάλαιο. Αυτή η στιγμή έφτασε».
Υπήρχε, επίσης, η άποψη «ούτε ειρήνη ούτε πόλεμος» του Τρότσκι, που ήταν κοντύτερα στον Μπουχάριν, και, τέλος, η άποψη του Λένιν για ειρήνη με Γερμανούς και Νεότουρκους, με κάθε τίμημα.
Για τον Λένιν, το σημαντικό ήταν η διατήρηση της κυριαρχίας του «πρωτοπόρου κόμματος» σε μια οποιαδήποτε περιοχή, με οποιοδήποτε κόστος.
Στην άποψη αυτή ανιχνεύεται το πρόπλασμα της απομονωτικής θέσης «σοσιαλισμός σε μια μόνο χώρα», που θα αναδείξει λίγο αργότερα ο Στάλιν.
Ο Λένιν, όμως, ήταν εκείνος που κατάφερε να «περάσει» την άποψή του στην Κεντρική Επιτροπή, παρότι ήταν μειοψηφούσα: από τους 15 παρόντες, οι 7 ψήφισαν υπέρ της άποψής του για ειρήνη με τους όρους των Γερμανών και υπογραφής της συνθήκης, 4 έκαναν αποχή, ενώ 4 ψήφισαν κατά.
Η ομάδα του Τρότσκι με την αποχή της έδωσε τη νίκη στον Λένιν. Οπως δήλωσε ο ίδιος ο Τρότσκι: «Δεν είμαι βέβαιος πως έχει δίκιο ο Λένιν, αλλά δεν θέλω να κάνω κάτι που θα μπορούσε να βλάψει την ενότητα του κόμματος».
Όροι συνθήκης
Με τη Συνθήκη Μπρεστ – Λιτόφσκ καθορίστηκαν αρχικά τα ακόλουθα:
- Παράδοση στις Κεντρικές Δυνάμεις της Καρελίας, της Λιθουανίας και της Πολωνίας.
- Εκκένωση υπό των ρωσικών στρατευμάτων της Λετονίας, της Εσθονίας, της Φινλανδίαςκαι των νήσων Ώλαντ.
- Εκκένωση της Ουκρανίαςκαι αναγνώριση υπό των Ρώσων της πρότερης συνθήκης Κεντρικών Δυνάμεων και Ουκρανίας που είχε συνομολογηθεί, πριν ένα μήνα, με τις Κεντρικές Δυνάμεις (από 9 Φεβρουαρίου του 1918).
- Παράδοση τηςΥπερκαυκασίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
- Κατάπαυση κάθε μπολσεβικικής προπαγάνδας εντός των παραπάνω εδαφών των Κεντρικών Δυνάμεων.
Τα παράλογα εδαφικά κέρδη της Γερμανίας από τη Συνθήκη Μπρεστ – Λιτόφσκ σε έναν πόλεμο που δεν μπορούσε να κερδηθεί στο πεδίο των μαχών αποτελούν ένα από τα ισχυρότερα ιστορικά επιχειρήματα ότι η χρηματοδότηση του ασήμαντου ως τότε κόμματος των Μπολσεβίκων και ο ύποπτος ρόλος του Λένιν αποτελούσε στρατηγικό σχέδιο της Γερμανίας.
Μετατρέποντας μερικές λαϊκές διαδηλώσεις σε ολοκληρωτικό εμφύλιο δημιούργησαν τον αντιπερισπασμό που χρειάζονταν για να καμφθεί η Ρωσική προέλαση. Ενώ εγκαθιδρύοντας έναν Γερμανό «πράκτορα» στην εξουσία της Ρωσίας που θα αποδέχονταν οτιδήποτε του ζητούσαν, η Γερμανία αποκτούσε πια τον έλεγχο της Ανατολικής Ευρώπης και των πετρελαίων της Μαύρης θάλασσας.
Συνέχεια αυτής της συνθήκης συνομολογήθηκε τον Αύγουστο του 1918 άλλη συνθήκη δια της οποίας υποχρεώθηκε η Ρωσία να καταβάλει στη Γερμανία έξι δισεκατομμύρια χρυσά μάρκα.
Στη συνομολόγηση της συνθήκης, που συντάχθηκε σε πέντε γλώσσες (κατά σειρά: γερμανικά, ουγγρικά, βουλγαρικά, τουρκικά και ρωσικά), έλαβαν μέρος εκ μέρους των Κεντρικών Δυνάμεων εκπρόσωποι της Γερμανικής, της Αυστροουγγρικής, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Βουλγαρίας, μεταξύ των οποίων ο Γερμανός στρατηγός, Μαξ Χόφμαν, ο Ταλαάτ πασάς, ο Πρίγκιπας Λεοπόλδος της Βαυαρίας κ.ά. και εκ μέρους της Ρωσίας μια ολιγομελής ομάδα Μπολσεβίκων.
Η Συνθήκη αυτή δημιούργησε πολύ μεγάλο πρόβλημα στις Δυνάμεις της Αντάντ, δεδομένου ότι μετά τη συνομολόγηση αυτή οι Γερμανοί έστρεψαν τις δυνάμεις τους στο δυτικό μέτωπο εκμηδενίζοντας ακόμα και τις συμμαχικές δυνάμεις που έμεναν στη Βαλκανική σχεδόν απομονωμένες. Μετά την ήττα τους στον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, κατά τη διαπραγμάτευση της συνθήκης των Βερσαλλιών, οι Γερμανοί προσπάθησαν να διαμαρτυρηθούν ότι οι όροι που τους επέβαλαν ήταν υπερβολικά σκληροί, αλλά οι Γάλλοι διπλωμάτες τους θύμισαν ότι ήταν πολύ πιο γενναιόδωροι από τους ιδιαίτερα απεχθείς όρους που είχαν επιβάλει στους Ρώσους με τη Συνθήκη Μπρεστ – Λιτόφσκ.
Ο Πόντος στους Οθωμανούς
Αυτή η ημερομηνία, δηλαδή η 3η Μαρτίου του 1918 ήταν παράλληλα η απαρχή για το τέλος του ελληνισμού του Πόντου, που έχασε το τελευταίο του προπύργιο στην πάτρια γη. Μαζί με τα ρωσικά στρατεύματα, από τις πατρογονικές εστίες έφυγαν δεκάδες χιλιάδες Έλληνες, συμπληρώνοντας τον ήδη μεγάλο αριθμό προσφύγων στον Καύκασο και τα βόρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας.
Η προσπάθεια της ποντιακής ηγεσίας εκείνης της εποχής να φέρει πίσω τον ελληνικό πληθυσμό είχε πρόσκαιρη και μερική επιτυχία.
Το 1919, μετά την προέλαση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, 100.000 Πόντιοι γύρισαν στα σπίτια τους. Ο πατριωτισμός τους, όμως, έστειλε πολλούς από αυτούς στο θάνατο από τα χέρια των κεμαλιστών.
Αργότερα, το 1923, μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης, ο εναπομείνας ελληνικός πληθυσμός του Πόντου αναγκάστηκε για πολλοστή φορά να πάρει το δρόμο της προσφυγιάς και να εγκατασταθεί στην Ελλάδα.
Με τη Συμφωνία του Μπρεστ Λιτόφσκ, η Ρωσία έχασε το ένα τέταρτο των εδαφών της (δύο εκατομμύρια τετρ. χλμ.), το ένα τρίτο των καλλιεργειών της, τις 9.000 από τις 16.000 βιομηχανικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και το 75% των ανθρακωρυχείων.
Στους Γερμανούς παραδόθηκαν 56 εκατομμύρια υπήκοοι της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή το 26% του πληθυσμού, το 33% των βιομηχανιών, το 73% της παραγωγής του σιδήρου και το 89% της παραγωγής του άνθρακα.
Απώλεσε, επίσης, χίλια εργοστάσια κατασκευής μηχανών και 900 υφαντουργεία.
Τα Σοβιέτ, που παρέμειναν στις περιοχές που παρέδωσε ο Λένιν στους Γερμανούς, κατακρεουργήθηκαν, ενώ αναπτύχθηκαν νέα σημαντικά κινήματα αντίστασης, όπως το αγροτικό αναρχικό κίνημα του Νέστορα Μάχνο στη νοτιοανατολική Ουκρανία, που υποστηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό και από τους Έλληνες της Μαριούπολης.
Πηγή: newsbreak.gr