1. Η εξέγερση στη Σερβία και ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1806-12: Οι αρχές του 19ου αιώνα χαρακτηρίζονται ταραγμένη εποχή για τη Βαλκανική και την Ανατ. Μεσόγειο. Μετά την επανάσταση των Σέρβων στην περιοχή του Βελιγραδίου, επιδεινώθηκαν οι Ρωσοτουρκικές σχέσεις, καθόσον η Ρωσία διεκδικούσε την προστασία των απανταχού καταπιεζόμενων Ορθοδόξων. Αυτό οδήγησε στο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1806-12. Έτσι και στον ελλαδικό χώρο (Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα) οι αρματολοί, ενθαρυνόμενοι από τις διεθνείς εξελίξεις, είναι έτοιμοι να πάρουν τα όπλα, ενώ οι διωγμένοι στα Επτάνησα Σουλιώτες είναι έτοιμοι για επαναστατική δράση.
2. Το ξέσπασμα: Όταν ο ναύαρχος Σενιάβιν επικεφαλής ρωσικού στόλου εμφανίστηκε στο Αιγαίο, και συγχρόνως απελευθερωνόταν η Πάργα “οι καρδιές όλων των Ελλήνων από τον Ισθμό και πάνω, σκίρτησαν”. Με την έναρξη του πολέμου, ο πονηρός Αλή πασάς αφαίρεσε κάθε δικαιοδοσία από τους αρματολούς της περιοχής των Αγράφων, υποψιαζόμενος πιθανές στάσεις. Την ίδια περίοδο οι αρματολοί του Ολύμπου, έχοντας συντονιστή το Νικοτσάρα διώχνουν όλους τους Αλβανούς φύλακες των κλεισούρων (δερβέν-αγάδες) της περιοχής. Νοτιότερα ο Κατσαντώνης και ο Κίτσος Μπότσαρης επικεφαλής ενόπλου σώματος 500 ανδρών πέρασαν στη Δυτική Στερεά και συνέτριψαν πολλαπλάσια τουρκική στρατιωτική δύναμη στην περιοχή του Κλινοβού. Ούτε η είδηση της συμφωνίας προσωρινής κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Ρώσων και Τούρκων, ούτε η ενδυνάμωση του Αλή έκαμψαν το φρόνημα των επαναστατών. Έτσι ο Κατσαντώνης κι ο Μπότσαρης συνεχίζουν τη νικηφόρα εκστρατεία τους στην Αιτωλοακαρνανία, ενώ οι κλεφταρματολοί του Ολύμπου μπαίνουν σε καράβια και γίνονται πειρατές των παραλίων του Αιγαίου, προσπαθώντας μ' αυτόν τον τρόπο να δείξουν τις αδυναμίες της οθωμανικής διοίκησης, παρακινώντας συγχρόνως τους υποδούλους σε γενικευμένη επανάσταση.
3. Ο Βλαχάβας: Την ίδια περίοδο αρματολός στα Χάσια ήταν ο Ευθύμιος Βλαχάβας, γιος του επίσης αρματολού Θανάση Βλαχάβα ή Μπλαχάβα (1700-1795), που απολάμβανε προς το παρόν της εμπιστοσύνης του Αλή. Ο Βλαχάβας γεννήθηκε στο χωριό (Παλιά) Σμόλια των Τρικάλων (Αγριελιά) και ήταν γιος αρματολού των Χασίων. Το σώμα των αρματολών των Χασίων αποτελούνταν από 60 περίπου άνδρες υπό την ηγεσία του παπα-Θύμιου και των αδελφών του. Ο Βλαχάβας και οι άνδρες του μισθοδοτούνταν από το βιλαέτι των Τρικάλων έχοντας καθήκον να προστατεύουν την ευρύτερη περιοχή από της είσοδο ληστών. Ο Βλαχάβας όμως φαίνεται πως είχε έλθει σε συνεννόηση με τους περίπου 3000 Έλληνες ενόπλους που βρίσκονταν στα Επτάνησα, οι περισσότεροι των οποίων ήταν Σουλιώτες, κάτω από ρωσική διοίκηση, καθώς και με Έλληνες φυγάδες-πειρατές του Αιγαίου. Άλλωστε ένα ταξίδι του το 1807 στο Αιγαίο, φαίνεται πως αποσκοπούσε στη συνάντηση με τους καπεταναίους αυτών των πειρατών. Είναι πιθανό στο ίδιο αυτό το ταξίδι του να συναντήθηκε με το ναύαρχο των Ρώσων Σενιάβιν, που μόλις είχε καταναυμαχήσει στις ακτές του Άθωνα τον τουρκικό στόλο (19/6/1807). Όμως φαίνεται ότι δεν είχε να περιμένει και πολλά από τους Ρώσους, διότι, κατά διαταγή του τσάρου, ο Σενιάβιν υπέγραψε στις 12/8 του ίδιου έτους ανακωχή με τους Οθωμανούς. Άρα το πιο πιθανό φαίνεται ότι στο διάστημα αυτό συσκέφθηκε με τους αρματολούς και κλέφτες των νησιών (Β. Σποράδων) εξηγώντας τους κάποιο σχέδιο κοινής δράσης εναντίον των Τούρκων και όχι ότι εξασφάλησε υποσχέσεις βοήθειας απ' τους Ρώσους. Το χειμώνα του 1807 ο Βλαχάβας επέστρεψε στα λημέρια του και λίγο αργότερα, στις 11/1/1808 άρχισε τις συνεννοήσεις με άλλους αρματολούς και κλέφτες των Θεσσαλικών και όχι μόνο περιοχών. Εδώ αξίζει να αναφέρουμε και την πληροφορία του Σάθα ότι στις αρχές του ίδιου έτους ήρθαν στον Όλυμπο Ρώσοι απεσταλμένοι που έφεραν επιστολές του αρχιεπαναστάτη των Σέρβων Καραγεώργη και του ελληνικής καταγωγής συμβούλου της ρωσικής κυβέρνησης Ροδοφοινίκιν, με τις οποίες παρακινούσαν τους Έλληνες να μιμηθούν τους ομοδόξους τους Σέρβους και να ξεσηκωθούν.
4. Η εξέγερση: Στα μέσα Φεβρουαρίου ο Βλαχάβας συγκάλεσε συνέλευση όλων των καπετάνιων, οι οποίοι συμφώνησαν στον ορισμό του ίδιου ως αρχηγού της επανάστασης. Συγχρόνως διάφοροι καπετάνιοι άρχισαν να συζητούν με ομολόγους τους της Στερεάς Ελλάδας αλλά και Τούρκων της Λάρισας και των Τρικάλων για συμμετοχή στον αγώνα κατά της τυραννίας του Αλή πασά. Λίγο αργότερα στη νέα συνέλευση, περισσότερων αυτή τη φορά καπεταναίων, αποφασίστηκε η μέρα ξεσηκωμού να είναι, για λόγους συμβολισμού, η 29η Μαΐου. Ο Leake, που ζούσε στο περιβάλλον του Αλή, αναφέρει ότι ο Βλαχάβας άρχισε την επανάσταση σκοτώνοντας παντού τους Τούρκους. Ο Κασομούλης όμως, πιο ενημερωμένος, διαφωνεί και μας ενημερώνει ότι σκοπός του παπα-Θύμιου ήταν η εξόντωση των Αλβανών δερβεναγάδων, που ήταν στη δούλεψη του Αλή και οι οποίοι καταπίεζαν και βασάνιζαν αδιάκριτα Χριστιανούς και Οθωμανούς. Γι' αυτό και προσπάθησε να προσεταιριστεί ακόμα και τους πλούσιους γαιοκτήμονες-αγάδες του θεσσαλικού κάμπου, που πάντως δεν δέχτηκαν να τον στηρίξουν. Έτσι ο Θύμιος και Θεοδωράκης Βλαχάβας μαζί με τον καπετάνιο του Δομένικου Γιώτα Τζίμου άρχισαν να εξοντώνουν τα οπλισμένα αλβανικά σώματα της περιοχής και τους σουμπάσηδες (επιστάτες των κτημάτων των τσιφλικιών του Αλή και καταπιεστών των κολίγων), σαν κοινούς εχθρούς Χριστιανών και Οθωμανών. Μαζί με τα σώματα του Βλαχάβα πολεμούσαν και ορισμένοι Οθωμανοί καθώς και λίγοι Αλβανοί, πολιτικοί αντίπαλοι του Αλή. Ο Βλαχάβας είχε συνεννοηθεί με τον αρματολό του Μετσόβου Δεληγιάννη ή Τσάπα και του έδωσε οδηγίες να καταλάβει τα περάσματα του Μετσόβου για να μην επιτρέψει στον Αλή να στείλει στρατεύματα στην επαναστατημένη Θεσσαλία. Την ίδια οδηγία έδωσε και στον καπετάνιο Ευθ. Στουρνάρη, στον οποίο ανατέθηκε η φύλαξη των διαβάσεων της Ν. Ηπείρου προς τη Θεσσαλία. Ο Σάθας πιστεύει ότι ο Δεληγιάννης πρόδωσε τα σχέδια του Βλαχάβα την 1η Μαΐου, πάντως γεγονός είναι ότι ο Δεληγιάννης επέτρεψε τη διέλευση απ' τα “φυλασσόμενα” στενά του Μουχτάρ πασά, γιου του Αλή, που έχοντας τεθεί επικεφαλής 6.000 Αλβανών, πέρασε στη Θεσσαλία καταστρέφοντας τις επαναστατημένες περιοχές σε Τρίκαλα και Καλαμπάκα. Ο Αλής, πονηρός καθώς ήταν, εφάρμοσε κι ένα άλλο σχέδιο: έδωσε ρητή εντολή στο μητροπολίτη της Λάρισας Γαβριήλ να μεταβεί στις επαναστατημένες περιοχές και να μεταπείσει τους εξεγερθέντες. Έτσι ο Γαβριήλ άρχισε τις παραινέσεις προς το λαό, με αποτέλεσμα να εισακουστεί απ' το απλό ποίμνιό του, που δεν συνεργάστηκε στο μεγαλύτερο μέρος του με τους επαναστάτες. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στο Καστράκι της Καλαμπάκας στα τέλη του Μαΐου του 1808 και κράτησε μια ολόκληρη μέρα. Εκεί οι Τουρκαλβανοί στρατηγοί του Αλή, Βελή μπέης και Μπεκίρ αγάς, όρμησαν από τα Τρίκαλα και άρχισαν να συγκρούονται με τις δυνάμεις του Βλαχάβα. Μετά από δυο-τρεις ώρες κατέφθασαν και οι ενισχύσεις του Μουχτάρ απ' τα Γιάννινα. Έτσι ενισχυμένα τα τουρκικά στρατεύματα συνέχισαν με μεγαλύτερη ένταση το σφυροκόπημα των θέσεων των Ελλήνων, μέχρι που έπεσε το σκοτάδι. Ανάμεσα στους Έλληνες νεκρούς της μάχης ήταν και ο Θεοδωράκης Βλαχάβας. Την ίδια νύχτα βλέποντας ότι τα στενά του Μετσόβου είχαν ανοίξει για τον Αλή και φοβούμενοι νέες επικουρίες των εχθρών οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου κι ο παπα-Θύμιος αποφάσισαν να υποχωρήσουν από τις ορεινές διαβάσεις προς τον Όλυμπο κι από εκεί για να μην την “πληρώσουν” οι αθώοι χωρικοί της περιοχής, πέρασαν με καράβια στα νησιά-ορμητήριά τους Σκιάθο, Σκόπελο και Σκύρο. Ο Βλαχάβας, όπως κι οι άλλοι οπλαρχηγοί, από τα νησιά των Β. Σποράδων άρχισε καταδρομές εναντίον των Τούρκων του Αιγαίου. Την ίδια εποχή μαρτύρησε κι ο μοναχός Δημήτριος (άγιος Δημήτριος εκ Σαμαρίνης), επειδή κατηγορήθηκε ότι παρέσυρε το λαό προς τους επαναστάτες του Βλαχάβα.
5. Το τέλος του Βλαχάβα: Ο καπουδάν-πασάς Σεγίδ Αλή, βλέποντας τα προβλήματα που δημιουργούσε με τις επιδρομές του ο Βλαχάβας, πρότεινε αμνηστεία στο Βλαχάβα αρκεί να συνθηκολογούσε και σταματούσε τη δράση του. Όμως αυτό ήταν απλώς ένα δόλωμα. Ο Βλαχάβας δέχτηκε, αλλά ο Καπουδάν πασάς τον παρέδωσε στον Αλή για τα ... περαιτέρω. Εκείνος τον φυλάκισε βασανίζοντάς τον καθημερινά επί τρεις μήνες κι έπειτα τον έδεσε για δυο μέρες σ' έναν πάσαλο στην αυλή του σεραγιού του, αφήνοντάς τον εκτεθειμένο στις βρισιές, τους εξευτελισμούς και τις ταπεινώσεις του φανατισμένου όχλου. Ο πρόξενος της Γαλλίας στην αυλή του θηριώδη Αλή, Πουκεβίλ, παρακολούθησε από κοντά τα βάσανα του αλύγιστου ιερέα. Λέει στο κείμενό του ο Γάλλος διπλωμάτης: “Το μαρτύριο και η επανάσταση του Βλαχάβα προετοίμαζαν το θρίαμβο ενός ασθενικού θνητού, που μοναδικό του όπλο είχε την προσευχή και την πραότητα, ενός από 'κείνους τους Λειτουργούς του Χριστού, τους προορισμένους να στηρίζουν τους δειλούς στους κλυδωνισμούς του κόσμου και που το αίμα τους, καθώς ανακτεύεται με το αίμα του πολεμιστή, ξαναφέρνει μέσω του μαρτυρίου την τιμή του χριστιανικού ονόματος στην πρώτη του λαμπρότητα.” Ο παπα- Βλαχάβας φονεύτηκε με φρικτό τρόπο και τα μέλη του διαμοιράστηκαν στον οθωμανικό όχλο που τα περιέφερε ως λάφυρα στα στενά των Ιωαννίνων.
Από τους ποιητές της αναγεννημένης Ελλάδας, πρώτος ο Παν. Σούτσος ύμνησε τον ένδοξο Θεσσαλό ιερέα-επαναστάτη. Μετά απ' αυτόν ο εθνικός ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης περιέγραψε συγκινητικά το μαρτύριο του μεγάλου εθνομάρτυρα:
- Γίνεσαι Τούρκος βρε παπά, κι ούλα στα συμπαθάω.
- Ρωμιός εγώ γεννήθηκα, Ρωμιός θενά πεθάνω.