Η σημαντικότερη μάχη ανταρτών και χωροφυλακής στο Άγιο Όρος, ήταν αυτή που διεξήχθη την αυγή της 16/10/1948 από 400 περίπου ένοπλους αντάρτες που ήταν τμήμα της VI Μεραρχίας του ΔΣΕ .
Η δύναμη αυτή είχε στις τάξεις της και γυναίκες και η επιχείρηση έγινε με αντικειμενικό στόχο την προμήθεια τροφίμων και την στρατολόγηση κατοίκων της Χαλκιδικής που είχαν καταφύγει στο Άγιο Όρος. Μετά το πέρας της επιχείρησης η δύναμη αυτή θα κατέληγε στον Κάκαβο που στρατοπέδευε και η υπόλοιπη VI Μεραρχία.
Διοικητής των ανταρτών ήταν ο Π. Ερυθριάδης και η επίθεση είχε δύο στόχους.
1ον Το Διοικητήριο όπου ήταν ο Διοικητής Αγίου Όρους Π. Παναγιωτάκος και 4 άνδρες η οποία και αποκρούστηκε μετά από 8ωρη μάχη και με απώλειες για τους επιτεθέντες. Το κτίριο έπαθε μεγάλες ζημιές και καήκε μεγάλο μέρος από το αρχείο της Διοικήσεως.
2ον Το κτίριο που στεγαζόταν η δύναμη της Χωροφυλακής που και αυτή απέτυχε.
Οι απώλειες των χωροφυλάκων ήταν ένας τραυματίας και των ανταρτών 2 νεκροί και 5 τραυματίες. Τραυματίστηκε και ο Παπαγεωργίου.
Πήραν από τις Καρυές τρόφιμα, ιματισμό και χρήματα. Παρόμοιες λεηλασίες έκαναν και στην Ι. Μ. Ιβήρων και Βατοπεδίου, προέβησαν δε σε εκτεταμένη στρατολόγηση.
Οι αντάρτες με τα εφόδια που φορτώθηκαν σε 80 υποζύγια αποχώρησαν στις 17/10/1948.
Επισημάνθηκαν από την πολεμική αεροπορία και στην πορεία των ανδρών του ΔΣΕ επί δύο ημέρες από τις Καρυές μέχρι τον Κάκαβο η Αεροπορία έκανε συνεχείς επιθέσεις, ταυτόχρονα τους βομβάρδισαν πολεμικά πλοία με συνέπεια να υποστούν σοβαρές απώλειες και να χάσουν το μεγαλύτερο μέρος των εφοδίων που είχαν συναποκομίσει.
Για την υπόθεση αυτή ο Πατέρας Γαβριήλ ο Διονυσιάτης έχει γράψει:
«Οκτώβριος 1948. Ο συμμοριτοπόλεμος εμαίνετο καθ όλην την χώραν, και ιδία εις τας βορείους επαρχίας όπου ήτο ευκολότερος ο ανεφοδιασμός των συμμοριτών από τας γειτονικάς κομμουνιστικάς χώρας. Εις την Χαλκιδικήν λόγω της ορεινότητας και της εύκολου εξοικονομίσεως τροφίμων εκ των χωριών, ευρίσκοντο 3 με 4 συμμορίαι, των οποίων σκοπός να έχουν υπερφαλαγγισμένην την Θεσσαλονίκην, να ενεργούν μέχρι των προθύρων αυτής δολιοφθοράς και να στρατολογούν εκουσίως και ακουσίως.
«Ο πληθυσμός αυτής εθνικόφρων κατά τα 9/10, ίνα αποφύγει τας στρατολογίας, τας διώξεις και τας εξοντώσεις εκ μέρους των συμμοριτών, μετώκησεν εις τα μεγαλύτερα κέντρα, οι γεωργοί προς την Κασσάνδραν, πεδινήν ως επί το πολύ και ήδη με την τομήν του ισθμού εις την Ποτίδαίαν νήσον γενομένην και ευκόλως φρουρουμένην, οι αστοί και βιοτέχναι διέρρευσαν προς Θεσσαλονίκην, Πολύγυρον και Αρναίαν, οι δε εργάται και υλοτόμοι προς το Άγιον Όρος, όπου προ διετίας είχον εισρρεύσει και οι κτηνοτρόφοι με τας αγέλας και τα ποίμνιά των.
«Ούτω ο πληθυσμός τετραπλασιάσθη, των 2/3 αυτού αποτελουμένων προσφύγων χωρικών της Χαλκιδικής, και τούτων όλων ακμαίων ανδρών ειθισμένων εις την υπαίθριον ζωήν και τας ορειβασίας.
«Τούτο έχουσα υπ όψιν η ηγεσία του συμμοριτισμού, ενήργησεν δύο τρεις κρούσεις εις Δάφνην, Εσφιγμένου και τινα ακραία σημεία τα προς τον ισθμόν του Ξέρξου.
«Δυστυχώς δια λόγους αγνώστους προς ημάς, το Κράτος δεν έλαβεν τα κατάλληλα μέτρα, ούτε καν προς οχύρωσιν του προρρηθέντος Ισθμού αρκεσθέν εις εγκατάστσιν εκείσε ενός φυλακίου χωροφυλάκων.
«Η Ιερά Κοινότης και δι εγγράφων της και δι αποστολής εις Αθήνας και Θεσσαλονίκην ειδικών επιτροπών, εν συντονισμώ και με τας γειτονικάς Κοινότητας, εζήτησεν επιμόνως την οχύρωσιν και στρατιωτικήν επάνδρωσιν του Ισθμού και την σύστασιν περιοδεύοντος παρ αυτόν Σώματος οπλιτών, αλλά δεν εγένετο τίποτα.
«Κατά τον Σεπτέμβριον ήτο πρόδηλον, ότι επρόκειτο εξόρμησις των συμμοριτών προς τας Χερσονήσους, καθ ότι το τοπικόν αρχηγείον των μετεφέρθη νοτιότερον και είχον παρατηρηθεί και διελεύσεις εκ των περιφερειών Λαγκαδά και Νιγρίτας προς Χαλνιδικήν.
«Και πάλιν η Ιερά Κοινότης ετόνισεν τον κίνδυνον και εζήτησεν ειδικώς ενίσχυσιν της Χωροφυλακής του Όρους και δια Στρατού, αλλ εις μάτην και πάλιν. Και ούτω περί τα μέσα Οκτωβρίου σχηματισμός εξ εκατόν περίππου συμμοριτών και συμμοριτισών εισέβαλον δια του Ισθμού νύκτωρ εις το Άγιον Όρος και έφτασεν εις την Πρωτεύουσαν αυτού Καρυάς χωρίς να γίνει αντιληπτός.
«Ευτυχώς ότι τον αντελήφθησαν μερικοί μοναχοί εκ των ακραίων Κελλίων εν Καρυαίς και έτρεξαν και ειδοποίησαν την Υποδιοίκησιν Χωροφυλακής και επρόλαβεν αυτή να λάβη τα αμυντικά μέτρα της και να μη καταληφθή εξ απίνης.
«Τούτο απέτρεψεν τα σχέδια των συμμοριτών, και ότε περί τα ξημερώματα επετέθησαν κατά των κτιρίων της Χωροφυλακής και Διοικήσεως, ευρέθησαν αντιμέτωποι των γρηγορούντων ανδρών.
«Επηκολούθησεν ολοήμερος μάχη υπό ραγδαίαν βροχήν, καθ ήν εφονεύθησαν τρεις συμμορίται και εκ των χωροφυλάκων ουδείς.
«Την επομένην οι εκ των συμμοριτών άνδρες επεδόθησαν εις την λεηλασίαν των Κελλίων και καταστημάτων, αι δε γυναίκες προς εμπαιγμόν και βεβήλωσιν των ιερών παραδόσεων και τυπικών, εχόρευον υπό την αψίδα του Κωδωνοστασίου του Πρωτάτου, και με Καυκασιακήν προφοράν των έλεγον εις ενίους Πατέρας διερχομένους εκείθεν: «ας κάνη το θάμα της η Παναγία σας εις εμάς τα κοράσια».
«Και τότε μεν εμακροθύμησεν η Παντάνασσα και δεν ετιμώρησεν τους υβριστάς της, αλλ έκτοτε δεν είδαν κατά το λεγόμενον «άσπρη μέρα». Τους βρήκε, μετ ολίγον η καταστροφή της Φλωρίνης με 1.200 νεκρούς, αιχμαλώτους και τραυματίας, και εντός έτους δεν έμεινεν τίποτε από το ανόσιον έργον τους.
«Ο ηρωικός στρατός μας με την βοήθειαν του Θεού και της Παναγίας τους συνέτριβε πραγματικώς, όπου τους συνήντα, και τον Αύγουστον του επωμένου έτους τους εξώντωσε κυριολέκτηκώς εκεί εις τα ληστρικά των ερείσματα του Γράμμου και του Βίτσι και δεν απέμεινεν πλέον εις την Ελλάδα μας παρά μόνον τα ερείπια, που δημιούργησεν ο Θεοκατάρατος Κομμουνισμός, η φρίκη εκ της αναμνήσεως του ελλεεινού συμμορίτου και η αιώνια κατάρα του λαού μας επί τας κεφαλάς εκείνων, που αρνηθέντες την πίστην και την πατρίδα των εξυπηρέτουσαν τα Σλαυικά συμφέροντα.
«Προς το εσπέρας ανεχώρησαν μετά φοβεράν λεηλασίαν των Καρυών, διέρρηξαν τα Kαταστήματα και όσα μεν πράγματα ήθελον, τα εφόρτωσαν εις διαρπαγέντα εκ των μονών και ιδιωτών ζώα, τα δε άλλα, ρύζια, ζυμαρικά κλπ τα πετούσαν εις τις λάσπες του δρόμου, μόνον και μόνον, ίνα κάμουν ζημίαν. Το χείριστον δε και χαρακτηριστικόν δια την θηριωδίαν των, κατά την λεηλασίαν των Κελλίων, ότι εύρισκον ιερά σκεύη, Ευαγγέλια, Επάργυρωμένας θήκας Αγίων λειψάνων κλπ τα έρριπταν φύρδην μίγδην και μετ άλλων χυδαίων αντικειμένων εις σάκκους και τα συναπεκόμιζαν προς εκποίησιν, αλλά δεν επρόφθασαν, τα περισσότερα ευρέθησαν εις τα Κρούσια, όταν εξεδιώχθησαν κακώς και εκείθεν. Φεύγοντας εξ Αγίου όρους έλαβον βιαίως μεθ εαυτών εκατόν και πλέον ανθρώπους, ποιμένας, εργάτας, υλοτόμους, και περί τα εκατόν πεντήκοντα ζώα, φορτωμένα τα κλεπτολάφυρα των και τους τραυματίας των.
«Και όλη αυτή η θρλιβερά φάλαγξ διήλθεν ανενόχλητος το στενόν του Ξέρξη, καίτοι υπήρχον δύο ακταιωροί εκατέρωθεν και εντός ολίγου είχε φθάσει και το αντιτορπιλικών «Δόξα», αλλά έμειναν αδρανή, ίνα μη φονευσωσιν το πλήθος των αθώων απαχθέντων.
«Η Βέβηλος αυτή εισβολή και λεηλασία του αγίου Όρους, το οποίον εσεβάσθησαν αλλοεθνείς και αλλόπιστοι, θα μείνη ως θλιβερά και απαισίας μορφής ανάμνησις, ότι ευρέθησαν Έλληνες και Ελληνίδες, έστω κατ όνομα, να καταπατήσουν εν εικοστώ αιώνι τα ιερά θέσμια. Πρεπόντως λοιπόν εγράφει υπό τινος υπό το Κωδωνοστασιον του Πρωτάτου: «Εν τω Αγίω τούτω τόπω εχόρευαν κατά την εισβολήν αι ερινύες του συμμοριτισμού, ήτοι τα βδελύγματα της ερημώσεως».
Πηγή: Αγιορείτικες Μνήμες