Ὁ Παῦλος Μελάς γεννήθηκε στίς 29 Μαρτίου 1870 στήν Μασσαλία τῆς Γαλλίας. Πατέρας τοῦ ἦταν Μιχαήλ Γ. Μελάς (1833-1897) καί μητέρα του ἡ Ἑλένη, τό γένος Βουτσινά, κόρη γνωστοῦ Κεφαλλονίτη ἐμπόρου ἀπό τήν Ὀδησσό.
Ὁ Παῦλος Μελάς κατάγεται ἀπό τή μεγάλη καί ἱστορική οἰκογένεια τῶν Μελάδων τῆς Ἠπείρου, μέ ρίζες πού φθάνουν ὡς τήν Κωνσταντινούπολη (πρίν τήν Αλωση), ἀνάμεσα στίς πιό ἰσχυρές στρατιωτικές καί πολιτικές οἰκογένειες τοῦ Βυζαντίου, τῶν Κεφαλάδων ἤ κατά ἄλλους τῶν Μελανιάδων (λόγω τοῦ χαρακτηριστικοῦ μελαμψοῦ χρώματος τοῦ προσώπου τους), ἐνῶ κατά ἄλλους τῶν Στρατηγόπουλων 1.
Ὁ πατέρας τοῦ Παύλου, στή Μασσαλία, ἀσχολήθηκε μέ τό ἐμπόριο καί ἀπόκτησε σημαντική περιουσία μεγάλο μέρος τῆς ὁποίας, σύμφωνα μέ τήν παράδοση τῆς οἰκογένειάς του, διέθεσε γιά ἐθνικούς καί γιά κοινωνικούς σκοπούς. Δραστήρια κοινωνικά καί ἐθνικά ἦταν καί ἡ μητέρα τοῦ Παύλου.
Τό 1874 ἡ οἰκογένεια Μελά ἔρχεται γιά νά ἐγκατασταθεῖ μόνιμα στήν Ἀθήνα καί κατοικοῦν στό κτίριο τῆς ὁδοῦ Πανεπιστημίου ὅπου βρίσκεται ἡ Ἀθηναϊκή Λέσχη. Ἐκεῖ μεγαλώνει ὁ Παῦλος μέ τά ἕξι ἀδέλφια του, τό ὄμορφο, ψηλό καί μελαχρινό ἀγόρι. Τά καλοκαίρια τούς τά περνοῦν πότε στήν Ὀδησσό καί πότε στό Φάληρο, ἀλλά πιό συχνά στήν Κηφισιά ὅπου ὁ πατέρας τοῦ κτίζει τό ἐξοχικό τους σπίτι. Ἡ μητέρα του, μεριμνᾶ γιά ὅλους καί γιά ὅλα, ἐπιβλέπει καί κατευθύνει τό ὑπηρετικό προσωπικό, ράβει καί πλέκει ἡ ἴδια γιά τά παιδιά της, φροντίζει γιά τούς φτωχούς καί γενικά, προσπαθεῖ νά τούς ἱκανοποιήσει ὅλους. Τά βράδυα μέ τόν σύζυγό της, ὀμορφοντυμένη, παραβρίσκεται στίς χοροεσπερίδες τῆς κοσμικῆς - τότε - Ἀθήνας. Πολλές φορές, μέ ἕνα λαντῶ (ἁμαξίδιο τῆς ἐποχῆς) παίρνει τά παιδιά της νά παίξουν στίς ἐξοχές τῆς Κηφισιᾶς, τοῦ Φαλήρου, τοῦ Ἐλαιώνα ἤ τοῦ Βασιλικοῦ - τότε, Ἐθνικοῦ σήμερα - Κήπου.
"... Τό περιβάλλον τοῦ σπιτοῦ του, ἡ ἐθνική δράσις τοῦ πατέρα του, ἡ παρακολούθηση τῶν ἐθνικῶν ἑορτῶν καί τελετῶν, ἐνασκοῦν τεράστια ψυχολογική ἐπίδραση ἐπ' αὐτοῦ [του νεαροῦ τότε Παύλου]. Τό τυχαῖον ἀντικρυσμα πολλῶν ὅπλων φυλασσομένων κρυφά εἰς τά ὑπόγεια τοῦ σπιτιοῦ του καί προοριζομένων διά τήν Κρήτην, αἵ συζητήσεις περί τῶν ἐθνικῶν θεμάτων πού ἤκουε συχνά εἰς τό σπίτι τοῦ τήν ἐποχήν ἐκείνη, μετά τόν Ρωσσοτουρκικόν Πόλεμον καί τήν Συνθήκη τοῦ Ἁγίου Στεφάνου (1878), τοῦ ἐπροξένησαν μεγάλη ἐντύπωσιν. Ἔκτοτε ἤδη ὠνειροπόλει νά καταταγῆ εἰς τόν Στρατόν, ὅταν μγαλώσει, ὥστε καί αὐτός νά ἀγωνισθῆ διά τήν ἐπανόρθωσιν τῶν ἀδικιῶν ..." 2.
Μεγαλώνοντας ὁ Παῦλος ἀρχίζει νά ξεχωρίζει ἀπό τά ὑπόλοιπα ἀδέρφια του γιά τήν προθυμία του, τήν ὑποχωρητικότητά του καί κυρίως γιά τήν καλοσύνη του καί τό ἐνδιαφέρον του πρός τά μικρότερα παιδιά ἤ τά ζῶα καί γενικότερά τους ἀδυνάτους. Στό σχολεῖο ὑποστηρίζει τά μικρότερα καί τ' ἀδύνατα παιδιά ὅταν τά ἐνοχλοῦσαν τά μεγαλύτερα καί ἀργότερα, παλικάρι πιά, φροντίζει μιά ἄρρωστη φτωχή δασκάλα, ἐνῶ συνεισφέρει καί ἐνισχύει πρόθυμα, μυστικά, κάθε ἐθνική καί φιλανθρωπική δράση.
Ὁ Παῦλος Μελάς ἀγαπᾶ μέ πάθος ὁτιδήποτε ἔχει σχέση μέ τήν Ἑλλάδα! Στόν πατέρα τοῦ ὀφείλεταί το ὅτι δέν ξεχνάει τήν γιαννιώτική του καταγωγή καί ὁ μεγάλος πόθος του νά ἐλευθερωθοῦν τά Γιάννενα. Ἀκούει μέ ἔντονο ἐνδιαφέρον τίς ἱστορίες πού τοῦ λέει ὁ πατέρας του γιά τίς οἰκογενειακές περιπέτειες τοῦ 1821 καί ἡ ἀγάπη του γιά τήν πατρίδα γίνετα ὅλο καί πιό δυνατή. Ὁ ἑορτασμός τῆς 25ης Μαρτίου γιά τόν Παῦλο εἶναι μεγάλη ἡμέρα καί συμμετέχει μέ ἰδιαίτερη χαρά καί συγκίνηση.
Αὐτή ἡ ἐποχή, πού μεγαλώνει ὁ Παῦλος, εἶναι μιά ἐποχή ἰδιαίτερης ἀναταραχῆς γιά τά Βαλκάνια καί τούς βαλκανικούς λαούς. Ἀπό τήν Κρήτη μέχρι τήν Βοσνία [ὀφείλουμε νά σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι "Βόσνιοι" ὀνομάζονται οἱ ἐξισλαμισμένοι Σέρβοι!] ἔχουν ξεσηκωθεῖ μέ ἐπαναστάσεις ἐνάντια στόν Τοῦρκο Σουλτάνο καί τήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία. Ἡ Κρήτη, ἡ Θεσσαλία, ἡ Μακεδονία καί ἡ Ἤπειρος βρίσκονται ξεσηκωμένες καί ἐπαναστατικά ἀντάρτικα σώματα ξεπηδοῦν ἀπό παντοῦ ζητώντας ἐλευθερία ἀπό τόν τουρκικό ζυγό καί τήν ἕνωση μέ τήν "Μητέρα Ἑλλάδα". Τά σώματα αὐτά ἐνισχύονται διαρκῶς ἀπό ἐθελοντές, λαϊκοί καί κληρικοί, στρατιωτικοί, χωροφύλακες, φοιτητές, μέχρι παιδιά-μαθητές καί γέροι τρέχουν νά ποσφέρουν βοήθεια στούς ὑπόδουλους ἀδελφούς τους. Ἐθελοντές καί βοήθεια μέ τήν μορφή ἐράνων φθάνουν ἀπό τήν Κύπρο, ἀπό τό ἐξωτερικό, ἀπό παντοῦ! Ταυτόχρονα, μεγάλα συλλαλητήρια ξεσποῦν στήν Ἑλλάδα κι ὁ λαός ἀπαιτεῖ νά κηρύξει ἡ Ἑλλάδα πόλεμο κατά τῆς Τουρκίας στό πλευρό τῆς Ρωσσίας (ἔχει ἤδη ξεσπάσει ὁ Ρωσσοτουρκικός πόλεμος). Καί ἐνῶ ξεκινάει ἡ ἐπιστράτευση, ὁ Ρωσσοτουρκικός πόλεμος τελειώνει καί ὑπογράφεται ἀνακωχή μεταξύ Ρωσίας καί Τουρκίας (1878). Ὁ Ἑλληνικός Στρατός τελικά βρίσκεται συγκεντρωμένος στή Λαμία, χωρίς νά προλάβει νά πάρει μέρος στόν πόλεμο. Τό ὤφελος τῆς Ἑλλάδας ἀπό αὐτά τά γεγονότα ἦταν νά ἐπιτύχει ἀμνηστία γιά τούς ἀγωνιστές- ἐπαναστάτες τῆς Κρήτης, Θεσσαλίας, Ἠπείρου καί Μακεδονίας καί τήν ἀποστολή Χριστιανοῦ Διοικητῆ στήν Κρήτη, καί κάποιες ἀόριστες ὑποσχέσεις γιά τό μέλλον...
Ὁ ὀκτάχρονος - τότε - Παῦλος Μελάς πολύ λίγα καταλαβαίνει ἀπό τά γεγονότα αὐτά, ζεῖ ὅμως μέσα σ' αὐτή τήν ἀτμόσφαιρα κι ἀνυπομονεῖ νά μεγαλώσει γιά νά πολεμήσει κι αὐτός. Κάποτε, ψάχνοντας νά βρεῖ τόν πατέρα του, κατέβηκε στό ὑπόγειο τοῦ σπιτιοῦ τους καί μέ ἔκπληξή του ἀντικρυσε ξύλινες κάσες γεμάτες μέ ὅπλα. Ὁ μικρός Παῦλος διακατέχεται ἀπό ἔντονη ἐπιθυμία νά τά δεῖ ἀπό κοντά, νά τ' ἀγγίξει. Τό ἴδιο ξαφνιάστηκε καί ὁ πατέρας του πού τόν βρῆκε ἐκεῖ. Τοῦ ἐξήγησε ὅτι αὐτά τά ὅπλα βρισκόταν ἐκεῖ γιά νά συγκεντρωθοῦν καί νά σταλοῦν κρυφά στούς ἐπαναστάτες τῆς Κρήτης καί ὅτι δέν πρέπει νά τό συζητήσει μέ κανέναν αὐτό καί νά τό κρατήσει μυστικό. Κι ὁ μικρός Παῦλος φυλάει γερά το μυστικό βαθιά στήν καρδιά τοῦ ἀλλά τό μυαλό τοῦ γυρίζει διαρκῶς ἐκεῖ, στόν ἀγώνα γιά τήν λευτεριά τῆς πατρίδας.
Τό 1881 ἐλευθερώνονται καί προσαρτοῦνται στό Ἑλληνικό Κράτος ἡ Θεσσαλία καί ἡ Ἄρτα, ἐνῶ τό 1885, σάν τελειόφοιτός του Γυμνασίου, ζεῖ ἔντονά τα γεγονότα τῆς προσάρτησης τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας ἀπό τήν Βουλγαρία καί τήν ἀναταραχή πού τά ἀκολούθησε. Τά πατριωτικά του αἰσθήματα πληγώνονται καί ὑποφέρει σέ μεγάλο βαθμό. Σχεδιάζει νά καταταγεῖ ἐθελοντής στό Στρατό ἤ νά βγεῖ "ἀντάρτης" στά ἑλληνο-τουρκικά σύνορα, νά πολεμήσει, ἀλλά ἕνα σπάσιμο τοῦ ποδιοῦ τοῦ τόν κρατᾶ τελικά καθηλωμένο στήν Ἀθήνα. Τήν ἑπόμενη χρονιά (1886), τοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία νά δώσει ἐξετάσεις γιά τήν εἰσαγωγή του στήν Στρατιωτική Σχολή τῶν Εὐελπίδων (ΣΣΕ).
Ἡ εἰσαγωγή τοῦ Παύλου Μελᾶ στή Σχολή Εὐελπίδων
Ἡ συνειδητή αὐτή ἐπιλογή τοῦ συμφωνεῖ ἀπόλυτα μέ τά εὐγενῆ καί ὑψηλά ἀνθρωπιστικά του αἰσθήματα ἀλλά καί τούς ὑψηλούς καί ἀνιδιοτελεῖς ἐθνικούς του σκοπούς. Ἀπό τίς σημειώσεις στό προσωπικό του ἡμερολόγιο, τρεῖς μέρες πρίν ἀπό τίς εἰσιτήριες ἐξετάσεις στήν ΣΣΕ (Αὔγουστος 1886) διαβάζουμε:" ... Ἐπιλέγων τό στάδιο αὐτό, δέν ὑπήκουσα παρά εἰς μίαν ἰδέαν, νά φανῶ χρήσιμος εἰς τόν πλησίον καί εἰς τόν τόπον μου ... Αὐτή εἶναι ὅλη μου ἡ φιλοδοξία καί, ὅπως κάθε καλός στρατιώτης, θέλω νά ὑπηρετήσω τήν Πατρίδα μου καί δί' αὐτήν νά ἀποθάνω. Καμιά δυσκολία δέν θά μέ σταματήσει ... Δέν θά ὑποχωρήσω ποτέ πρό τῶν ἐμποδίων. Πρός τό παρόν, ἄλλωστε, δέν θά ὑποστῶ εἰς τήν Στρατιωτικήν Σχολήν, παρά πειθαρχίαν, ὀλίγον σκληρᾶν, καί μερικές στερήσεις ..." 3.
Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1886 ὁ Παῦλος γίνεται δεκτός στήν ΣΣΕ καί ἕνα πρωινό του ἰδίου μήνα, μέ ἀναμικτα συναισθήματα χαρᾶς καί λύπης, ἀποχαιρετᾶ τοῦ γονεῖς καί διαβαίνει τήν πύλη τῆς Σχολῆς, πού ἐκείνη τήν ἐποχή στεγάζεται στόν Πειραιά. Ταραγμένος νιώθει ἀκόμη τήν παράξενη συγκίνηση μέ τήν ὁποία, πρίν νά φύγει, εἶχε φιλήσει τό χέρι τῶν γονιῶν του καί στ΄αὐτιά τοῦ ἀντηχοῦν ἡ βραχνή φωνή τοῦ πατέρα του πού τόν συμβουλεύει: "... ὑποταγή στό καθῆκον... 'Ἔτσι θά πάρωμε τά Γιάννενα...", καί ὁ τρυφερός ἀποχαιρετισμός τῆς μητέρας του: "...ὁ Θεός μαζί σου, γιέ μου ...".
Ἀπό τίς πρῶτες κιόλας μέρες τῆς εἰσόδου του στήν ΣΣΕ, ἀναγκάζεται -ὅπως κι οἱ ὑπόλοιποι Εὐέλπιδες- νά προσαρμοστεῖ, τόσο στό πρόγραμμα ὅσο καί στό πνεῦμα τῆς Σχολῆς. Ἡ ζωή τοῦ ἀλλάζει ἀπό τά καθιερωμένα. Τό ντύσιμό του, τώρα, εἶναι τό γαλαζόμαυρο ἀμπέχωνο μέ τίς κίτρινες ἐπωμίδες, τό μακρύ παντελόνι καί τό πηλήκιο τῆς στολῆς. Τό πρωινό ἐγερτήριο εἶναι στίς 4:30 τό πρωί τό καλοκαίρι καί στίς 5 τό πρωί τόν χειμώνα. Μαθήματα, μελέτη, σκληρά γυμνάσια, κρύο φαγητό, μικρή ψυχαγωγία καί σιωπητήριο στίς 9.30 μ.μ. Ἀνάμεσα ὅμως σ΄αὐτά, πού ἀποτελοῦν τό καθημερινό πρόγραμμα τοῦ εὔελπι, ὑπάρχουν καί τά καψόνια ἀπό τούς ἀνωτέρους, πού συχνά του φέρνουν δάκρυα στά μάτια, ὄχι ἀπό τόν πόνο ἀλλά ἀπό τήν προσβολή καί τήν ὀργή πού νιώθει, γιατί δέν μπορεῖ ν΄ἀντιδράσει. Μόνο νά τά ἐγκαταλείψει ὅλα μπορεῖ, ἀλλά δέν τό κάνει, γιατί θά φανεῖ δειλός καί ἄλλωστε μόνος του ἀποφάσισε νά γίνει στρατιωτικός. Καί σφίγγει τά δόντια καί ὑπομένει καί ξαφνικά γίνεται ἄντρας καί μαθαίνει νά ξεπερνᾶ τίς δυσκολίες καί νά ἐπιμένει στό σκοπό του. Δέ λείπουν ἐπίσης καί οἱ ἐπιπλήξεις γιά τά σφάλματα συμπεριφορᾶς καί οἱ ποινές - οἱ καμπάνες - γιά ὅ,τι προβλέπει ἤ καί δέν προβλέπει ὁ κανονισμός. Κρατήσεις, στερήσεις ἐξόδου, φυλακίσεις καί παρουσίαση στό Διοικητή τήν ὥρα τῆς ἀναφορᾶς κρίνονται ἀναγκαία, γιά νά συνηθίσουν τό νέο σ΄ἕναν αὐστηρό καί πειθαρχημένο τρόπο ζωῆς γιατί ἔτσι θά πρέπει νά ζεῖ στό ἑξῆς. Εὐχάριστα διαλείμματα στήν αὐστηρά προγραμματισμένη ζωή τοῦ ἀποτελοῦν οἱ ὀλιγόωρες ἐξόδοι τῆς Κυριακῆς καί ἡ ἄδεια, μιά φορά τό μήνα, μέ ἤ χωρίς διανυκτέρευση.
Στίς ἀρχές Ὀκτωβρίου 1886 ὁρκίζεται πρωτοετής Εὔελπις.
Ἡ ἐπιστολή πού στέλνει στόν πατέρα του, μετά τήν ὁρκωμοσία του, ἀντανακλᾶ ἔντονα τίς ἰδέες καί τά συναισθήματα πού κατακλύζουν τόν νεαρό Εὔελπη, τίς μελλοντικές προσδοκίες καί τά ὄνειρά του, ἀλλά καί τῆς αἴσθησης τῆς εὐθύνης πού ἀναλαμβάνει, παρά τό νεαρόν της ἡλικίας του. Γράφει λοιπόν:" ... Σεβαστέ μου πατέρα ... Προχθές τό πρωί ἔδωσα τόν νενομισμένον ὅρκον ... Σᾶς βεβαιῶ ὅτι ὁρκίσθην ἔχων πλήρη συναίσθησιν τῶν ὑπό τοῦ ὅρκου ἐπιβαλλομένων καθηκόντων, σταθεράν δέν ἀπόφαση νά τά ἐκτελέσω. Διά τοῦτο καί ἐκ βάθους καρδίας ὠρκίσθην ὑπακοήν εἰς τούς νόμους τῆς Πατρίδος, σέβας, πίστιν καί ἀφοσίωσιν εἰς τόν Βασιλέα μου, καί ὅτι θέλω ὑπερασπίσει μέχρι τελευταίας πνοῆς τήν σημαίαν καί τήν Πατρίδαν ... Πρίν τελειώσω τήν ἐπιστολή μου σᾶς παρακαλῶ, Σεβαστέ μου πατέρα, νά μ' εὐχηθεῖτε ὅπως ὁ Θεός μέ βοηθήσει νά τηρήσω ἐντίμως τόν ὅρκον μου, μέχρι τελευταίας στιγμῆς τῆς ζωῆς μου ..." 4.
Μέ ἀγωνία περιμένει τόν Παῦλο ἡ μητέρα του σέ κάθε ἄδειά του κι ἐνῶ τόν περιποιεῖται, προσπαθεῖ μέ τρόπο νά καταλάβει πῶς περνᾶ. Ἀλλά καί ὁ Παῦλος νιώθει μισῆ τή χαρά τῆς ἄδειας, ἄν δέν κατορθώσει νά περάσει κάποια ὥρα τό ἀπόγευμα μέ τόν πατέρα τοῦ συζητώντας μακριά ἀπό τούς ἄλλους γιά τά ὅσα συμβαίνουν γύρω τους. Ἀλληλογραφεῖ συχνά μέ τήν οἰκογένειά του καί ἰδίως μέ τή μητέρα του καί κυρίως, ὅταν γιά κάποια ἀπειθαρχία του, χάνει τήν ἄδειά του.
Καί φθάνει ὁ πέμπτος καί τελευταῖος χρόνος. Καί ὁ Παῦλος, ἀφοῦ μαθαίνει τά ἀποτελέσματα τῶν ἐξετάσεων, σβήνει μέ τό μολύβι τήν τελευταία ἡμέρα στό ἡμερολόγιό του, ἐνῶ ταυτόχρονα περνοῦν ἀπό μπροστά του τά ὅσα πέρασε στά πέντε χρόνια των σπουδῶν του, ποῦ ὅμως δέν θά ἤθελε νά ξαναζήσει, ἔστω καί ἄν τά θυμᾶται μέ ἀγάπη.
Ἡ ἀποφοίτησή του ἀπό τήν ΣΣΕ καί ὁ γάμος του μέ τήν Ναταλία Δραγούμη
Τόν Αὔγουστο τοῦ 1891 καί μετά ἀπό 5ετή φοίτηση στήν ΣΣΕ, ὁ Παῦλος Μελάς ἀποφοίτησε σάν Ἀνθυπολοχαγός τοῦ Πυροβολικοῦ (ΠΒ). Γιά τρεῖς μῆνες ὅμως ὑπηρετεῖ σάν ἁπλός στρατιώτης στήν ἀρχή καί ὡς ὑπαξιωματικός στή συνέχεια, στούς στάβλους καί στούς θαλάμους τοῦ Ἅ' Συντάγματος Πυροβολικοῦ.
Γιά νά διοικήσεις ἀργότερα σωστά, πρέπει νά γνωρίζεις καί σύ ἀλλά καί ὁ τελευταῖος στρατιώτης σου ὅτι εἶσαι ἱκανός γιά ὅλα (νά περιποιεῖσαι τά ἄλογα, νά κοιμᾶσαι σέ σανίδες κ.λ.π.). Καί κάθε μέρα μέ τόν ἴδιο ἐνθουσιασμό κάνει πρωί καί ἀπόγευμα τήν ὑπηρεσία του: γυμνάσια, ἐπιθεώρηση, ἐκπαίδευση ἀνδρῶν, θεωρία, βολή. Τούς ἄνδρες τοῦ τούς γνωρίζει καλά ἕναν-ἕναν, τούς ἀγαπάει. Κι αὐτοί τόν ἐμπιστεύονται, τοῦ φανερώνουν τίς στενοχώριες τους, τίς σκέψεις τους καί τόν ἀποκαλοῦν πατέρα. Καί εἶναι ἀκόμη τόσο νέος καί εἶναι ἡ ἀρχή!
Τό ἴδιο καλοκαίρι τοῦ 1891 πού τελειώνει τή Σχολή, γνωρίζει καί τή Ναταλία Δραγούμη, πού τήν παντρεύεται τόν ἑπόμενο χρόνο, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1892. Εἶναι σέ ἡλικία 22 μόλις χρονῶν. Πεθερός τοῦ εἶναι ὁ Στέφανος Δραγούμης, πού ἀσχολεῖται μέ τήν πολιτική, ἀλλά καί μέ ἀρχαιολογικές καί γλωσσολογικές μελέτες. Ἀδερφός τῆς Ναταλίας εἶναι ὁ Ἴωνας Δραγούμης. Ἡ οἰκογένεια Δραγούμη κατάγεται ἀπό τό Βογατσικό τῆς Μακεδονίας καί εἶναι ἔνθερμοι πατριῶτες, περήφανοι γιά τήν καταγωγή τους. Ὁ γάμος τοῦ αὐτός, μέ τήν Ναταλία, ὑπῆρξε καθοριστικός γιά τόν Παῦλο, τόσο γιά τήν ἀποκρυστάλλωση τῶν πατριωτικῶν του αἰσθημάτων καί πεποιθήσεων πρός τήν Μακεδονία, ὅσο καί γιά τήν μετέπειπα σύντομη ζωή του.
Αὐτό ὁμολογεῖ κι ὁ ἴδιος σέ ἐπιστολή του πού σώζεται πρός τή σύζυγό του, στά ὁποῖα μεταξύ ἄλλων τῆς γράφει: " ... τά πολυάριθμα παραδείγματα πατριωτισμοῦ καί θάρρους φυσικοῦ, ἀλλ' ἰδίως ἠθικοῦ, τά ὁποῖα συνάντησα εἰς τήν ἀγαπητήν, τήν ἁγία σου οἰκογένεια μ' ἐβοήθησαν ..."5.
Ὁ Παῦλος συμφωνεῖ ἀπόλυτα μέ τή γυναίκα του στίς ἰδέες, γιατί ἔχουν ὑποστεῖ καί οἱ δύο τόν ἴδιο τρόπο τῆς πατριαρχικῆς ἀνατροφῆς μέ τά πολλά καί χαρούμενα ἀδέλφια. Ἡ νέα οἰκογένεια τοῦ Παύλου δέν τόν ξεχωρίζει ἀπό τά παιδιά της καί τά ἀδέλφια τῆς γυναίκας τοῦ λατρεύουν αὐτόν τόν ψηλό ἀξιωματικό, τό γλυκομίλητο, μέ τό ὡραῖο πρόσωπο καί τό λιγερό παράστημα καί πού στά μάτια τούς φαντάζει σάν Ἕκτορας ἤ Μάρκος Μπότσαρης ἤ Ἀθανάσιος Διάκος. Καί ἡ ζωή τοῦ κυλᾶ ἤρεμα καί ὄμορφα ἀνάμεσα στήν καθημερινή του ὑπηρεσία στό στρατώνα, στό σπίτι του, στίς ἐκδρομές, στούς χορούς καί στίς συναναστροφές.
Στά μέσα του 1894 γεννιέται τό πρῶτο του παιδί, ὁ Μιχαήλ, πού τόν φωνάζουν χαϊδευτικά Μίκη.
Τή χαρά ὅμως πού νιώθει ἀπό τή γέννηση καί τό μεγάλωμά του γιοῦ του, τοῦ τή μειώνει ἡ γενική κατάσταση τῆς πατρίδας του, πού δέν εἶναι καθόλου ἱκανοποιητική. Ἡ Μακεδονία ὑπονομεύεται ἀπό τή Βουλγαρία, ἡ Κρήτη σιγοβράζει ἐπικίνδυνα κάτω πάλι ἀπό Τοῦρκο ἐπίτροπο, ἡ Κρητική ἐπανάσταση τοῦ 1889 μένει ἀβοήθητη ἀπό τόν Ἑλληνικό Στρατό καί ἡ οἰκονομία τῆς χώρας πηγαίνει ἀπό τό κακό στό χειρότερο. Ὅταν ὅμως τό 1895 μέ ἔξοδα τοῦ ἠπειρώτη Ἀβέρωφ ἀρχίζει νά γίνεται τό Παναθηναϊκό Στάδιο γιά τούς Ὀλυμπιακούς Ἀγῶνες πού θά γίνονταν τό 1896 στήν Ἀθήνα, ὁ ἑλληνισμός γιά λίγο ἀνασαίνει. Κι ὅταν ὁ Μαρουσιώτης Σπύρος Λούης, ἀνάμεσά σε τόσους ξένους ἀθλητές ἔρχεται πρῶτος στό Μαραθώνιο δρόμο, ὁ ἑλληνισμός μεθάει ἀπό τή νίκη καί καμαρώνει ξεχνώντας γιά λίγο τα προβλήματά του!
Τό Μαΐο τοῦ 1896 ξεσπᾶ καινούρια ἐπανάσταση στήν Κρήτη καί ἡ ἀδράνεια τοῦ Ἑλληνικοῦ Στόλου ἐνοχλεῖ καί στενοχωρεῖ τόν Παῦλο, πού μέ τή Χαρτογραφική Ὑπηρεσία τοῦ Στρατοῦ βρίσκεται ἐκείνη τήν ἐποχή στούς Μύλους τοῦ 'Ἀργοῦς. Στά τέλη τοῦ Αὐγούστου 1896, ἡ Τουρκία φοβισμένη ἀπό τή διακοίνωση τῶν Μεγάλων Δυνάμεων γιά τίς σφαγές τῶν Ἀρμενίων στήν Κῶν/πόλη, παραχωρεῖ στήν Κρήτη ἕνα εἶδος αὐτονομίας καί οἱ Κρῆτες ἡσυχάζουν. Ὅταν ὅμως στό τέλος τοῦ Ὀκτωβρίου 1896 δέν ἐφαρμόζεται σωστά ὁ νέος ὀργανισμός, ἀρχίζουν καινούριες ταραχές. Ἡ Κρήτη ξεσηκώνεται καί στίς 25 Ἰανουαρίου 1897 ἡ ἐπαναστατική κυβέρνηση κηρύσσει στή Χαλέπα τήν ἕνωση τῆς Κρήτης μέ τήν Ἑλλάδα. Ἡ συμπαράσταση τότε τοῦ ἑλληνικοῦ στόλου εἶναι ἄμεση καί κατεβαίνει στήν Κρήτη, γιά νά ἐμποδίσει τήν ἀπόβαση τουρκικοῦ στρατοῦ στίς ἀκτές τοῦ νησιοῦ. Ὁ Παῦλος πού τόν ἀπασχολοῦν ἰδιαίτερά τα ἐθνικά θέματα, παρακολουθεῖ μέ ἐνδιαφέρον τά γεγονότα τῆς Κρήτης, ἐνῶ ταυτόχρονα ἀνησυχεῖ πολύ γιά τή Μακεδονία, πού ὑποφέρει καί ἀπό τούς Τούρκους καί ἀπό τούς Βουλγάρους. Ἡ ἵδρυση τῆς Ἐθνικῆς Ἑταιρείας - 12 Νοεμβρίου 1894 - τῆς μυστικῆς δηλαδή ὀργάνωσης - πού ἔχει σάν σκοπό της νά βοηθήσει στήν ἐπίλυση τῶν ἐθνικῶν προβλημάτων μέ τή στρατιωτική προετοιμασία τῆς χώρας καί τήν ἠθική της ἀνύψωση, τόν ἀνακουφίζει καί τόν κάνει νά ἐλπίζει γιά τό καλύτερο.
Τό "βάπτισμα τοῦ πυρός" τοῦ Ἀνθυπολοχαγοῦ (ΠΒ) Παύλου Μελᾶ καί ἡ συμμετοχή του στόν "ἄτυχο" πόλεμο τοῦ 1897
Ὁ Παῦλος ὑπηρετεῖ ὡς ἀρχιφύλακας στό Πανεπιστήμιο, ὅταν τά ξημερώματα τῆς 31ης Ἰανουαρίου τοῦ 1897 διατάσσεται νά ἐπιστρέψει μέ τούς ἄνδρες του στό στρατώνα τοῦ πυροβολικοῦ, γιατί τό μεσημέρι τῆς ἑπόμενης ἡμέρας ἀναχωρεῖ στρατός, γιά νά καταλάβει τήν Κρήτη.
Ἀπογοητευμένος γιατί ἡ δική του μονάδα δέ μετέχει σ΄αὐτή τήν ἐπιχείρηση, ἐπιστρέφει στό σπίτι του καί ἐνημερώνει τούς δικούς του. Καί παρά τήν πίκρα του, παίρνοντας μέρος στή γενική χαρά γράφει στό σημειωματάριό του "...μέ κόπο συγκρατῶ τά δάκρυά μου... Θεέ μου, κάμε νά σωθῆ αὐτός ὁ δυστυχής τόπος... δέν ἔζησα παρά μέ αὐτήν καί δί΄αὐτήν τήν ἰδέαν. Καί σήμερα ἦλθεν ἐπί τέλους ἡ ποθητή στιγμή...".
Στό σιδηροδρομικό σταθμό, ὅπου ὁ Παῦλος κατευοδώνει μιά στρατιωτική φάλαγγα, μαθαίνει μέ χαρά ὅτι ἡ πεδινή πυροβολαρχία τοῦ πρίγκιπα Νικολάου στήν ὁποία ὑπηρετεῖ, διατάσσεται ν΄ἀναχωρήσει τό γρηγορότερο γιά τή Λάρισα. Πετώντας σχεδόν ἐπιστρέφει στό στρατώνα του γιά νά καταλήξει σπίτι του καί νά παίξει μέ τό γιό του. Πρώτη φορά δέν αἰσθάνεται λύπη πού θά ἀφήσει τούς δικούς του. Μετά τρεῖς ἡμέρες ἐπιβιβαζόμενοι σέ πλοῖα στόν Πειραιά ἀναχωροῦν καί μέσω Χαλκίδας φθάνουν στό Βόλο, ἄπ΄ὅπου σιδηροδρομικῶς καταλήγουν στή Λάρισα, ὅπου ἡ ὑποδοχή πού τούς γίνεται ἀγγίζει τά ὅρια τῆς παραφροσύνης. "... Εἶμαι εὐτυχής μόνον μέ τήν ἰδέαν ὅτι εἴμεθα ἐδῶ διά νά ὑπερασπίσωμεν τήν πατρίδα..." γράφει στή γυναίκα τοῦ περιμένοντας τήν ἔναρξη τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων, "... ἀπό στιγμῆς εἰς στιγμήν ἀναμένομεν νά φύγωμεν. Ὁ Θεός νά δώση...".
Στίς 5 Ἀπριλίου 1897 ἀρχίζουν οἱ ἐχθροπραξίες. Τό τηλεγράφημα τοῦ Παύλου πού φθάνει στήν Ἀθήνα φανερώνει τόν ἐνθουσιασμό του γιά τό ξεκίνημα τοῦ πολέμου "... Εὐχηθῆτε ὑπέρ πατρίδος μόνον. Ἀσπάζομαι πάντας. Εὔχομαι Μίκης αἰσθανθῆ πότε καί αὐτός χαράν μου..."
Ἐνθουσιασμένος κατά τήν ἔναρξη τῶν ἐπιχειρήσεων, πολύ σύντομα καί σέ λίγες μόνο μέρες γίνεται ἀφάνταστα πικραμένος, λόγω τῆς τροπῆς πού πῆρε γιά τήν Ἑλλάδα ὁ πόλεμος ἐκεῖνος. Μέσα ἀπό τά ἑπόμενα γράμματα πρός τή γυναίκα του, γραμμένα τά περισσότερα βιαστικά μέ μολύβι, περνοῦν τά δυσάρεστα γεγονότα ἀλλά καί τά ὅσα νιώθει ὁ ἴδιος αὐτές τίς τριάντα (30) ὀδυνηρές ἡμέρες τοῦ 1897. Ἔτσι ὁ ἀρχικός του ἐνθουσιασμός : "... εἰς ὀλίγα λεπτά φεύγομεν διά τό Μπουγάζι (ἀριστερά του Τυρνάβου)... Περιττόν νά σοῦ εἰπῶ τήν χαράν, τήν εὐτυχία μου....", μετατρέπεται γρήγορα σέ ἀπογοήτευση: "... Δέν σοῦ περιγράφω τήν κατάσταση αὐτήν, διότι παραφρονῶ ὅταν τήν συλλογίζωμαι ... 32.000 ἄνδρες τό ἔκοψαν λάσπη στό ἄκουσμα πῶς ἔρχονται οἱ Τοῦρκοι...". Ὕστερα, καί πάλι σέ καινούρια ἐλπίδα μέ τή διαταγή τοῦ Διαδόχου : "... ὅτι θέλομεν ὑπερασπισθῆ τό ἔδαφος τοῦ Δομοκου ...", γιά νά καταλήξει σέ λίγο πάλι σέ ἀπόγνωση καί ἀπελπισία : ".. ἤρχισεν ἡ νυκτερινή αὐτή ὑποχώρησις. Φοβερωτέρας ὥρας οὐδέποτε διηλθον...". Σέ ἄλλο τοῦ γράμμα πάλι, καταλήγει: "... Σκέπτομαι ἀδιάκοπά τα ἀγαπημένα μου πρόσωπα καί παρακαλῶ τόν Θεόν νά μοῦ ἐπιτρέψει νά τά ξαναδῶ, μόνον ἀφοῦ σβύσωμεν τήν φιβερᾶν ἀτιμίαν τοῦ δυστυχισμένου τόπου μας ..." 6.
Τέλος, τό τηλεγράφημα τοῦ πατέρα του, πού ἔρχεται ἀπό τήν Ἀθήνα μέ τά λόγια: "... Ἀπεφασίσθη ἀνακωχή..." (6η Μαΐου 1897), εἶναι γιά τόν Παῦλο ὁ ταπεινωτικός ἐπίλογος μιᾶς ἐκστρατείας, ἀπό τήν ὁποία περίμενε πολλά!
Κουρασμένος τότε περισσότερο ψυχικά - "... κατόπιν τῆς ἐκ Δομοκού γενναίας φυγῆς μας ..." - παρά σωματικά, ἀρρωσταίνει μέ ὑψηλό πυρετό. Ἀνήσυχος ὁ γιατρός τοῦ Συντάγματος τόν στέλνει στή Λαμία, ὅπου στό πλωτό νοσοκομεῖο "Θεσσαλία" συναντᾶ τή γυναίκα τοῦ Ναταλία, ἡ ὁποία ὑπηρετεῖ ἐκεῖ ὡς νοσοκόμος. Τρομαγμένη ἀντικρίζει τόν ἀδύνατο καί ἐξαντλημένο ἄνδρα της καί σιωπηλή καί ξάγρυπνη κάθεται ὅλη τή νύκτα στό πλάι του, ἐνῶ ἐκεῖνος παραδέρνει σέ ὕπνο ταραγμένο. Φθάνοντας στή συνέχεια στήν Ἀθήνα βρίσκει παρηγοριά στήν οἰκογενειακή θαλπωρή. Δέν μένει ὅμως πολύ. Σέ μία ἑβδομάδα ζητάει νά μετατεθεῖ στή Λαμία, στίς προφυλακές. Κι ἐνῶ ὑπηρετεῖ χωρίς ἀπρόοπτα στήν πυροβολαρχία του, ἕνα μήνυμα γιά τήν ἀρρώστια τοῦ πατέρα τοῦ τόν ταράζει. Κατεβαίνει ἀμέσως στήν Ἀθήνα καί τόν προλαβαίνει ζωντανό. Σέ δυό ὅμως ἡμέρες, ὁ πατέρας τοῦ πεθαίνει. Ὁ θάνατος αὐτός, πού τόν συγκλονίζει, εἶναι γί΄αὐτόν τό συμπλήρωμα τῆς ἐθνικῆς καταστροφῆς!
Μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα τοῦ ξαναγυρίζει ἀπαρηγόρητος στή Λαμία. Ἡ συγκατοίκησή του μέ δύο ἀγαπητούς του συναδέλφους μετριάζει τή βαθιά του λύπη. Χωρίς αὐτούς θά εἶχε παραιτηθεῖ καί θά εἶχε ἐπιστρέψει στό σπίτι του. Τότε μάλιστα περνᾶ τήν πιό δύσκολη περίοδο τῆς ζωῆς του. 'Ὅπως ὁμολογεῖ καί ὁ ἴδιος "... πότε εἶμαι εὐχαριστημένος ... διότι ἐλπίζω νά διορθωθῆ αὐτή ἡ κατάστασις πότε πάλιν ἀηδιάζω καί ἀπογοητεύομαι καί δέν θέλω ν΄ἀκούω καί νά σκέπτωμαι τίποτε ...". Παντοῦ ὅμως καί πάντα θυμᾶται τόν πατέρα του, πού κοντά του "... ἐλησμονοῦσα ὄλας τάς στεναχωρίας μου ...".
Κι ἐνῶ τόν πνίγει ἡ μονοτονία τῆς Λαμίας, στίς 5 Μαΐου 1898 (ἕναν χρόνο μετά τήν ἀνακωχή τοῦ 1897) ἀρχίζει ἡ ἐκκένωση τοῦ θεσσαλικοῦ κάμπου ἀπό τούς Τούρκους. Ὁ Παῦλος, ἔφιππος, ἐπισκέπτεται τό χῶρο πού μόλις ἔχουν ἐγκαταλείψει οἱ Τοῦρκοι καί μεταξύ ἄλλων γράφει συγκινημένος στούς δικούς του. "... εἶναι ἀδύνατον νά σᾶς εἰπῶ τί αἰσθάνεται ἕνας ἄνθρωπος, ὅταν ἐπαναβλέπει μέρη καί πράγματα παρά τά ὁποῖα ἠσθάνθη συγκινήσεις διά βίου ἀλησμονήτους ..." .
Ἡ 1η ἀποστολή τοῦ Παύλου Μελᾶ στήν Μακεδονία
Ὅπως ἤδη ἀναφέραμε παραπάνω, ἡ πρώτη ἀποστολή τοῦ Παύλου Μελᾶ στήν Μακεδονία, ἦταν σάν μέλος μιᾶς τετραμελοῦς ὁμάδας Ἀξιωματικῶν καί ἔγινε μέ Κυβερνητική ἐντολή. Οἱ ἄδειες πού τούς δόθηκαν ἀπό τό Ὑπουργεῖο Στρατιωτικῶν ἀφοροῦν τίς μετακινήσεις τούς μέσα στά ὅρια τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους (ἀντικειμενικός στόχος τούς εἶναι ἡ περιοχή μεταξύ Μοναστηρίου καί Καστοριᾶς ὅπου δραστηροποιοῦνται κύρια οἱ Βούλγαροι κομιτατζῆδες), καί τά διαβατήριά τους ἐκδόθηκαν μέ ψευδώνυμα. Τό ψευδώνυμο πού διάλεξε ὁ Παῦλος εἶναι ΜΙΚΗΣ ΖΕΖΑΣ.
Μίκης, ἀπό τό ὄνομα τοῦ γιοῦ τοῦ Μιχαήλ, πού φωνάζουν χαϊδευτικά Μίκη καί Ζέζας, ἀπό τό ὄνομα τῆς κόρης τοῦ Ζωῆς, πού φωνάζουν χαϊδευτικά Ζέζα!
Ὁ Παῦλος ἑτοιμάζεται μέ ἰδιαίτερη χαρά νά ἐκτελέσει αὐτή τήν ἀποστολή. Ὅπως γράφει στό σημειωματάριό του, στίς 24 Φεβρουαρίου 1904, "... Σήμερον ἐπί τέλους ἐκπληροῦται ὁ πόθος μου...". Πρίν ἀναχωρήσει, ἐπισκέπτεται τόν τάφο τοῦ πατέρα του, πού λάτρευε τή Μακεδονία καί θυμᾶται ὅτι πάνω στό φέρετρό του εἶχε ὁρκισθεῖ καί νά πεθάνει ἄν χρειαστεῖ, γί΄αὐτήν. Ἐπιστρέφει στή συνέχεια ἤρεμος στό σπίτι του, περνᾶ μερικές ὧρες μέ τούς δικούς του κι ἐνῶ τούς ἀποχαιρετᾶ μέ τά λόγια "Ζήτω ἡ Μακεδονία", ξεκινᾶ συγκινημένος γιά τήν ἐπικίνδυνη ἀποστολή του.
Φθάνοντας στόν προορισμό του, μετά ἀπό ταξίδι μερικῶν ἡμερῶν, ἀρχίζει τό ἔργο του. Ἐνημερώνεται, ζεῖ σέ ἄθλιες συνθῆκες, συμπάσχει, παρηγορεῖ καί ἐμψυχώνει τούς τυραννισμένους Ἕλληνες ἀπό χωριό σέ χωριό. Συνεχίζει ἀπτόητος καί ἀκούραστος τήν ἐκτέλεση τῆς ἀποστολῆς τοῦ μέχρις ὅτου κρυπτογραφική ἐπιστολή τοῦ 'Ἴωνα Δραγούμη τόν πληροφορεῖ γιά τήν πρόθεση τῆς Ἀθήνας, ὅτι "... Ἡ τουρκική πρεσβεία, μαθοῦσα τήν παρουσίαν τῶν κ.κ. Μελά καί Κοντούλη εἰς τά πέριξ της Καστορίας, προέβη εἰς παραστάσεις. Ὅπως διασκεδασθῶσιν αἵ ὑποψίαι τῶν Τούρκων ἐκρίναμεν ἀναγκαῖον νά ἐπιστρέψη προσωρινῶς ὁ κ. Μελάς τουλάχιστον...".
Ὁ Παῦλος ἀντιδρᾶ βίαια, ἀρνεῖται νά ὑπακούσει. Μάταια ἕνα ἡμερονύκτιο ὁ Κοντούλης προσπαθεῖ νά τόν μεταπείσει. Μόνον ὅταν τοῦ θυμίζει ὅτι σάν Ἀξιωματικός ἔχει ὁρκισθεῖ ὑπακοή καί τοῦ τονίζει ὅτι ἐξαιτίας τοῦ ἴσως καί νά ἀποτύχει ὁλόκληρη ἡ ἀποστολή τους, πείθεται μέ βαριά καρδιά, νά ἐπιστρέψει στήν Ἑλλάδα.
Στίς 29 Μαρτίου 1904, Δευτέρα τοῦ Πάσχα, ὁ Παῦλος ξαναβρίσκεται ἐπιτέλους μέ τήν οἰκογένειά του στήν Ἀθήνα.
Ὁ θάνατος τοῦ Παύλου Μελᾶ καί ἡ σημασία του γιά τόν ἀγώνα στήν Μακεδονία
Ἀκαταπόνητος συνεχίζει τόν ἀγώνα του καί μέ ἀγωνία περιμένει ὅπλα ἀπό τίς ἀθηναϊκές πατριωτικές ὀργανώσεις, γιά νά ἐξοπλίσει ὅλα τα χωριά τῆς περιοχῆς του. Στό μεταξύ, μέ ὅσα διαθέτει καί παρά τίς ἐναντίον τοῦ βουλγαρικές ἀπειλές, ὀργανώνει τήν ἄμυνα τεσσάρων χωριῶν καί προειδοποιεῖ ὅτι θά κάψει τά σπίτια ἐκείνων πού θά συμπράξουν μέ τούς βούλγαρους κομιτατζῆδες.
Παράλληλα, ἐξακολουθώντας νά ἐμπιστεύεται στά γράμματά του τίς σκέψεις καί τά συναισθήματά του σημειώνει. "... Δέν φαντάζεσαι τήν κατάστασίν μου τήν ψυχικήν. Θέλω καί πρέπει νά μείνω ἐδῶ ἄλλ΄ ὁ πολυτάραχος καί σχεδόν ἄγριος βίος μου μέ κάμνει νά νοσταλγῶ τόν ἥσυχον καί γλυκύν οἰκογενειακόν βίον. Καί ἐδῶ ἔχω τάς ἱκανοποιήσεις μου καί ἐκεῖ τήν εὐτυχίαν μου. Ἄλλ΄ἐδῶ μέ κρατεῖ ἐπί πλέον τό καθῆκον καί πρό πάντων αἵ ὑποχρεώσεις ἅς ἀνέλαβα. Αἰσθάνομαι ὅτι θυσιάζομαι, ἀλλά τουλάχιστον θά κατορθώσω τίποτε; ΄Ἡ θά χανδακώσω τήν ἱεράν αὐτήν ὑπόθεσιν; Αἰσθανόμενος τό μέγεθος τῆς εὐθύνης, πότε τρέμω καί πότε ἐνθουσιῶ...".
Στό μεταξύ το σῶμα τοῦ ἐνισχύεται καί μέ ντόπιους καί φθάνει τώρα τά 50 ἄτομα καί ἔτσι οἱ χωρικοί νιώθουν πιό ἀσφαλεῖς γνωρίζοντας τήν παρουσία του. Κι ἐνῶ βαδίζει γιά νά συναντηθεῖ μέ ἄλλο σῶμα Ἑλλήνων ἀνταρτῶν, γιά νά συναποφασίσουν γενικότερη κατά τῶν βουλγαρικῶν συμμοριῶν ἐπίθεση, σταματᾶ στό χωριό Στάτιστα, (ἤ καί Σιάτιστα) γιά νά ξεκουράσει τούς ἄνδρες του. Στίς ἀντιρρήσεις πού ἐκφράζει γιά αὐτή τή στάση τούς ὁ φίλος καί ὑπαρχηγός τοῦ Νίκος Πύρζας, ἐπειδή στό χωριό κατά τίς πληροφορίες τούς ὑπάρχει τουρκικό στρατιωτικό ἀπόσπασμα, ὁ Παῦλος ἀπαντᾶ: "... Εἶναι ἁμαρτία, τά παιδιά κουρασμένα, βρεγμένα ἅς μείνωμεν εἰς τό χωριό νά στεγνώσουν ὀλίγον ...".
Αὐτή ἡ ἀπόφασή του θά εἶναι τελικά γί΄αὐτόν μοιραία, γιατί οἱ Τοῦρκοι εἰδοποιημένοι καί ὁδηγημένοι ἀπό τόν κομιτατζή Μῆτρο Βλάχο γιά τήν ἐκεῖ παρουσία τους, ἐπιτίθενται καί κατά τή συμπλοκή ὁ Παῦλος τραματίζεται σοβαρά, "... στή μέση μέ πῆρε, παιδιά ...". Κι ἐνῶ οἱ ἄντρες τοῦ τρέχουν νά τόν βοηθήσουν μπαίνει μόνος του στό σπίτι, κάθεται καί ἀπευθυνόμενος στό Νίκο Πύρζα τοῦ λέει: "... Τό σταυρό νά τόν δώσεις στή γυναίκα μου καί τό τουφέκι τοῦ Μίκη καί νά τούς πῆς ὅτι τό καθῆκον μου ἔκαμα ...".
Στή συνέχεια βγάζει τό πορτοφόλι του μέ τίς φωτογραφίες τῶν παιδιῶν του κι ἐπειδή ἀρχίζει νά πονᾶ, παρακαλεῖ νά τόν σκοτώσουν καί νά μήν τόν ἀφήσουν ζωντανό στά χέρια τῶν Τούρκων. Ὅλοι γύρω του λυπημένοι καί ἀνήμποροι νά βοηθήσουν παρακολουθοῦν τίς τελευταῖες στιγμές τοῦ παλικαριοῦ πού ψιθυρίζει πότε "... πονῶ!", πότε "... σκοτῶστε μέ!" καί πότε τά ὀνόματα τῶν παιδιῶν του "... Μίκη, Ζωή!". Καί ἀφοῦ μέ δυνατούς πόνους παιδεύεται μισή περίπου ὥρα, μέ τή λέξη "... πονῶ!" ἀφήνει τήν τελευταία του πνοή ἐπάνω στή διψασμένη γιά αἷμα ἡρώων Ἑλληνική γῆ..
Ἡ τραγική εἴδηση φθάνει στό Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν στήν Ἀθήνα μέ τηλεγράφημα τοῦ Προξένου τοῦ Μοναστηρίου πού ἀναφέρει τά ἑξῆς : "... Παρελθοῦσαν Τετάρτην, 13 τρέχοντος (Ὀκτωβρίου) ἡμετέρων εὑρεθέντων ἐν χωρίω Στάτιστα καί περί ὥραν 5 μ.μ. ἤρξατο πυρός κατά τῶν ἡμετέρων. Ἡμέτεροι ἀπήντησαν γενναίως, μετά δίωρον δέ ἀνταλλαγήν πυροβολισμῶν, ἀπεφάσισαν ἐπιχειρήσωσιν ἔξοδον. Παῦλος Μελάς ὤρμησε πρῶτος ἐπί κεφαλῆς αὐτῶν, ὁπότε σφαίρα τουρκική πλήξασα αὐτόν κατά τήν ὀσφυακήν χῶραν, ἐτραυμάτισε θανασίμως. Σύντροφοί του τόν... ἐναπέθεσαν παρακειμένω οἰκίσκω, ἔνθα, μετά ἠμισειαν ὥραν, διαρκούσης πάντοτε συμπλοκῆς, ἐθνικός ἥρως ἡσύχασε ..." !
Ὁ θάνατός του αἰφνιδιάζει καί θλίβει τούς Μακεδόνες, γιατί σ΄αὐτόν εἶχαν στηρίξει ὅλες τους τίς ἐλπίδες γιά τή σωτηρία τους. Καί μολονότι δέν ἔχουν ἀκόμη συνειδητοποιήσει τό ὀδυνηρό γεγονός, ἀρχίζει ἡ δυσάρεστη διαδικασία τοῦ ἐνταφιασμοῦ. Ἀπό γράμμα πού στέλνει ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος καί ὑπάλληλος τοῦ προξενείου Μοναστηρίου Βασίλειος Ἀγοραστός στόν 'Ἴωνα Δραγούμη, γυναικάδελφο τοῦ Παύλου, ἔχουμε τίς λεπτομέρειες τοῦ ἐνταφιασμοῦ. Σύμφωνα μέ αὐτές, ὁ ἴδιος ὁ Ἀγοραστός ἐκτελώντας ἐντολή τοῦ προξενείου φθάνει στό Πισοδέρι, γιά νά μεριμνήσει γιά τήν ταφή τοῦ ἥρωα. Ἐπειδή ἐκεῖ πληροφορεῖται ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Στάτιστας τόν ἔχουν ἤδη ἐνταφιάσει σέ ἀσφαλές μέρος, προχωρεῖ στό Ζέλοβο ἄπ΄ὅπου στέλνει ἄνδρα τοῦ σώματος τοῦ Παύλου μεταμφιεσμένο στή Στάτιτσα, γιά νά παραλάβει κρυφά καί νά μεταφέρει στό Ζέλοβο τό σῶμα τοῦ γενναίου ἀρχηγοῦ του.
Κι ἐνῶ ἔχει ἀρχίσει ἡ ἐκταφή τοῦ νεκροῦ, ἀναγγέλλεται ὅτι ἰσχυρό τουρκικό ἀπόσπασμα κατευθύνεται στό χωριό. Γιά ν΄ἀποφύγουν τότε τήν αὐτόφωρη σύλληψη, κόβουν τήν κεφαλή τοῦ παλικαριοῦ καί θάβουν ξανά τό σῶμα του. Καί τή στιγμή πού ὁ Τοῦρκος ἀποσπασματάρχης ἔχει συγκαλέσει τούς χωρικούς στήν πλατεία καί μέ ἀπειλές, ἀλλά χωρίς ἀποτέλεσμα, τούς ζητά τόν τόπο τῆς ταφῆς, ὁ ἀπεσταλμένος κατορθώνει νά διαφύγει ἔχοντας στό σακίδιό του τό κεφάλι τοῦ ἄτυχου ἀρχηγοῦ του καί νά φθάσει στό Ζέλοβο. Ἐκεῖ ὡς πιό κατάλληλο γιά τήν ταφή τοῦ ἐπιλέγουν τό παρεκκλήσι τῆς Ἄγ. Παρασκευῆς στό Πισοδέρι, ὅπου καί ἐνταφιάζεται στόν πρό τῆς Ὡραίας Πύλης χῶρο στίς 18 Ὀκτωβρίου 1904.